Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Σκου­λα­ρί­κι στὴ μύ­τη

.TΑ ΠΟΥΛΙΑ ΟΛΑ ΜΑΖΙ καὶ ἕ­να-ἕ­να ἔ­λε­γαν κά­τι ποὺ τῆς δι­έ­φευ­γε. Ἕ­να χε­λι­δό­νι πέ­ρα­σε ξυ­στὰ ἀ­πὸ τὴν κουρ­τί­να ποὺ ἀ­νέ­μι­σε τρο­μαγ­μέ­νη. Τί ὦ­ρα ἦ­ταν; Ρο­λό­ι που­θε­νά. Ἀ­να­ζή­τη­σε μη­χα­νι­κὰ τὸ κι­νη­τό της, σι­ω­πη­λό, ξε­χα­σμέ­νο στὸ σα­κί­διο χω­ρὶς φόρ­τι­ση. Ἡ­συ­χί­α στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Πα­ρα­ῆ­ταν πρω­ὶ γιὰ τὰ δε­δο­μέ­να τους. Κά­τι τζιτ­ζί­κια μο­νά­χα ἔ­πια­ναν εὐ­συ­νεί­δη­τα δου­λειά. Τσά­κι­σε ἐ­κεί­νη τὴ σε­λί­δα στὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε —ὅ­λη τὴ νύ­χτα ἄυ­πνη κα­τὰ τὴ συ­νή­θειά της, πρώ­τη βρα­διὰ σὲ ἀλ­λι­ώ­τι­κο χῶ­ρο ἀ­π’ τὸν γνω­στό της, εἶ­χε φτά­σει στὴ σε­λί­δα 280 Στὸ τέλος τῆς γῆς— κι ἐ­κεῖ­νος γύ­ρι­σε ἀ­πὸ τὴν τρα­πε­ζα­ρί­α φορ­τω­μέ­νος μὲ τὸ δί­σκο: κα­φές, γά­λα, κρουα­σὰν κι ὅ­λα τὰ κα­λὰ τοῦ θε­οῦ σὲ πυ­ρα­μί­δα. Μέ­σα στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ πρω­ι­νοῦ ἀ­κού­στη­κε δο­ξα­στι­κὰ τὸ ρο­λό­ι ἀ­πὸ τὴν πλα­τεί­α τοῦ χω­ριοῦ. Μιά, δυ­ό, τρεῖς, ἄρ­χι­σαν νὰ με­τρᾶν μα­ζὶ τοὺς χτύ­πους γε­λών­τας δυ­να­τά· πρὶν πε­ρά­σουν στὴ βε­ράν­τα, ρι­γών­τας στὴν πρω­ι­νὴ ψύ­χρα σταλ­μέ­νη ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα ποὺ ἔ­λαμ­πε κά­τω καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ πρά­σι­νους καὶ γα­λά­ζιους μπα­ξέ­δες. Ἐ­λι­ές, συ­κι­ές, κλή­μα­τα καὶ δυ­ὸ τρί­α σπί­τια μὲ κόκ­κι­νη στέ­γη καὶ αὐ­λή. Πάν­το­τε στὶς δι­α­κο­πὲς συ­σχε­τί­ζα­νε καὶ συγ­κρί­να­νε τοὺς τό­πους κι ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­να­νε: πῶς μοιά­ζουν με­τὰ τό­σα χρό­νια ποὺ ἔ­χου­νε νὰ ἔρ­θου­νε, ποὺ εἴ­χα­νε τὰ παι­διὰ μι­κρά, καὶ νά, ἀ­κρι­βῶς τὸ ἴ­διο δω­μά­τιο τοὺς εἶ­χαν δώ­σει, φαν­τά­σου σύμ­πτω­ση! Καὶ πό­τε ἤ­τα­νε ἀ­κρι­βῶς, ὁ Ἀ­λέ­ξης πή­γαι­νε νη­πι­α­γω­γεῖ­ο ἢ δη­μο­τι­κὸ, κι ἡ Γε­ωρ­γί­α εἶ­χε γεν­νη­θεῖ;
       Θυ­μᾶ­σαι; Ἤ­θε­λε νὰ τοῦ δι­η­γη­θεῖ ἐ­κεί­νη τὴν πα­λιὰ ἱ­στο­ρί­α – θο­λὰ ξέ­φτια ἀ­νέ­βαι­νε ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ μέ­σα της. Σκου­λα­ρί­κι στὴ μύ­τη, μὲ τὸν κω­δι­κὸ αὐ­τὸ τὴν εἶ­χε κα­τα­χω­ρί­σει στὸ μυα­λό της καὶ τώ­ρα τὴν ἀ­νέ­συ­ρε χα­μο­γε­λών­τας μὲ τρυ­φε­ρό­τη­τα. Καὶ τὴν δι­η­γι­ό­ταν στὸν ἑ­αυ­τὸ της πρῶ­τα, ἀλ­λά­ζον­τας, ἐ­πι­νο­ών­τας ξα­νὰ τὸ πα­ρελ­θόν, αὐ­θαι­ρε­τών­τας ὅ­σο ἤ­θε­λε. Για­τί ὄ­χι;
      Στὸ νη­σί, στὰ ἐ­νοι­κι­α­ζό­με­να ἀ­ρα­χτοὶ —πό­σα χρό­νια πρίν;— κι ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο εἶ­χαν ἀ­κού­σει γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ γέ­λιο νὰ πιά­νει ὅ­λο τὸ χῶ­ρο, νὰ ἐ­ξα­πλώ­νε­ται —κα­λο­και­ρά­κι ἀ­πό­γευ­μα καὶ τὰ πα­ρά­θυ­ρα ἀ­νοι­χτά— πα­ρα­δει­σέ­νιο. Ἐρ­χό­ταν ἀ­π’ ἀλ­λοῦ, αἰ­σθη­σια­κό, ναρ­κισ­σευ­ό­με­νο καὶ κυ­κλο­γύ­ρι­ζε καὶ ξε­σποῦ­σε ἀ­συγ­κρά­τη­το ὅ­λο ἐ­κρή­ξεις κι ὅ­λο δυ­νά­μω­νε σὰ νὰ δι­η­γι­ό­ταν μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ κά­πο­τε ὅ­λοι γνω­ρί­ζα­νε καὶ μὲ τὸν και­ρὸ τὴν εἴ­χα­νε ξε­χά­σει, κι ἦ­ταν γι’ αὐ­τὸ ἔ­τσι βου­τηγ­μέ­νοι στὴν κα­τή­φεια. Γέ­λιο νέ­ας γυ­ναί­κας ποὺ ἀγ­κά­λια­ζε ὅ­λο τὸ ἀ­πό­γευ­μα, τὸ τε­τρά­γω­νο, τὴν πό­λη. Ποι­ά ἦ­ταν; Ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη μὲ τό­σα λί­γα ἢ μή­πως μὲ πολ­λά; Τῆς ἔ­δι­ναν πολ­λὰ αὐ­τη­νῆς, ἕ­ναν ἀ­πό­λυ­το ἔ­ρω­τα ἴ­σως, μιὰ τέ­τοι­α τε­λει­ό­τη­τα ποὺ αὐ­τοὶ ἀ­πὸ και­ρὸ εἶ­χαν πά­ψει νὰ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται. Ἦ­ταν μή­πως μιὰ ξέ­νη γυ­ναί­κα, μιὰ με­τα­νά­στρια, μα­θη­μέ­νη μὲ δυ­σκο­λί­α νὰ κερ­δί­ζει τὴ ζω­ὴ καὶ γι’ αὐ­τὸ ἕ­τοι­μη νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὴ χα­ρὰ καὶ νὰ τὴν ὑ­πο­δε­χτεῖ κα­θὼς τῆς πρέ­πει; Ἦ­ταν ἕ­να νε­α­ρὸ σα­χλὸ κο­ρί­τσι ποὺ εἶ­χε δε­χτεῖ τὸ πρῶ­το ἐ­ρω­τι­κὸ φι­λὶ καὶ χαί­ρε­ται φι­λά­ρε­σκη μὲ τὸν νε­α­ρὸ ἐ­ρα­στὴ πρω­τό­γνω­ρα ἀγ­κα­λι­ά­σμα­τα καὶ χά­δια, θέ­λει νὰ τοῦ ἀ­ρέ­σει, δὲν τὸν χορ­ταί­νει, κά­τι τέ­τοι­ο; Ἢ μή­πως πά­λι εἶ­χαν βρε­θεῖ ξα­νά —χα­μέ­νοι γιὰ χρό­νια— κλει­σμέ­νοι σ’ ἕ­να δω­μά­τιο οἱ πα­λιοὶ ἐ­ρα­στὲς νὰ δι­η­γοῦν­ται ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο τὴ ζω­ὴ ποὺ ἔ­ζη­σε ὁ κα­θέ­νας χω­ρὶς τὸν ἄλ­λο, τί ἄ­δι­κες, χα­μέ­νες, μά­ται­ες ὧ­ρες προ­σπα­θών­τας νὰ ται­ριά­ξουν μὲ τὸ λά­θος ταί­ρι, χω­ρὶς κα­τα­νό­η­ση ἢ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα, χω­ρὶς δι­αί­σθη­ση ἢ πά­θος, χω­ρὶς νὰ μπο­ροῦν ἢ νὰ θέ­λουν νὰ δώ­σουν καὶ νὰ πά­ρουν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ὅ­πως αὐ­τοὶ ἤ­ξε­ραν κά­πο­τε. Δὲν εἶ­χαν βγεῖ μπρο­στὰ στὸ μπαλ­κο­νά­κι γιὰ κα­φὲ οὔ­τε ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πό­γευ­μα, οὔ­τε τὸ ἑ­πό­με­νο καὶ τὸ γέ­λιο δὲν εἶ­χε ξα­να­κου­στεῖ. Τὸ ἄλ­λο πρω­ὶ ὅ­μως στὸ δι­ά­δρο­μο εἶ­χαν πέ­σει πά­νω στὸ νε­α­ρὸ ποὺ ἔ­σπρω­χνε τὸ ἀ­να­πη­ρι­κὸ κα­ρο­τσά­κι τῆς φί­λης του. Ἕ­να κα­τά­ξαν­θο κο­ρί­τσι μὲς στὴν κα­λὴ χα­ρὰ μὲ σκου­λα­ρί­κι στὴ μύ­τη κι ἀ­λο­γο­ου­ρά.
      Τὸ θυ­μό­ταν ἐ­κεῖ­νος; Ὄ­χι ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς, κά­τι ὅ­μως θυ­μό­ταν – ἢ ὄ­χι; Κι ἡ χτε­σι­νή τους μέ­ρα, μὲ κεῖ­νο τὸν ἀ­έ­ρα τὸν τρε­λὸ ποὺ εἶ­χε ση­κώ­σει ἄ­σπρα με­γά­λα κύ­μα­τα – πή­γαι­ναν κι ἔρ­χον­ταν βογ­κών­τας στὴν πα­ρα­λί­α, ἕ­να παι­χνί­δι γιὰ τὰ παι­διά, νὰ τσι­ρί­ζουν πη­δών­τας ξα­νὰ καὶ ξα­νά, μιὰ χα­ρού­με­νη ἀ­φρι­σμέ­νη ἀγ­κα­λιά, ἀλ­λὰ κο­λύμ­πι μη­δέν, πό­σῳ μᾶλ­λον ποὺ συν­νέ­φια­σε στὸ λε­πτό, μαύ­ρι­σε γύ­ρω-γύ­ρω τὸ σκη­νι­κὸ τῆς αἰ­θρί­ας κι ἀ­κο­λού­θη­σε ἐ­κεί­νη ἡ κα­λο­και­ρι­νὴ μπό­ρα. Ὁ ἀ­έ­ρας βέ­βαι­α τὴ νύ­χτα εἶ­χε πέ­σει —μή­πως θὰ ἤ­θε­λε νὰ βγοῦν γιὰ ἕ­ναν πε­ρί­πα­το στὸ χω­ριό— ἔ­χουν και­ρό, ἡ θά­λασ­σα μπο­ρεῖ νὰ τοὺς πε­ρι­μέ­νει. Βλέ­πει τὰ τρι­αν­τά­φυλ­λα –μι­κρὰ ἄ­γρια τρι­αν­τά­φυλ­λα στὸ φρά­χτη – ἐ­ξη­γοῦν μὲ τὸ ἄ­ρω­μά τους κά­τι ποὺ εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ τὸ πεῖς μὲ λό­για, καὶ τὸ χῶ­μα κά­τω καὶ ἡ ἄμ­μος, ἔ­χον­τας σκου­ρύ­νει, λαμ­πυ­ρί­ζει κά­που κά­που χα­ϊ­δε­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν νέ­ο ἥ­λιο. Νὰ τὰ κλεί­σει τῆς ἔρ­χε­ται ὅ­λ’ αὐ­τὰ στὸ κου­τὶ τῆς ἀ­νά­μνη­σης, ὀρ­θο­γώ­νιο κου­τί, φτι­αγ­μέ­νο μὲ πα­λιὰ κο­χύ­λια, νὰ τὰ πά­ρει μα­ζί της.
 Ἀρ­χον­τού­λα Δι­α­βά­τη

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου