...Ο Παπαδιαμάντης, ζώντας στην Αθήνα της καμπής του 19ου προς τον 20ο αιώνα, φαίνεται ότι αισθάνθηκε και βίωσε τη ζωή έτσι, ώστε να μπορέσει αυτό να το συλλάβει και να το πραγματώσει με τρόπο ατόφιο.
Ήρθε να ζήσει και να προκόψει στην πρωτεύουσα από τη Σκιάθο. Μετακινήθηκε από έναν προβιομηχανικό σε έναν βιομηχανικό κόσμο. Όσο κι αν οι όροι αυτοί, στην Ελλάδα, είναι κάπως σχετικοί, όχι και τόσο ξεκάθαροι, μολοντούτο ισχύουν και λειτουργούν σε βαθμό σημαντικό. Η μετατόπιση ενός ανθρώπου, από μια κοινωνία κλειστή, θρησκευτική, αγροτική, σε μια κοινωνία ανοιχτή, ορθολογική, αστική, έχει τη σημασία της. Λέει κάπου ο ίδιος:
Φευ! τις μοι δώσει ύδωρ και δάκρυα; Από τον τόπον εκείνον της δοκιμασίας και της μικράς αναψυχής, ήλθα εις τον τόπον της καταδίκης - όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω - εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών...
Κι αλλού:
Η ψυχή μου ήτο πάντοτε προς τα μέρη εκείνα...
Απέτυχε. Δεν κατόρθωσε να αφομοιωθεί από το σύστημα. Να αποκτήσει κοινωνική ταυτότητα, να γίνει αστός. Έγινε μποέμ. Πέρασε στο περιθώριο. Έγινε εργάτης της γραφής. Δουλοπάροικος των εφημερίδων και των εντύπων. Παράδοξος προλετάριος. Περιχαρακώθηκε μέσα σε έναν πτωχοδρομικό εκλεκτισμό. Όχι κομψευόμενος περιπατητής, όπως ο Μπωντλαίρ, αλλά παρίας, μεσαιωνολάτρης, μυστικιστής, όπως ο Βερλαίν. Απέναντι στην αναλγησία της αστικής εκλογίκευσης, του πραγματισμού, του θετικισμού, της πρακτικότητας, της ελεύθερης δράσης του ατόμου που εκδηλώνεται στον νεότερο κόσμο, ως αριβισμός, κομφορμισμός, αναρρίχηση, αντέταξε τα "παλαιά", τη μυσταγωγία, την άρνηση και τη ματαίωση ως αξίες μιας μη ανθρωποκεντρικής (αστικής) πραγματικότητας, τα πιο παρωχημένα και οπισθοδρομικά ήθη και έθιμα, το ρεμβασμό, το όνειρο, τη λειτουργία του κακού μέσα στον άνθρωπο, το φυσικό μυστήριο με τις υπερφυσικές τους "ανταποκρίσεις". Ο Παπαδιαμάντης υιοθέτησε το ρόλο ενός ιερού περιθωριακού, ενός σεπτού "κολασμένου", που η στάση του, ενώ εξωτερικά φαινόταν συντηρητική, ουσιαστικά έκρυβε ακρότητα, πρόκληση και διαμαρτυρία για τη δεινή θέση του ονειροπόλου μεταρομαντικού δημιουργού στον σύγχρονο κόσμο[...]
...Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν νοσταλγός. Δεν αναπολούσε. Δεν ηθογραφούσε, δεν περιέγραφε , δεν ζωγράφιζε. Αποτύπωνε μνημικά. Ο κόσμος που έζησε, κόσμος όπου η υπερλογική τάξη ήταν κανόνας, όπου φύση και φαντασία, δεισιδαιμονία και θρησκεία συμπλέκονταν καθημερινά γεννώντας το θρύλο σαν απτή πραγματικότητα, κι όπου όλες οι αλλόκοτες μεσαιωνικές και μεταμεσαιωνικές αξίες ενεργούσαν μέσα στη ζωή ζωντανές, σκληρά ρεαλιστικές, συγχωνεύεται με την προσωπική του φωνή, σε βαθμό που να γίνεται ένα μαζί της[...]
...Η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη ουσιαστικά δεν υπάρχει σαν νατουραλιστικό απείκασμα. Υπάρχει σαν τοπίο λόγου, σαν εικόνα φωνής, σαν χάραγμα ψυχής και σώματος. Υπάρχει σαν κείμενο που δεν είναι αντικατοπτρισμός, αναπαράσταση, αλλά αυτοσχέδιο τέχνημα φτιαγμένο από σπαράγματα μνήμης, λαλιές ανθρώπων, ειρμούς μουσικών φθόγγων, σύμβολα, νύξεις, παιχνιδίσματα ειρωνείας. Είναι μια κατασκευή χωρίς πρόγραμμα. Ένα ακανόνιστο κράμα από τα εκφραστικά υλικά μιας ανθρώπινης ψυχής ονειροπαρμένης αλλά και βαθύτατα κυνικής. Αυτό, αλλού πιο φανερό, αλλού πιο απόκρυφο. Αλλού το θέμα πεζό και ευθύγραμμο, και το πνεύμα που το διαπερνά παραπλανητικά αισθηματικό, κοινωνικό, ηθικό ή σατιρικό, αλλού η ονειρική διάσταση πιο φανερή, πιο εύγλωττη, πιο επιβλητική. Παντού όμως το ίδιο ακαθόριστο χαρακτηριστικό που δεν αφήνει ποτέ τα πράγματα να μείνουν στο πρώτο επίπεδο , το ευνόητο και ευθύβολο. Ο τόνος ο προσωπικός της φωνής που υποβόσκει, (λες και δεν διαβάζεις το κείμενο αλλ' ακούς κάποιον να στο ψιθυρίζει), οι υπαινιγμοί που καραδοκούν, μια αιχμή περιπαικτική, μια παράξενη ουδετερότητα που δεν ξέρεις ποτέ πώς να τη χρωματίσεις, μια διάχυτη σιωπή εκκωφαντική σε όλη την ανάπτυξη της αφήγησης. Επισημότητα, μεγαλείο, και ξαφνικά μια απότομη μεταστροφή, ένας διάλογος στη δωρική και κωμική συνάμα γλώσσα των χωρικών, κι ύστερα πάλι ένα μπέρδεμα του παρελθόντος με το παρόν, ασήμαντες, άσχετες λεπτομέρειες, μετά κάτι φοβερά αστείο, και πάλι επισημότητα, υγρή ή στεγνή, και πάλι μεγαλείο, κι απότομα σαν τσεκουριά το κόψιμο, μια μαχαιριά, ένα τέλος, μια σκληρή κατακλείδα. Και όχι πάντα. Γιατί αλλού η αφήγηση, γραμμική και μονότονη, μια μονοκοντυλιά, ξερή σαν νόμος, όμως πάντα κάτω από την επιφάνεια το ίδιο αυτό μουρμούρισμα όπως το ίσο της ψαλτικής, γεμάτο στωικότητα, πονεμένη ευλάβεια, αινιγματικό χιούμορ. Ρεαλισμός διαβρωμένος από το πνεύμα του διφορούμενου. Γλώσσα υποταγμένη συχνά σε ρυθμούς παραισθήσεων. Ψύχραιμο παραλήρημα. Σχήματα που υπακούν στο ορμέφυτο και όχι στη λογική τάξη. Το τραχύ να πλέκεται με το εξεζητημένο, το εγώ με το αντικειμενικό, το καθαρό και αυτονόητο με το σκοτεινό και δυσνόητο. Όλα στο κλίμα μιας ασάφειας, παραμένοντας αδρά ένα μυστήριο, ένας ήχος βαθιάς εσωτερικότητας...
Ένα μικρό απόσπασμα από την εισαγωγή του Στρατή Πασχάλη που επιμελήθηκε την έκδοση του βιβλίου " Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Σκοτεινά Παραμύθια " από το Μεταίχμιο το 2001. Από την εισαγωγή αυτή και ο τίτλος της ανάρτησης.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιάμαντης άφησε την τελευταία του πνοή στη Σκιάθο στις 3 του Γενάρη του 1911 ζητώντας πρώτα να διαβάσει Σαίξπηρ και ψέλνοντας βυζαντινούς ύμνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου