Ώρα καλοσυνάτη - και τη χαίρομαι. Κοιτάζω το χέρι μου -
μήτε για το σπαθί μήτε και για το χάδι` - μόνο του, δοσμένο,
- δοσμένο πού; - σε κάτι αόρατες χορδές, σαν το χέρι
του ραψωδού σε μια μεγάλη λύρα` - αν μια στιγμή του το κρατήσεις,
θα σταματήσει απορημένη η μουσική` κι ο μισοτελειωμένος ήχος
δε συγχωρεί κανέναν απ' τους δυό` σαν ένας κρίκος ασημένιος,
κρεμάμενος στον αέρα μ' ένα σπάγγο , σου χτυπάει ανεξήγητα τον ώμο.
Οι άλλοι πέσαν - σωστά παλληκάρια, ( όμως , ποιος ξέρει,
με πόση πίκρα, πόσο φόβο κι αυτοί). Δεν τους ζήλεψα το θάνατό τους.
Αν εγκωμίασα τον ηρωισμό τους, είταν για να κρύψω
τη μυστική μου ευγνωμοσύνη πως εγώ ακόμη ζούσα - διόλου ήρωας.
Να με, λοιπόν, που μήτε τούτη τη χαρά δε σούφερα - την πολυώνυμη,
όπως λένε, δόξα
που ίσως και θα μπορούσε, αλλοίμονο, να εξαγοράσει
με βροντερά και κίβδηλα νομίσματα, τα σιωπηλά μας γνήσια δέκα χρόνια,
χιλιάδες φόνους, κρυφούς και φανερούς, χιλιάδες σφάλματα και τάφους.
Μακριά από μένα τέτοιοι ηρωισμοί` - ένας άλλος ,τώρα,
αθόρυβος και αόρατος μου νεύει. Κάποιο σούρουπο,
είδα ένα τελευταίο μαλαματένιο φύλλο σ' ένα κατάμαυρο δέντρο
κ' είταν ο γυμνός ώμος ενός ήρεμου, ωραίου αθλητή που, γέρνοντας,
εσήκωσε το βάρος όλων μας, να τ' αποθέσει μαλακά στο χώμα. Τότε
μια νέα πείνα, μια άλλη όρεξη μου γέμισε σάλιο το στόμα
κ' ένιωσα να κυλάει από τις άκρες των χειλιών μου
γλυκύ και πραϋντικό το γάλα της ευγνωμοσύνης. Άθελά μου
ανέβασα το χέρι μου ως εκεί να το σκουπίσω
μην προδοθώ, μήπως και δουν τη νέα παιδικότητά μου,
το νέο μου θηλασμό απ' την πρώτη ρώγα της δημιουργίας.
Έτσι θα καταλάβαιναν πόσο ισχυρός, πόσο ανήμπορος είμαι -
προκλητικά και τα δυό. Κάποιο δείλι σεργιανούσα μονάχος στ' ακρογιάλι`
χρυσή ησυχία` ρόδινη θάλασσα` κάποιο κουπί λαμπάδιασε . Στο βράχο
είχαν απλώσει ένα μεγάλο καραβόπανο κόκκινο. Απ' το στρατόπεδο,
πάνω,
μ' έφτανε ένα τραγούδι ερημικό. λυπημένο,
ζεστό κι αχνό, σα ρούχο που μόλις το γδύθηκε ένα όμορφο σώμα -
ζεστό τραγούδι, το κρατούσα στις φούχτες μου καθώς σεργιανούσα
στη βραδινή δροσιά, πλάι στα καράβια. Ολόγυρα
μοσκοβολούσε κάτι σαν ψημένο καλαμπόκι και φύκια.
Λίγο νερό, κοχλάζοντας, θάπεσε σ' ένα κούτσουρο αναμμένο. Έξω απ'
τ' αντίσκηνα
μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει για το βραδινό συσσίτιο.
Ο θάνατος φαινόταν τόσο εύκολος. Θυμήθηκα τον σιωπηλό Φιλήμονα:
Μια νύχτα,
που όλοι πιωμένοι, μέσα στη σκηνή, φλυαρούσαν ατέλειωτα
για άθλους, γυναίκες, άλογα, ο Αντίλοχος προκάλεσε με σκώμματα
την ηρεμία κ' εγκράτειά του. Κι ο Φιλήμων: " προετοιμάζομαι ", είπε`
τίποτ' άλλο`
κ' έμεινε έτσι σκυφτός, χωρίς να πίνει, με τους αγκώνες του πάνω στο
τραπέζι,
με το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Πίσω απ' τα δάχτυλά του
φεγγοβολούσε ένα παράξενο χαμόγελο. " Προετοιμάζομαι ". Το χάραμα
ο Αντίλοχος βγήκε απ' την τέντα, στράφηκε στην ανατολή κι απάγγειλε
με χάρη ηθοποιού και νεανικήν ασέβεια την προσευχή του στον ήλιο.
Δεν ξέρω πώς συγκράτησα τα τελευταία του λόγια. " Ω ήλιε - έλεγε -
εσύ που με το δάχτυλό σου ανοίγεις μια τρύπα χρυσή στο μαύρο τοίχο
και βγαίνουν δυό πουλιά από κει μέσα, τόνα κόκκινο, τ' άλλο γαλάζιο -
το κόκκινο κάθεται στο γόνατό μου, το γαλάζιο στον ώμο μου - ". Κι
αλήθεια
εκείνη τη στιγμή, δυο μεγάλα πουλιά πέταξαν πάνω του`-
είτανε δυό κοράκια. Μήτε αυτός μήτε ο Φιλήμων γύρισαν πίσω.
Σε μια άσπρη λήκυθο χαράξαμε δυό ωραία πουλιά - το κόκκινο και το γαλάζιο.
Γιάννης Ρίτσος, Αγαμέμνων, Τέταρτη διάσταση, Κέδρος 2008, 24η έκδοση
μήτε για το σπαθί μήτε και για το χάδι` - μόνο του, δοσμένο,
- δοσμένο πού; - σε κάτι αόρατες χορδές, σαν το χέρι
του ραψωδού σε μια μεγάλη λύρα` - αν μια στιγμή του το κρατήσεις,
θα σταματήσει απορημένη η μουσική` κι ο μισοτελειωμένος ήχος
δε συγχωρεί κανέναν απ' τους δυό` σαν ένας κρίκος ασημένιος,
κρεμάμενος στον αέρα μ' ένα σπάγγο , σου χτυπάει ανεξήγητα τον ώμο.
Οι άλλοι πέσαν - σωστά παλληκάρια, ( όμως , ποιος ξέρει,
με πόση πίκρα, πόσο φόβο κι αυτοί). Δεν τους ζήλεψα το θάνατό τους.
Αν εγκωμίασα τον ηρωισμό τους, είταν για να κρύψω
τη μυστική μου ευγνωμοσύνη πως εγώ ακόμη ζούσα - διόλου ήρωας.
Να με, λοιπόν, που μήτε τούτη τη χαρά δε σούφερα - την πολυώνυμη,
όπως λένε, δόξα
που ίσως και θα μπορούσε, αλλοίμονο, να εξαγοράσει
με βροντερά και κίβδηλα νομίσματα, τα σιωπηλά μας γνήσια δέκα χρόνια,
χιλιάδες φόνους, κρυφούς και φανερούς, χιλιάδες σφάλματα και τάφους.
Μακριά από μένα τέτοιοι ηρωισμοί` - ένας άλλος ,τώρα,
αθόρυβος και αόρατος μου νεύει. Κάποιο σούρουπο,
είδα ένα τελευταίο μαλαματένιο φύλλο σ' ένα κατάμαυρο δέντρο
κ' είταν ο γυμνός ώμος ενός ήρεμου, ωραίου αθλητή που, γέρνοντας,
εσήκωσε το βάρος όλων μας, να τ' αποθέσει μαλακά στο χώμα. Τότε
μια νέα πείνα, μια άλλη όρεξη μου γέμισε σάλιο το στόμα
κ' ένιωσα να κυλάει από τις άκρες των χειλιών μου
γλυκύ και πραϋντικό το γάλα της ευγνωμοσύνης. Άθελά μου
ανέβασα το χέρι μου ως εκεί να το σκουπίσω
μην προδοθώ, μήπως και δουν τη νέα παιδικότητά μου,
το νέο μου θηλασμό απ' την πρώτη ρώγα της δημιουργίας.
Έτσι θα καταλάβαιναν πόσο ισχυρός, πόσο ανήμπορος είμαι -
προκλητικά και τα δυό. Κάποιο δείλι σεργιανούσα μονάχος στ' ακρογιάλι`
χρυσή ησυχία` ρόδινη θάλασσα` κάποιο κουπί λαμπάδιασε . Στο βράχο
είχαν απλώσει ένα μεγάλο καραβόπανο κόκκινο. Απ' το στρατόπεδο,
πάνω,
μ' έφτανε ένα τραγούδι ερημικό. λυπημένο,
ζεστό κι αχνό, σα ρούχο που μόλις το γδύθηκε ένα όμορφο σώμα -
ζεστό τραγούδι, το κρατούσα στις φούχτες μου καθώς σεργιανούσα
στη βραδινή δροσιά, πλάι στα καράβια. Ολόγυρα
μοσκοβολούσε κάτι σαν ψημένο καλαμπόκι και φύκια.
Λίγο νερό, κοχλάζοντας, θάπεσε σ' ένα κούτσουρο αναμμένο. Έξω απ'
τ' αντίσκηνα
μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει για το βραδινό συσσίτιο.
Ο θάνατος φαινόταν τόσο εύκολος. Θυμήθηκα τον σιωπηλό Φιλήμονα:
Μια νύχτα,
που όλοι πιωμένοι, μέσα στη σκηνή, φλυαρούσαν ατέλειωτα
για άθλους, γυναίκες, άλογα, ο Αντίλοχος προκάλεσε με σκώμματα
την ηρεμία κ' εγκράτειά του. Κι ο Φιλήμων: " προετοιμάζομαι ", είπε`
τίποτ' άλλο`
κ' έμεινε έτσι σκυφτός, χωρίς να πίνει, με τους αγκώνες του πάνω στο
τραπέζι,
με το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Πίσω απ' τα δάχτυλά του
φεγγοβολούσε ένα παράξενο χαμόγελο. " Προετοιμάζομαι ". Το χάραμα
ο Αντίλοχος βγήκε απ' την τέντα, στράφηκε στην ανατολή κι απάγγειλε
με χάρη ηθοποιού και νεανικήν ασέβεια την προσευχή του στον ήλιο.
Δεν ξέρω πώς συγκράτησα τα τελευταία του λόγια. " Ω ήλιε - έλεγε -
εσύ που με το δάχτυλό σου ανοίγεις μια τρύπα χρυσή στο μαύρο τοίχο
και βγαίνουν δυό πουλιά από κει μέσα, τόνα κόκκινο, τ' άλλο γαλάζιο -
το κόκκινο κάθεται στο γόνατό μου, το γαλάζιο στον ώμο μου - ". Κι
αλήθεια
εκείνη τη στιγμή, δυο μεγάλα πουλιά πέταξαν πάνω του`-
είτανε δυό κοράκια. Μήτε αυτός μήτε ο Φιλήμων γύρισαν πίσω.
Σε μια άσπρη λήκυθο χαράξαμε δυό ωραία πουλιά - το κόκκινο και το γαλάζιο.
Γιάννης Ρίτσος, Αγαμέμνων, Τέταρτη διάσταση, Κέδρος 2008, 24η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου