Ξεκινᾶμε ἀνάλαφροι καθὼς ἡ γύρη
ποὺ ταξιδεύει στὸν ἄνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στὸ χῶμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιὰ
γινόμαστε δέντρα ποὺ διψοῦν οὐρανὸ
κι ὅλο ἁρπαζόμαστε μὲ δύναμη ἀπ᾿ τὴ γῆ
Μᾶς βρίσκουν τ᾿ ἀτέλειωτα καλοκαίρια
τὰ μεγάλα κάματα.
Οἱ ἄνεμοι, τὰ νερὰ
παίρνουν τὰ φύλλα μας.
Ἀργότερα
πλακώνουν οἱ βαριὲς συννεφιὲς
μᾶς τυραννοῦν οἱ χειμῶνες κι οἱ καταιγίδες
Μὰ πάντα ἀντιστεκόμαστε,
ὀρθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε μὲ νέο φύλλωμα
Ὡσότου, φτάνει ἕνας ἄνεμος παράξενος
-κανεὶς δὲ ξέρει πότε κι ἀπὸ ποὺ ξεκινᾶ-
μᾶς ρίχνει κάτω
μ᾿ ὅλες μας τὶς ρίζες στὸν ἀέρα.
Γιὰ λίγο ἀκόμα μὲς στὴ φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο
-νὰ πεῖ μία τρίλια του στὴ νύχτα ποὺ ἔρχεται-
ἕνα πουλί.
Μελισσάνθη
Η Μελισσάνθη υπήρξε μια ποιήτρια ευαίσθητη . Την απασχολούσε η ανθρώπινη ύπαρξη και ο θάνατος. Τα ποιήματά της χαρακτηρίζονται από υπαρξιακή και μεταφυσική αγωνία. Γεννήθηκε στις 7 Απριλίου του 1910.
Ωραίο ποίημα. Και τόσο αληθινό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ άποψη ενός ποιητή είναι ενδιαφέρουσα και ξεχωριστή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το σχόλιο και την επίσκεψη.
Να είστε καλά