Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Το Πέρασμα της Νιάλας




[...] Είχε χάσει το τραίνο, πέρασε τη νύχτα στο σταθμό.
       Στην Καρδίτσα έφτασε βραδάκι της άλλης μέρας. Του είχαν πει πως θα τον παραλάβαινε κάποιος από την τοπική οργάνωση. Κανείς δεν τον πλησίασε. Για την περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά, είχε μάθει απ' έξω τις διευθύνσεις δυο σπιτιών. Φορτώθηκε τα πράγματα και βγήκε. Ο σταθμός ήταν οχυρωμένος σαν φρούριο, με φυλάκια, μάντρες από γεώσακους, συρματοπλέγματα, βαριά και ελαφρά πυροβόλα, φορτηγά στη σειρά. Ακούγονταν φωνές, από κάποιο ραδιόφωνο ερχόταν μια αόριστη μελωδία, ένας αξιωματικός " γαμούσε τη μάνα" κάποιου φαντάρου. Βαριά σύννεφιά, το κρύο δυνατό. Νύχτωνε γρήγορα. Χωματόδρομοι γύρω γεμάτοι λάσπες και λακκούβες με νερά. Πλησίασε θαρρετά έναν ανθυπολοχαγό:
     "Πού είναι η πλατεία;"
     "Από πού έρχεσαι;"
     "Από την Αθήνα".
     "Τι γίνεται κει κάτω;"
      "Χτες κηδέψαμε το βασιλιά"
     "Προχώρα ευθεία και θα τη βρεις", του έδειξε εκείνος τον απέναντι δρόμο, δίχως να σχολιάσει το γεγονός που άκουσε.

      Προχώρησε σύρριζα στους πέτρινους ή πλινθόχτιστους τοίχους, εκεί που ήταν πιο στεγνοί οι δρόμοι. Πουθενά ανηφοροκατήφοροι, η μικρή πόλη ήταν χτισμένη σε κάμπο. Μακριά έσβηναν οι όγκοι κάποιων βουνών. Αραιά φανάρια στις κολόνες έριχναν ένα θολό πορτοκαλί φως, υπογραμμίζοντας τη θλίψη που έσταζε σαν υγρασία παντού. Αραιοκατοικημένες γειτονιές με χερσοχώραφα ανάμεσά τους , αλάνες, χαμηλά σπίτια και σιωπή. Άκουσε βήματα πίσω του. Κοίταξε. Η σκοτεινή φιγούρα ενός άντρα τον πλησίαζε γρήγορα.
      " Ο πατέρας Συμεών είναι καλά;" άκουσε τη λαχανισμένη φωνή του αγνώστου.
Ήταν το σύνθημα.
     " Σου στέλνει τις ευλογίες του", απάντησε.

     Προχώρησαν σιωπηλοί. Βγήκαν σε μια μεγάλη πλατεία. Δεν υπήρχε όμως η συνηθισμένη ατμόσφαιρα ανοιξιάτικης Κυριακής σε μια επαρχιακή πόλη, με τον κόσμο να γεμίζει τα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία και τις ταβέρνες, να βολτάρει οικογενειακώς. Μέσα στα μισοφώτιστα μαγαζιά έβλεπες μόνο αξιωματικούς, φαντάρους και λίγους πολίτες. Φορτηγά στις γωνιές των δρόμων και ο σκοτεινός όγκος ενός τανκ στη μέση της πλατείας, ταιριαστό μνημείο πεσόντων. Πέρασαν βιαστικά κάτω από τις καμάρες ενός μεγάλου κτηρίου και μπήκαν πάλι σε έρημους χωματόδρομους. Το σπίτι που στάθηκαν ήταν μονώροφο, πέτρινο. Τους υποδέχτηκε μια μικροκαμωμένη γυναίκα  γύρω στα πενήντα. Στην ίδια ηλικία και ο άντρας. Τον έβαλαν να κοιμηθεί στο κρεβάτι τους. Αρνήθηκε. Του έστρωσαν στο πάτωμα στο μικρό καθιστικό τους.
     " Αύριο χαράματα θα φύγουμε για Βραγγιανά", του είπε ο άντρας.
      " Προς τη μεριά του Παλαμά;"
      " Όχι , αντίθετα".
      " Υπάρχει στα Βραγγιανά ή γύρω κάποιο μοναστήρι;'
      " Δεν ξέρω".
       " Φρόντισε να μάθεις".
     Αυτά ήταν τα μόνα λόγια που αντάλλαξαν. Ο Οδυσσέας έκαψε την επιστολή του ηγουμένου. Ήταν επικίνδυνη τώρα. Δεν κοιμήθηκε. Ολόκληρος ο εαυτός του έφευγε και περιπλανιόταν σε άγνωστα βουνά, συναντούσε την Αριάδνη σε δάση, σε καταυλισμούς, σκυμμένη πάνω από τραυματίες, ή μόνη, καθισμένη σε πάγκο κάτω από πλατάνι.

     Με το πρώτο φέγγος, ο Καρδιτσιώτης τον φόρτωσε σε ένα γαϊδούρι και, τραβώντας το από το καπίστρι, βγήκαν από την πόλη. Δεν ακολούθησε τη δημοσιά ή καρόδρομους, μπήκε σε μονοπάτια και γιδόστρατες, μέσα από δάση και ρεματιές. Στο βάθος γράφονταν, γαλάζιο τείχος, οι βουνοκορφές των Αγράφων. Στα Βραγγιανά έφτασαν νύχτα. Στο χωριό είχε στρατοπεδεύσει ένα τάγμα του Δημοκρατικού Στρατού - άντρες εξοντωμένοι από τις ατέλειωτες πορείες και την πείνα, ντυμένοι οι περισσότεροι με μισοκουρελιασμένα ρούχα, γουρνοτσάρουχα, ελάχιστοι με πλήρεις στρατιωτικές στολές, πολλοί άοπλοι. Το τάγμα ακολουθούσαν εκατοντάδες πολίτες , οικογένειες ανταρτών ή φυγάδες που είχαν  ξεριζωθεί από τα χωριά τους για να μη συλληφθούν, γυναικόπαιδα όλοι τους και γέροι. Τουρτούριζαν μέσα στο κρύο του ορεινού χωριού, καθισμένοι κολλητά σε μάντρες, ή γύρω σε κορμούς δέντρων για να κόβουν οι φυλλωσιές τη βροχή - πρόσωπα βουλιαγμένα από την κατάθλιψη της κούρασης, σώματα βαριά, παραδομένα.

     Πώς θα νικήσουμε το στρατό που είδα στην Καρδίτσα με τέτοια μπουλούκια; της είπε. Εκτός αν φτάνει η πίστη στις ιδέες μας. Δεν ξέρω...Κάποτε κι αυτό αρκεί. Έτσι πολεμήσαμε τους Ιταλούς στην Αλβανία, έτσι διώξαμε τους Γερμανούς.
     Την ίδια νύχτα γίνηκε σύσκεψη σ' ένα σπίτι των Βραγγιανών, με τη διοίκηση του τάγματος, λογαχούς και διμοιρίτες, το γραμματέα και μέλη της κομματικής επιτροπής Καρδίτσας και ένα μέλος του κομματικού γραφείου Θεσσαλίας. Ο διοικητής του τάγματος εξήγησε την κατάσταση. Τον έλεγαν Σοφιανό.
     " Οι άντρες είναι κατάκοποι. Περπατάμε τρία μερόνυχτα χωρίς σταματημό. Πρέπει να μείνουμε εδώ λίγες μέρες ώσπου να φτάσουνε και οι βραδυπορούντες, να πάρουμε πληροφορίες από Καρβασαρά και Κορύτσα, να βρούμε τρόφιμα και να ξεκουράσουμε τους άντρες μας. Ο εχθρός όμως πλησιάζει. Μια ταξιαρχία έρχεται από Καρπενήσι προς Άγραφα, άλλη θα ξεκινήσει από Καρδίτσα για δω και τρίτη από Άρτα προς Αργιθέα. Μας κλείνουν. Προτείνω να περάσουμε από τη Νιάλα. Θα φτάσουμε στη Σιάικα, στο Καροπλέσι κι από κει στη Βουλγάρα. Εκεί είναι το Γενικό Αρχηγείο και το Αρχηγείο Αγράφων".
    " Το πέρασμα της Νιάλας είναι ανοιχτό;" ρώτησε κάποιος.
    " Προς το παρόν ναι` σε λίγες μέρες δεν ξέρω".
    " Με τους πολίτες τι θα κάνουμε; Πού θα' ναι στη φάλαγγα;"
    " Θα τους βάλουμε στη μέση` έτσι θα μπορούμε να τους προστατεύουμε...Λοιπόν, σύντροφοι, αυτό το σχέδιο προτείνω. Δεν είναι ιδανικό, αλλά δεν βλέπω καλύτερο".
     
      Το ψήφισαν όλοι. Τις επόμενες ημέρες ολοένα και έρχονταν πολίτες, οικογένειες ολόκληρες, λίγοι αντάρτες. Βραδιάζοντας Μεγάλο Σάββατο, με τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα περιμένοντας την Ανάσταση, όλο εκείνο το πλήθος ξεδιπλώθηκε σαν ποτάμι μαύρο νερό ανηφορίζοντας για τη Νιάλα. Διάσελα ανάμεσα σε πανύψηλες οξιές, ρεματιές απίστευτης ομορφιάς, με την παγωμένη σκιά τους να σου κόβει την ανάσα, πέτρινα κονάκια εγκαταλειμμένα και βουνοκορφές τρομερές, ολόγυμνες, που άνοιγαν ξαφνικά σε βάραθρα, ιλιγγιώδεις γκρεμούς, με την ομίχλη να τα σκεπάζει, να κρύβει τα θεμέλιά τους. Βαριά συννεφιά είχε κατέβει πάνω από τα κεφάλια τους, την κουβάριαζε ο δυνατός άνεμος. Κοράκια πετούσαν χαμηλά κρώζοντας σαν τρομαγμένα. Ύστερα όλα βούλιαξαν μέσα στο σκοτάδι. Άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι, ο αέρας το έσπρωχνε πάνω τους, τους τύφλωνε.
     " Προχωράτε, προχωράτε!"
     Κάθε τόσο η φωνή του διοικητή ανέβαινε σαν ουρλιαχτό, για να νικήσει τα ξεφωνητά του ανέμου. Ακούγονταν βόγγοι από γύρω, παιδιά έκλαιγαν, μανάδες έχωναν τα βρέφη στον κόρφο τους, σκεπάζοντάς τα με ό,τι ρούχο είχαν, κάθε τόσο κάποιος σκόνταφτε, ακουγόταν μια στριγγλιά που έσβηνε μέσα στο σκοτάδι.
      "Μην περπατάτε στις άκρες!...Έπεσε κανένας;...Προχωράτε κολλητά στο βράχο..."

      Οι διμοιρίτες προσπαθούσαν να κρατήσουν συγκεντρωμένους τους άντρες τους, τα τσαρούχια γλιστρούσαν πάνω στις κρυσταλλιαμένες κοτρώνες, κάποιοι τα πέταξαν και προχωρούσαν με τις κάλτσες, βάδιζαν όλοι σκυφτοί, με το κεφάλι μπροστά, να ανοίξουν πέρασμα μέσα από την πηχτή, έξαλλη νύχτα, να μην τους παρασύρει ο άνεμος που αγρίευε ολοένα καθώς σκαρφάλωναν. Σεντόνια χιόνι περνούσαν πλαταγίζοντας από μπροστά τους, τους τύλιγαν, ένα ατέλειωτο δάρσιμο, γδάρσιμο στα πρόσωπα τους από τις νιφάδες, η ανάσα κομμένη. Άνοιγαν το στόμα και μπούκωνε αμέσως χιόνι. Πολλοί άρχισαν να μένουν πίσω, έπεφταν στα γόνατα, προσπαθούσαν να περπατήσουν μπουσουλώντας. Αστραφτερές, φασματικές λουρίδες μαστίγωναν το σκοτάδι σαν άσπρα φίδια.
     " Πού είναι ο 3ος λόχος;"
     " Τον καθυστερούν οι πολίτες...Πέσαν πολλοί!"
     " Προχωράτε, προχωράτε!...Πρέπει να φτάσουμε πριν να τελειώσει η νύχτα..."

    Ο Οδυσσέας σκόνταψε πάνω σ' έναν άντρα μισοθαμμένο κάτω από το χιόνι. Τον σήκωσε` έδειχνε γέρος.
    " Αντέχω!" του φώναξε εκείνος. " Ερχόμουν εδώ κάθε χρόνο  με τα γίδια μου...Αντέχω!..."
   Πήγαν για λίγο μαζί , μετά τον έχασε. Κάποιοι άντρες από τον 2ο λόχο άρχισαν να τραγουδάνε για να δώσουν κουράγιο:


Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα
το δίκιο και τη λευτεριά!...

     Το τραγούδι το πήραν και άλλοι, άρχισε να κατεβαίνει προς το μέρος του.

     " Πάψτε, ρε!" ούρλιαξε ο διοικητής. " Δεν ξέρουμε πόσο κοντά είμαστε, μπορεί να μας ακούσουν"
      Το τραγούδι σταμάτησε, χύμηξε πιο τρομακτικό το ουρλιαχτό του ανέμου.
     " Πού είναι ο Αθηναίος;...Είδε κανείς τον Αθηναίο;" ακούστηκε σαν στριγγλιά η φωνή του διοικητή.
      "Εδώ!..." ξεφώνισε και ο Οδυσσέας, αλλά μάταια, γιατί ο διοικητής ούρλιαξε πάλι σε λίγο:
      " Πού είναι ο Αθηναίος;..."
      " Εδώ!" άδειασε τα πνευμόνια του.
      Δεν πήρε απάντηση. Ο αέρας φούσκωνε τις χλαίνες, τα παλτά, ξήλωνε τα κουμπιά από την πίεση, τα έκανε πανιά που τράβαγαν πίσω τους άντρες, έσερναν τις γυναίκες, τις αναποδογύριζαν, το χιόνι κολλούσε στα πρόσωπα, πάγωνε, γινόταν κρούστα. Μια γυναίκα στρίγγλισε μπροστά του:
       " Το παιδί μου!"
      Τη βρήκε με τα χέρια που έψαξαν το σκοτάδι, της πήρε το παιδί - δυο τριών χρόνων ήταν-, του έτριψε τα χέρια, του χουχούλισε το πρόσωπο.
      " Γδύσου!" της φώναξε. "Άνοιξε το στήθος σου!...Βαλ' το πάνω σου να πάρει τη ζέστη σου".
      Πανικόβλητη εκείνη υπάκουσε. Κολλητά στα βράχια, για να κόβει κάπως ο αέρας, βάζοντας ο ίδιος φράχτη το σώμα του, λευτέρωσε το στέρνο της κι ακούμπησε εκεί το παιδί. Τη βοήθησε να τυλιχτεί πάλι με τα ρούχα, έδεσε γυναίκα και παιδί με το κασκόλ του.
      " Να' ρχεσαι πίσω μου", της φώναξε. " Κόβει λίγο ο αέρας".
      Κάθε  τόσο γύριζε να δει αν τον ακολουθεί.
     " Τ' ακούω που κλαίει!" του φώναξε κάποια στιγμή.
     " Μη χάσεις το βήμα σου` να΄ρχεσαι πάντα πίσω μου"
     " Πώς σε λένε;"
     " Οδυσσέα".
     " Εμένα Βάσω".
     Κίνησαν πάλι.
     " Κουράγιο , παιδιά!....Φτάνουμε στο πέρασμα!..."

    Το Πέρασμα, ο τρομερός αυχένας της Νιάλας! Ούτε δέντρο ούτε θάμνος, ένα γυμνό κρανίο μόνο, με μια γρανιτένια ρωγμή στη μέση σαν τσεκουριά. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα μακρόσυρτο, τρομακτικό βουητό, που ανέβηκε από τα έγκατα της γης, μαζί με κοσμογονικούς κεραυνούς, και ο άνεμος φρένιασε ρίχνοντας επάνω τους θάλασσες χιόνι. Άσπρες σκιές, φαντάσματα κατάλευκα σάλευαν μέσα σ' εκείνο το γρανιτένιο μονοπάτι. Σαν να είχαν πέσει στην καρδιά ενός παγόβουνου που έσπαγε, θριβόταν, τους έθαβε όλο και πιο βαθιά. Τα ρούχα τους κοκκάλωσαν στα πρόσωπα, έγιναν ξύλινα, μια μάσκα από πάγο κόλλησε στα πρόσωπά τους, άνοιγαν τρύπες στα μάτια και στο στόμα τους για να ανασάνουν, η αντάρα και ο ορυμαγδός τράνταζαν τη Νιάλα, λες και ράισαν τα θεμέλιά της και ξερνούσε δαίμονες και τιτάνες, ενώ ένα απόκοσμο φως φουρτούνιαζε γύρω τους, κάνοντας ακόμη πιο βαθύ το σκοτάδι που τους τύλιγε. Κουρέλια από στριγγλιές ανθρώπων, ουρλιαχτά, γράμματα από ονόματα έφταναν στ' αυτιά του:
     "...ίαααα..."
     " ...άσηηηη..."
     " ...έααα... "
     " ...ωωωω..."
   
   Άρπαξε τη γυναίκα και κόλλησαν στους βράχους. Ξεφώνισε στ' αυτί της :
     " Ακούμπησε στην πλάτη μου...Μη σταματάς ούτε βήμα ....να περπατάς συνέχεια..."
   Γερτός σαν θηρίο, με τα χέρια να σφίγγει επάνω του γυναίκα και παιδί, έσπαγε το σκοτάδι και το τείχος της θύελλας. Κάθε τόσο σκόνταφτε σε μικρούς όγκους από χιόνι - άνθρωποι κοκκαλωμένοι. Η παγωνιά είχε φτάσει στην καρδιά τους και την είχε σπάσει. Ένιωθε το κρύο να τον ποτίζει όπως το νερό το σφουγγάρι` ολοένα ζύγωνε τη ρίζα της ζωής του να της πάρει την ανάσα.
   " Μη σταματάς!...Προχώρα, προχώρα!"
   Ο ίδιος ούρλιαζε, εκείνη; Τι γίνεται η γυναίκα πίσω του; Δεν ένιωθε το βάρος της. Δεν είχε χέρια, δεν είχε πρόσωπο, κάποιου άλλου τα πόδια ανηφόριζαν το γρανιτένιο μονοπάτι πλάι στις χαράδρες. Κάποιος κατέβαινε προς το μέρος τους ουρλιάζοντας. Τι φώναζε; Έφτασε κοντά τους.
    " Πιαστείτε απ' τα χέρια!...Βοηθάτε ο ένας τον άλλο!..."

    Ποιος είναι μπροστά του; Προσπάθησε να τον φτάσει. Ένα παράξενο ζώο σάλευε και σερνόταν λίγα μέτρα πιο πάνω. Ένας πολυβολητής. Το μάντεψε από το άσπρο δοκάρι που κουβαλούσε στον αριστερό του ώμο. Προσπάθησε να τον αρπάξει από τη χλαίνη. Σαν να έπιασε μέταλλο, τα δάχτυλα του γλίστρησαν. Βρήκε μια κοκκαλωμένη πτυχή, την άδραξε, έσπασε τον πάγο και δίπλωσε στη χούφτα του το ύφασμα. Τον πολυβολητή τον έσερνε από το δεξί χέρι κάποιο φάντασμα. Τραγούδι ήταν αυτό που άκουγε ή το παραμιλητό του ανέμου; Όχι, κάποιοι μπροστά τραγουδούσαν:


Ε...ρός...ΑΣ...άδα...
κιό...και...ριά...

     Μια άγρια μέθη χύθηκε στις φλέβες του, σαν κρασί  έφτασε εκεί που η παγωνιά είχε βγάλει νύχια και δόντια έτοιμη να του ξεριζώσει την καρδιά. Άφησε τη χλαίνη του πολυβολητή κι άρχισε να χτυπάει με τα πόδια το βουνό.

      " Όχι, μωρή πουτάνα Νιάλα, δε θα μας σταματήσεις!" ούρλιαξε σαν δαιμονισμένος.

     Εκείνη τη στιγμή κάτι τον τράβηξε προς τα πίσω, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Η γυναίκα είχε κοκκαλώσει. Ρίχτηκε απάνω της, έγδαρε την κρούστα πάγου από το πρόσωπο και τα χέρια της , την έτριψε άγρια με χούφτες χιόνι, τη χαστούκισε με όλη του τη δύναμη.
      " Σήκω!...Ξύπνα!...Σήκω!"
   Έβαλε το αυτί του στο στήθος της άκουσε το παιδί να τσιρίζει. Την έστησε στα πόδια της , ο άνεμος τους πέταξε πάνω στα βράχια. Μια πέτρινη αιχμή του έσκισε το κεφάλι ψηλά στο μέτωπο. Όσο αίμα πρόλαβε να βγεί πάγωσε στη στιγμή. Λες και το τράνταγμα συνέφερε τη γυναίκα, όταν τη σήκωσε πάλι όρθια, εκείνη αρπάχτηκες από πάνω του σαν ναυαγός.
      " Το παιδί! " ξεφώνισε.
      " Δεν τ' ακούς που κλαίει;" ούρλιαξε στ' αυτί της. " Τραγούδα!...Κρατήσου απάνω μου!..."
  Έσφιξε πιο γερά το κασκόλ, συνέχισε πάλι προς την κορυφή σέρνοντάς την. Μια σκιά που σάλευε μπροστά τους ξάφνου σταμάτησε. Ώσπου να φτάσει κοντά, ο άνεμος την έριξε ανάσκελα. Ένας άντρας. Η θύελλα, σαν μανιακός νεκροθάφτης, σώριαζε πάνω του στοίβες χιόνι. Το δεξί του χέρι όρθιο προς τον ουρανό. Προσπάθησε να τον σηκώσει, ένα κομμάτι μάρμαρο. Κάθε τόσο συναντούσε αλλόκοτα πλάσματα, άλλα γονατισμένα, άλλα πεσμένα μπρούμυτα, άλλα σκυφτά, η κάννη ενός όπλου να σημαδεύει το σκοτάδι, κρύσταλλα σαν μαχαίρια προς τη φορά του ανέμου, μπηγμένα στο πρόσωπο μιας κοπέλας.
      " Από δω...Από δω..." κάποιες φωνές προσπαθούσαν να τους οδηγήσουν.
      " Φτάνουμε!...Από δω..."
      " Άλλο ένα βήμα, άλλο ένα βήμα!" φώναζε στον εαυτό του. " Προχώρα! Ένα βήμα ακόμα!"

     Μέσα στη χιονοθύελλα, σ' εκείνη τη φουρτούνα από χιόνι, αστραπές και σκοτάδι, είδε σκιές να φωνάζουν, να χειρονομούν έξαλλα. Πίσω τους άρχιζε το κατέβασμα, η σωτηρία. Κάποιοι τον τράβαγαν, άλλοι πήραν τη γυναίκα, σωριάστηκε κάτω από ένα βράχο.
      " Μείνανε πολλοί πίσω...Θα παγώσουν!..." φώναζε κάποιος. " Κουράγιο, σύντροφοι, πρέπει να τους φέρουμε!"
     Σηκώθηκε και ξαναρίχτηκε μέσα στην αντάρα. Τραβώντας από τα χέρια, από τις μασχάλες, κουβαλώντας τους στην πλάτη, ανέβασαν όσους σάλευαν ακόμη. Πέσαν στον κατήφορο. Η καταιγίδα έμεινε πίσω, λες και τη γεννούσε το Πέρασμα της Νιάλας, κατοικούσε μόνο εκεί.
      " Μη σταματάτε, παιδιά...Ο εχθρός είναι κοντά...Προχωράτε!..."
     Τρεκλίζοντας, πετώντας από πάνω τους χιόνι και πάγους, σπάζοντας τα κρύσταλλα, στηρίζοντας τους πιο αδύναμους, σηκώνοντας γυναίκες και παιδιά στα χέρια, εξουθενωμένοι, κατέβαιναν. Το σκοτάδι τώρα ήταν βαθύ αλλά ήσυχο, ο αέρας καθαρός, τον έπιναν σαν νερό από βουνήσια πηγή με ολάνοιχτο στόμα και το στήθος τους έβρισκε πάλι τις ανάσες του.

     Η τραγωδία στο Πέρασμα της Νιάλας στις 12 Απριλίου 1947, Μεγάλο Σάββατο, κόστισε τη ζωή σε εκατόν πενήντα ανθρώπους, παιδιά, γυναίκες, γέρους, αντάρτες, που οι περισσότεροι πάγωσαν, άλλοι χάθηκαν στα βάραθρα. Έντεκα άντρες από τα υπολείμματα του 3ου λόχου πλανήθηκαν μέσα στην καταιγίδα, ώσπου μπήκαν στο στρατόπεδο του Κυβερνητικού Στρατού. Χώθηκαν σε μια σκηνή, οι φαντάροι τους καλοδέχτηκαν, τους έδωσαν κονιάκ, λίγες σταφίδες, ένα κομμάτι σοκολάτα. Το πρωί, η φρουρά που έκανε έλεγχο στις σκηνές τούς συνέλαβε και στις 9 Μαΐου τους εκτέλεσαν στη Λαμία.

Από τη μυθιστορηματική τριλογία του Γιώργου Μιχαηλίδη , Της Επανάστασης, της Μοναξιάς και της Λαγνείας, Ο Λαβύρινθος, τ.2, Καστανιώτης , 10η έκδοση ( έτος πρώτης έκδοσης 2002)

Η φωτογραφία  από το φιλικό ιστολόγιο
 Ευρυτάνας Ιχνηλάτης στο οποίο  έχει δημοσιευθεί σχετική ανάρτηση για το Πέρασμα της Νιάλας .

     
    

2 σχόλια :

  1. Επειδή πιστεύουμε πως ότι αξιόλογο πρέπει να προβάλλεται και από τα άλλα blogs....

    Αναδεικνύουμε και από την πλευρά μας το θέμα σου στη στήλη «ΕΜΦΑΣΗ» του blog «Ευρυτάνας ιχνηλάτης». Η συγκεκριμένη στήλη (σ.σ. είναι αυτή με το σκίτσο που αναπαριστά ένα πιτσιρίκο που μοιράζει εφημερίδες!) βρίσκεται στην κάθετη πλαϊνή μπάρα του ιστολογίου μας και η προβολή γίνεται με απευθείας παραπομπή στο δικό σου ιστότοπο. Καλή συνέχεια…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τώρα διαβάζω το σχόλιό σου για την αναδημοσίευση Ευρυτάνα Ιχνηλάτη. Σε ευχαριστώ, να είσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή