...Τι λες; ως πότε θα πηγαίνη εμπρός αυτή η υπόθεση; ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλή σ' έναν τρόπον, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλή μίαν γλώσσαν δικήν τους !
ΣΟΛΩΜΟΣ
Την άνοιξη του 1967 ετοίμαζα να βγάλω ένα βιβλίο με δοκίμια για ποίηση, πεζογραφία, σύγχρονα ρεύματα κ.λ.π.Το βιβλίο δε βγήκε, μείνανε όμως τα χαρτιά κι αυτά ξεφύλλιζα πριν λίγο καιρό με περιέργεια για να δω τι θα μπορούσε να περισωθεί ακόμα για έναν σημερινό αναγνώστη και για μένα την ίδια.
Κάτι ψίχουλα, μένουν.
Μέσα στα πολλά και περισπούδαστα βρήκα τούτη την παράδοξη σημείωση: " Στη χώρα των άλαλων θα άνθιζε η ποίηση των χειρονομιών κι η κριτική της θα ήταν κριτική παντομίμας"
Εντυπωσιάστηκα πολύ από την επικαιρότητα του συλλογισμού και αποφάσισα να τον χρησιμοποιήσω.
Τρία χρόνια δεν είχα γράψει ούτε γραμμή κι είπα να κάνω τώρα μιαν απόπειρα. Είχα αποξενωθεί από χαρτιά, μολύβια, τυραννίες και απολαυές της εκφραστικής. Αισθανόμουν, ίσως απλοϊκά, ότι όλα αυτά ήταν άχρηστα, ασεβή και ανεπίτρεπτα, αφού δεν είχαμε ούτε το δικαίωμα της απλής ομιλίας. Εξακολουθώ ακόμα να πιστεύω πως η περιοριστική χρήση της γλώσσας δεν μπορεί να γεννήσει λόγο ζωντανό. Άλλο ζήτημα αν είναι σκόπιμη και ωφέλιμη η διατήρηση του λόγου για τις στοιχειώδεις ανάγκες της επιβίωσης. Μόνο οι σπουδαίοι τεχνίτες μπορούν να κάνουν κάτι, αλλά κι αυτοί πόσες φορές και για πόσον καιρό; Αφού όμως δόθηκε αυτή η περιορισμένη έστω δυνατότητα, είχα χρέος να δοκιμάσω τις δυνάμεις και το θάρρος της γλώσσας μου. Χρησιμοποιεί κανένας ό,τι έχει. Μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της φρονιμάδας ( κι όχι της φρόνησης) έπρεπε να κινήσω τα λόγια μου τα απολύτως συγκεκριμένα, χωρίς αλληγορίες, σύμβολα, σάτιρα, μύθους - χωρίς δηλαδή τα μέσα εκείνα που άνετα χρησιμοποιεί η λογοτεχνία, ακόμα και στους καλούς καιρούς, για να πλουτίσει κι όχι για να καλύψει την έκφραση.
Έργα λογοτεχνικά πρόσφατα, άξια του ονόματος , δεν φάνηκαν βέβαια για να ασχοληθώ μαζί τους. Πραγματικά, η μόνη ποίηση που "άνθιζε" ήταν οι χειρονομίες μερικών ανθρώπων. Αυτές συντηρούσαν το ήθος, το φρόνημα, όλη την πνευματική παράδοση και τη ζωή του Έθνους. Τίποτα άλλο δεν ήθελα να πω και τα προβλήματα της αισθητικής είχαν πάψει να μ' ενδιαφέρουν.
Γιατί θα μιλούσα λοιπόν;
Χωρίς να ξέρω τι με περιμένει είπα να κάνω μιαν απόπειρα.
Από κάπου έπρεπε ν' αρχίσω. Καθαρόγραψα λοιπόν τη φράση - εύρημα για νάχω στήριγμα και περίμενα να δω τι θα βγει. Εμπειρικά πράγματα. Το πρώτο μου σφάλμα ήταν ότι με γλώσσα άλλου καιρού, θέλησα ν' αρχίσω να μιλώ για πράγματα σημερινά. Το πλήρωσα ακριβά αυτό το ψευτοδάνειο, αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι μού βγήκε σε καλό. Δεν θυμάμαι π ώ ς γράφτηκαν αυτά τα λόγια, θυμάμαι όμως π ό τ ε γράφτηκαν. Η ευδαιμονική κατάσταση της εκφραστικής ελευθερίας μού έδινε τότε τη μεθυστική άνεση να βλέπω απρόσκοπτη την πορεία της ποίησης ακόμα και στις δυσμενέστερες ενδεχόμενες συνθήκες. Υπήρχε φαίνεται μια υποψία μνήμης που προειδοποιούσε το νου, αλλά αρνιόταν να πάρει σχήμα απειλητικό, να ταράξει τη μακαριότητά μου. Το κομψό κι ανάλαφρο ύφος, ο υψωμένος τόνος της φωνής, όχι μόνο δεν μετέδιδαν ανησυχία αλλά πρόδιναν και εφησυχασμό. Ιδίως εκείνο το ρήμα " θα άνθιζε" τόνιζε πόσο ψηλότερα θα βρισκόταν και τότε η ποίηση από τη μουγγαμάρα και η κριτική της παντομίμας από τις καθημερινές χειρονομίες των άλαλων για απλή συνεννόηση κι από τη φυτοζωή τους.
Σήμερα θα ντρεπόμουνα να χρησιμοποιήσω το ρήμα "ανθίζω".
Μού έρχεται στο νου το ρήμα " συντηρώ", ( ρίχνοντας μια ματιά στη σημερινή διατύπωση το επαληθεύω). Χρησιμοποιώ ακόμα τις λέξεις: μουγγαμάρα και φυτοζωή, κι όσοι έχουν καιρό κι ενδιαφέρον να ασχοληθούν με την κριτική της παντομίμας ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Οι λέξεις κουβαλούν μεγάλο βάρος κι όταν δεν τις προσέξουμε πέφτουν και μας τσακίζουν. Τότε ο συλλογισμός ήταν αληθινός γιατί τον στήριζαν τα πράγματα και η ανεμελιά μου. Σήμερα όμως που αυτό το φάντασμα του λόγου πήρε σάρκα και οστά, οι λέξεις του κουδουνίζουν κούφια και ψεύτικα στο αυτί. Αυτόν τον ήχο δεν θέλησα να τον ακούσω και να πώς τού αντιλάλησαν οι άλλες λέξεις απ' την καρδιά των πραγμάτων βγαλμένες:
Η δεύτερη φράση μου - η πρώτη μου ουσιαστικά - ήταν:
" Για όσους όμως χειρονομούν πολύ "ποιητικά" βρίσκονται πάντα νόμοι κι εξουσίες για να τους δένουν ή να τους κόβουν τα χέρια"
Στη λογιότητα απαντούσε ο καγχασμός. Εδώ το ύφος είναι απότομο και ωμό, ο τόνος της φωνής προσγειωμένος και καυστικός, οι λέξεις μιλούν για πράγματα και το χαρακτηριστικότερο: αλλάζει αυτόματα ο χρόνος των ρημάτων. Περνάμε αστραπιαία στον ενεστώτα, στο σ ή μ ε ρ α.
Ανάμεσα σ' αυτές τις δύο φράσεις υπάρχει το ίδιο χάσμα που χωρίζει τις λέξεις που υπονοούν τον γκρεμό απ' τον γκρεμό τον ίδιο.
Μεσολαβεί μαι τρομερή αμηχανία. Πώς θα ξεμπλέξω μ' αυτά τα δεδομένα; Κοιτάζω αποσβολωμένη αυτές τις δυό φράσεις που με υπνωτίζουν. Δεν έχω αντιληφθεί φαίνεται ακόμα καλά την παγίδα που μου στήνουν τα λόγια καιτα πράγματα. Και πιάνομαι σαν το έξυπνο πουλί.
Η τρίτη φράση: " Όμως γιατί αυτή η σύγχυση; Τι σχέση έχει η ποίηση με τις εξουσίες; Πώς άρχισε αυτός ο συλλογισμός με την " άνθιση " της ποίησης και πώς βούλιαξε αμέσως στις καταδίκες; Τα πράγματα δεν λειτουργούν σωστά ή η σκέψη; ή πάνε σφιχταγκαλιασμένα και γι' αυτό λειτουργούν κανονικότατα;".
Ασφαλώς τα πράγματα λειτουργούσαν κανονικότατα, μόνο το δικό μου μυαλό ήταν σαστισμένο. Μ' αυτό το σύστημα των υποκριτικών αποριών, μ' αυτές τις φραστικές ταχυδακτυλουργίες, πήγαινα να αναδείξω εμφατικά τη δραματικότητα μιας τέτοιας αλήθειας; ( " Το ψωμί μας δεν μπορούμε πια να το κερδίσουμε με τη δουλειά μας αλλά μόνο με πανουργίες;" έγραψα αμέσως μετά στο περιθώριο). Στη σοβαρότερη υπόθεση που μου έτυχε να υπερασπίσω ποτέ, έφτασα στο συμβιβασμό σαν αδέξιος δικολάβος. Πώς μιλούσα έτσι; Σε ποιους απευθυνόμουν; Φτηνή δημοσιογραφία έκανα; Ξαφνικά με συνεπήρε μια έπαρση: εμένα δεν ήταν αυτή η δουλειά μου. Άλλα έπρεπε να είναι τα μέσα, οι ευθύνες, οι στόχοι μου. Όμως γιατί παρασύρθηκα και μίλησα σαν κακός επιφυλλιδογράφος; Τυχαίο ήταν; Καθόλου τυχαίο. Μιμήθηκα το μοναδικό ύφος λόγου που υπήρχε, κι αυτό το συναντούσαμε μόνο στην εφημερίδα και πουθενά αλλού. Αυτά τα παθήματα χρειάζονται " για να μας μαθαίνουν να είμαστε ταπεινοί", όπως είπε ο πολύ σοφός δάσκαλος και να μη μεγαλοπιανόμαστε μέσα στην απραξία μας, με πομπώδεις λέξεις: αποστολή, ευθύνη - όταν άλλοι κάνουν την όποια δουλειά τους σωστά(επισημαίνω το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού).
Αισθάνθηκα την ανάγκη να απολογηθώ.
Η τέταρτη φράση: " Μέσα στην παραζάλη του καιρού και με τόσα πράγματα που με πονούσαν κι ήθελα να πω και δεν μπορούσα, με τη γλώσσα μουδιασμένη, και ζυγιάζοντας την κάθε λέξη και τις συνέπειές της στη ζυγαριά, έχασ την ευσυνειδησία και την ανθρωπιά της γλώσσας μου. Απ' την αρχή με κατεδίωκε η ιδέα πώς να την μεταμφιέσω, ποιο σχήμα να βρω για να μιλήσω. Ήθελα να πω και δεν γινόταν να πω χωρίς κατεργαριές, χωρίς τεχνάσματα. Είχα φόβο και πάθος. Ποιαν αλήθεια μπορούσα να αρθρώσω; Ήμουν άλαλη".
Τώρα, για πρώτη φορά, βλέπω επιτέλους έναν παλμό ζωής στα λόγια μου, μέσα στην αξιοθρήνητη ειλικρίνειά τους. Παρατηρώ ότι χρησιμοποιώ λέξεις που τις σέβομαι, τις φοβάμαι, και δεν τις βάζω εύκολα στο στόμα μου όταν μιλώ: ανθρωπιά, ευσυνειδησία, ειλικρίνεια. Ό,τι ακριβώς ήθελα να είχα, αλλά δεν ξέρω αν μου δίνεται το δικαίωμα να το ισχυριστώ. Απ' αυτήν την απολογία βγαίνει ότι η ζυγαριά που κρατούσα είχε από τη μια μεριά το πάθος και το φόβο κι από την άλλη την απεγνωσμένη θέληση του χρέους. Ίσως αυτή η προσπάθεια ισοζυγίσματος απέτυχε από καθαρά προσωπική μου ανεπάρκεια. Πέρασα μεγάλες φουρτούνες για να φτάσω σ' αυτή την ισοπεδωμένη έκφραση, σ' αυτό το φτωχό, κουτσουρεμένο, χιλιοψαλιδισμένο, γεμάτο από κενά σιωπής, κείμενο, το δυσκολοτότερο που έχω γράψει.
Σκέφτομαι πως τα έργα του χρέους, όπως και τα έργα της φθοράς, ωριμάζουν αργά και είναι έργα ολόκληρης ζωής.
Θέλησα να δείξω πως προσπάθησα.
Έγραψα όσα έγραψα σαν μια απλή μαρτυρία αυτοκριτικής.
Αυτή την ηττημένη χειρονομία του λόγου καταθέτω σήμερα. Για αύριο βλέπουμε
Το κείμενο της Νόρας Αναγνωστάκη γράφτηκε το 1970 και είναι δημοσιευμένο στα Δεκαοχτώ Κείμενα μέσα στην δικτατορία , σε μια προσπάθεια των εκδόσεων Κέδρος να επανατοποθετήσει το πρόβλημα του" Έλληνα δημιουργού κάτω από τις σημερινές συνθήκες" εκφράζοντας τα δύσκολα εκείνα χρόνια " την πίστη μας σε θεμελιακές αξίες, με πρώτη ανάμεσα τους το δικαίωμα της ελεύθερης πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας..."
Η Νόρα Αναγνωστάκη έφυγε χθες από τη ζωή.
Φτωχαίνουμε Σοφία...
ΑπάντησηΔιαγραφή