ΠΟ ‘ΝΑ ΠΕΙΣΜΑ τὴν πῆρε.
Δὲν τὸν πολυένοιαζε, μὰ πέσαν νὰ τὸν φᾶνε οἱ δικοί του.
«Καλά, τό ’χασες τελείως; Νὰ μπάσουμε σπίτι μας τὴν Ἀρβανίτω, τὴν τέτοια, τὴν πάντοια;»
Ἰδίως οἱ ἀδερφές του ἦταν κατηγορηματικές: «Σπίτι μας δὲν μπαίνει ἡ παλιοσκιπιτάρ.»
Βέβαια, πιὸ πολὺ ἀπ' τὴ φυλετική της ἰδιότητα τὶς πείραζε πού, ὅταν ἔμπαινε στὸ φοῦρνο τους, σὰν κάτι νὰ ὀμόρφαινε.
Στὸ φοῦρνο λοιπὸν τὴ γνώρισε.
Γερή, νοστιμούλα — ἔ, θεόφτωχη ἦταν μὰ τά ’χε περασμένα κι αὐτὸς τὰ τριάντα πέντε.
Δὲν μπῆκε σὲ οἰκογένεια ἡ κοπέλα, μπῆκε σὲ φιδοφωλιά. Μοῦτρα, μισόλογα, ξεθέωμα στὶς δουλειές, κι ὁ ἄντρας ἔκανε τὸ πεῖσμα ἀδιαφορία. Βολεύτηκε. Τέρμα.
«Καὶ νὰ τ' ἀφήσεις αὐτὰ τὰ μὶρ καὶ τὰ μίρ. Δὲν εἶναι Ἀρβανιτιὰ ἐδῶ. Μπῆκες σὲ σπίτι ρύζι καρολίνα. Τά ’κουσες; Σὲ κάναμε ἄνθρωπο.»
Τόσο πολὺ τὴν ἐφόβισαν πού, σὰν τῆς ἐρχόταν ἀκάλεστη καμιὰ λέξη ἀπ' τὴν ψυχὴ στὰ χείλη, προλάβαινε καὶ χτύπαγε δυνατὰ μὲ τὴ χούφτα της τὸ στόμα.
Τὴ μάνα της εἶχε μονάχα. Βρῆκαν τρόπο οἱ ἀδερφὲς νὰ τὶς ξεσμίξουν.
«Ἔρδε πράπε, μάνα» ἔλεγαν καὶ ξεκαρδίζονταν ὅταν τὴν ἔβλεπαν.
Μὲ τὸ σύζυγο ἡ ἐπαφὴ ἦταν μονάχα σὰν τὴν πλάκωνε μὲ τὸ κεφάλι μόνιμα πάνω ἀπ' τὸ δικό της νὰ τὴν τρυπάει μὲ τὸ πιγούνι του. Ἔμεινε ἔγκυος, καὶ ἡ κατάσταση ἴδια. Τὴν ἔπαιρνε ἀπ' τὶς τρεῖς τὸ πρωὶ στὸ φοῦρνο. Κατόπι στὸ σπίτι νὰ τοὺς περετεύει ὅλους. Τό 'ριξε τὸ παιδί.
Τότε εἶναι ποὺ δὲν ἤξεραν τί ἔλεγαν: «Ἐπίτηδες, ἡ παλιοβρόμα, ποιός ξέρει τί ἔκανε!» καὶ «Ὅταν σ' τὰ λέγαμε ἐμεῖς!»
Ποῦ νὰ ξεσπάσει κι αὐτός, σήκωσε χέρι καὶ τὸ καθιέρωσε. Τὸ ψωμὶ ἅρπαζε, τὸ κορμί της τὸ πλήρωνε.
Ξανάμεινε ἔγκυος καὶ παρακάλαγε νυχτοήμερα τὸ Θεὸ νὰ γεννήσει καλὰ γιὰ νὰ τοὺς ἡμερέψει.
Καθάρισε κι ἕνα χῶρο στὴν καρδιά της κι ἔμεινε ἐκεῖ μέσα, ὅσο μποροῦσε μακριὰ ἀπὸ φούρνους κι ἀδερφές. Καθάρισε τὸ χῶρο κι ἔβαλε καὶ τὴν Παναγία μέσα νὰ τὴ βοηθήσει. Δὲ γνώριζε ἄλλον τρόπο οὔτε εἶχε ἄλλον ἄνθρωπο.
Ἡ μάνα της ἐρχόταν ἀραιά, καθόταν σιωπηλὴ κι ἔφευγε γρήγορα.
Κάποτε πῆγε νὰ τῆς μιλήσει, καὶ τὴν ἔκοψε.
«Βουβάσου, ἔχεις ἄντρα, χόρτασες ψωμί.»
Γέννησε, μὰ οὔτε ἡ καρδιά της οὔτε ἡ Παναγία νίκησαν τὸ φοῦρνο καὶ τὸ τσαλαπάτημα.
Γέννησε ἄρρωστο παιδί. Μογγολικό.
Τότε ἔγινε ἡ ἐχθρότητα. Οὔτε κουβέντα πιά, καὶ τὴν πιὸ ἄχρωμη!
Μονάχα τὴν κοίταζαν, ποιός ξέρει πῶς, γιατὶ ἔνιωθε τὸ κορμί της νὰ φοβᾶται καὶ νά ’ναι σὲ ἄμυνα.
Ἔφτανε ἡ νύχτα νὰ πλαγιάσουν, κι ἔτρεμε σὰν πλάγιαζε καὶ κεῖνος. Δὲν τῆς εἶπε λέξη γιὰ τὸ παιδί, καὶ νόμιζε πὼς θὰ τὴν κόψει χίλια κομμάτια. Κάθε βράδυ αὐτὸ περίμενε. Ἐντέλει, τὴν ἔδιωξε ἀπ' τὸ κρεβάτι του. Τοὺς ἔδωσαν, σ' αὐτὴ καὶ τὸ παιδί, μιὰ κάμαρη καὶ καμιὰ φορὰ ἐρχόταν καὶ τὴ βάτευε γρήγορα.
Ἂν δὲν εἶχε κεῖνο τὸ ἄρρωστο πλάσμα, θὰ τρελαινόταν, θὰ σκοτωνόταν. Λὲς καὶ τό ’νιωθε τὸ νήπιο, τὴν ἔσφιγγε μὲ δύναμη ἄντρα, ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν. Σ' αὐτὸ τὸ ἀγκάλιασμα βρῆκε παρηγοριά. Ἀχώριστοι.
Ὁ τρόμος ὅμως, μέσα της. Ὅταν, σπάνια, ἦταν μονάχοι στὸ σπίτι, πήγαινε νὰ τοῦ τραγουδήσει στ' ἀρβανίτικα, κι ὅλο καὶ χωνόταν κάνα μουσούδι ἀπ' τὴν πόρτα καὶ τὴ σούφλιζε μὲ τὰ μάτια.
Εἶδε κι ἀπόειδε, τά ‘θαψε ὅλα μέσα της: τὰ μικρά της χρόνια, τὴν ἀγάπη, τὶς φιλενάδες. Ἔθαψε τὶς τρεχάλες, τὰ πεζούλια, τὶς μυγδαλιές. Ἔθαψε βλέμματα πονεμένα, γελούμενα· βλέμματα, βλέμματα καὶ χείλη. Ἔθαψε τὴ γλώσσα.
Ἔμεινε μονάχα ἕνα ἀγρίμι ἀλαφιασμένο πού ‘θελε τὸ γιό της.
Μεγάλωνε καὶ δὲν ἔκανε βῆμα ἀπὸ κοντά της. Τὸν ἔβγαζε ἔξω σε κρυφούς, σκοτεινοὺς δρόμους, μὰ τοὺς μυρίζονταν τὰ παιδιὰ κι ἔρχονταν κομπανία ἀπὸ πίσω, μὲ πέτρες καὶ κοροϊδίες.
Ὁ Χριστάκης ἦταν ἀπ' τὴ μέση καὶ κάτω ἀφύσικα χοντρός. Τὸν βάφτισαν «φοράδα», κι ἐπειδὴ τραύλιζε πολὺ ψιλά, νύχτα μέρα ἄκουγε ἐπιτηδευμένες παιδικὲς φωνές, καμιὰ φορὰ κι ἀπὸ μεγάλους: «φοράδα, φοράδα».
Ἔβγαλε κι αὐτό, σὰν μεγάλωσε, ζάντζες καὶ παράξενα φερσίματα. Ἔβλεπε κοριτσάκια καὶ κατέβαζε τὰ παντελόνια του. Ἀκόμα καὶ σ' αὐτὴν τὸ ἀγκάλιασμά του ἄλλαξε. Στριφογύριζε, πιεστά, τὰ ὄργανά του στὸ κορμί της.
Πάλευε, πάλευε.
Θυμόταν πάντα ποὺ οἱ γιατροὶ εἶπαν, σὰν γεννήθηκε, πὼς θὰ πεθάνει σὲ κάποια «μετεφηβεία». Τὴν περίμενε, πότε σὰν τὴν πιὸ μεγάλη ἀπειλὴ ποὺ θὰ τὴν ἀφανίσει καὶ πότε μὲ προσμονὴ γιὰ νὰ γλιτώσει πιὸ πολὺ αὐτό.
Πράγματι ἀρρώστησε, κι ὅλος ἐκεῖνος ὁ ὄγκος, ἡ «φοράδα», ταχύτατα ἔμεινε σὰν τσάκινο.
Πέθανε. Μέχρι νὰ τὸ πᾶν στὸ νεκροταφεῖο, δὲν ἔβγαλε ἄχνα.
Μόνο στὸ μυαλό της ἐρχόταν συνεχῶς πώς, σὰν γέννησε τὸ ἄρρωστο, χάρηκε ἀπὸ μιὰ μεριὰ γι' αὐτὸν τὸν παλιοπούστη ποὺ τῆς χάλασε τὴ ζωή. Θυμόταν ποὺ καμιὰ φορὰ ζητοῦσε νὰ πεθάνει καὶ θυμόταν ἀκόμα συνεχῶς πὼς δὲν τοῦ τραγούδησε ποτὲ στὴ γλώσσα τους, δὲ γιόμισε λιγάκι τὴν ψυχή του μ' αὐτὰ ποὺ μποροῦσαν, ὅσο μποροῦσαν, νὰ τὴ γιομίσουν.
Στὸ νεκροταφεῖο ξέσπασε.
Ἔπεσε στὸν τάφο κι ἀλάλαζε στ' ἀρβανίτικα, λόγια ἀγάπης, ἀναθέματα, νανουρίσματα.
Ντιάλιθ' ἴμ, Χριστάκη μου, ντιάλιθ' ἲμ
λοῦλε ἒ στουπίς, ὀρφανό μου, λοῦλε
οὒ ἒ ζέζα μὲ τοὺς παλιανθρώπους.
Ἄχ! χούνα ἴμε, μοῦ σπόβε σπίρτιν τῆς μαύρης.
Κύματα κόκκινα πάφλαζαν στὰ σωθικά της οἱ λέξεις κι ἀνέβαιναν στὸ λαιμὸ νὰ τὴν πνίξουν.
Λιβάδια, μαργαρίτες, νύχτες καὶ ματάκια, ὄνειρα τῆς νιότης, θαμποὶ χειμῶνες, πόνοι περασμένοι, χαμένοι ἥλιοι, μανούσια καὶ πρωτοβρόχια, τρυφερά, λὲς γιὰ παρηγοριά, τῆς ἄλεθαν τὰ σπλάχνα, οἱ εἰκόνες, οἱ λέξεις.
Μέσα σὲ κεῖνο τὸ μαῦρο τοῦ πόνου, πρώτη της φορὰ ἔνιωθε, μετὰ ἀπὸ νεκρά, ἐξευτελισμένα χρόνια, πὼς ζοῦσε.
Ἔπαιρνε βαθιὰ ἀνάσα κι ἄρχιζε. Ἔλεγε, ἔλεγε. Ποτάμι. Λύθηκε τὸ κορμί της. Χτύπαγε παλαμάκια, πότε μ' ἄφατο θυμὸ καὶ πότε μὲ τρελὴ χαρά.
Ζούμουρ, περιστέρι μου, λοῦλε ἒ στουπὶς
οὒ ἒ ζέζα, ποὺ δὲ σὲ χόρτασα φιλί.
Ἔμεινα ἐσκρέτα μὲς στοὺς λύκους.
Ντιάλιθ' ἴμ, προστάτη μου, μ' ἄφησες μονάχη.
Ἔπαιρνε χώματα καὶ πέτρες ἀπ' τὸν τάφο καὶ τὰ πέταγε στὶς ἀδερφές, στὸν κόσμο, στὸν ἄντρα.
Ἔλεγε καὶ τὶς ἄλλες μέρες.
Τῆς ἔφυγε τελείως ὁ φόβος καὶ τὴν κατέκλυσαν ἄλλα πράγματα. Βρῆκαν τρόπο καὶ τὴν ἔβαλαν σὲ ἵδρυμα.
Σωτήρης Δημητρίου Ντιάλιθ' ἴμ, Χριστάκη,(διηγήματα, ἐκδ. Ὕψιλον, 1987).
Αναδημοσίευση από Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου