18 Φ λ ε β ά ρ η τ ο υ 1948. Η Λαϊκή φάλαγγα των άοπλων ξετυλιγόταν πάνω στο καινούριο χιόνι. Η ουρά της φάλαγγας έβγαινε ακόμα απ' τη Βράχα, που κοιμόταν, μόλις ξεχωρίζοντας μεσ' στο αυγινό παγωμένο σύθαμπο. Τα τσαρούχια βυθίζονταν με προσοχή στο χιόνι που βούλιαζε τρίζοντας, πηδούσαν τα μικρορέματα, για να βαστάξουν όσο μπορούσαν περισσότερο, τη νυχτερινή ζεστασιά στα πόδια.
Η φάλαγγα κυλούσε μ' αργό βήμα ακόμα σιωπηλή, σα να την τριγυρνούσε μια ανησυχία, σα να τη βάραινε μια έγνοια.
Για πού κινούσε αλήθεια αυτή η παράξενη λαϊκή στρατιά; Ξεχώριζαν στο χιόνι, οι διμοιρίες , οι λόχοι, τα τάγματα, πειθαρχημένοι, σφιχτοδεμένοι στρατιωτικοί σχηματισμοί. Όμως οι μαχητές αυτής της στρατιάς δεν είχαν όπλα τρεις τέσσερις σε κάθε ομάδα, είχαν στους ώμους σκαπάνες και φτυάρια, τσεκούρια και τηλεβόες. Οι μαχητές της δεν ήταν μόνο νέοι. Ήταν κι' εκατοντάδες κοπέλλες, αγρότισσες και βλαχοπούλες, με πολύχρωμα πλεχτά φουστάνια και τσαρούχια που ολοένα γλιστρούσαν στο χιόνι. Ήταν κάμποσοι δεμένοι άντρες, λίγοι μεσόκοποι και πιο λίγοι γερόντοι πίσω απ' τα μεταγωγικά, με τρίχινες κάπες, μαζί με λιγνοπόδαρα αγόρια δεκάξη χρονώ.Τα μουλάρια ήταν φορτωμένα με παξιμάδια, τραχανά, αλεύρι, λάδι, λίγο καπνό, καρφιά και πέταλα για τα ζώα και χίλια ζευγάρια τσαρούχια. Για να ετοιμαστεί αυτή η μικρή επιμελητεία αγρυπνούσαν τις τελευταίες νύχτες στο χωριό, συνεργεία από σιδεράδες και από τσαρουχάδες. Αγωνίστηκαν όλα τα γύρω χωριά για το λίγο δέρμα και το λίγο σίδερο. Σφάχτηκαν και τα τελευταία βόδια για να φτιαχτούν από τα φρέσκα τομάρια τους τα εφεδρικά τσαρούχια. Δούλευαν νύχτα και μέρα με βάρδιες οι γυναίκες στη Φουρνά και στη Βράχα για το ψωμί και τα παξιμάδια. Όσο προχωρούσαν οι προετοιμασίες, όλοι τόνιωθαν κι' ας μη το κουβέντιαζε κανείς, πως σε λίγο θάρχιζε μια μεγάλη πορεία.
Τις τελευταίες μέρες, πολλοί απ' τους άοπλους κι' οι πιο ζωντανές κοπέλλες, τόβαζαν πια ανοιχτά. " Τι καθόμαστε δω; Οι αντάρτες περνοδιαβαίνουν, δίνουν μάχες και γυρνάνε, κι εμείς;
Η φάλαγγα κυλούσε μ' αργό βήμα ακόμα σιωπηλή, σα να την τριγυρνούσε μια ανησυχία, σα να τη βάραινε μια έγνοια.
Για πού κινούσε αλήθεια αυτή η παράξενη λαϊκή στρατιά; Ξεχώριζαν στο χιόνι, οι διμοιρίες , οι λόχοι, τα τάγματα, πειθαρχημένοι, σφιχτοδεμένοι στρατιωτικοί σχηματισμοί. Όμως οι μαχητές αυτής της στρατιάς δεν είχαν όπλα τρεις τέσσερις σε κάθε ομάδα, είχαν στους ώμους σκαπάνες και φτυάρια, τσεκούρια και τηλεβόες. Οι μαχητές της δεν ήταν μόνο νέοι. Ήταν κι' εκατοντάδες κοπέλλες, αγρότισσες και βλαχοπούλες, με πολύχρωμα πλεχτά φουστάνια και τσαρούχια που ολοένα γλιστρούσαν στο χιόνι. Ήταν κάμποσοι δεμένοι άντρες, λίγοι μεσόκοποι και πιο λίγοι γερόντοι πίσω απ' τα μεταγωγικά, με τρίχινες κάπες, μαζί με λιγνοπόδαρα αγόρια δεκάξη χρονώ.Τα μουλάρια ήταν φορτωμένα με παξιμάδια, τραχανά, αλεύρι, λάδι, λίγο καπνό, καρφιά και πέταλα για τα ζώα και χίλια ζευγάρια τσαρούχια. Για να ετοιμαστεί αυτή η μικρή επιμελητεία αγρυπνούσαν τις τελευταίες νύχτες στο χωριό, συνεργεία από σιδεράδες και από τσαρουχάδες. Αγωνίστηκαν όλα τα γύρω χωριά για το λίγο δέρμα και το λίγο σίδερο. Σφάχτηκαν και τα τελευταία βόδια για να φτιαχτούν από τα φρέσκα τομάρια τους τα εφεδρικά τσαρούχια. Δούλευαν νύχτα και μέρα με βάρδιες οι γυναίκες στη Φουρνά και στη Βράχα για το ψωμί και τα παξιμάδια. Όσο προχωρούσαν οι προετοιμασίες, όλοι τόνιωθαν κι' ας μη το κουβέντιαζε κανείς, πως σε λίγο θάρχιζε μια μεγάλη πορεία.
Τις τελευταίες μέρες, πολλοί απ' τους άοπλους κι' οι πιο ζωντανές κοπέλλες, τόβαζαν πια ανοιχτά. " Τι καθόμαστε δω; Οι αντάρτες περνοδιαβαίνουν, δίνουν μάχες και γυρνάνε, κι εμείς;
ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΠΛΑ! ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΠΛΑ! ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΜΕ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ!
Τούτη η κραυγή έκλεισε τις δυο - τρεις τελευταίες συγκεντρώσεις. Επισφράγιζε πως η σοβαρή, συστηματική, ενθουσιώδικη στρατιωτική και πολιτική δουλειά που είχε γίνει ένα μήνα στα έμπεδα, είχε πετύχει. Το χωράφι είχε οργωθεί βαθειά και γερός λαϊκός σπόρος ήταν έτοιμος να ριχτεί στη δοκιμασία. Και να τώρα, ξεκινούσαν.
Εχτρικό, το χιονισμένο φλεβαριάτικο πρωινό τριγυρνούσε με σκοτεινά προμηνύματα τη φάλαγγα των αόπλων, στα πρώτα της βήματα. μαζί με το χιόνι που έπεφτε, πάσκιζε να σταλάξει μέσα τους βαρειά παγωμένα ρωτήματα:
- " Για πού κινάτε τρελλοί;"
- " Πούνε τα όπλα σας; Πούνε τ' αρβύλια κι' οι χλαίνες που έχουν οι εχτροί σας; τα ζώα σας θα πέσουν στο χιόνι. Έχετε ξαναπεινάσει μέρες και βδομάδες;"
- " Αρχίζετε την πιο σκληρή μάχη με μας, με τους παγωμένους αγέρηδες και τα φουσκωμένα ποτάμια, με τα κρουσταλλισμένα χιόνια και την πείνα. Και θα σας ριχτούν κι' οι άλλοι εχτροί σας με τ' αγεροπλάνα και με τα τανκς. Κι εσείς; Με τα τσαρούχια, με τους κασμάδες και με τους τηλεβόες θα μας νικήσετε, γενναίοι μας άοπλοι; Τρελλοί!"
Η φάλαγγα κυλούσε μ' αργό βήμα, σιωπηλή. Ξάφνου από μπρος, απ' το κεφάλι της φάλαγγας, που είχε βγει στο πρώτο διάσελο, ξεχύθηκε πίσω μια ζεστή νεανική φωνή.
- " Σ υ ν α γ ω ν ι σ τ έ ς!"
Ο παλμός κι' η δύναμη της φωνής, ανασήκωσε τα σκυφτά κεφάλια, που άσπριζαν απ' το χιόνι.
- " Τ ι ε ί μ α σ τ ε ε μ ε ί ς;..."
Η φωνή συνεπήρε τη φάλαγγα` χίλια στήθια φούσκωσαν απ' τον παγωμένο αγέρα και χίλια στόματα απάντησαν με μια πολύφωνη κραυγή, το γνωστό τους σύνθημα:
- " Μ α χ η τ έ ς τ ο υ Δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ο ύ Σ τ ρ α τ ο ύ τ η ς Ε λ λ ά δ α ς". Δε μπόρεσε να την πνίξει το χιόνι τούτη την κραυγή που ροβολούσε σα ζεστό κύμα απ' τις κορφές και τα διάσελα.
- " Γ ι α τ ί α γ ω ν ι ζ ό μ α σ τ ε; " συνέχισε η νεανική φωνή πριν σβύσει ακόμα ο πρώτος αχός.
- " Γ ι α τ η Λ ε υ τ ε ρ ι ά , τ η Δ η μ ο κ ρ α τ ί α κ α ι τ η ν Α ν ε ξ α ρ τ η σ ί α τ η ς π α τ ρ ί δ α ς!" Αντιβοούσε η φάλαγγα.
- " Π ο ι ο ς ε ί ν ε ο Α ρ χ η γ ό ς μ α ς; "
- " ΜΑΡΚΟΣ! ΜΑΡΚΟΣ! ΜΑΡΚΟΣ! "
- " Π ο ι ο ε ί ν ε τ ο σ ύ ν θ η μ ά μ α ς;"
- " ΣΤ' ΑΡΜΑΤΑ ΣΤ' ΑΡΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΛΙΑΚΡΙΒΗ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!"
" ΣΤ' ΑΡΜΑΤΑ! ΣΤ' ΑΡΜΑΤΑ!" Αντιβούιζε τώρα τραγουδιστά η φάλαγγα ολόκληρη. Μαζί της αντιβούιζαν και τα ρουμελιώτικα έλετα και τα ρέματα, τα παληά τα κλέφτικα και τα ελασίτικα λημέρια, τα βραχοβούνια, οι σπηλιές κι' οι πουρναρόριζες που φύλαξαν τους πρώτους αντάρτες μας, η ανταρτομάνα η Ρούμελη απ' άκρου σ' άκρο.
Η φάλαγγα ζωντάνεψε. Οι μεταγωγικοί βάρεσαν τα ζώα τους. Μια συντροφιά νεολαίοι αρχίσαν τα τραγούδια. Σε λίγο όλη η φάλαγγα προχωρούσε με τραγούδια και συνθήματα, ξετυλίγονταν στην πρώτη μέρα της πορείας της, μ' αισιοδοξία και ζωντάνια που ξεχειλούσε. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της "ταξιαρχίας άοπλων Ρούμελης". Το ταξίδι μεγάλο, ως πάνω στο Βοριά. Το δρομολόγιο δύσκολο. Μπρος στους άοπλους πατριώτες , ορθώνονταν σε χιονισμένα απανωτά κύματα , πρώτα η Όρθρυ, ύστερα το Μαυροβούνι, παραπέρα ο Κίσσαβος, πιο πάνω ο Όλυμπος, ακόμα πιο βόρεια, τ' Αντιχάσια, τα Χάσια, ο Όρλιακας. Ανάμεσα στις 7 αυτές βουνοσειρές απλωνόταν 4 μεγάλοι κάμποι, δεκάδες πλημμυρισμένα ποτάμια και ρέματα, 7 δημοσιές κι' ολόκληρες ζώνες που αλώνιζε πάνοπλος ο εχθρός με τα τανκς και τις ενέδρες του.
.....Μέρες και νύχτες θα διπλώνεται και θα ξεδιπλώνεται , σε βαθειές ρεματιές, σ' εχθρικά περάσματα, σε κορφές και σε διάσελα που σφυράει το χιονοβόρι, η απέραντη λαϊκή φάλαγγα των άοπλων πατριωτών. Θα πρηστούν, θα ματώσουν και θα ξεπαγιάσουν τ' αδύναμα πόδια των κοριτσιών, των παλληκαριών και των λίγων γερόντων, με τα φτωχά τσαρούχια. Ίσως έρθει κι' η πέινα. Κάποιοι μπορεί να φύγουν, να λυγίσουν, λιγοστοί να πέσουν. Μα οι πολλοί; Αυτή η ολοζώντανη φάλαγγα που προχωρεί με τραγούδια και συνθήματα για να πάρει όπλα; Θα φτάσουν αυτοί;
Μια θέληση και μια δύναμη, ανώτερη απ' τη δύναμη και τη θέληση του καθένα ξεχωριστά, εμψυχώνει αυτές τις εκατοντάδες των άοπλων πατριωτών. Αυτή τους υπερασπίζει και τους οδηγά εκεί που κινούν για να φτάσουν, γιατί πίστεψαν πως έπρεπε να φτάσουν.Είνε η θέληση κι' η ακατανίκητη δύναμη του επαναστατημένου λαού, του πνιγμένου δίκηου, που έχει πια ξεσηκωθεί και ζητάει ΟΠΛΑ!
Μικρό απόσπασμα από το " Χρονικό που γράφτηκε στη ρημαγμένη τότε Πυρσόγιαννη της Ηπείρου, πάνω απ' τον Σαραντάπορο, στο φως μιας καπνισμένης γκαζόλαμπας." Συγγραφέας ο Πέτρος Ανταίος ο οποίος σημειώνει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης ότι " Αν, φίλος επιμελητής δεν εξασφάλιζε λίγο πετρέλαιο από κείνο που τροφοδοτούσε το "μηχανάκι" για τις μπαταρίες του ασύρματου, υλικό πολυτιμότερο κι' από τα λειψά πάντα πυρομαχικά, ίσως ετούτη η ιστορία, που την πρωτόγραψαν με τα ματωμένα , ξυπόλυτα πόδια τους στο χιόνι των Πιερίων οι άοπλοι αγωνιστές της Ρούμελης και της Θεσσαλίας, να μη γραφόταν και στο χαρτί. Γιατί τα ξημερώματα περνούσε " ο Γαλατάς" - το αναγνωριστικό της αεροπορίας - κι άρχιζε να δουλεύει μ' εκκωφαντική χλαπαταγή ο εμφύλιος κρεατόμυλος του Γράμμου. Αντίκρυ μας, ολημερίς, καιγόταν ο Κλέφτης. Ήτανε Ιούλης του ' 48. Το γραφτό έφυγε τα χαράματα με σύνδεσμο για το Γενικό. Κι από κει στο τυπογραφείο των Βουνών. Σε λίγες βδομάδες - η μάχη του Γράμμου συνεχιζόταν όλο και πιο άγρια κι απελπισμένη - τα βράδια πάλι, οι μαχητές κι οι μαχήτριες, που κάποιοι τους είχανε πάρει μέρος στην "ηρωική" ή σ' άλλες παρόμοιες πορείες, που τους είχανε φέρει " στρατηγική εφεδρεία" στο Γράμμο, υπερνικώντας τον κάματο της ολοήμερης μάχης, διάβαζαν για τον ίδιο το δικό τους αιματηρό μόχτο, ψυχώνονταν απ' τον ξεπερασμένο θάνατο, απ' το χτεσινό άθλο, για ν' αντιμετωπίσουνε τον αυριανό θάνατο, για καινούριους άθλους..."
Πέτρος Ανταίος, Ηρωική Πορεία. Ταξιαρχία Άοπλων Ρούμελης, Έκδοση του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας 1948, Εκδόσεις Μνήμη , 2η έκδοση( Η πρώτη έκδοση τυπώθηκε τον Αύγουστο του 1948 σε 3.500 αντίτυπα στο τυπογραφείο της " Εξόρμησης", στην Ελεύθερη Ελλάδα)
Μπράβο Σοφία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΨυχή Βαθιά!
Προβάλλουμε και από την πλευρά μας το θέμα σου στη στήλη «ΕΜΦΑΣΗ» του blog «Ευρυτάνας ιχνηλάτης». Η συγκεκριμένη στήλη βρίσκεται στην κάθετη πλαϊνή μπάρα του ιστολογίου μας και η προβολή γίνεται με απευθείας παραπομπή στο δικό σου ιστότοπο. Καλή συνέχεια…
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά