Τους έπιασε η βροχή όταν σουρούπωνε, μόλις είχαν τελειώσει τις ελιές τους. Μάζεψαν μαύρες για αλάτισμα, φόρτωσαν τα κοφίνια στο άλογο τους. Ο πατέρας πήρε το ζώο και προχώρησε μπροστά. Πιο πίσω η μάνα έπαιζε με τις μανταρινόφλουδες στην τσέπη της ζακέτας.
Και τότε σχίστηκε ο ουρανός στα δυο, από τις βροντές σείστηκε ο τόπος, λάμψεις απλώθηκαν - τους τύφλωσαν - για μια στιγμή έγινε μέρα. Το άλογο αγρίεψε, κάλπαζε αφηνιασμένο. Λύθηκαν τα κοφίνια, χύθηκαν οι ελιές, έτρεχαν στον κατήφορο κατρακυλώντας.
Γυρίζει ο πατέρας ψάχνει τη γυναίκα του, μες στη βροχή φωνάζει " Όλγα, Όλγα" ώσπου στη ρίζα του κυπαρισσιού, βλέπει ένα σκούρο πράμα. Η Όλγα. Πήρε ένα κοφίνι και την έβαλε, το φόρτωσε στην πλάτη και τη μετέφερε στο σπίτι.
Με τόση λάσπη και το φορτίο που βάρυνε από το θάνατο, μια ώρα δρόμο - δυο τον έκανε. Εδώ γλιστράει , εκεί βουλιάζει, πέφτει, σηκώνεται, δέρνει η βροχή το πρόσωπό του. Μούλιασαν πάνω του τα ρούχα, έσταζαν. Ένιωθε το νερό να καίει το σώμα του και πιο πολύ να καίει τα σωθικά του.
Στεκόταν η Ευδοκία στο παράθυρο. Στο πλάι της, ο Αλέξανδρος, μικρός. Το κεφαλάκι του έφτανε σχεδόν στη μέση της. Το κορίτσι είχε την παλάμη του ακουμπισμένη προστατευτικά στον ώμο του παιδιού. Σαν σε φωτογραφία. Το πλαίσιο του παραθύρου γύρω - γύρω και θαμπωμένο το γυαλί μπροστά. Ίδια κοψιά, ίδιο βλέμμα.
Ανάμεσα τους δώδεκα χρόνια διαφορά, δεν έμοιαζαν για αδέλφια. Μάνα με γιο τους έκανες. Είναι φορές που τα πράγματα έρχονται έτσι, παίρνουν τέτοια θέση, τέτοια στάση που σου δείχνουν, σε προειδοποιούν.
Η Ευδοκία δεν το ήξερε αλλά είχε ήδη γίνει η μάνα του αδελφού της.
Εκεί λοιπόν βρισκόταν η Ευδοκία με το παιδί, ρέμβαζε κοιτώντα ςτη βροχή, που σχημάτιζε ρυάκια θολώνοντας ελαφρά το τζάμι, αλλά η ρέμβη αυτή χανόταν λίγο - λίγο. Όσο η βροχή δυνάμωνε και άστραφτε και βροντούσε, μια ανησυχία την καταλάμβανε, μια αναστάτωση, ένα κακό προαίσθημα για την αργοπορία των γονιών τους. Και όπως είδε το πατέρα με το κοφίνι στην πλάτη, χωρίς το άλογο , χωρίς τη μάνα - πάγωσε. Πετάχτηκε έξω " πατέρα , τι έγινε;" Το αγόρι ήρθε και στάθηκε στην πόρτα, εκείνος " σουτ, παρ' το παιδί απ' το σπίτι. Διώξ' το. Κεραυνός. Πάει η μάνα σου."
Όρμηξε η Ευδοκία στο κοφίνι. Μόλις αντίκρισε τη μάνα της νεκρή, το ουρλιαχτό του πληγωμένου ζώου αντήχησε: " Μανούλα μουουου". Σωριάστηκε στη λάσπη ο πατέρας.
Πέντε χρονών ο Αλέξανδρος δεν ξαναείδε τη μητέρα του. Μετά από κείνο το μπουμπουνητό και το άστραμμα και το κοφίνι στην αυλή, εκεί στη λάσπη - στη μέση της κάμαρης μια σκεπασμένη κάσα αντί για μάνα.
Στο κεφαλάρι ο πατέρας αδάκρυτος και ο κόμπος στο καρύδι ούτε πάνω ούτε κάτω. Πλάι του η Ευδοκία, γυναίκα από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην πόρτα, η νονά του Αλέξανδρου, η Μαρία. Κρατούσε το χέρι του παιδιού και πίσω της το πλήθος. Άνδρες αξύριστοι, με μαύρο περιβραχιόνιο στο μανίκι. Γυναίκες στα μαύρα. Πενθούσαν το δικό τους γιο, τον αδελφό, τον άντρα.
Τρία μόλις χρόνια από την εποχή που ορφάνευαν παιδιά και - πιο συχνά - γονείς από τα παιδιά τους. Κόρες γίνονταςν μανάδες των μανάδων τους και γιοι - όσοι είχαν επιζήσει - των πατεράδων τους πατέρες. Τόσος πόνος.
Η νονά - Μαρία πλησίασε στο αυτί του Αλέξανδρου " εδώ είναι η μάνα σου, ασπάσου την " και σκύβει το παιδάκι` δεν βλέπει μάνα, ασπάζεται μυρτια και δενδρολίβανο και τόπους - τόπους κόκκινα γεράνια.
Οι μαυροφόρες έμπαιναν μία - μία, αφήνοντας στην κάσα μήλο, ρόδι, κυδώνι, χαιρετίσματα λέει στον δικό της νεκρό. Πρώτη η Αποστόλαινα στέλνει στον άνδρα της κυδώνι.
" Να το δώσεις Όλγα μ' χαιρετίσματα στουν Αποστόλη μ'. Να τ' πεις καμάρι μ' να μη στενοχωριέτι για τς κοπέλες τ'. Είνι καλά να τ' πεις. Έζησαν κι οι δο κι έφτασαν στ' Ρουμανία. Εκεί βρίσκουντι πες του μαζί μι άλλους απού δω. Καλά, μια χαρά να τ' πεις. Να μη στενοχωριέτι".
Και η μάνα της νονάς - Μαρίας. Ο ένας γιος σκοτώθηκε στη Μάχη της Αμφιλοχίας, ο άλλος βρέθηκε στα λιβάδια της Πολωνίας να βοσκάει γελάδια. Χίλια κεφάλια, έμαθαν.
Αφήνει το ρόδι για το σκοτωμένο.
" Αυτό το ρόιδο είνι απ' τη ροϊδιά που φύτεψι με τα χεράκια τ' , πες στουν Κώστα μ' Όλγα μουουου. Έχω τ' ροϊδιά σ' για να σι θμάμι. Να θμάμι τς καλές σ', τς κουβέντες λιβέντη μου...Ας ζούσις λιβέντη μου. Να μι περιμένς Κώστα μ'. Να μι περιμέντς παλικάρι μ', έρχομι κι γω. Έρχομι λιβέντη μουουου..."
Μπαίνει και η αδελφή της νεκρής , η Αντριάνα. Ακούμπησε δυο μανταρίνια στην κάσα και την αγκάλιασε χαμηλά, στο μέρος που βρίσκονταν τα πόδια της.
" Άιντε σήκω μαργιο-
μαργιόλα μ' απ' τη γη
κι από το μαύρο χώμα
ψυχή, καρδούλα μου".
Το παίρνουν τότε όλες μαζί οι γυναίκες και απαντούν με τη φωνή της αστραποκαμένης, αν και στην πραγματικότητα στη θέση της Όλγας βάζει η κάθε μια το δικό της νεκρό και μοιρολογεί εξ ονόματος του.
" Άιντε με τι πο-
ποδάρια η μαύρη να σκωθώ
και χέρια ν' ακουμπήσω
ψυχή, καρδούλα μου..."
Χαμηλή η φωνή τους στην αρχή, ύστερα την υψώνουν σπαραχτικά και την απλώνουν και άλλες κρατούν το ίσο, ένα βαθύ βασανιστικό ώχουουου που κενταέι τις ανάσες ανάμεσα στα λόγια και τα ίδια τα λόγια.
Απότομη μικρή σιωπή και ξαναρχίζουν όλες μαζί, με όλο τον πόνο που ειχε συσσωρεύσει στην ψυχή τους τόσος θάνατος, με όλη την τρυφεράδα που στοιβάχτηκε εκεί γιατί δεν πρόλαβε να ξοδευτεί στα αγαπημένα πρόσωπα πριν φύγουν.
" Ορέ κάμε τα νύ-
τα νύχια σου τσαπία
τις απαλάμες φτυάρια μαργιό -
μαργιόλα μου..."
Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια στις κηδείες. Μέχρι που στέγνωσαν οι γυναίκες και πέτρωσαν. Δεν μοιρολογούσαν πια. (απόσπασμα)
Γεωργία Τάτση, Χορός στα ποτήρια, Γαβριηλίδης 2013
Και τότε σχίστηκε ο ουρανός στα δυο, από τις βροντές σείστηκε ο τόπος, λάμψεις απλώθηκαν - τους τύφλωσαν - για μια στιγμή έγινε μέρα. Το άλογο αγρίεψε, κάλπαζε αφηνιασμένο. Λύθηκαν τα κοφίνια, χύθηκαν οι ελιές, έτρεχαν στον κατήφορο κατρακυλώντας.
Γυρίζει ο πατέρας ψάχνει τη γυναίκα του, μες στη βροχή φωνάζει " Όλγα, Όλγα" ώσπου στη ρίζα του κυπαρισσιού, βλέπει ένα σκούρο πράμα. Η Όλγα. Πήρε ένα κοφίνι και την έβαλε, το φόρτωσε στην πλάτη και τη μετέφερε στο σπίτι.
Με τόση λάσπη και το φορτίο που βάρυνε από το θάνατο, μια ώρα δρόμο - δυο τον έκανε. Εδώ γλιστράει , εκεί βουλιάζει, πέφτει, σηκώνεται, δέρνει η βροχή το πρόσωπό του. Μούλιασαν πάνω του τα ρούχα, έσταζαν. Ένιωθε το νερό να καίει το σώμα του και πιο πολύ να καίει τα σωθικά του.
Στεκόταν η Ευδοκία στο παράθυρο. Στο πλάι της, ο Αλέξανδρος, μικρός. Το κεφαλάκι του έφτανε σχεδόν στη μέση της. Το κορίτσι είχε την παλάμη του ακουμπισμένη προστατευτικά στον ώμο του παιδιού. Σαν σε φωτογραφία. Το πλαίσιο του παραθύρου γύρω - γύρω και θαμπωμένο το γυαλί μπροστά. Ίδια κοψιά, ίδιο βλέμμα.
Ανάμεσα τους δώδεκα χρόνια διαφορά, δεν έμοιαζαν για αδέλφια. Μάνα με γιο τους έκανες. Είναι φορές που τα πράγματα έρχονται έτσι, παίρνουν τέτοια θέση, τέτοια στάση που σου δείχνουν, σε προειδοποιούν.
Η Ευδοκία δεν το ήξερε αλλά είχε ήδη γίνει η μάνα του αδελφού της.
Εκεί λοιπόν βρισκόταν η Ευδοκία με το παιδί, ρέμβαζε κοιτώντα ςτη βροχή, που σχημάτιζε ρυάκια θολώνοντας ελαφρά το τζάμι, αλλά η ρέμβη αυτή χανόταν λίγο - λίγο. Όσο η βροχή δυνάμωνε και άστραφτε και βροντούσε, μια ανησυχία την καταλάμβανε, μια αναστάτωση, ένα κακό προαίσθημα για την αργοπορία των γονιών τους. Και όπως είδε το πατέρα με το κοφίνι στην πλάτη, χωρίς το άλογο , χωρίς τη μάνα - πάγωσε. Πετάχτηκε έξω " πατέρα , τι έγινε;" Το αγόρι ήρθε και στάθηκε στην πόρτα, εκείνος " σουτ, παρ' το παιδί απ' το σπίτι. Διώξ' το. Κεραυνός. Πάει η μάνα σου."
Όρμηξε η Ευδοκία στο κοφίνι. Μόλις αντίκρισε τη μάνα της νεκρή, το ουρλιαχτό του πληγωμένου ζώου αντήχησε: " Μανούλα μουουου". Σωριάστηκε στη λάσπη ο πατέρας.
Πέντε χρονών ο Αλέξανδρος δεν ξαναείδε τη μητέρα του. Μετά από κείνο το μπουμπουνητό και το άστραμμα και το κοφίνι στην αυλή, εκεί στη λάσπη - στη μέση της κάμαρης μια σκεπασμένη κάσα αντί για μάνα.
Στο κεφαλάρι ο πατέρας αδάκρυτος και ο κόμπος στο καρύδι ούτε πάνω ούτε κάτω. Πλάι του η Ευδοκία, γυναίκα από τη μια στιγμή στην άλλη. Στην πόρτα, η νονά του Αλέξανδρου, η Μαρία. Κρατούσε το χέρι του παιδιού και πίσω της το πλήθος. Άνδρες αξύριστοι, με μαύρο περιβραχιόνιο στο μανίκι. Γυναίκες στα μαύρα. Πενθούσαν το δικό τους γιο, τον αδελφό, τον άντρα.
Τρία μόλις χρόνια από την εποχή που ορφάνευαν παιδιά και - πιο συχνά - γονείς από τα παιδιά τους. Κόρες γίνονταςν μανάδες των μανάδων τους και γιοι - όσοι είχαν επιζήσει - των πατεράδων τους πατέρες. Τόσος πόνος.
Η νονά - Μαρία πλησίασε στο αυτί του Αλέξανδρου " εδώ είναι η μάνα σου, ασπάσου την " και σκύβει το παιδάκι` δεν βλέπει μάνα, ασπάζεται μυρτια και δενδρολίβανο και τόπους - τόπους κόκκινα γεράνια.
Οι μαυροφόρες έμπαιναν μία - μία, αφήνοντας στην κάσα μήλο, ρόδι, κυδώνι, χαιρετίσματα λέει στον δικό της νεκρό. Πρώτη η Αποστόλαινα στέλνει στον άνδρα της κυδώνι.
" Να το δώσεις Όλγα μ' χαιρετίσματα στουν Αποστόλη μ'. Να τ' πεις καμάρι μ' να μη στενοχωριέτι για τς κοπέλες τ'. Είνι καλά να τ' πεις. Έζησαν κι οι δο κι έφτασαν στ' Ρουμανία. Εκεί βρίσκουντι πες του μαζί μι άλλους απού δω. Καλά, μια χαρά να τ' πεις. Να μη στενοχωριέτι".
Και η μάνα της νονάς - Μαρίας. Ο ένας γιος σκοτώθηκε στη Μάχη της Αμφιλοχίας, ο άλλος βρέθηκε στα λιβάδια της Πολωνίας να βοσκάει γελάδια. Χίλια κεφάλια, έμαθαν.
Αφήνει το ρόδι για το σκοτωμένο.
" Αυτό το ρόιδο είνι απ' τη ροϊδιά που φύτεψι με τα χεράκια τ' , πες στουν Κώστα μ' Όλγα μουουου. Έχω τ' ροϊδιά σ' για να σι θμάμι. Να θμάμι τς καλές σ', τς κουβέντες λιβέντη μου...Ας ζούσις λιβέντη μου. Να μι περιμένς Κώστα μ'. Να μι περιμέντς παλικάρι μ', έρχομι κι γω. Έρχομι λιβέντη μουουου..."
Μπαίνει και η αδελφή της νεκρής , η Αντριάνα. Ακούμπησε δυο μανταρίνια στην κάσα και την αγκάλιασε χαμηλά, στο μέρος που βρίσκονταν τα πόδια της.
" Άιντε σήκω μαργιο-
μαργιόλα μ' απ' τη γη
κι από το μαύρο χώμα
ψυχή, καρδούλα μου".
Το παίρνουν τότε όλες μαζί οι γυναίκες και απαντούν με τη φωνή της αστραποκαμένης, αν και στην πραγματικότητα στη θέση της Όλγας βάζει η κάθε μια το δικό της νεκρό και μοιρολογεί εξ ονόματος του.
" Άιντε με τι πο-
ποδάρια η μαύρη να σκωθώ
και χέρια ν' ακουμπήσω
ψυχή, καρδούλα μου..."
Χαμηλή η φωνή τους στην αρχή, ύστερα την υψώνουν σπαραχτικά και την απλώνουν και άλλες κρατούν το ίσο, ένα βαθύ βασανιστικό ώχουουου που κενταέι τις ανάσες ανάμεσα στα λόγια και τα ίδια τα λόγια.
Απότομη μικρή σιωπή και ξαναρχίζουν όλες μαζί, με όλο τον πόνο που ειχε συσσωρεύσει στην ψυχή τους τόσος θάνατος, με όλη την τρυφεράδα που στοιβάχτηκε εκεί γιατί δεν πρόλαβε να ξοδευτεί στα αγαπημένα πρόσωπα πριν φύγουν.
" Ορέ κάμε τα νύ-
τα νύχια σου τσαπία
τις απαλάμες φτυάρια μαργιό -
μαργιόλα μου..."
Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια στις κηδείες. Μέχρι που στέγνωσαν οι γυναίκες και πέτρωσαν. Δεν μοιρολογούσαν πια. (απόσπασμα)
Γεωργία Τάτση, Χορός στα ποτήρια, Γαβριηλίδης 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου