Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Ο Μανώλης Γλέζος αφηγείται πώς ο αγκυλωτός σταυρός κατέβηκε από την Ακρόπολη

 Στις 31 Μαΐου 1941 οι Αθηναίοι κοιτάζοντας την Ακρόπολη είδαν έκπληκτοι ότι η γερμανική σημαία με τη σβάστικα δεν βρισκόταν στη θέση της. Οι Γερμανοί εξαπόλυσαν κυνηγητό για να βρουν τους δράστες, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτα. Κανείς δεν ήξερε ή δεν δήλωσε ότι ήξερε ποιοι ήταν αυτοί που τόλμησαν να κατεβάσουν το ναζιστικό σύμβολο από το κοντάρι.
 Για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός έμαθε τα ονόματα των γενναίων μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1945.



 Δύο εφημερίδες αποκάλυψαν την ταυτότητα του Μανώλη Γλέζου και του Απόστολου Σάντα.


 Η μία ήταν  η Ελευθερία, ημερήσια  πολιτική εφημερίδα του Κέντρου, με τίτλο:


 Η πρώτη μάχη - 31 Μαΐου 1941
 και υπότιτλο:


Την επομένην της καταλήψεως της Κρήτης δυό παλληκάρια έδωσαν πρώτα το σύνθημα της αντιστάσεως κατεβάζοντας τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη. Η ηρωική αυτή πράξη υπήρξε ο πρόλογος ενός τετράχρονου έπους: της μάχης ολοκλήρου του Ελληνικού λαού κατά του κατακτητού.
Ακολουθεί ένα μακροσκελές άρθρο από το οποίο και το παρακάτω απόσπασμα  όπου αποκαλύπτει:

"Ένα τυχαίο περιστατικό, μια ευτυχισμένη σύμπτωση, δίνει στην εφημερίδα τούτη τη δυνατότητα να αποκαλύψει στη σημερινή μεγάλη για το Έθνος μας ημέρα τους αφανείς ήρωες που άρχισαν τον αγώνα της Αντιστάσεως στην Ελλάδα, της Αντιστάσεως εκείνης που μας επιτρέπει να γιορτάζουμε ελεύθεροι πάλι σήμερα. Παραδίδει με την ιερώτερη συγκίνησιν τα ονόματά τους στο πανελλήνιο και στην αιώνια τιμή που τους ανήκει:


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΝΤΑΣ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΛΕΖΟΣ

Δυό νέοι, δυό παλληκάρια να τα χαίρεσαι, ξεκίνησαν τη νύκτα εκείνη από μια λαϊκή συνοικία - απ' αυτές δεν ανατέλλουν τα λαμπρότερα αστέρια; -και έπαιξαν κορώνα - γράμματα τα 19 τους τότε χρόνια για χάρι της Ελευθερίας..."



 Η άλλη ήταν ο Ριζοσπάστης. Από το Ριζοσπάστη της 25ης Μαρτίου 1945 ολόκληρο το άρθρο με τη δήλωση του Μανώλη Γλέζου. Το 1941 ήταν και οι δύο 19 χρονών.



ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗς ΣΚΛΑΒΙΑΣ

Τα δύο παλληκάρια ΠΟΥ ΤΟ 1941 ΚΑΤΕΒΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ τη σημαία των τυράννων

ΑΦΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ" ΤΟ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΜΑ

31 του Μάη του 1941...ξυπνώντας εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό οι Αθηναίοι αντίκρυσαν πάνω στο Βράχο της Ακρόπολης κάτι που τους έκανε να ριγήσουν σύγκορμοι. Πάνω στο κοντάρι της μονάχη και ασυντρόφευτη κυμάτιζε περήφανα η Ελληνική Σημαία πάνω απ' τη φρεσκοσκλαβωμένη πολιτεία. Η γερμανική σημαία, το σύμβολο του πανίσχυρου τότε 3ου Ράιχ είχε εξαφανιστεί από τη θέση της. Η σημαία με τον αγκυλωτό που με τόσο κομπασμό ανύψωσαν στην Ακρόπολη οι Γερμανοί αξιωματικοί ίλαρχος Γιάκομπ και υπολοχαγός Έλανιτς το τρομερό εκείνο πρωί της 27/4/41.
Αυτή λοιπόν τη σημαία, το "ταμπού" της γονατισμένης Ευρώπης τόλμησαν τα "θρασύτατα" άγνωστα, ανώνυμα ελληνικά χέρια να την ρίξουν απ' το κοντάρι της. Τα φασιστικά τσακάλια φρίαξαν. Ο Τσολάκογλου τρέμοντας έδινε "ταπεινοφρόνως" εξηγήσεις προς τ' αφεντικά του. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε. Οι Γερμανοί για αντίποινα περιόρισαν την κυκλοφορία του πληθυσμού από τις 11 στις 8. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευσαν τελεσίγραφο των Γερμανών : " Καταδικάζονται σε θάνατο οι υπεξαιρέσαντες την γερμανική σημαίαν...".
Μα οι " βέβηλοι" δεν βρέθηκαν ποτέ. Η αγκαλιά του σκλαβωμένου μα αδούλωτου Ελληνικού λαού άνοιξε και τους έκρυψε καλά στον κόρφο της. Οι "άγνωστοι" παρέμειναν άγνωστοι. Μα σήμερα πρέπει να μάθει όλη η Ελλάδα τα ονόματα των παιδιών της που είχαν το κουράγιο, "την τρέλλα" - αν δεν υπήρχαν τέτοιες τρέλλεες στον κόσμο δεν θάξιζε τον κόπο η ζωή που ζούμε - να σκαρφαλώσουν νύχτα πάνω στην Ακρόπολη και να κομματιάσουν το σύμβολο της σκλαβιάς. Είναι οι Έλληνες: Γ λ έ ν τ ζ ο ς  Μ α ν ώ λ η ς, φοιτητής της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών Επιστημών, 25 χρονώ κι' ο Σ ά ν τ α ς  Α π ό σ τ ο λ ο ς , φοιτητής της Νομικής 25 χρονώ. Κι' οι δυό τους μ έ λ η  κ α ι  σ τ ε λ έ χ η  τ ο υ  Κ.Κ.Ε. Φίλοι και σύντροφοι.
Τώρα παραχωρούμε τη θέση μας στον ίδιο το σ. Γλέντζο να μας μιλήσει ο ίδιος για τη δραματική και υπέροχη αυτή πράξη του:
"...οι δυό μας τότε, Ελληνόπουλα πραγματικά, γυρίζαμε στους δρόμους ζαλισμένοι απ' τη μαύρη συμφορά. Χίλιες ιδέες περνούσαν απ' τα κεφάλια μας. Νάχαμε πιστόλια! Να κρυβόμασταν σε καμμιά γωνιά, να πυροβολούσαμε Γερμανούς!...Γύρω μας οι σακάτηδες της Αλβανίας έσερναν τα καροτσάκια τους. Χαμένα λοιπόν όλα; Η " ηγεσία" πρόδωσε κι' έφυγε. Τα ραδιόφωνα ούρλιαζαν. Οι εφημερίδες λιβάνιζαν , οι μανάδες έκλαιγαν και καρτερούσαν τους "αγύριστους". 30 του Μάη 1941. Γυρίζουμε άσκοπα στους στυγνούς δρόμους:
- Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;
 Το φασιστικό σύμβολο, πελώριος, συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας. Δε χρειαζόταν περισσότερα λόγια. Ο ένας κατάλαβε τον άλλον. Σε μας έλαχε ο κλήρος...απλοί, ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησής του, θα προβαίναμε στην υποστολή της Γερμανικής σημαίας! Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Το βράδυ ραντεβού στις 8 στην πλατεία Κουμουνδούρου. Όταν ανταμώσαμε,, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν συγκίνηση για το μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία. Είχε σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι είχε βγει. Ήταν μια όμορφη Αττική βραδιά. Αμίλητοι προχωρήσαμε μέσα απ' την Πλάκα. Απ' το πρωί είχαμε κανονίσει τις τεχνικές λεπτομέρειες κι' είχαμε μαζί μας ένα κλεφτοφάναρο. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ' την Ακρόπολη. Η γερμανική φρουρά φαινόταν. Τάχα στον κοντό να υπήρχε σκοπός; Ήταν δεν ήταν, εμείς θ' ανεβαίναμε. Σε μια στιγμή που δεν φαινόταν κανένας γύρω, πηδήξαμε το συρματόπλεγμα πούναι γύρω στο δασάκι των πεύκων της βόρειας πλευράς και σιγά σιγά, ο ένας πίσω απ' τον άλλον προχωρούσαμε σκαρφαλώνοντας στ' απόκρημνα βράχια. Φτάσαμε σε μια πορτίτσα ξύλινη, πούφραζε το άνοιγμα που υπάρχει εκεί που αρχίζουν τα τείχη. Στην είσοδο, που κατά τους αρχαίους Αθηναίους μπαινόβγαινε το ιερό φίδι του Παρθενώνα. Ευτυχώς το λουκέτο δεν ήταν κλειστό. Σμπρώξαμε και μπήκαμε. Είχαμε φτάσει...Με κομμένες τις αναπνοές ρίξαμε ένα βλέμμα γύρω μας: Δεξιά τα Προπύλαια, απέναντι ο Παρθενώνας, αριστερά το Ερεχθείο, ψηλά, μεγαλόπρεπα, φωτίζονταν υποβλητικά από το φεγγάρι. Τα σπασμένα μάρμαρα σκόρπια παντού, κάτω από το ιδιόχρωμο εκείνο φως, παρουσίαζαν περίεργα σχήματα. Προς το παρόν κανένας Γερμανός δε φαινότανε. Σκυφτοί, κρυβόμενοι πίσω απ' τα μάρμαρα, προχωρούσαμε. Κάπου - κάπου πετούσαμε μακριά κανένα πετραδάκι, ώστε να δημιουργείται θόρυβος έξω από κει που βρισκόμασταν εμείς, ώστε αν υπήρχε κανένας σκοπός να προσέξει προς τα εκεί και ν' αποφύγουμε μεις τον κίνδυνο. Ως την ώρα δεν είδαμε ούτε ίχνος σκοπού. Εδώ όμως ήταν τα σκούρα: Μήπως σε κείνο το κυκλικό τειχάκι να υπάρχει κανένας; Για πολλή ώρα πίσω απ' τη σκιά του βορείου τείχους αφουγκραζόμασταν. Έπειτα όμως θαρραλέα προχωρήσαμε προς τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε κανένας. Από πάνω μας κυμάτιζε το φασιστικό σύμβολο. Λύσαμε το συρματόσχοινο κι αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε. Μα τα σύρματα δεν άκουγαν. Είχαν μπλεχτεί. Η σημαία δεν κατέβαινε. Τι έπρεπε να γίνει; Να κατέβει η σημαία! απαντούσε η φωνή της συνειδήσεως, η φωνή του λαού. Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Άρπαξα το σιδερένιο κοντό κι' άρχισα να ανεβαίνω. Έπιασα τη σημαία κι' άρχισα να την τραβάω. Τίποτα όμως. Δεν έπεφτε. Κουράστηκα και κατέβηκα. Δεύτερη απόπειρα έφερε τα ίδια αποτελέσματα.
- Λάκη η σειρά σου. Ούτε κείνος όμως μπόρεσε. Για τρίτη φορά αναρριχούμαι λυσσιασμένα - με δόντια και με χέρια κρεμάστηκα απ' τη σημαία. Ούτε τώρα όμως τίποτα. Η σημαία όμως έπρεπε να κατεβεί. Και κατέβηκε. Και να πώς. Το σιδερένιο κοντάρι υποβασταζότανε από τρία συρματόσχοινα. Τα λύσαμε από κει που ήταν δεμένα και δίνοντας παλμικές κινήσεις στο κοντάρι τα ξεμπλέξαμε και η σημαία έπεσε απάνω μας και μας κουκούλωσε. Ξεκουκουλωθήκαμε και βάζοντάς την κάτω αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα. Κείνη την ώρα το φεγγάρι χανότανε πίσω απ' τον Αιγάλεω. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας εκεί κοντά στον αγκυλωτό σταυρό. Τα κομμάτια αυτά τα πήραμε μαζύ μας, αλλά στις περίοδες της τρομοκρατίας οι μαννάδες μας τάκαψαν. Την υπόλοιπη τη μαζέψαμε γρήγορα γρήγορα και τη ρίξαμε στο ξεροπήγαδο που βρίσκεται ανάμεσα στα τείχη και το βράχο. Ίσως τώρα, ύστερα από 4 χρόνια νάχει πια λυώσει.
Γυρίζοντας αργά για τα σπίτια μας μάς έπιασε ο σκοπός χωροφύλακας έξω από το Κρατικό Ταμείο (Ερμού). Η ώρα ήταν 12.10', η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Του δικαιολογηθήκαμε ότι είμαστε σε γλέντι και μας άφησε. Και πραγματικά σε γλέντι είμαστε. Κείνο που ποθούσαμε είχε γίνει. Η απαρχή του αγώνα έγινε. Το μάθημα στους Γερμανούς είχε δοθεί...

Ριζοσπάστης Κυριακή 25 Μάρτη 1945.



Δεν υπάρχουν σχόλια :