Η μεγάλη πράσινη πήλινη σόμπα φλοκάριζε με δύναμη σαν
μπήκαν στην
τραπεζαρία. Μοσχοβολούσε η κάμαρα πεύκο και πρινάρι.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο φαρδύ-πλατύ σ’ όλο το μάκρος της
κάμαρας και το κάτασπρο λινό τραπεζομάντηλο
δε φαίνουνταν απ’ τους πολλούς μεζέδες.
Το καρυδένιο μπουφεδάκι, που σαν λεπτοκόκαλη γυναίκα
δεν έδειχνε τον όγκο του, ήταν φορτωμένο με τ’ αγιοβασιλιάτικα τα φρούτα: μήλα,
αχλάδια, ρόδια, πορτοκάλια, καρύδια, φουντούκια, μύγδαλα, κάστανα, φιστίκια,
σταφίδες, σύκα, χαρούπια και γλυκοσούτζουκο από χυμό σταφυλιών. Σωστό κέρας της
Αμαλθείας.
-Ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου ...
Με κατάνυξη κάθισαν όλοι γύρω στο τραπέζι και άρχισαν
να δένουν στο
λαιμό τους τις πετσέτες τους. Το φαγητό άρχισε αργά,
ιεροτελεστικά και
βαθυστόχαστα, με τις στερεότυπες ευχές και τα «γεια
στα χέρια σου, Λωξάντρα μου».
Την Καμίλλη την είχε καθίσει δίπλα της η Λωξάντρα για
να τη νιάζεται.
Μπροστά της είχε βάλει μπόλικο μαύρο χαβιάρι, από
κείνο που τους είχε φέρει ο καπετάν Γκίκας, τότες που ναυλώθηκε του Θεόδωρου
βαπόρι για την Οδησσό.
Η Λωξάντρα έτρωγε και ο νους της ήταν στην Καμίλλη. Με
την άκρη του ματιού παρακολουθούσε να δει αν τρώει η νύφη της. Πού και πού
κοίταζε και στην άκρη του τραπεζιού το Ντίμη και έκανε νοήματα στην Ελεγκάκη να
τον ταΐζει.
«∆εν τρώει η αδικιωρισμένη , και το παιδί της δεν
ταΐζει», συλλογιζόταν η Λωξάντρα.
Οι άντρες άνοιξαν συζήτηση.
- Αυτές τις μέρες οι Ευρωπαίοι τα σπίτια τους τα
στολίζουνε με γκυ, είπε ο Θεόδωρος, και το μετάφρασε γαλλικά στην Καμίλλη.
Εκείνη κάτι του απάντησε γαλλικά.
- Περίεργο πράμα, είπε ο ∆ημητρός. Το γκυ είναι
γουρσούζικο φυτό
σύμφωνα με τη σαξονική μυθολογία. ∆εν είναι έτσι,
Αγησίλαε;
- Βεβαίως, είπε ο Λογιότατος, με κλώνο από γκυ σκότωσε
ο Λόκυ τον ωραίο θεό του φωτός - τον Βαλδούρ.
- Μα, είπε ο Θεόδωρος, μήπως και στην Ελλάδα δε
συμβαίνει το ίδιο; Στην Ελλάδα την Πρωτοχρονιά ο λαός κρεμά πάνω απ’ την πόρτα
του σπιτιού κρεμμύδα. Τι είναι η
κρεμμύδα; νεκρολούλουδο. Νεκρολούλουδο δεν είναι ο ασφόδελος;
Ο Κοτκοτίνος σήκωσε το χέρι του:
- Παρακαλώ. Τας λαογραφικά αυτάς επιβιώσεις Μιχαήλ ο
Ψελλός τας ...
Επωφελήθηκε η Λωξάντρα που κανένας δεν την κοίταζε κι
έχωσε στο στόμα της Καμίλλης ένα κομμάτι παστουρμά.
- Φάτο, φάτο, κακόν-καιρό-να-μην-έχεις, ψιθύρισε σφυριχτά,
λες και η λαλιά της έβγαινε απ’ τη μύτη της.
Η Καμίλλη
έγινε κατακόκκινη και έκανε προσπάθεια να χαμογελάσει. Είπε και «μερσί».
- Η μύτη σου
τουρσί, είπε η Ευτέρπη πολύ σιγά, όμως όλοι την άκουσαν, και η Κλειώ την
κλώτσησε κάτω απ’ το τραπέζι.
Ο Θεόδωρος
άρχισε να βήχει. Τ’ αυτιά του γίναν κατακόκκινα.
Για να
μπαλώσει τα πράματα η Ελεγκάκη άρχισε να λέει τα γαλλικά της για να τους κάνει
να γελάσουνε. Από την άλλη άκρη του τραπεζιού φωνάζει μ’ όλη της τη δύναμη:
- Καμίλλη,
Καμίλλη, Καμίλλη, εκουτέ: Σορτιρέ κι βουρβουλέ, κι όποιον
θέλεις
φίλησε. Εκουτέ, μπρε, ιπουπιέ α λα διαμά ...
Εκείνη τη
στιγμή μπήκε ο Ταρνανάς βαστώντας όσο μπορούσε πιο αψηλά τη μεγάλη πιατέλα με
τη γαλοπούλα. Ακούστηκε μουγκρητό. Ήταν η Λουγγρού που προσπαθούσε να ξεκουμπώσει
τη ζώνη της.
Έγινε σιωπή.
Στο τραπέζι είχε μπει το καινούργιο σερβίτσιο που έφερε ο
Θεόδωρος απ’
την Αγγλία, χοντρή πορσελάνη και απάνω ζωγραφισμένα δάση, λιβάδια, σπιτάκια
εξοχικά, βουνοπλαγιές και πύργοι παραμυθένιοι.
Κόπηκε η
γαλοπούλα και μοιράστηκε. Ο καθένας συγκεντρώθηκε στο πιάτο του. Ο Ταρνανάς
ξετάπωσε ένα μπουκάλι γαλλικό κρασί και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια. Ο
Κοτκοτίνος σηκώθηκε απάνω να κάνει πρόποση. Η Λουγγρού ξεκούμπωσε και το γιακά
της. Το ρολόι του τοίχου χτύπησε τέσσερις.
Τρεις ώρες
καθόνταν στο τραπέζι. Και βέβαια τρεις ώρες, ποιο ήταν το
βιαστικό
τους; Όλοι εκεί θα μνήσκαν. ∆όξα τω Θεώ στρώματα δεν είχε το σπίτι; Για παπλώματα;
Και εξακολουθούσε το φαγοπότι ως το τέλος. Και όταν πια τελείωσαν, πήρε η
Λωξάντρα μια βούκα ψωμί, το έκοψε με το χέρι της στα τρία, και τίναξε τα κομμάτια πάνω στο τραπέζι.
- Αβράμ,
Ισάκ και Ιακώβ, είπε, καλά τρία.
Και ύστερα
ήρθε ένας-ένας να φιλήσει το χέρι της.
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάνδρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988, 28η έκδοση
Χρόνια πολλά.Καλή χρονιά!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή