Αγαπητέ κύριε,
Δε σας γνωρίζω, όπως δε με γνωρίζετε. Κι ακριβώς αυτό είναι που δημιουργεί τόσες παρανοήσεις που κάποτε θα οδηγήσουν, με μαθηματική ακρίβεια, την ανθρωπότητα να πάει να κρεμαστεί. Διότι, αγαπητέ κύριε, υπάρχει ένα σημείο στο συμβόλαιο που είναι αδύνατο να παραβεί κανείς: ότι η καταστροφή δηλαδή είναι πάντα λιγότερο πολυέξοδη απ' την αναμονή της. Και, στο τέλος, άνθρωπος είμαι κι εγώ, τι ζήτησα, λίγη ησυχία, έστω και ανέντιμη - αλλά ας πάρω την ιστορία μου απ΄την αρχή. Στη ζωή μου δεν τόλμησα ποτέ να φτιάξω επισκεπτήρια, όπως όλος ο κόσμος, καλοί και κακοί, κι αυτό γιατί τ' όνομά μου ήταν κάτι χειρότερο από ασήμαντο - ήταν κακόγουστο. Ονομάζομαι Κανθέας. Βλέπετε; Πώς να μην επισύρει όλες τις συμφορές ένα όνομα που μοιάζει με δυσοίωνο αστερισμό ή ανίατη παιδική αρρώστια. Κι όμως μέσα στις τόσες αντιξοότητες είχε και μια αρετή: ήταν δικό μου. Α, δεν μπορείτε να καταλάβετε, κύριε, τι αγαλλίαση είναι να' χεις κάποιον της εμπιστοσύνης σου, που να τα λες όλα. Και ποιος μπορεί, βέβαια, να σ' ακούσει με περισσότερη προσήνεια ή υπομονή από το ίδιο τ' όνομά σου! Του μιλούσα, λοιπόν, διότι, καμιά φορά, για να ξαλαφρώσω απ' το νοίκι, ανέβαινα τη σκάλα κουτσαίνοντας, ύστερα , φυσικά, ελεεινολογούσα τον εαυτό μου, "Κανθέα, του έλεγα, δε βλέπεις τα χάλια σου, θέλεις να κάνεις και περιουσία" - ορκίστηκα τότε να δοξάσω αυτό το άτυχο όνομα και θα κρατούσα τον όρκο μου, αν δεν είχα εκείνη την ημέρα, αλίμονο, την αφέλεια να ρωτήσω γιατί χτυπάνε οι καμπάνες, οπότε πληροφορήθηκα ότι, όταν κάποιος γίνεται ένδοξος εδώ στη γη, ένας άγγελος γκρεμίζεται στον ουρανό - Θεέ και Κύριε, πώς να κάνω εγώ μια τέτοια ιεροσυλία, και τώρα εξηγούσα την απέχθεια που έχουν οι άγγελοι για τους επιφανείς της Ιστορίας, εξ ου και όλοι τους στο τέλος πέθαναν, για να μη βάλουμε και την ταρίχευση - όμως και τόσα όνειρα πώς να πάνε χαμένα, λένε μάλιστα , πως τα όνειρα δεν κοιμούνται ποτέ, γι' αυτό τα βλέπουμε τη νύχτα - ας έρθουμε, όμως στην υπόθεση που μας απασχολεί γιατί :
και τον Ιησού Χριστό
τον σταύρωσαν γι' αυτό
όπως θα ψάλω κάποτε εις ανάμνησιν της σύντομης ζωής που έζησε ο αδελφός μου, ηλίθιος εκ γενετής, και που όταν τον χτυπούσαμε δεν έκλαιγε, μόνον αλληθώριζε λίγο, σαν να ' δειχνε κατά κει που δεν ξεφεύγει κανείς, εξάλλου χιόνιζε, κρύωνα, μπήκα, λοιπόν, στο πρώτο διανυκτερεύον φαρμακείο, " τι θέλετε;" μου λένε, " να διαπραγματευτώ , τους λέω - κουράστηκα", ύστερα έψαξα να βρω τραμ να γυρίσω, αλλά τα τραμ, βέβαια, είχαν καταργηθεί, " γι΄αυτό δεν ξανάρθε σπίτι ο καθηγητής του πιάνου", σκέφτηκα, λύνοντας έτσι ένα από τα πιο ωραία προβλήματα του αιώνα μας, σήκωσα , λοιπόν, το χέρι μου ν' αποχαιρετίσω το παρελθόν, αυτοί, όμως, παρανοούν τη χειρονομία μου και νομίζουν ότι ορκίζομαι εκδίκηση, φυσικά, με συλλαμβάνουν αμέσως, οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή, γίνομαι μούσκεμα, " τι έκρυβες στο δωμάτιο;" " τι άλλο , βρε αντίχριστοι, απ' αυτό που μου κατέστρεψε τη ζωή", είχαν μάλιστα κι ένα καταχθόνιο μηχάνημα που ανακάλυπτε την αλήθεια, Κανθέα νομίζω το έλεγαν, " ώστε τόσον καιρό δούλευα γι' αυτούς", σκέφτομαι με πόνο, το πλήθος γύρω ουρλιάζει, ζητάει την κεφαλή μου - αλλά εδώ είναι που τους έστησα την παγίδα: είμαι άοπλος κι αυτό είναι κάτι συναρπαστικό, ή όπως θα' λεγε κάποιος στην καθημερινή διάλεκτο: " άντε γαμηθείτε, ρε πούστηδες!"
Και φυσικά δε γράφονται ατιμώρητα τόσο ωραία κείμενα.
Τάσος Λειβαδίτης , Το δωμάτιο, Ποιήματα, τ.2, Κέδρος ,2003, 8η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου