Έρχεται κάποιο γαλήνιο πρωινό
μετά τον εφιάλτη της νύχτας
με τους σκοτωμούς και τα αίματα
τα μίση και τα πάθη των ανθρώπων
Και λες πως το δένδρο έχει ξαναγεννηθεί
κι η πέτρα έχει πάνω της πιότερο φως
Ένας ήλιος λαμπρός ντύνει με μια ησυχία
σπίτια και ανθρώπους
Και μια ψυχή έρχεται να δείξει και την άλλη της όψη
κι ύστερα να χαθεί πάλι και πάλι
για να γίνει τόσο γέρικη
μέσα στους άδειους ανθρώπους
Αν ζω στη μοναξιά το κάνω μήπως και μια μέρα
σηκώσω τη μεγάλη πέτρα
μαζί με τον Οδυσσέα ή και τον αϊ - Γιώργη το βοσκό
που φυλάει κάτω στον κάμπο τις γκαστρωμένες αγελάδες
να γεννήσουν για τους άλλους
Το κάνω μήπως και βγω απ' αυτόν το χειμώνα
τινάζοντας το χιόνι από το πανωφόρι μου
ξεπλένοντας την καρδιά που' χει βουλιάξει στον ύπνο
με λίγο καθαρό νερό
Κι έτσι ακούσουν τα βουνά και οι ανθρώποι
ένα λαγαρό τραγούδι από στόμα γεννημένου παιδιού
που είδε και είδε μέσα στη μήτρα της νύχτας
που χρόνια και χρόνια ένιωσε
πως άλλος δρόμος δεν υπάρχει
παρά το στενό μονοπάτι της φωτιάς
μέσα στο μεγάλο τζάκι
του πληγωμένου σπιτιού του
Ηλίας Τσάπες, Ποιήματα του βάλτου, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου