Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού

Τις νύχτες του χειμώνα, σαν έβρεχε,
κατέβαιναν ορμητικά ποτάμια απ' το βουνό` συλλογιζόμουνα
πως θα σαρώσουν το σπίτι, τις κολώνες , τους τάφους
κι ακόμη το ίδιο το βουνό - κ' είταν μια παρηγοριά
πάντοτε το νερό - μια ιδέα κίνησης - μια ιδέα
πως μες στη γενική καταστροφή θα καταστρέφονταν
κι ό,τι μας είχε καταστρέψει.
                                             Το καλοκαίρι πάλι,
έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,
άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,
το καυτερό του χνώτο καταπρόσωπο στο σπίτι μας` διατηρούσε τη ζέστα
πιο πέρα απ' τα μεσάνυχτα, ως τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια
ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)
χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα
ενός φωτεινού συναγερμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο
ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό - τα συνηθίσαμε κι αυτά` σχεδόν πια δεν 
ακούγαμε
αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών
μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα
όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες
ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους
και σκούριαζαν απ' την υγρασία οι χρυσές υδρίες που απαοθέσαμε 
πλάι τους.

Τότε το μόνο που σου θύμιζε πως είσαι ζωντανός
είταν ο ιδρώς στο μέτωπό σου που μούσκευε το μαξιλάρι
και προπάντων ο ιδρώς στο λαιμό σου
μ' αυτήν την ταπεινωτικήν ενόχληση και την επίγνωση
για τη μικρότητα αυτής της ενόχλησης που επεκτεινόταν
σε μιαν απέραντη, διεισδυτική δυσφορία ως τις ρίζες του κόσμου
που πάνω της έπλεαν μονάχα οι μύγες,
κάτι μεγάλες, μαύρες μύγες, βουερές κι αναίσχυντες.

Ίσως γι' αυτό οι δικοί μας ξενητεύτηκαν,
κατέβηκαν στα παράλια, ετοίμασαν καράβια,
έκαναν εκστρατείες και ναυμαχίες, λέει,
μόχθησαν κ' ίδρωσαν αλλιώς, ίσως μονάχα
για να ξεπλύνουν τον ιδρώτα του βουνού μες στο νερό, να γλυτώσουν
 από τούτον τον κάθετο βράχο` - δεν ξέρω
να ορίσω το τι και το πώς- όλα μπλέκονται:
εκείνες οι ζεστές, στυφές μυρουδιές της φτέρης, του σκίνου,
της πέτρας, της μούχλας, του ασβέστη, στα φλογερά μεσημέρια,
ο ιδρώτας, τα τζιτζίκια, το βουνό, τα καράβια,
οι σκοτωμένοι στη στεριά κ' οι πνιγμένοι
όταν τους ξέβραζε η θάλασσα σ' ένα στρωτό ακρογιάλι
μια νύχτα, μ' ένα κίτρινο φεγγάρι καρφωμένο σ' ένα ακόντιο,
κι ούτε είχαν μια λαβωματιά οι πνιγμένοι στο σώμα τους -
πώς πέθαναν λοιπόν; - ποτέ μου δεν είδα πνιγμένους.
Και τ' ασημένιο φάσμα μιας σφαγμένης κόρης
να κυματίζει ανάερο πάνω απ' τους πνιγμένους
μ' ένα μακρύ κρίνο στα χέρια, - άχραντη, απείραχτη
απ' τον ιδρώτα κι απ' τους άσημους, τους τρωκτικούς δικούς μας πόνους.

Μπορεί και να μην ενοχλούνται οι άντρες απ' αυτά
τα εξευτελιστικά ρυάκια του ιδρώτα
που σε χρησιμοποιούν αυθαίρετα για κοίτη τους
σα νάσουν πέτρα ή χώμα ή καμένο χορτάρι. Δεν ξέρω.
Αυτοί, τα μεσημέρια, κατέφευγαν στα δημόσια λουτρά
παίζοντας ίσως και γελώντας γυμνοί, κυνηγώντας
ο ένας τον άλλον, καταβρέχοντας
ο ένας τον άλλον, με μεγάλα λαγήνια, - πώς μπορεί
να τρέχει ή να γελάει κανένας
όταν είναι γυμνός; - ποτέ δεν κατάλαβα. Όταν  έβγαιναν
απ' τα λουτρά ( τους συνάντησα κάποτε) είταν πιο όμορφοι, 
πιο ευγενικοί, σαν αόριστα ένοχοι` - τα πρόσωπάτους,
δροσερά τότε και ρόδινα, υπογράμμιζαν
μια παράξενη, παρθενική συστολή, και τότε μόνο αισθάνθηκα
πως και οι άντρες μπορεί νάναι μονάχοι και μπορεί να πεθάνουν.

Εκείνοι, βέβαια, το ξεχνούσαν ή ποτέ δεν το σκέφτονταν. Τ' απογεύματα
ακούγονταν απ' το στίβο οι ιαχές των θεατών. Τότε οργιζόμουν`
σκέφτηκα μάλιστα κάποτε να δωροδοκήσω
το γέρο - φύλακα των αποδυτηρίων για να τους θυμίσει,
την ώρα ακριβώς που θάταν μεθυσμένοι απ' τη νίκη τους,
την ώρα ακριβώς που θάταν αφημένοι στην εξαίσια κούρασή τους,
την ώρα ακριβώς που θάταν υπερήφανα γυμνοί κι απροστάτευτοι
να τους θυμίσει πως κι αυτοί θα γεράσουν,
να τους θυμίσει προπάντων πως κι αυτοί θα πεθάνουν. Ποτέ δεν το τόλμησα.

Γιάννης Ρίτσος , Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού στη συλλογή Τέταρτη διάσταση, Κέδρος 1990, 24η έκδοση

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου