Χαρακτικό της Β. Κατράκη για το
ποίημα Η Ελένη του Γ. Ρίτσου
[...] Έφυγαν ένας -ένας οι παλιοί μας γνώριμοι. Λιγόστεψε και η αλληλογραφία.Μόνο σε τίποτα γιορτές, σε τίποτα γενέθλια, μια σύντομη κάρτα -
ένα στερεότυπο τοπίο του Ταϋγέτου με δαντελωτές κορφές, πολύ γαλάζιες,
ένα κομμάτι απ' τον Ευρώτα με άσπρα βότσαλα και ροδοδάφνες,
ή τα ερείπια του Μυστρά με τις αγριοσυκιές. Μα το συχνότερο απ' όλα
τηλεγραφήματα συλλυπητήρια. Κι απαντήσεις δεν έρχονταν. Ίσως
στο μεταξύ νάχε πεθάνει ο παραλήπτης - δε μαθαίναμε πιο πέρα.
Ο σύζυγός μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του χρόνια
είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε
στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες
και τη μακριά νυχτικιά του. Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν
στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη
σα να απειλούσε κάποιον. Ποιος νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν. Ωστόσο
σαν πέθανε, μούλειψε πολύ, - μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,
σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζαν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,
σάμπως αυτές να μ' εμποδίζαν να γεράσω.
Ονειρευόμουν τότε τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του
ν' αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, - με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,
ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε
στα χέρια μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ' το στήθος,
να το λούζουν με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του,
να τον αλείβουν λάδι.
Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη` - θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της
η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του -
μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, - τι χρειάζονται πια;
Οι Συμπληγάδες μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ' ένα χώρο πιο μέσα - τις νιώθεις
ασάλευτες, μαλακωμένες - πιο τρομερές από πριν, - δε συνθλίβουν,
πνίγουν σ' ένα πηχτό, μαύρο ρευστό - δε γλυτώνει κανένας.
Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, - να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα , να ξεχάσω
το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω -
φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν' ακούω
απ΄το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,
τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν
με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα νάχουν ησυχάσει.
Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.
Καμμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο
οι ρυθμικές οπλές απ' τ' άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να επιστρέφει
από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου
με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,
με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,
πούχει μαζέψει απ' τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω
διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του ηλεκτρολόγου
που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.
Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία
έχουν απ' ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα
μένει βαρειά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω
απ' τ' άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,
με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.
...Κ΄εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, - να αναλήφθηκα τάχα στ' αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ' τα χείλη μου - ; Καμμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεββάτι, ν' ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών - να πατήσω στον αέρα, - το τρίτο λουλούδι - ( απόσπασμα )
Γιάννης Ρίτσος, Ελένη, Τέταρτη Διάσταση , Κέδρος 1990, 24η έκδοση
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε την Ελένη το 1970 ενώ βρισκόταν εξόριστος στο Καρλόβασι της Σάμου. Η Ελένη είναι ένας μονόλογος που χαρακτηρίζεται για τη θεατρικότητά του. Απαγγέλλλεται μπροστά σ' ένα βουβό πρόσωπο. Την αρχή και το τέλος του μονολόγου πλαισιώνουν δυο περιγραφές - παρένθετες -που αποτελούν σκηνοθετικές οδηγίες. Η θεματολογία προέρχεται από τα Τρωικά , αλλά ο ποιητής προβάλλει σύγχρονα κοινωνικά και ιστορικά ζητήματα. Με αυτό τον τρόπο τα μυθολογικά πρόσωπα αποκτούν μια άλλη διάσταση πιο κοντά στη νεοελληνική καθημερινότητα.
Το 2009 ο Βασίλης Παπαβασιλείου σκηνοθέτησε και ερμήνευσε την Ελένη .
"Το θέατρο του Ρίτσου είναι ένα θέατρο γλώσσας και ιδεών. Το ανθρώπινο πάθος, είτε τη “γυναικεία” ψυχή αφορά είτε την “ανδρική”, φωτίζεται στοργικά και συνάμα ανελέητα ως έρμαιο μιας υπέρτερης διαπλοκής δυνάμεων, που φέρουν τα ωραία ονόματα Πόθος, Δόξα, Ομορφιά, και συνθέτουν το δίχτυ της Μοίρας μας.
Στους “μονολόγους” του Ρίτσου το πάθος δεν εκτίθεται ως άμεσο βίωμα, αλλά ως αναδρομή. Όχημα αυτής της αναδρομής είναι η γλώσσα. Κάτι περισσότερο: η γλώσσα και το παιχνίδι της είναι η μόνη ταυτότητα των ηρώων του. Οι κατά συνθήκη ονομασίες, Αίας , Ορέστης, Ελένη, κτλ. δε σηματοδοτούν ατομικές οντότητες, αλλά κόμπους του Μύθου ή, μ΄ άλλα λόγια, της ακατάλυτης δύναμης του Απρόσωπου που εξυφαίνει, που πλέκει τη μικρή ζωή του καθενός μας. Τι άλλο έκανε η αρχαία τραγωδία." ( Πηγή)
"Ωστόσο - ποιος ξέρει - ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κ' η ομορφιά του ανθρώπου ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκκαλα ταύρων και αλόγων, ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας".
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μήνυμα της Ελένης είναι συγκλονιστικό. Αγώνας, αντίσταση, έστω και χωρίς ελπίδα. Πάνω από τη φθορά και το θάνατο, η αντίσταση αποτελεί τη μόνη κατάφαση της ανθρώπινης περιπέτειας.
Να `σαι καλά Σοφία. Εξαιρετικές οι αναρτήσεις σου!
"Ο ανειρήνευτος αγώνας μέσα από βασανιστικές διακυμάνσεις, ανόδους και πτώσεις, θ' ανοίξει ρωγμές για τις ελπίδες, για να λάμψει η ομορφιά του ανθρώπου" συνεχίζω τα λόγια της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό είναι το νόημα της Ελένης!
Ευχαριστώ Λίτσα.
Να' σαι καλά.