.TΑ
ΠΟΥΛΙΑ ΟΛΑ ΜΑΖΙ καὶ ἕνα-ἕνα ἔλεγαν κάτι ποὺ τῆς διέφευγε. Ἕνα
χελιδόνι πέρασε ξυστὰ ἀπὸ τὴν κουρτίνα ποὺ ἀνέμισε
τρομαγμένη. Τί ὦρα ἦταν; Ρολόι πουθενά. Ἀναζήτησε
μηχανικὰ τὸ κινητό της, σιωπηλό, ξεχασμένο στὸ σακίδιο
χωρὶς φόρτιση. Ἡσυχία στὸ ξενοδοχεῖο. Παραῆταν πρωὶ γιὰ τὰ
δεδομένα τους. Κάτι τζιτζίκια μονάχα ἔπιαναν εὐσυνείδητα
δουλειά. Τσάκισε ἐκείνη τὴ σελίδα στὸ βιβλίο ποὺ διάβαζε
—ὅλη τὴ νύχτα ἄυπνη κατὰ τὴ συνήθειά της, πρώτη βραδιὰ σὲ
ἀλλιώτικο χῶρο ἀπ’ τὸν γνωστό της, εἶχε φτάσει στὴ σελίδα 280
Στὸ τέλος τῆς γῆς— κι ἐκεῖνος γύρισε ἀπὸ τὴν τραπεζαρία
φορτωμένος μὲ τὸ δίσκο: καφές, γάλα, κρουασὰν κι ὅλα τὰ καλὰ
τοῦ θεοῦ σὲ πυραμίδα. Μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ πρωινοῦ
ἀκούστηκε δοξαστικὰ τὸ ρολόι ἀπὸ τὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Μιά, δυό, τρεῖς,
ἄρχισαν νὰ μετρᾶν μαζὶ τοὺς χτύπους γελώντας δυνατά· πρὶν
περάσουν στὴ βεράντα, ριγώντας στὴν πρωινὴ ψύχρα σταλμένη
ἀπὸ τὴ θάλασσα ποὺ ἔλαμπε κάτω καὶ πέρα ἀπὸ πράσινους καὶ
γαλάζιους μπαξέδες. Ἐλιές, συκιές, κλήματα καὶ δυὸ τρία
σπίτια μὲ κόκκινη στέγη καὶ αὐλή. Πάντοτε στὶς διακοπὲς
συσχετίζανε καὶ συγκρίνανε τοὺς τόπους κι
ἀνακεφαλαιώνανε: πῶς μοιάζουν μετὰ τόσα χρόνια ποὺ ἔχουνε
νὰ ἔρθουνε, ποὺ εἴχανε τὰ παιδιὰ μικρά, καὶ νά, ἀκριβῶς τὸ ἴδιο
δωμάτιο τοὺς εἶχαν δώσει, φαντάσου σύμπτωση! Καὶ πότε ἤτανε
ἀκριβῶς, ὁ Ἀλέξης πήγαινε νηπιαγωγεῖο ἢ δημοτικὸ, κι ἡ
Γεωργία εἶχε γεννηθεῖ;
Θυμᾶσαι; Ἤθελε νὰ τοῦ
διηγηθεῖ ἐκείνη τὴν παλιὰ ἱστορία – θολὰ ξέφτια ἀνέβαινε
ἀργὰ-ἀργὰ μέσα της. Σκουλαρίκι στὴ μύτη, μὲ τὸν κωδικὸ αὐτὸ
τὴν εἶχε καταχωρίσει στὸ μυαλό της καὶ τώρα τὴν ἀνέσυρε
χαμογελώντας μὲ τρυφερότητα. Καὶ τὴν διηγιόταν στὸν ἑαυτὸ
της πρῶτα, ἀλλάζοντας, ἐπινοώντας ξανὰ τὸ παρελθόν,
αὐθαιρετώντας ὅσο ἤθελε. Γιατί ὄχι;
Στὸ νησί, στὰ ἐνοικιαζόμενα
ἀραχτοὶ —πόσα χρόνια πρίν;— κι ἀπὸ τὸ διπλανὸ δωμάτιο εἶχαν
ἀκούσει γιὰ πρώτη φορὰ ἐκεῖνο τὸ γέλιο νὰ πιάνει ὅλο τὸ χῶρο,
νὰ ἐξαπλώνεται —καλοκαιράκι ἀπόγευμα καὶ τὰ παράθυρα
ἀνοιχτά— παραδεισένιο. Ἐρχόταν ἀπ’ ἀλλοῦ, αἰσθησιακό,
ναρκισσευόμενο καὶ κυκλογύριζε καὶ ξεσποῦσε ἀσυγκράτητο
ὅλο ἐκρήξεις κι ὅλο δυνάμωνε σὰ νὰ διηγιόταν μιὰ ἱστορία
ποὺ κάποτε ὅλοι γνωρίζανε καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὴν εἴχανε
ξεχάσει, κι ἦταν γι’ αὐτὸ ἔτσι βουτηγμένοι στὴν κατήφεια.
Γέλιο νέας γυναίκας ποὺ ἀγκάλιαζε ὅλο τὸ ἀπόγευμα, τὸ
τετράγωνο, τὴν πόλη. Ποιά ἦταν; Ἦταν εὐτυχισμένη μὲ τόσα
λίγα ἢ μήπως μὲ πολλά; Τῆς ἔδιναν πολλὰ αὐτηνῆς, ἕναν
ἀπόλυτο ἔρωτα ἴσως, μιὰ τέτοια τελειότητα ποὺ αὐτοὶ ἀπὸ
καιρὸ εἶχαν πάψει νὰ ὀνειρεύονται. Ἦταν μήπως μιὰ ξένη
γυναίκα, μιὰ μετανάστρια, μαθημένη μὲ δυσκολία νὰ κερδίζει
τὴ ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἕτοιμη νὰ ἀναγνωρίσει τὴ χαρὰ καὶ νὰ τὴν
ὑποδεχτεῖ καθὼς τῆς πρέπει; Ἦταν ἕνα νεαρὸ σαχλὸ κορίτσι ποὺ
εἶχε δεχτεῖ τὸ πρῶτο ἐρωτικὸ φιλὶ καὶ χαίρεται φιλάρεσκη μὲ
τὸν νεαρὸ ἐραστὴ πρωτόγνωρα ἀγκαλιάσματα καὶ χάδια, θέλει
νὰ τοῦ ἀρέσει, δὲν τὸν χορταίνει, κάτι τέτοιο; Ἢ μήπως πάλι
εἶχαν βρεθεῖ ξανά —χαμένοι γιὰ χρόνια— κλεισμένοι σ’ ἕνα
δωμάτιο οἱ παλιοὶ ἐραστὲς νὰ διηγοῦνται ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴ
ζωὴ ποὺ ἔζησε ὁ καθένας χωρὶς τὸν ἄλλο, τί ἄδικες, χαμένες,
μάταιες ὧρες προσπαθώντας νὰ ταιριάξουν μὲ τὸ λάθος ταίρι,
χωρὶς κατανόηση ἢ διορατικότητα, χωρὶς διαίσθηση ἢ
πάθος, χωρὶς νὰ μποροῦν ἢ νὰ θέλουν νὰ δώσουν καὶ νὰ πάρουν
ἱκανοποίηση ὅπως αὐτοὶ ἤξεραν κάποτε. Δὲν εἶχαν βγεῖ
μπροστὰ στὸ μπαλκονάκι γιὰ καφὲ οὔτε ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα,
οὔτε τὸ ἑπόμενο καὶ τὸ γέλιο δὲν εἶχε ξανακουστεῖ. Τὸ ἄλλο
πρωὶ ὅμως στὸ διάδρομο εἶχαν πέσει πάνω στὸ νεαρὸ ποὺ
ἔσπρωχνε τὸ ἀναπηρικὸ καροτσάκι τῆς φίλης του. Ἕνα
κατάξανθο κορίτσι μὲς στὴν καλὴ χαρὰ μὲ σκουλαρίκι στὴ μύτη
κι ἀλογοουρά.
Τὸ θυμόταν ἐκεῖνος; Ὄχι ἔτσι
ἀκριβῶς, κάτι ὅμως θυμόταν – ἢ ὄχι; Κι ἡ χτεσινή τους μέρα, μὲ
κεῖνο τὸν ἀέρα τὸν τρελὸ ποὺ εἶχε σηκώσει ἄσπρα μεγάλα
κύματα – πήγαιναν κι ἔρχονταν βογκώντας στὴν παραλία, ἕνα
παιχνίδι γιὰ τὰ παιδιά, νὰ τσιρίζουν πηδώντας ξανὰ καὶ ξανά,
μιὰ χαρούμενη ἀφρισμένη ἀγκαλιά, ἀλλὰ κολύμπι μηδέν, πόσῳ
μᾶλλον ποὺ συννέφιασε στὸ λεπτό, μαύρισε γύρω-γύρω τὸ σκηνικὸ
τῆς αἰθρίας κι ἀκολούθησε ἐκείνη ἡ καλοκαιρινὴ μπόρα. Ὁ
ἀέρας βέβαια τὴ νύχτα εἶχε πέσει —μήπως θὰ ἤθελε νὰ βγοῦν γιὰ
ἕναν περίπατο στὸ χωριό— ἔχουν καιρό, ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ τοὺς
περιμένει. Βλέπει τὰ τριαντάφυλλα –μικρὰ ἄγρια
τριαντάφυλλα στὸ φράχτη – ἐξηγοῦν μὲ τὸ ἄρωμά τους κάτι ποὺ
εἶναι δύσκολο νὰ τὸ πεῖς μὲ λόγια, καὶ τὸ χῶμα κάτω καὶ ἡ ἄμμος,
ἔχοντας σκουρύνει, λαμπυρίζει κάπου κάπου χαϊδεμένη ἀπὸ
τὸν νέο ἥλιο. Νὰ τὰ κλείσει τῆς ἔρχεται ὅλ’ αὐτὰ στὸ κουτὶ τῆς
ἀνάμνησης, ὀρθογώνιο κουτί, φτιαγμένο μὲ παλιὰ κοχύλια, νὰ
τὰ πάρει μαζί της.
Ἀρχοντούλα Διαβάτη
Πηγή: Ιστορίες Μπονζάι
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου