Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα`
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο
κ' η επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό, μες στην ασφυχτική διαφάνεια-
Το σπίτι του συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ' το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούτζινο μαγκάλι της τραπεζαρίας -
κ' οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες , παλιούς καιρούς, που χάσανε τη δύναμή τους και το χρώμα τους
και λίγο - λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους -
Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; πού; Γιατί;
Και τι να τα κρατήσεις; Τι να τα κάνεις;
Τι να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;
Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα -
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα της άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτζίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα - στρώμα με παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις
κ' είναι μια λύπη να το θάβεις - μα τι να γίνει;
Ύστερα είναι το φως της άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φως του καλοκαιριού κ' η θάλασσα του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,
μονάχα το φως κ' οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,
το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ' αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,
δόξες κ' αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις....
....Χιονίζει η ναφθαλίνη στις ερημωμένες κάμαρες,
η μυρωδιά της αποδεσμευμένη σαστίζει στην ελευθερία της
και πιο κει τα χαβάνια καμπανίζουν καθώς χτυπάνε κανελογαρύφαλλα
και μοσκοκάρυδα
για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Κι όμως παρ' όλες τις προφυλάξεις,
ο χρόνος και ο σκόρος κάναν τη δουλειά τους -
τα χαλιά ανοίγουν τόπους - τόπους, τα πανωφόρια τρύπησαν,
φαγωμένα τα πέτα, τριμμένοι οι αγκώνες.
Τον άλλο χρόνο πια δε νοιάζεσαι για ναφθαλίνη
κι ακόμα λιγότερο τον παράλλο
κι ο σκόρος βασιλεύει αόρατος μονάρχης στα παλιά δωμάτια,
ηγεμόνας χωρίς ηγεμονία,
- τι να φάει πια ο σκόρος απ' τα φαγωμένα;
Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια, Τέταρτη διάσταση, Κέδρος 1990, 24η έκδοση
Φτερούγισε και η ψυχή στη διαύγεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα Σοφία!
Καλησπέρα Ευρυτάνα Ιχνηλάτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα και σε σένα.