Πικάσο «Μητέρα και παιδί δίπλα σε συντριβάνι», 1901
Στὸ σπίτι κυριαρχοῦσε ὁ πατέρας μὲ τὴ δυνατὴ φωνή του καὶ τὸν τρέμαμε ὅλοι. H μητέρα πηγαινοέρχονταν σιωπηλὴ καὶ λίγο καμπουριασμένη. Ἡ φωνὴ της ἔβγαινε πάντα γιὰ συμβουλὲς καὶ ποτὲ γιὰ διαταγές. Ὁ πατέρας ἔφερνε φίλους στὸ σπίτι, ἀκούγαμε τὶς βροντερὲς φωνές τους καὶ τὰ γέλια τους. Ἐκείνη περιφέρονταν σὰ σκιὰ ἢ κάθονταν νυσταγμένη σὲ μιὰ γωνιά. Ὅσο ἤμασταν μικροί, ζεσταινόμασταν στὴν ἀγκαλιά της, μὰ σὰν μεγαλώσαμε, ἄντρες κι ἐμεῖς, δὲν τῆς δίναμε σημασία. Καμιὰ φορὰ τὴ βλέπαμε νὰ σκουπίζει βιαστικὰ τὰ δακρυσμένα της μάτια κι αὐτό μᾶς νευρίαζε. Συναισθηματισμοὶ λέγαμε, γυναικεία καμώματα. Χρειάστηκε νὰ κάνει κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔκανε πάντα, γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς χάρη στὴν ἀγάπη της ἰσορροποῦσε ἡ ζωή μας. Ἦταν ἕνα βράδυ γύρω στὶς δώδεκα, εἴχαμε γυρίσει μεθυσμένοι μὲ τὸν ἀδελφό μου, ἀγνοώντας τὶς συνέπειες ποὺ θὰ εἶχε αὐτὴ ἡ ἀπερισκεψία μας. Ὁ πατέρας μας περίμενε ὀργισμένος. Μᾶς τὸ ‘χε καὶ παλαιότερα δηλώσει πὼς ἡ πόρτα θὰ ‘κλεινε στὶς ἕντεκα, μὰ ἦταν ὁλάνοιχτη κι ὅλα τὰ φῶτα ἀναμμένα. Βλέποντας τὰ χάλια μας, τὸ λερωμένο ἀπὸ τὸν ἐμετὸ κουστούμι τοῦ μικροῦ μου ἀδερφοῦ, τὴ φαιδρή μας ὄψη, ἄρχισε νὰ βρίζει, νὰ φωνάζει, ἐρεθίστηκε ἀπ’ τὰ ἴδια του τὰ λόγια, μᾶς μπάτσισε, ὥσπου σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ὁ ἀδερφός μου ἀπερίσκεπτα τοῦ ἀντιμίλησε, ἅρπαξε τὴ μασιὰ ποὺ ἦταν πυρωμένη ἀπὸ τὰ κάρβουνα τοῦ μαγκαλιοῦ καὶ τὴ σήκωσε κατὰ πάνω του. Τότε μπῆκε στὴ μέση ἡ μητέρα κι ἔφαγε τὴ μασιὰ στὰ μοῦτρα. Τὸ κρέας της τσιτσίρισε μὰ ἐκείνη δὲν ἔβγαλε μήτε τὴν πιὸ μικρὴ φωνίτσα, παρὰ στέκονταν ὄρθια μὲ τὰ χέρια μπροστὰ στὸ σῶμα τοῦ ἀδερφοῦ μου. Ὅλοι μείναμε ἀκίνητοι σὰν ἀγάλματα καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ πατέρα μου ἐξανεμίστηκε μὲ μιᾶς. Ἐμεῖς εἴχαμε ἤδη ξεμεθύσει. Ἀμίλητη ἐκείνη μας ἄφησε, πῆγε στὸ νεροχύτη, ἔπλυνε τὸ μαντίλι της κι ἄρχισε νὰ δροσίζει τὴν πληγή. Κανένας μας δὲν πλησίασε νὰ τὴν βοηθήσει, ποτὲ δὲν τὴν βοηθούσαμε σὲ τίποτα, τὸ νιώσαμε ἄξαφνα αὐτὸ καὶ χαμηλώσαμε τὸ κεφάλι.
Μαρία Κουγιουμτζή
Πηγή : Πλανόδιον
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου