- Αν καταπέσω απ’ τα ποδάρια μου κι έχω ακόμα τα λογικά μου, ξέρω τι να κάνω. Μη στενοχωριέσαι. Τα έχω όλα σχεδιασμένα, μια χαρά. Αν όμως χάσω το νου μου, να μην το σκεφθείς. Καθόλου να μην το σκεφθείς. Μη δειλιάσεις. Το έχω βασανίσει πολύ, κορίτσι μου. Οταν δε με κολλάει ύπνος, αυτό κάνω. Αυτό σκέφτομαι. Έχω καταλήξει και στο λέω τώρα που είμαι ακόμα εις θέσιν να στο πω. Δε φοβάμαι, δεν το φοβάμαι καθόλου. Τι είναι, τι νομίζεις πως είναι; Ενα φου. Ενα φου είναι. Τίποτα άλλο. Ενα φου. Στη θάλασσα. Θα με πας στα βαθιά, μπλουμ θα μ’ αδειάσεις μέσα και θα μου δώσεις μια να πάω στον πάτο. Αυτό είναι. Τίποτα άλλο. Ενα φου.
- Μαμάαα… Μαμάαα… Σταμάτα τις βλακείες…
Ηταν η τελευταία κουβέντα μας όσο ακόμη λειτουργούσε το μυαλό της. Το εννοούσε, δεν το εννοούσε, δοκίμαζε τον εαυτό της, τον προετοίμαζε, το έλεγε για να δει τις αντιδράσεις μου, ήταν ένας τρόπος να δει το μετά, ήθελε να πέσω στα πόδια της και να την κλάψω ζωντανή, να τη θρηνήσω σαν να ήταν ήδη πεθαμένη, ήθελε απλώς παρηγοριά, ήθελε μόνο να της δείξω την αγάπη μου; O θεός κι η ψυχή της.
Μετά έγινε το βραχυκύκλωμα. Κάηκαν οι ασφάλειες. Έπεσε ο γενικός. Συσκότιση. Δούλευαν μόνο τα πόδια και μόνο με δική μου εντολή. Σήκω… σήκω, μαμά… σήκω. Έλα να περπατήσουμε. Κι όταν επιτέλους τη σήκωνα, περπάτα… μαμά… περπάτα… Αυτό το πόδι πρώτα… έλα, σήκωσε το πόδι… αυτό… αυτό… τη διέταζα αγγίζοντας μια το αριστερό, μια το δεξί κι εκείνη υπάκουε στις διαταγές, τρεκλίζοντας.
Στο κρεβάτι. Με τη ρόμπα της. Συρρικνωμένη, αφυδατωμένη, σαν να μην είχε αίμα μέσα της. Τα χέρια, φιλντισένιοι ράβδοι διάστικτοι με καφετιές κηλίδες σαν του ορτυκιού τα αυγά. Φιλντισένιοι ράβδοι, σταυρωμένοι στην κοιλιά της. Μόνο τα χέρια της ανάσαιναν ή σαν να ανάσαινε με τα χέρια. Νεκροστόλισε δώδεκα ανθρώπους, γυναίκες – άντρες, χαμένους από γερατειά, από αρρώστια, ώς και μωρά από πνιγμό, με αυτά τα χέρια. Τους έπλυνε το σώμα με το ξίδι και τους έντυσε το σάβανο κατάσαρκα.
Ξεγέννησε πολλές επίτοκες, έπιανε το κεφαλάκι του νεογνού στον αυχένα και του κολλούσε το στόμα στη θηλή.
Δεν έδειρε ποτέ σκυλί ή γατί. Σκούπιζε το δάκρυ από το μάτι του αλόγου και τράβηξε το πουλαράκι από την κοιλιά της μάνας του. Το σήκωσε αγκαλιά και το έστησε στα πόδια του. Δεν χρειάστηκε μαχαίρι ή τσεκούρι για να σφάξει κόκορα ούτε ραβδί ή πέτρα για να συντρίψει φίδι. Εστριβε το λαρύγγι του πετεινού με τα χέρια της και τον πετούσε πέρα, αλλού το σώμα αλλού το κεφάλι κι έλιωνε με τη φτέρνα την οχιά. Για τη δενδρογαλιά άφηνε, πάντα, έξω απ’ την πόρτα μας, ένα βαθύ πιατάκι γάλα.
Αλλά ό,τι πριν ήταν η μάνα μου, τώρα μια κούκλα, φτιαγμένη με ξυλάκια, ρεταλάκια, από τα παιδικά μου φορέματα, μια κουτσούνα με κολλημένα γυαλάκια στη θέση των ματιών, ένα μηχανικό ρομπότ που έπρεπε να του κουρδίζω τα πόδια, να γυρίζω με μεγάλη προσπάθεια το κλειδί, να κουρδίζω ένα αποσυντονισμένο ρολόι, να βάζω το ξυπνητήρι στη σωστή ώρα για να μη γυρίσει ο κόσμος ανάποδα.
Ζώδιο του νερού. Καρκίνος. 2 Ιουλίου, ανήμερα των γενεθλίων της, αποφάσισα να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Την έφερα στη θάλασσα. Με την ανατολή. Να μην υπάρχει ψυχή. Μόνο αυτή κι εγώ. Ολα οργανωμένα. Φτάσαμε στην παραλία με το αυτοκίνητο. Άνοιξα την πολυθρόνα και την έβαλα να καθίσει στο θρόνο της. Φώτισε το πρόσωπό της, χαμογέλασε όταν τα γυαλάκια στη θέση των ματιών αντίκρισαν τη θάλασσα. Άνοιγε το στόμα και την κατάπινε. Τη στοίβαζε εντός της. Μετά τη σήκωσα. Περπάτησε στην άμμο ώς την άκρη του νερού. Βημάτισε μέσα. Πρώτα οι πατούσες μέχρι τον αστράγαλο. Σιγά σιγά ίσαμε τη μέση της κνήμης. Την πήγα πιο βαθιά. Το νερό μας έφτανε ώς τη μέση. Όπως στεκόμασταν η μια απέναντι στην άλλη, κρατημένες με τα χέρια μας, εγώ έχοντας την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα κι εκείνη να βλέπει το πέλαγος, μπροστά, πρόσεξα τα πόδια της – κλαράκια που έπιναν νερό. Ρουφούσαν το νερό σαν το σφουγγάρι. Ουράνια ομορφιά είχε πλημμυρίσει το πρόσωπό της. Το αίμα, το γαλάζιο αίμα έμπαινε στο σώμα της και η μάνα μου –γαλαζοαίματη- έφυγε στα βαθιά, μέσα απ’ τα χέρια μου, τρεις απλωτές κι είδα τη βουτιά της. Είδα τα πόδια της που γύριζαν, ανέβαιναν, σηκώνονταν σαν την ουρά του φυσητήρα. Τα ύδατα ταράχτηκαν και πετάχτηκαν πάνω, αμέσως εκείνη αναδύθηκε στην επιφάνεια, τινάχτηκε ψηλά, όπως τινάζονται πολλές φορές τα ψάρια και χάθηκε, παίρνοντας μαζί της τη θάλασσα. Στα χέρια μου κρατούσα πλέον ένα πούπουλο. Δεν είχε βάρος. Πέθανε όρθια κι ίσως της πρέπει όρθια να ταφεί. Ας βρέξει τώρα να σβήσει το αναμμένο μου κεφάλι, ας βρέξει τώρα να επιστρέψει η θάλασσα στη θέση της.
Γεωργία Τάτση
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου