Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Τετριμμένα σύμβολα

    Στο τέλος τούς το κλείσανε το μικρό τους "Χαρτοπωλείον ο πάπυρος", τούς το βγάλανε στο σφυρί και το σπίτι, το πήραν. Δεν έμεινε τίποτα. Τότε πια, ύστερα από την καταστροφή, συγγενείς και φίλοι πέσαν με τα μούτρα να τού βρούνε μια θέση, κάποια δουλειά, να μην πεθάνουν της πείνας τα δυο γερόντια. Έτσι γίνηκε και σε λίγο ο Παντελής διορίστηκε φύλαξ των αρχαιοτήτων κι επιστάτης του μουσείου της πόλης τους. Το μοναδικό τους παιδί, μια κόρη τους, παντρεμένη πια και φευγάτη από κει, βοήθησε λίγο τον καιρό της αγωνίας - όσο μπορούσε, δεν είχαν παράπονο. Τώρα ησύχασε κι αυτή που βολεύτηκαν.
    Βολεύτηκαν - στριμωχτήκαν οι δυο τους στη χαμοκέλλα που νοίκιασαν. Θα ζούσανε πια με το μικρό μιστό του επιστάτη και φύλακα του μουσείου. Όλα τα χρόνια της αγωνίας η Μαριάνα δεν είπε τίποτα, δεν παραπονιόταν, δεν έκλαιγε, δεν φαινότανε να την φοβάται την καταστροφή που αναπόφευκτα ερχόταν. Ήταν ήμερη, γαλήνια - έμεινε έτσι και τώρα. Αυτός - δεν το μπόρεσε να προσαρμοστεί μετά τον πόλεμο, έδειξε ύστερα μεγάλη δραστηριότητα. Πάσκισε πάρα πολύ για το μαγαζί, για το σπίτι - κάτι να σώσει, να μην τους πάρει ολότελα το ποτάμι. Τους πήρε. Και μόνο τότε, σαν ήρθε το τέλος, το δέχτηκε πια με τη γαλήνη της Μαριάνας κι αυτός, σα να το' θελε, να το περίμενε πια - μια γαλήνη που πήγε μέσα για μέσα στα κουρασμένα του κόκκαλα.
   Πήρε τον πρώτο μιστό, πήρε και το δεύτερο και για τη δουλειά που τον πλήρωναν πολλά πράματα δεν ήξερε ακόμα. Το " αρχαιολογικό κι εθνικό μουσείο " της πόλης τους δεν υπήρχε πουθενά. - Περίμενε λίγο, του' πε ο Δήμαρχος, θα το φκιάσουμε γρήγορα.
   Στην κορφή του λόφου που στεκόταν πάνω απ' την πόλη, ήταν το κάστρο της με τα τείχια του μισογκρεμισμένα. Το λόφο τον ήξερε και πολύ καλά - τον αγαπούσανε πολύ με τη Μαριάνα κι ύστερα  και στα χρόνια της δυστυχίας ανεβαίνανε κάποτε. Οι αρχαιότητες πρέπει νάτανε τα ρημάδια που βρισκόντανε μέσα σ' αυτό, πνιγμένα στ' αγκάθια και τις τσουκνίδες. Για την ώρα, μαζί με το διορισμό το δικό του, κλείσαν ένα γύρω τις πόρτες του κάστρου με κάτι παλιό συρματόπλεγμα κι αφήσανε μία μονάχα. Της εβάλανε μια μικρή καγκελόπορτα σιδερένια και λίγο πιο μέσα στήσαν και του Παντελή μια παράγκα. Του δώσανε κι εισητήρια να κόβει.


     Ο Παντελής, τακτικός, ανέβαινε κάθε πρωί, και δεν ήξερε τι να κάνει. Άρχισε από μόνος του και καθάριζε τα δρομάκια μεσ' απ' τα χαλάσματα - κάπου - κάπου φαινόταν από κάτω το παλιό πλακόστρωτο. Ήταν άνοιξη - καθάρισε έναν τόπο, φύτεψε κάτι λουλούδια , ανέβαινε κάποτε κει κι η Μαριάνα, φκιάχνανε καφέ στην παράγκα, κοιτούσανε μαζί τα λουλούδια - το βραδάκι κατέβαιναν μαζί. Την Κυριακή ερχόντανε και κάτι επισκέπτες, γυρίζανε λίγο μεσ' τα χαλάσματα, τα κοιτούσανε, τα βαριόντανε πολύ γρήγορα, δεν είχανε τι να δούνε, στεκόνταν ύστερα, κοιτούσανε λίγο την πόλη - και δεν ήταν άσχημη από κει.
    Όλα βολεύτηκαν έτσι. Το καλοκαίρι η Μαριάνα τάκλεισε τα μάτια της και φαινόταν να τάκλεισε ησυχασμένη. Ο Παντελής την έθαψε χωρίς σπαραγμό κι ευχαρίστησε  το Θεό για τον ήμερο θάνατο που της έδωσε. Ο καιρός της ταραχής και της λύπης είχε τελειώσει γι' αυτόν. Ήσυχα περνάει κει πάνω τη μέρα του, με τα λουλούδια, με τους δρομάκους που καθαρίζει, τους λιγοστούς επισκέπτες. Η μνήμη δεν είναι πικρή, δεν είναι σκληρή. Δεν υπάρχουν ένοχοι, αιτίες, ευθύνες - και δεν υπάρχουνε τύψεις. Είναι όλα μια θάλασσα, μουντή κατά την ώρα που σουρουπώνει, δεν έχει κύματα, βογγητό. Ύστερα ανάβουν τα φώτα κάτω στην πόλη. Στέκεται λίγο και τα κοιτάζει. Κλειδώνει την παραγκούλα - τι να κλειδώσει; - κλειδώνει και παίρνει σιγά - σιγά το μονοπάτι του λόφου. Η Μαριάνα είναι δίπλα του, καθώς κατεβαίνει. Ο ίσκιος της είναι και μέσα στη χαμοκέλλα - καλόγνωμος ίσκιος. Όλα είναι μέσα στη μεγάλη γαλήνη της παραίτησης, της παραδοχής. Παραπέρα δεν είναι τίποτα. Ο θάνατος μόνο. Και κάπως έτσι κι ο θάνατος, σαν ένα βράδι που δεν θανάβαν τα φώτα κάτω στην πόλη - τόσο μονάχα.
     Από τον Αύγουστο ένα νέο πρόσωπο μπήκε στη μέση. Ήταν ο νέος γυμνασιάρχης στο τρίτο γυμνάσιο της πόλης. Ανέβηκε στο κάστρο, βρήκε τον Παντελή στην παράγκα του. Αν αυτός ήταν ο φύλαξ εκεί, ο γυμνασιάρχης ήταν ο έφορος των αρχαιοτήτων. Έφερε ένα γύρω στα χαλάσματα - από πίσω ο Παντελής - στάθηκε λίγο και στα λουλούδια του Παντελή και τα παίνεψε. Ο γέρος είχε χρόνια νακούσει παινέματα και πολύ του καλάρεσαν. Κι ο άνθρωπος τάρεσε - αυτός ο νέος γυμνασιάρχης με το πλατύ πρόσωπο και τις βιστικές του κινήσεις. Προτού να φύγει τούπε πως θάχουν πολλά να κάνουν οι δυό τους. Ο Παντελής δε μπορούσε να ξέρει τι θάταν αυτά τα πολλά που θα κάνανε μέσα σε τέτοια χαλάσματα, είπε - μάλιστα, όπως θέλετε σεις κι ευχαρίστησε  ύστερα το θεό που του τον έστειλε αυτόν τον άνθρωπο, να πεθάνει στα χέρια του.
     Το σχολειό δεν είχε αρχίσει, ο γυμνασιάρχης ερχόταν πολύ συχνά. Από το Σεπτέμβρη κι ύστερα ανεβαίνοντας είχε μαζί του και τρία - τέσσερα αγόρια, καμιά φορά περισσότερα, απ' το γυμνάσιο. Από το χάλασμα το μεγάλο - ο γυμνασιάρχης είχε πει πως ήτανε το παλάτι - είχε απομείνει μια γαλαρία, στεκόταν ακόμα η σκεπή της και κάτι κοντές, χοντροκομμένες  κολόνες μπροστά της. Με τα παιδιά μαζί βαλθήκαν και την καθάριζαν - ο Παντελής βοηθούσε κι αυτός - πολύ πρόθυμα. Άμα τέλειωσαν με το καθάρισμα, φέραν εκεί και τακουμπούσαν στον τοίχο κομμάτια μάρμαρα, σπασμένες πλάκες , μισές κολόνες - κάθε τι που μπορούσαν να βρίσκουνε σκορπισμένο ή να ξεθάβουν σκαλίζοντας πάνω - πάνω τα μπάζα. Μέσα σε δυό - τρεις βδομάδες η γαλαρία ήρθε και γιόμισε τέτοια, στολίστηκε και κάθε φορά που βρίσκανε κι άλλα τα φέρναν εκεί και τα βάζανε δίπλα στ' άλλα. Ο γυμνασιάρχης ύστερα ετοίμασε  κι έφερε κάτι καρτέλλες ωραία - ωραία γραμμένες με καθαρά γράμματα κεφαλαία. Τις κόλλησε πάνω - οι επισκέπτες της Κυριακής στεκόνταν και τις διάβαζαν -είχανε κάτι να δούνε.
    Ο Παντελής τις έμαθε απέξω - μεγάλο νόημα δεν έβρισκε νάχουν. Έμαθε και τ' άλλα - όπως τάλεγε ο γυμνασιάρχης. Μια ιστορία πολύ μπερδεμένη - ο αυτοκράτορας στο Βυζάντιο, οι φράγκοι, ένας Ορλάνδος, πολύς πόλεμος, ξένοι, πολύς σκοτωμός, μια γυναίκα - του Ορλάνδου αυτή - κι άλλη γυναίκα, πόλεμος πάλι, ύστερα οι Τούρκοι, το τέλος ύστερα, χαλάσματα, αγκάθια. Νόημα πολύ δεν έβρισκε και σ' αυτά. Μπορούσε ωστόσο να τα λέει στους επισκέπτες - τα ονόματα, τους πολέμους, τα χρόνια. Έμαθε και το παλάτι. Ο γυμνασιάρχης τού τόδειχνε σα νάταν μπροστά του, ολόρθο ακόμα - κάμαρες, μπαλκόνια, τις γκρεμισμένες του πόρτες. πιο πέρα ήταν κι άλλος σωρός κεραμίδια και πέτρες. Ένα κομμάτι τοίχος στεκόταν ακόμα, κάτι κεραμίδια φαινόντανε πάνω στον τοίχο, σχήμα καμάρας. Ο γυμνασιάρχης μπορούσε να δείχνει και εκεί μια μεγάλη εκκλησιά - και πολύ σπουδαία, όπως έλεγε. Πίστευε πολύ πως την άνοιξη θα την είχανε μια μικρούλ απίστωση για κανονικές ανασκαφές - μπορεί ναρχόταν κι ο Ορλάνδος ο ίδιος.
    - Δύο Ορλάνδοι , λοιπόν; ρώτησε ο Παντελής.
    - Άλλος Ορλάνδος αυτός, είπε ο γυμνασιάρχης και γελούσε πολύ. Είπε μάλιστα πως εξάπαντος θα τού τόγραφε...Γέλασε κι ο Παντελής με τους Ορλάνδους που γίνανε δύο.
     Ανυπόμονος άνθρωπος ήταν αυτός ο γυμνασιάρχης. Δεν ήθελε να την περιμένει την άνοιξη με την πίστωση για κανονικές ανασκαφές - όλο κι ερχόταν και κάτι θα σκάλιζε με τα μαθητούδια του.
    Ήτανε Πέμπτη τ' απόγεμα - ο Οκτώβριος είχε μπει, οι βροχές δεν είχαν αρχίσει. Ο Παντελής τους είδε κι ανέβαιναν. Ήταν όλο το γυμνάσιο αυτή τη φορά, ένας μικρός στρατός και χαρούμενος, φωνακλάδικος, με κασμάδες και φκυάρια στον ώμο και το γυμνασιάρχη στη μέση.
     - Κακούς σκοπούς έχετε σήμερα, είπε ο Παντελής.
     - Κακούς, είπε κι ο γυμνασιάρχης και του χτύπησε  την πλάτη, όπως συνήθιζε.
     Πήρε τα παιδιά και τραβήξανε γραμμή πίσω απ' τη γαλαρία. Πέταξε το σακκάκι του, πήρε έναν κασμά, αρχίσανε και τα παιδιά, σκάβανε το μεγάλο σωρό πούταν πεσμένος εκεί, τάλλα φκυαρίζανε , ο σωρός όλο κατέβαινε. Αγκωνάρια καμάρας ξεπροβάλανε μέσ' απ' τα χώματα, τα παίρναν και ταπιθώναν πιο πέρα - άλλο ζητούσαν. Σκάβαν όλο το απόγεμα.
    - Θα το βρούμε, έλεγε ο γυμνασιάρχης κάθε λίγο και το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο - η βιασύνη του.
    Δεν είχε βραδιάσει ακόμα όταν ο Παντελής άκουσε τις χαρούμενες κραυγές τους - όλο το στράτευμα σταμάτησε τη δουλειά. Πήγε κι αυτός κοντά τους να ιδεί. Ήταν μια πλάκα, σχεδόν τετράγωνη, μεγαλούτσικη, βαριά. Τη βγάλανε, τη σηκώσαν - ο Παντελής καθότανε λίγο πιο πέρα, δεν έβλεπε αν είχε τίποτα πάνω.
   - Έχεις νερό; τον ρώτησε ο γυμνασιάρχης.
   - Στην παράγκα, είπε αυτός και τράβηξε κατά κει.
   Πήγαν όλοι τους πίσω του. Έβγαλε το γκαζοτενεκέ του  με το νερό, τραβήχτηκε παραπέρα και τους κοιτούσε. Φέρανε την πλάκα, την απίθωσαν, την γύρισαν ανάποδα και την έπλεναν.
   - Ο θυρεός τους, είπε ο γυμνασιάρχης κι ήτανε χαρούμενος - ποτέ δεν ήτανε τόσο χαρούμενος με τα χαλάσματα, τα βρεσίδια του.
    Ο Παντελής δεν ήξερε τι θα πει θυρεός.
  - Ω...το σύμβολο της ευτυχίας, είπε ένα αγόρι.
    Όλα τα παιδιά σκύβανε και το κοιτούσαν.
  - Ωραίο ρομάν, είπε ένα αγόρι με γυαλιά.
  - Σώπα, σαχλαμάρα εσύ, είπε ένας χοντρούλης. Καθαρό βυζαντινό, δεν το βλέπεις;
  - Τετριμμένα σύμβολα - είπε ένας άλλος μ' επιδεικτική καταφρόνηση.
  Ακατανόητα αδιαφόρετα πράματα - ο Παντελής στεκότανε παραπέρα και χαιρόταν τη φασαρία τους. Μούχρωνε πια. Ο γυμνασιάρχης φόρεσε το σακκάκι του, τα παιδιά μαζεύαν τα σύνεργα. Πήγε τότε κι αυτός, έσκυψε λίγο κοίταξε την πλάκα. Ένα τετράφυλλο τριφύλλι σκαλισμένο μέσα σε πλαίσιο, πρόβαλε ανάγλυφο. Το ξανακοίταξε - ανατρίχιασε. Ακούμπησε την πλάτη του στην παράγκα, ύστερα κάθησε στο σκαμνάκι του , δίπλα στην πλάκα.
   - Κουράστηκες; είπε ο γυμνασιάρχης.
   - Λίγο...
   - Έλα μαζί μας...
   - Να κάτσω λίγο.
   Φύγανε , τραγουδώντας πάλι, γιομίζοντας τον τόπο με τις φωνές τους. Ο Παντελής έμεινε μόνος εκεί στα χαλάσματα, δίπλα στην πλάκα. Το τετράφυλλο τριφύλλι της φαινόταν ακόμα μέσα στο τελευταίο φως της μέρας... Εδώ πάνω, σ' αυτό το λόφο, έξω απ' το κάστρο, το ζητούσανε παίζοντας με τη Μαριάνα στα πρώτα τους χρόνια. Πολύ της άρεσε να το σκέφτεται κάθε φορά π' ανεβαίνανε.
   - Έλα, τούλεγε, θα το βρούμε σήμερα το τετράφυλλο τριφύλλι.
   Περπατούσανε πιασμένοι απ' το χέρι. Εκείνη έσκυβε κάθε λίγο, ανάδευε με τ' αλλο το χέρι της τα χορτάρια, σαν να το ζητούσε αλήθεια ανάμεσά τους. Σα να το πίστευε.
   - Έλα να το βρούμε...
   - Τι να βρούμε, Μαριάνα;...Δεν υπάρχει, το ξέρεις.
   - Η ευτυχία όμως;
   - Και δεν την έχουμε μεις;
   - Την έχουμε, ναι, έλεγε τότε η Μαριάνα. Μα πρέπει νάχει και παραπέρα...Δεν ξέρω πώς μπορεί νάναι...Μια άλλη ευτυχία, μια δεύτερη...Να, κάπως έτσι - να φκιάχναμε, λέει, ένα σπίτι δικό μας...Και να το χτίζαμε μεις, όπως θέλουμε...
    Καθόντανε στο χώμα, πιασμένοι απ' τα χέρια. Αυτός δεν ήθελε κι άλλη ευτυχία, την παραπέρα, αυτή τη δεύτερη της Μαριάνας.
   - Θα το φκιάσουμε και το σπίτι, Μαριάνα, της έλεγε.
   - Και μεγάλο...
   - Μεγάλο, Μαριάνα...
   - Και πολλά, πολλά λεπτά νάχαμε. Ένα μεγάλο "Χαρτοπωλείον ο πάπυρος".
   - Κι αυτό, Μαριάνα...
   - Ναι.., Μεγάλο, ξανάλεγε αυτή. Και σκέψου...Να τ' ανοίγαμε, λέει, στην Αθήνα.
   Τότε πια, καθώς έγερνε τ' ωραίο κεφάλι της πάνω στον ώμο του, δεν ήθελε να την αφήνει μονάχη της σ' αυτό το παιγνίδι που τόσο της άρεζε.
   - Ναι, Μαριάνα...Μα τότε πια και το σπίτι θάπρεπε στην Αθήνα, εκεί να το χτίζαμε, της έλεγε.
   - Και να φεύγαμε, λες από δω; Να φεύγαμε ολότελα; Πώς μπορεί νάναι τάχα; Πολύ παράξενο θάναι - και το χέρι της ξέφευγε πάλι, μηχανικά χάιδευε δίπλα της το χορτάρι.
    Ήταν τότε παράξενη. Είχε κάτι μέσα στα μάτια της - πότε τα φώτιζε κι άστραφταν πότε βασίλευε και χανόταν, σα να μην ήτανε τίποτα μέσα στα μάτια της. Ύστερα  σαν περάσαν τα χρόνια αγοράσανε το σπιτάκι, δεν το χτίσαν μονάχοι τους. Το μαγαζάκι τους απόμεινε έτσι μικρό. Η Μαριάνα δεν έλεγε τίποτα πια και δεν το ζητούσε το τετράφυλλο το τριφύλλι τις Κυριακές που ανεβαίναν στο λόφο. Σώπαινε - είχε σωπάσει η Μαριάνα. Καθόντανε πάλι πιασμένοι απ' το χέρι, κοιτούσανε κάτω την πόλη, μόνο το χέρι της , τόνιωθε δίπλα του, χάιδευε ακόμα, αργά, κουρασμένα, μηχανικά το χορτάρι. Ύστερα ήρθαν τα χρόνια της αγωνίας. Αυτή δε φαινότανε να φοβάται, να λυπάται πια.
    - Δεν το βρήκαμε μεις το τετράφυλλο το τριφύλλι, είπε μια φορά. Η φωνή της δεν είχε παράπονο μέσα, δεν είχε στα μάτια της δάκρυα. Άπλωσε το χέρι της , μαραμένο πια και του χάιδεψε τα μαλλιά στο ασπρισμένο κεφάλι. Δεν το βρήκαμε μεις..
    Τώρα ήταν το εδώ. Σφραγισμένο σ' αυτήν την πέτρα. Κάτω απ' αυτήν - τετριμμένα - ο Ορλάνδος εκείνος, οι πόλεμοι, χρόνια, χαλάσματα - κοιμάται η Μαριάνα του. Λυπημένη. Η βουρκωμένη θάλασσα της γαλήνης αναταράχτηκε ολάκερη μέσα του. Από το βυθό της ανέβηκε η θύμηση. Ανελέητη. Αιτίες, ένοχοι, τύψεις. Σκοτείνιαζε γύρω. Τα φώτα αρχίσαν κι ανάβανε κάτω στην πόλη - ανάψανε πάλι και σήμερα. Το χέρι του απλώθηκε στην πέτρα - έτσι απλωνότανε δίπλα του και της Μαριάνας το χέρι - πηγαινοέρχεται γύρω - γύρω στ' ανάγλυφο, χαϊδεύοντας τρυφερά, τρυφερά το περίγραμμα του, όσο που νύχτωσε ολότελα.

 Δημήτρη Χατζή, Ανυπεράσπιστοι ( Διηγήματα) , Πλειάς , 1974, 5η έκδοση



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου