Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Μάνα


1901

Πικάσο «Μητέρα και παιδί δίπλα σε συντριβάνι», 1901  

Στὸ σπί­τι κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας μὲ τὴ δυ­να­τὴ φω­νή του καὶ τὸν τρέ­μα­με ὅ­λοι. H μη­τέ­ρα πη­γαι­νο­έρ­χον­ταν σι­ω­πη­λὴ καὶ λί­γο καμ­που­ρι­α­σμέ­νη. Ἡ φω­νὴ της ἔ­βγαι­νε πάν­τα γιὰ συμ­βου­λὲς καὶ πο­τὲ γιὰ δι­α­τα­γές. Ὁ πα­τέ­ρας ἔ­φερ­νε φί­λους στὸ σπί­τι, ἀ­κού­γα­με τὶς βρον­τε­ρὲς φω­νές τους καὶ τὰ γέ­λια τους. Ἐ­κεί­νη πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰ σκιὰ ἢ κά­θον­ταν νυ­σταγ­μέ­νη σὲ μιὰ γω­νιά. Ὅ­σο ἤ­μα­σταν μι­κροί, ζε­σται­νό­μα­σταν στὴν ἀγ­κα­λιά της, μὰ σὰν με­γα­λώ­σα­με, ἄν­τρες κι ἐ­μεῖς, δὲν τῆς δί­να­με ση­μα­σί­α. Κα­μιὰ φο­ρὰ τὴ βλέ­πα­με νὰ σκου­πί­ζει βι­α­στι­κὰ τὰ δα­κρυ­σμέ­να της μά­τια κι αὐ­τό μᾶς νευ­ρί­α­ζε. Συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοὶ λέ­γα­με, γυ­ναι­κεί­α κα­μώ­μα­τα. Χρει­ά­στη­κε νὰ κά­νει κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κα­νε πάν­τα, γιὰ νὰ κα­τα­λά­βου­με πὼς χά­ρη στὴν ἀ­γά­πη της ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε ἡ ζω­ή μας. Ἦ­ταν ἕ­να βρά­δυ γύ­ρω στὶς δώ­δε­κα, εἴ­χα­με γυ­ρί­σει με­θυ­σμέ­νοι μὲ τὸν ἀ­δελ­φό μου, ἀ­γνο­ών­τας τὶς συ­νέ­πει­ες ποὺ θὰ εἶ­χε αὐ­τὴ ἡ ἀ­πε­ρι­σκε­ψί­α μας. Ὁ πα­τέ­ρας μας πε­ρί­με­νε ὀρ­γι­σμέ­νος. Μᾶς τὸ ‘χε καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα δη­λώ­σει πὼς ἡ πόρ­τα θὰ ‘κλεινε στὶς ἕν­τε­κα, μὰ ἦ­ταν ὁ­λά­νοι­χτη κι ὅ­λα τὰ φῶ­τα ἀ­ναμ­μέ­να. Βλέ­πον­τας τὰ χά­λια μας, τὸ λε­ρω­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ἐ­με­τὸ κου­στού­μι τοῦ μι­κροῦ μου ἀ­δερ­φοῦ, τὴ φαι­δρή μας ὄ­ψη, ἄρ­χι­σε νὰ βρί­ζει, νὰ φω­νά­ζει, ἐ­ρε­θί­στη­κε ἀ­π’ τὰ ἴ­δια του τὰ λό­για, μᾶς μπά­τσι­σε, ὥ­σπου σὲ μιὰ στιγ­μὴ ποὺ ὁ ἀ­δερ­φός μου ἀ­πε­ρί­σκε­πτα τοῦ ἀν­τι­μί­λη­σε, ἅρ­πα­ξε τὴ μα­σιὰ ποὺ ἦ­ταν πυ­ρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὰ κάρ­βου­να τοῦ μαγ­κα­λιοῦ καὶ τὴ σή­κω­σε κα­τὰ πά­νω του. Τό­τε μπῆ­κε στὴ μέ­ση ἡ μη­τέ­ρα κι ἔ­φα­γε τὴ μα­σιὰ στὰ μοῦ­τρα. Τὸ κρέ­ας της τσι­τσί­ρι­σε μὰ ἐ­κεί­νη δὲν ἔ­βγα­λε μή­τε τὴν πιὸ μι­κρὴ φω­νί­τσα, πα­ρὰ στέ­κον­ταν ὄρ­θια μὲ τὰ χέ­ρια μπρο­στὰ στὸ σῶ­μα τοῦ ἀ­δερ­φοῦ μου. Ὅ­λοι μεί­να­με ἀ­κί­νη­τοι σὰν ἀ­γάλ­μα­τα καὶ ἡ ὀρ­γὴ τοῦ πα­τέ­ρα μου ἐ­ξα­νε­μί­στη­κε μὲ μιᾶς. Ἐ­μεῖς εἴ­χα­με ἤ­δη ξε­με­θύ­σει. Ἀ­μί­λη­τη ἐ­κεί­νη μας ἄ­φη­σε, πῆ­γε στὸ νε­ρο­χύ­τη, ἔ­πλυ­νε τὸ μαν­τί­λι της κι ἄρ­χι­σε νὰ δρο­σί­ζει τὴν πλη­γή. Κα­νέ­νας μας δὲν πλη­σί­α­σε νὰ τὴν βο­η­θή­σει, πο­τὲ δὲν τὴν βο­η­θού­σα­με σὲ τί­πο­τα, τὸ νι­ώ­σα­με ἄ­ξαφ­να αὐ­τὸ καὶ χα­μη­λώ­σα­με τὸ κε­φά­λι.

                                                                                             Μαρία Κουγιουμτζή 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου