Κι επειδή τα οικονομικά μου πήγαιναν όλο και στο χειρότερο, άρχισα να γίνομαι εφευρετικός : κατέβαινα, λόγου χάρη, στο υπόγειο όπου βρισκόταν ένα παλιό χαλασμένο ρολόι, το έβαζα στην πιο κρίσιμη ώρα και περίμενα - κι ας είναι ευλογημένο τ' όνομα του Θεού, ποτέ δεν έπεσα έξω, ύστερα, υπερήφανος, πήγαινα στο οινομαγειρείο, όπου ο ατμός απ' τις κατσαρόλες με γέμιζε θρησκευτικές σκέψεις, συνωστιζόταν ο φτωχόκοσμος, μέθυσοι με ποδοπατημένα καπέλα, λόγια χιλιοειπωμένα σαν τις εποχές, ώσπου, τέλος, πιωμένος, έπαιρνα από πίσω κάποιον απ' τους νεκρούς μου κι έτσι έβρισκα πάντα το σπίτι μου.
Μια νύχτα θα κάνουμε μία μεγάλη σκέψη αλλά δεν πρέπει να την πούμε πουθενά, είναι η μόνη δικαιοσύνη. Ύστερα θα βγούμε στους δρόμους, θα βρέχει και η βροχή έχει και εκείνη την ιδιωτική της ζωή, ενώ εμείς δεν είχαμε. Θα αργοπορήσουμε μπροστά σε ένα φαρμακείο, μιας και είμαστε θνητοί και αφού οι ουρανοί γνωρίζουν την αθωότητα μας. Τέλος όπως θα ξημερώνει θα χτυπήσουμε την πόρτα του σπιτιού μας, αλλά κανείς δεν θα μας γνωρίζει. Είναι απίστευτο σαν τις μεγάλες μέρες που ζήσαμε. Αντίο λοιπόν, ας ανοίξουμε την ομπρέλα μας και ας προσπεράσουμε βιαστικά το τέλος μίας εποχής.
Από τη συλλογή Ο τυφλός με τον λύχνο, 1983
Ο Τάσος Λειβαδίτης ήρθε στον κόσμο το βράδυ της Ανάστασης του 1922. Εκείνη τη χρονιά το Πάσχα ήταν στις 20 του Απρίλη.
...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην πόρτα ανοιγω το βράδυ τη λάμπα κρατώ ψηλά να ρθουνε της γής οι θλιμμένοι...άλλος ένας άγιος των γραμμάτων.Και των ανθρώπων...Σε ευχαριστώ Σοφία που μού δίνεις κάθε μέρα και ένα καινούργιο έρμα...Αθηνά 21 4 13...
ΑπάντησηΔιαγραφή