Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Η Φρόσω

Υπάρχουν φυσιογνωμίες, που μια φορά να τις δεις, δεν μπορείς πια να τις ξεχάσεις` έτσι ήτανε η Φρόσω. Όσοι γονείς έρχονταν στην τάξη μας, αφού έρριχναν μια το μάτι τους επιπόλαια πάνω απ' όλα τα παιδιά, σταματούσαν στη Φρόσω. Αυτό το είχα προσέξει πλήθος φορές εγώ, η δασκάλα της. Δεν ξεχώριζε όμως η Φρόσω γιατί ήταν κανένα παχουλό, ολόξανθο κοριτσάκι, με μαγουλάκια σαν τριαντάφυλλα, κάθε άλλο. Η Φρόσω σ' έκανε να κοντοστέκεσαι και να παραξενεύεσαι, γιατί ανάμεσα στα τόσα χαριτωμένα κι αεικίνητα πλάσματα, που πλημμυρούσανε τα θρανία, ξάφνου αντίκρυζες και μια γρηούλα. Αυτό που λέω ήτανε τόσο αληθινό, που όταν ύστερα από το πρώτο ξάφνισμα καταλάβαινες πως είναι κι αυτή ένα μικρό κοριτσάκι σαν και τ' άλλα, πάλι σου ' μενε στην ψυχή ένα κάποιο καταστάλαγμα από ακαθόριστη θλίψη. Ένα παιδί έξι χρονών τόσο γερασμένο! Ένα κορμάκι αδύνατο - αδύνατο, στεγνό, με ανασηκωτούς τους ώμους, ένα προσωπάκι ζαρωμένο και ωχρό, με σφιχτοχτενισμένα μαύρα μαλλιά και με βαθουλά μαύρα μάτια όλο περίσκεψη.
Εγώ δεν την είχα προσέξει τον πρώτο καιρό, ήμουν πρωτοδιορισμένη τότε. Και μια δασκάλα, που τη μπάζουν πρώτη φορά μέσα στην τάξη κι αντικρύζει τα μάτια ογδόντα παιδιών καρφωμένα απάνω της, τα χάνει. Τόσο μάλιστα τα χάνει, που θαμπώνεται και το φως της, δε βλέπει τίποτα, ούτε πού βρίσκεται η έδρα. Δεν ξέρει πώς ν' αρχίσει και τι πρέπει να πει.
Ένα απόγευμα, τις πρώτες μέρες που ανοίγουν τα σχολειά, το Σεπτέμβριο, να' σου και καταφτάνει στην τάξη μαζί με άλλα αργοπορημένα κορίτσια κι η Φρ΄σοω, σηκώνοντας ένα μωρό στην αγκαλιά της.
- Τι θέλεις εσύ εδώ; μαθήτρια είσαι; σίμωσα και τη ρώτησα, όπως δεν είχα ακόμη προφτάσει να μάθω τα μούτρα και τα ονόματα των κοριτσιών μου.
- Μάλιστα. Εσάς έχω δασκάλα μου.
- Και τίνος είναι το μωρό που κρατάς;
- Δικό μας είναι. Η μητέρα μου είναι άρρωστη, και μου ' πε αν σέλω λέει να πηγαίνω στο σχολειό να παίρνω μαζί και το μωρό μας, ειδεμή να κασίσω στο σπίτι. Και το πήρα και ήσα.
Δεν μπορούσε να προφέρει το θ.
- Πώς σε λένε;
- Φρόσω.
- Το πήρες, Φρόσω, και ήσες μα να μην το ξαναπάρεις. Εδώ είναι σχολειό! Θα γράφετε, θα ράβετε` άμα βαστάς το μωρό πώς θα μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά; Κάθισε τώρα, μα να μην το ξαναφέρεις.
Δεν είχε όμως περάσει ούτε ένα τέταρτο και το μωρό βάλθηκε να ξεφωνίζει τόσο σκληρά, που τρόμαξα μην το ακούσει η διευθύντρια και βρω μπελάδες.
- Άντε , άντε Φρόσω. Πάρ' το και πήγαινε γρήγορα , της είπα.
Το περιστατικό λοιπόν του μωρού στάθηκε για μένα τότε αιτία να προσέξω τη Φρόσω` και θυμάμαι πως μου' κανε τόση εντύπωση το γερασμένο της πρόσωπο, που μ' αλαφρή καρδιά κείνη την ώρα συλλογίστηκα ότι το παιδί που σήκωνε θα ταίριαζε μια χαρά να΄ναι και δικό της.
Αλλά όσο περνούσε ο καιρός και ξεχώριζα σιγά - σιγά τι είδους διανόηση έκλεινε μέσα στο κεφαλάκι της η Φρόσω, καταντούσα να πιστεύω , πως εκείνο το πρόσωπο ήτανε το μόνο που της ταίριαζε. Ήτανε γερασμένη και μέσα της. Από κει που καθόταν δεν ήθελε να ξεκουνιέται. Στα διαλείμματα την έβγανα με τη βία έξω, και πάλι όχι για να παίξει, μα για να σταθεί εκεί σε καμιάν άκρη να κάνει γούστο τις άλλες, που ξαπολυόντουσαν στην αυλή σαν αγρίμια. Και σαν τελείωνε το διάλειμμα και τα παιδιά ολοκόκκινα από την τρεχάλα, αναμαλλιασμένα και αγκομαχιασμένα, σπρωχνόντουσαν μπροστά στην πόρτα, η Φρόσω ακολουθούσε ήσυχα τις τελευταίες, πίσω - πίσω, με πρόσωπο αγέλαστο. Και οι κουβέντες της οι λιγοστές ήσανε πάντα καλά ζυγισμένες και όχι παραπάνω απ' ό,τι χρειαζότανε:
- Το ξέρετε κορίτσια τούτο; Πώς το λέμε;
Στη γενική σιωπή αποκρινόταν μοναχή η Φρόσω.
- Συμάρι είναι. Εγώ το βάζω και ανάβω τα κάρβουνά μας.
- Τα άχυρα τι τα κάνουμε; τα χρειαζόμαστε σε τίποτα;
- Τα στρώματα γεμίζομε και τα μαξιλάρια.

Είχε μπει η άνοιξη και τα κατακάθαρα ανοιξιάτικα πρωινά είναι χαρά Θεού να βρίσκεται κανείς από νωρίς στο πόδι. Ένα τέτοιο πρωινό είχα τοιμαστεί για το σχολειό πολύ γρηγορότερα απ' ό,τι συνήθως. Μη μπορόντας να μείνω μέσα ξεκίνησα σιγά - σιγά. Έφτασα στην αυλόπορτα του σχολειού, ανέβηκα απάνω` παντού ερημιά` δεν είχε φανεί ψυχή άλλη ακόμη.
Κατέβηκα πάλι κάτω, η ησυχία του σχολειού τον τρομάζει κανένα. Δεν είναι τόπος καμωμένος για βουβός και, σαν τύχει και δεν έχει μέσα παιδιά, λέει κανένας πως θα' χει φαντάσματα. Μόνο η αυλή μας, όπως πάντα, σαν δεν είχε παιδιά, ήτανε γεμάτη σπουργίτες, που αναπετάριζαν δώθε κείθε στο χώμα. Από τα κουλουράκια και το ψωμάκι των παιδιών κάτι έπεφτε και χάμω, σπειράκια σουσάμι και ψίχουλα ψωμί, και οι σπουργίτες την είχαν πάρει από τόση αγάπη την αυλή μας, που δεν έλειπαν ποτέ` μάλιστα σα να είχαν κι αυτοί να κάμουν. Με το κουδούνι της " εισόδου " που μάζευε τα παιδιά μέσα, οι σπουργίτες ξεπρόβαιναν βιαστικοί από δω κι από κει, αναπετάριζαν από τα κεραμίδια κι από τη μάντρα, και νομίζανε βέβαια πως το κουδούνι είχε χτυπήσει ξεπίτηδες γι' αυτούς, πως τους έλεγε τρέξετε, τρέξετε, τα παιδάκια σάς ρίξανε πάλι σουσαμάκι κι ελάτε να το βρείτε.
Για να μην τους τρομάξω, πήρα μια καρέκλα και κάθησα παράμερα, πλάι στην ανοιχτή πόρτα, κοιτάζοντας αδιάφορα τον έρημο πρωινό δρόμο. Κάπου - κάπου διάβαινε κανένας βιαστικός εργατικός. Μια στιγμή, εκεί που είχα αποξεχαστεί, άκουσα κλαούρισμα και σκουξίματα από το πάνω μέρος του δρόμου και πετάχτηκα έξω να ιδώ τι κάνανε. Μια γριά που έκλαιγε και χτυπιότανε, κατέβαινε ίσα κάτω το δρόμο, μ' ένα μικρό στην αγκαλιά της και με δυο άλλα κοριτσάκια να κρέμουνται απ' το φουστάνι της, πάρα πίσω άλλο ένα κορίτσι κι αυτό ήτανε η μαθήτριά μου η Φρόσω. Όλα κλαούριζαν.
- Τι είναι για το Θεό; Τι τρέχει; ρώτησα σιμώνοντας γρήγορα.
Κάτι στάθηκε και μου' λεγε η Φρόσω, μα όπως έκλαιγε μ' αναφυλλητό δεν την καταλάβαινα.
- Τι να τρέχει, κόρη μου !...αποκρίθη η γριά μοιρολογώντας, δίχως να σταθεί...τα πηγαίνω μια στιγμή στης κυρίας μου, είμαι γιαγιά τους` η μάνα τους ψυχομαχάει, θα τρομάξουν, αν τύχουνε στο θάνατο...είμαι υπηρέτρια εδώ στου κ. Δούμα...εκεί τα πάω.
- Και τι έχει η μητέρα τους; ξαναρώτησα πηγαίνοντας κοντά.
- Ένας χρόνος είναι που αρρωστήσανε, παιδάκι μου, μάνα και κόρη. Οχτώ μέρες είναι που τη θάψαμε τη Γεωργία μας τη χρυσοχέρα, την κεντήστρα, θα την έχεις ακουστά...Χτικιό λένε πως ήτανε, μα εκείνο δεν είχε χτικιό. Η κακή διατήρηση τις έχασε. Σήμερα πάει κι η μάνα τους. Η κακή διατήρηση. Μήγαρις είχανε να φέρουνε γιατρό, μήγαρις την καλή θροφή...Τι να κάνω η έρημη;
- Ε, υπομονή, κυρούλα μου, τι να κάμεις...
- Αχ! αχ! αδικοπήγανε, κόρη μου, αδικοπήγανε...
- Ο γυιός σου τι δουλειά κάνει;
- Δουλειά!...Εργατικός είναι ο κακομοίρης! Και να μην τους σιμώνει άνθρωπος, μόνο να' χουνε κρεμαστεί σε τούτο...
Η γριά έδειχνε  τη Φρόσω.

Καθώς γύρισα να καθίσω στην καρέκλα, εκεί στην αυλή του σχολείου, είχα βαλθεί να συλλογιούμαι πόσο γελασμένη ήμουν τις στιγμές  που πίστευα, πως τώρα πια που τέλειωνε ο χρόνος ήξερα τα παιδιά νου απόξω κι ανακατωτά. Το δράμα που γινότανε στο σπίτι της Φρόσως, ούτε το είχα πάρει είδηση τόσον καιρό...Ο Θεός ήξερε πόσα ανιστόρητα τέτοια δράματα θα ' κλεινε καθένα από τα ογδόντα σπίτια, που σκεπάζανε τα ογδόντα παιδιά, που ήξερα εγώ. Ήξερα βέβαια ποιο απ' όλα καλλιγράφει, ποιο διαβάζει καλύτερα, ποιο κεντάει. Μα τίποτ' άλλο. Θυμήθηκα με τι αλαφριά συνείδηση είχα διώξει την πρώτη μέρα τη Φρόσω, που είχε ' ρθεί στο σχολειό κουβαλώντας το μωρό τους. Και θυμήθηκα ακόμη τα γέλια που κάμαμε μια μέρα μαζί με τις άλλες δασκάλες παρακολουθώντας από την ταράτσα μια κωμική σκηνή: είχε χυθεί μελάνι στην ποδιά της Σοφίτσας και η Φρόσω, σαν καμιά μεγάλη, της την έβγαλε κι έτρεξε να της την πλύνει στη βρύση. Και την παρηγορούσε στο αναμεταξύ.
- Σώπα Σοφίτσα! εγώ σα σου την πλύνω και σα κασαρίσει...
Και λέγαμε τι κωμική σκηνή! τι κωμική σκηνή!...
Κάποτε πάλι που μάλωνα τα παιδιά πως έρχονταν αχτένιστα, η Φρόσω μου' χε πει:
- Εγώ , κυρία, δεν έρχομαι αχτένιστη, έμασα και χτενίζομαι μόνη μου.
Ναι. Προχτές ακόμη, καθώς πήγαινα να ιδώ τα γραφτά της Φρόσως, είδα τα χεράκια της σουρωμένα` σα να είχε βγει εκείνη τη στιγμή από τη μπουγάδα και τη ρώτησα γιατί ήταν έτσι.
- Έπλυνα τα ρούχα μας, είχε αποκριθεί η Φρόσω.
Το μυαλό μου όμως εμένα της δασκάλας δεν πήγε ούτε στιγμή πως μπορούσε να' χει πλύνει στ' αλήθεια η Φρόσω, φαντάστηκα πως καθώς σε πολλά παιδιά αρέσει να βουτακούν στα νερά, θα' χε κι αυτή πολλήν ώρα τα χέρια της στο νερό και είχαν μουσκέψει...
Η Φρόσω μόνο εκείνο το πρωί απουσίασε. Το απόγευμα μας ήρθε όπως πάντα της, ομορφοπλυμένη, με το καλογραμμένο της μάθημα, ταχτική σε όλα. Εγώ όμως από εκείνο το πρωινό κι έπειτα σαν ήτανε να τη βαθμολογήσω τη Φρόσω ή να τη σηκώσω να πει μάθημα, κοντοστεκόμουν` δείλιαζα λιγάκι. Μια ανεκδιήγητη ανθρώπινη ιστορία περνούσε μεμιάς μπρος απ' τα μάτια μου. Το γραφτό που έφερνε η Φρόσω , και το χτενισμένο κεφάλι, και το μελετημένο μάθημα δεν ήτανε σαν ολονών. Ήσανε άθλοι. Ήσανε κι άλλα παιδιά στην τάξη μας ταχτικά, μα πλάι τους αυτά είχανε μανάδες, είχανε αγάπη και καλοπέραση, μπορεί να είχανε και καμιά γκουβερνάντα, που κρατούσε το χεράκι τους σαν έγραφαν, για να μην κουραστούν.
Όμως η Φρόσω στα έξη της κιόλας χρόνια ήτανε γερασμένος  πια άνθρωπος, αργασμένος στην κακοτυχιά και στα βάσανα. Και η ζωή της όλο ευθύνες` αυτή έντυνε και χτένιζε τρία παιδιά προτού ντυθεί και χτενιστεί η ίδια, και το βράδυ κοίμιζε τρία παιδιά, προτού κοιμηθεί η ίδια, και είχε μάθει να μαγειρεύει και να πλένει, προτού ακόμη μάθει να λέει το θήτα.

Έλλη Αλεξίου, Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή, Διηγήματα, Καστανιώτης,Αθήνα 2006,  6η έκδοση 

" Σκληροί άγώνες για μικρή ζωή " είναι ο τίτλος συλλογής διηγημάτων της κυρίας Έλλης (Αλεξίου) Β. Δασκαλάκη, που με τον τόμο αυτό παρουσιάζεται στη λογοτεχνική μας κίνηση. Ήρωές της δεν είναι άνδρες σε χαρακώματα, αλλά παιδάκια ως επί το πλείστον σε δημοτικά σχολειά. Όπως γίνεται αμέσως αισθητό, η συγγραφεύς χρημάτισε κάποτε δασκάλα. Στάθηκε δίπλα στην παιδική ψυχή με γνώση και μ' αγάπη. Είναι απόσταγμα πείρας το βιβλίο της, παρατηρήσεως, βαθειάς συμπάθειας προς τους ανθρώπους. Μπορεί να το χαρακτηρίση κάποιος ως το " pendant " ή το  " ομόζυγο " ενός λογογραφήματος πολεμικού. Τη σκληρότητα της ζωής δεν την εμφανίζει μέσα από τον τραχύν αγώνα του αντρός στο μέτωπο, αλλά μέσα από την αγνή κι' ανεπιτήδευτη ύπαρξη μικρών παιδιών στις πρώτες σχολικές τάξεις.
 Τα μικρά εκείνα ανθρωπάκια, που περνούν απ' τις σελίδες του βιβλίου της κυρίας Έλλης ( Αλεξίου ) Δασκαλάκη, έχουν τον ατομικό τους χαρακτήρα και συχνά, στα χλωμά τους πρόσωπα, αντιφεγγίζει η δυστυχία ολόκληρου σπιτιού. Η αφέλεια της κουβέντας ή του φερσίματος των ξανοίγει απέραντες προοπτικές θλιβερής ανθρώπινης ζωής, κι' η λιτότης του λόγου καθιστά εντονώτερη τη συγκίνηση..."
Απόσπασμα από την κριτική παρουσίαση του Φώτου Πολίτη στην εφημερίδα "Πρωΐα " της 13 - 5 - 1931

Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1894 

 Οι φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου από εδώ

2 σχόλια :