Το 1972 έγινε στο Παρίσι μια έκθεση σχεδίων του Πικασό από τη συλλογή του Ελυάρ , την είχε οργανώσει η δημαρχία του Σαιν Ντενί σ' ένα παλιό κτίριο με απειράριθμα μικρά δωμάτια, γραφεία ή κελιά, πολύ κοντά στην εκκλησία.
Για τον πολύ κόσμο, στη φήμη του Ελυάρ μετρούσε και η ιδιότητά του ως μέλους του Κομμουνιστικού κόμματος. Για αρκετούς μετρούσε μόνο αυτή. Είχε μαγνητιστεί και το δικό του όνομα από αυτές τις δυνάμεις. Κι όπως συνέβαινε με τόσους άλλους επώνυμους ανά τον κόσμο, άλλοι τον θαύμαζαν κι άλλοι δεν τον θαύμαζαν γι' αυτόν κυρίως τον λόγο.
Στη Μόσχα, ένας από εκείνους που έθεταν στην κυκλοφορία διάφορα ανέκδοτα για την κυβέρνηση και το σοβιετικό σύστημα , είχε καταρτίσει ένα Πολιτικό Γραφείο της τέχνης και των γραμμάτων, τους είχε όλους σ' ένα πανό με τις φωτογραφίες τους, τον Ελυάρ τον έβαζε τρίτον, μετά τον Πικασό, και πρώτο γραμματέα είχε τον Αρμένιο ζωγράφο Ναλμπαντιάν που φιλοτεχνούσε τα πορτραίτα των μελών του σοβιετικού Πολιτικού Γραφείου.
Όταν ο Ελυάρ ήρθε στην Αθήνα το 1945, τον προσφώνησαν ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης. Ο Σικελιανός είχε αρχίσει την ομιλία του με μια εντυπωσιακή φράση, που τη θυμάμαι κι εγώ, όπως, φαντάζομαι, κι άλλοι που συνέβη τότε να την ακούσουν ή να τη διαβάσουν: " Παύλε Ελυάρ " του βροντοφώναξε κι ακολούθησε μια διαβεβαίωση πως οι δυο χώρες είναι ομογάλακτες, εβύζαξαν, είπε ο Σικελιανός, από το ίδιο βυζί το γάλα της ελευθερίας.
Κάτι τέτοια μένουν και τα θυμάσαι. Έχω κρατήσει την λεπτομέρεια , μαζί με την απορία πώς η μεγαλοστομία, ακόμα και για όσους σαν ποιητικό τρόπο την είχαν ξεπεράσει, μπορούσε να σκορπά ενθουσιασμό, επειδή συγκινεί πολιτικά. Είχε σημασία βέβαια ότι μιλούσε ο Σικελιανός, που τις λέξεις του δεν τις έλεγε μόνο, αλλά μία μία τις γιόρταζε μ' όλη του την ποιητική και ανθρώπινη ειλικρίνεια (αλλιώς θα ήταν, αν τα έλεγε αυτά ο ταχυδακτυλουργός Καζαντζάκης)...
Το επόμενο ταξίδι του Ελυάρ στην Ελλάδα μάς βρήκε στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου, την άνοιξη του 1949. Ήρθε στο Γράμμο, μαζί με άλλους δυο συμπατριώτες του, που έχω τώρα ξεχάσει τα ονόματά τους, αλλά τους θυμάμαι καλά και τους δύο, τη φυσιογνωμία τους. Ο ένας ήταν ζωγράφος και θύμιζε πολύ τον Λουί Ζουβέ κι ο άλλος δημοσιογράφος, πρόεδρος μιας διεθνούς δημοσιογραφικής οργάνωσης, μεγαλόσωμος, ευτραφής, μάλλον Γερμανός στην εμφάνιση σαν τον Χέλμουθ Κολ, παρά Γαλάτης. Υπήρχε και τέταρτο μέλος της αντιπροσωπείας, ο σοσιαλιστής Υβ Φαρζ, αυτός στον Γράμμο δεν ήρθε, επισκέφθηκε μόνο το Βίτσι, έπειτα μάθαμε ότι έκανε ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση και σκοτώθηκε σ' ένα ατύχημα στον Καύκασο , πηγαίνοντας να επισκεφθεί το χωριό που γεννήθηκε ο Στάλιν. Απορώ που ακόμα δεν έτυχε κάπου να διαβάσω ότι τον παρέσυρε εκεί κάτω και τον σκότωσε κι αυτόν ο ίδιος ο Στάλιν.
Ο Ελυάρ μού άφησε την εντύπωση ενός γερασμένου ανθρώπου που δεν ήταν γέρος από τα χρόνια, αλλά από έναν δικό του λόγο, από μια ατονία πρακτική, ζωική, ένα γέρασμα όχι όπως γερνούν πρόωρα οι άνθρωποι που κακοπάθανε, αλλά επειδή καθόλου δεν κακοπάθανε, δηλαδή από την τρυφηλή τους ζωή, μακριά από τον ήλιο κι από χειρωνακτική πράξη που δοκιμάζει, σφίγγει το κορμί και σκληραγωγεί όλο τον χαρακτήρα, σωματικό και ψυχικό. Έτσι είπα εγώ τότε. Αργότερα διάβασα μερικά πράγματα και είδα τι του είχε συμβεί τότε με το θάνατο της γυναίκας του, είδα από τι δικές του δοκιμασίες έβγαινε` και το ταξίδι εκείνο σ' εμάς πρέπει να ήταν μια έξοδος, ένα δικό του ρεσάλτο...Κοιτάζω τώρα τις χρονολογίες και βλέπω πως ήταν μόλις 53 χρονών. Ίσως τον είδα έτσι κι από το περιβάλλον, τον πόλεμο και το βουνό, που έβγαζαν απάνω κι ετόνιζαν κάποιες αντιθέσεις, πάντως έμεινε αυτό σαν μια απορία, σε σχέση κυρίως με το αγωνιστικό πνεύμα που τον ξέραμε τόσο μαχητικό και στους ποιητικούς και στους άλλους αγώνες.
Την τελευταία μέρα τον φέραμε στο τυπογραφείο. Ο Παναγιώτης ο Περδίκης, που ήταν διευθυντής, ο ραδιοτηλεγραφητής και ειδησεογράφος ΄Αραχθος και τρίτος ο γράφων τού δώσαμε να πάρει μαζί του κι ένα χαιρετιστήριο που το στοιχειοθέτησαν και το τύπωσαν γρήγορα τα παιδιά. Τον πήγαμε στο αμπρί που ήταν το τυπογραφείο, χαιρετίστηκαν με τα παιδιά και φωτογραφίστηκαν, πόσες φορές από τότε - με πόσες αφορμές - έχω θυμηθεί μια φράση του, ενώ έμπαινε στο αμπρί και είδε μέσα τις κάσες, το σκοτάδι, τα μικρά λαμπιόνια που καίγαν από πάνω, τους στοιχειοθέτες, στην άκρη τον πιεστή Γιορίκα, ένα πολύ νέο δυνατό παιδί που είχε σταθεί προσοχή δίπλα στο μηχάνημα σαν να παρουσίαζε όπλο: " Όλοι οι τυπογράφοι του κόσμου παντού οι ίδιοι ". Το γράφω άλλη μια φορά . Καταπληκτική παρατήρηση.
...Και να τώρα εδώ στο Παρίσι, σ' αυτό το σπίτι, δύο και πλέον δεκαετίες μετά, πλάι στην εκκλησία του Άη Διονύση, που θα έλεγε κι αυτός ο Σεφέρης, σ' έναν τοίχο στο βάθος ο Ελυάρ μπροστά στο αμπρί με τους τυπογράφους μας κάτω από τα έλατα στις ψηλές κορφές εκείνης της θρυλικής εποχής.
Πήγαινα τότε δεύτερη φορά στο Παρίσι, ύστερα από τις πανωλεθρίες. Για χρόνια είχαμε χάσει τις επαφές μ' εκείνον τον κόσμο. Τα οπτικά εντυπώματα, τα ακούσματα, οι συνήθειες της ζωής ήταν πια εντελώς άλλες, τα παλιά τα λησμονήσαμε κάθετα και σχεδόν για πάντα. Κι αν ακόμα ήταν κάπου κι αυτά, είχαν πια μαραθεί σαν ξεριζωμένα. Και τώρα, σ' αυτή την άλλη πόλη, στο κάθε βήμα ένα βαθύ ταρακούνημα, εκπληκτικές αναμνήσεις, διαδοχικά σοκ.
Αυτό όμως εκείνη την ημέρα, να παρουσιαστούν τόσο ξαφνικά μπροστά μου αυτά τα παιδιά, αυτές οι μνήμες, ήταν τόσο απροσδόκητο, τόσο συγκλονιστικό.
Βλέπω εκεί τον Αντρέα τον Παπαχρήστου, τον γέρο Μπάμπα, τον Νιόνιο, τον Γιορίκα, τον Γιάννη τον Γκόγκο, θεόρατο Μακεδόνα, τον ψηλότερο απ' όλους, τη Θωμαή, τη Βανθούλα...
Τίποτε δεν χάνεται στον κόσμο, ενώ κι από ένα τίποτα γίνονται κάποτε τα πιο εκπληκτικά πράγματα. Μαρμάρωσαν μπροστά στον τοίχο. Τα τελευταία δωμάτια ήταν αφιερωμένα στον ίδιο τον Ελυάρ, είχαν περάσει είκοσι χρόνια από το θάνατό του, η έκθεση μάλλον ήταν γι' αυτό. Έδειχναν το γραφείο του, τις πολυθρόνες του, τα βιβλία του, τα χειρόγραφά του, διάφορα άλλα αντικείμενα κι ενθυμήματα, πίνακες, έντυπα και φωτογραφίες που τεκμηρίωναν το διάγραμμα της ζωής.
Κοιτάζω τον Αντρέα. Αυτόν καθώς είδε ο Ελυάρ, το μαύρο του ρούχο, το μαύρο του δέρμα, το μαύρο του μαλλί, τα μαύρα έξυπνα λαμπερά του μάτια, του ήρθε η ωραία του σκέψη για τους τυπογράφους του κόσμου.
Τυπογράφος είχε γεννηθεί ο Αντρέας, όπως οι άλλοι στα μέρη του γεννιούνται χτίστες και αρτοποιοί. Αρχιτέκτονες στη Μουργκάνα, έπειτα στο Γράμμο, έπειτα και στην Τασκένδη, όλο το χρονικό εκείνης της τυπογραφίας το στοιχειοθέτησε και το σελιδοποίησε αυτός με το χέρι του, αρχιεργάτης από εκείνους που, γνωρίζοντας τη δουλειά τους, έχοντας έρωτα μαζί της, δεν δέχονται μύγα στο σπαθί τους ακόμα και εδώ στο αμπρί, για να βγει το φυλλάδιο με τις γραμμές στη θέση τους, σε διαρκή πόλεμο εναντίον εκείνων που τα μυστικά δεν τα ξέρουν ή τα ξέρουν αλλιώς και, κατά την άποψη του Αντρέα, κακώς[...]
Στέκομαι τώρα εδώ μπροστά στον τοίχο και κοιτάζω τον Αντρέα και κρίμα που δεν ήταν κι ο Βασίλης τότε μαζί μας. Να τον έχουμε τώρα κι αυτόν εδώ , από το άλλο μέρος, με τον Ελυάρ στη μέση, σαν ένα άλλο χρώμα να τους τονίζει. Τον δημοσιογράφο, τον τυπογράφο, δεξιά κι αριστερά του ποιητή, τι ανάμνηση θα' ταν κι αυτή από τον πόλεμο, από κείνον τον δικό μας πόλεμο...
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν Α. Η γραμμή της ζωής , Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
Στις 18 Νοεμβρίου 1952 σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του μεγάλου Γάλλου ποιητή Πωλ Ελυάρ
Για τον πολύ κόσμο, στη φήμη του Ελυάρ μετρούσε και η ιδιότητά του ως μέλους του Κομμουνιστικού κόμματος. Για αρκετούς μετρούσε μόνο αυτή. Είχε μαγνητιστεί και το δικό του όνομα από αυτές τις δυνάμεις. Κι όπως συνέβαινε με τόσους άλλους επώνυμους ανά τον κόσμο, άλλοι τον θαύμαζαν κι άλλοι δεν τον θαύμαζαν γι' αυτόν κυρίως τον λόγο.
Στη Μόσχα, ένας από εκείνους που έθεταν στην κυκλοφορία διάφορα ανέκδοτα για την κυβέρνηση και το σοβιετικό σύστημα , είχε καταρτίσει ένα Πολιτικό Γραφείο της τέχνης και των γραμμάτων, τους είχε όλους σ' ένα πανό με τις φωτογραφίες τους, τον Ελυάρ τον έβαζε τρίτον, μετά τον Πικασό, και πρώτο γραμματέα είχε τον Αρμένιο ζωγράφο Ναλμπαντιάν που φιλοτεχνούσε τα πορτραίτα των μελών του σοβιετικού Πολιτικού Γραφείου.
Όταν ο Ελυάρ ήρθε στην Αθήνα το 1945, τον προσφώνησαν ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης. Ο Σικελιανός είχε αρχίσει την ομιλία του με μια εντυπωσιακή φράση, που τη θυμάμαι κι εγώ, όπως, φαντάζομαι, κι άλλοι που συνέβη τότε να την ακούσουν ή να τη διαβάσουν: " Παύλε Ελυάρ " του βροντοφώναξε κι ακολούθησε μια διαβεβαίωση πως οι δυο χώρες είναι ομογάλακτες, εβύζαξαν, είπε ο Σικελιανός, από το ίδιο βυζί το γάλα της ελευθερίας.
Κάτι τέτοια μένουν και τα θυμάσαι. Έχω κρατήσει την λεπτομέρεια , μαζί με την απορία πώς η μεγαλοστομία, ακόμα και για όσους σαν ποιητικό τρόπο την είχαν ξεπεράσει, μπορούσε να σκορπά ενθουσιασμό, επειδή συγκινεί πολιτικά. Είχε σημασία βέβαια ότι μιλούσε ο Σικελιανός, που τις λέξεις του δεν τις έλεγε μόνο, αλλά μία μία τις γιόρταζε μ' όλη του την ποιητική και ανθρώπινη ειλικρίνεια (αλλιώς θα ήταν, αν τα έλεγε αυτά ο ταχυδακτυλουργός Καζαντζάκης)...
Το επόμενο ταξίδι του Ελυάρ στην Ελλάδα μάς βρήκε στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου, την άνοιξη του 1949. Ήρθε στο Γράμμο, μαζί με άλλους δυο συμπατριώτες του, που έχω τώρα ξεχάσει τα ονόματά τους, αλλά τους θυμάμαι καλά και τους δύο, τη φυσιογνωμία τους. Ο ένας ήταν ζωγράφος και θύμιζε πολύ τον Λουί Ζουβέ κι ο άλλος δημοσιογράφος, πρόεδρος μιας διεθνούς δημοσιογραφικής οργάνωσης, μεγαλόσωμος, ευτραφής, μάλλον Γερμανός στην εμφάνιση σαν τον Χέλμουθ Κολ, παρά Γαλάτης. Υπήρχε και τέταρτο μέλος της αντιπροσωπείας, ο σοσιαλιστής Υβ Φαρζ, αυτός στον Γράμμο δεν ήρθε, επισκέφθηκε μόνο το Βίτσι, έπειτα μάθαμε ότι έκανε ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση και σκοτώθηκε σ' ένα ατύχημα στον Καύκασο , πηγαίνοντας να επισκεφθεί το χωριό που γεννήθηκε ο Στάλιν. Απορώ που ακόμα δεν έτυχε κάπου να διαβάσω ότι τον παρέσυρε εκεί κάτω και τον σκότωσε κι αυτόν ο ίδιος ο Στάλιν.
Ο Ελυάρ μού άφησε την εντύπωση ενός γερασμένου ανθρώπου που δεν ήταν γέρος από τα χρόνια, αλλά από έναν δικό του λόγο, από μια ατονία πρακτική, ζωική, ένα γέρασμα όχι όπως γερνούν πρόωρα οι άνθρωποι που κακοπάθανε, αλλά επειδή καθόλου δεν κακοπάθανε, δηλαδή από την τρυφηλή τους ζωή, μακριά από τον ήλιο κι από χειρωνακτική πράξη που δοκιμάζει, σφίγγει το κορμί και σκληραγωγεί όλο τον χαρακτήρα, σωματικό και ψυχικό. Έτσι είπα εγώ τότε. Αργότερα διάβασα μερικά πράγματα και είδα τι του είχε συμβεί τότε με το θάνατο της γυναίκας του, είδα από τι δικές του δοκιμασίες έβγαινε` και το ταξίδι εκείνο σ' εμάς πρέπει να ήταν μια έξοδος, ένα δικό του ρεσάλτο...Κοιτάζω τώρα τις χρονολογίες και βλέπω πως ήταν μόλις 53 χρονών. Ίσως τον είδα έτσι κι από το περιβάλλον, τον πόλεμο και το βουνό, που έβγαζαν απάνω κι ετόνιζαν κάποιες αντιθέσεις, πάντως έμεινε αυτό σαν μια απορία, σε σχέση κυρίως με το αγωνιστικό πνεύμα που τον ξέραμε τόσο μαχητικό και στους ποιητικούς και στους άλλους αγώνες.
Ο Πώλ Ελυάρ στο Γράμμο με στολή αντάρτη
Τον πήγαμε παντού, όπου ήταν δυνατόν να δει πώς γινόταν αυτός ο πόλεμος. Του δώσαμε να βάλει κι ένα δίκωχο, του πέρασαν στο χέρι κι έναν τηλεβόα και τον φωτογράφισαν οι δικοί μας φωτογράφοι να μιλάει απέναντι στους φαντάρους για τη συναδέλφωση.Την τελευταία μέρα τον φέραμε στο τυπογραφείο. Ο Παναγιώτης ο Περδίκης, που ήταν διευθυντής, ο ραδιοτηλεγραφητής και ειδησεογράφος ΄Αραχθος και τρίτος ο γράφων τού δώσαμε να πάρει μαζί του κι ένα χαιρετιστήριο που το στοιχειοθέτησαν και το τύπωσαν γρήγορα τα παιδιά. Τον πήγαμε στο αμπρί που ήταν το τυπογραφείο, χαιρετίστηκαν με τα παιδιά και φωτογραφίστηκαν, πόσες φορές από τότε - με πόσες αφορμές - έχω θυμηθεί μια φράση του, ενώ έμπαινε στο αμπρί και είδε μέσα τις κάσες, το σκοτάδι, τα μικρά λαμπιόνια που καίγαν από πάνω, τους στοιχειοθέτες, στην άκρη τον πιεστή Γιορίκα, ένα πολύ νέο δυνατό παιδί που είχε σταθεί προσοχή δίπλα στο μηχάνημα σαν να παρουσίαζε όπλο: " Όλοι οι τυπογράφοι του κόσμου παντού οι ίδιοι ". Το γράφω άλλη μια φορά . Καταπληκτική παρατήρηση.
...Και να τώρα εδώ στο Παρίσι, σ' αυτό το σπίτι, δύο και πλέον δεκαετίες μετά, πλάι στην εκκλησία του Άη Διονύση, που θα έλεγε κι αυτός ο Σεφέρης, σ' έναν τοίχο στο βάθος ο Ελυάρ μπροστά στο αμπρί με τους τυπογράφους μας κάτω από τα έλατα στις ψηλές κορφές εκείνης της θρυλικής εποχής.
Πήγαινα τότε δεύτερη φορά στο Παρίσι, ύστερα από τις πανωλεθρίες. Για χρόνια είχαμε χάσει τις επαφές μ' εκείνον τον κόσμο. Τα οπτικά εντυπώματα, τα ακούσματα, οι συνήθειες της ζωής ήταν πια εντελώς άλλες, τα παλιά τα λησμονήσαμε κάθετα και σχεδόν για πάντα. Κι αν ακόμα ήταν κάπου κι αυτά, είχαν πια μαραθεί σαν ξεριζωμένα. Και τώρα, σ' αυτή την άλλη πόλη, στο κάθε βήμα ένα βαθύ ταρακούνημα, εκπληκτικές αναμνήσεις, διαδοχικά σοκ.
Αυτό όμως εκείνη την ημέρα, να παρουσιαστούν τόσο ξαφνικά μπροστά μου αυτά τα παιδιά, αυτές οι μνήμες, ήταν τόσο απροσδόκητο, τόσο συγκλονιστικό.
Βλέπω εκεί τον Αντρέα τον Παπαχρήστου, τον γέρο Μπάμπα, τον Νιόνιο, τον Γιορίκα, τον Γιάννη τον Γκόγκο, θεόρατο Μακεδόνα, τον ψηλότερο απ' όλους, τη Θωμαή, τη Βανθούλα...
Τίποτε δεν χάνεται στον κόσμο, ενώ κι από ένα τίποτα γίνονται κάποτε τα πιο εκπληκτικά πράγματα. Μαρμάρωσαν μπροστά στον τοίχο. Τα τελευταία δωμάτια ήταν αφιερωμένα στον ίδιο τον Ελυάρ, είχαν περάσει είκοσι χρόνια από το θάνατό του, η έκθεση μάλλον ήταν γι' αυτό. Έδειχναν το γραφείο του, τις πολυθρόνες του, τα βιβλία του, τα χειρόγραφά του, διάφορα άλλα αντικείμενα κι ενθυμήματα, πίνακες, έντυπα και φωτογραφίες που τεκμηρίωναν το διάγραμμα της ζωής.
Κοιτάζω τον Αντρέα. Αυτόν καθώς είδε ο Ελυάρ, το μαύρο του ρούχο, το μαύρο του δέρμα, το μαύρο του μαλλί, τα μαύρα έξυπνα λαμπερά του μάτια, του ήρθε η ωραία του σκέψη για τους τυπογράφους του κόσμου.
Τυπογράφος είχε γεννηθεί ο Αντρέας, όπως οι άλλοι στα μέρη του γεννιούνται χτίστες και αρτοποιοί. Αρχιτέκτονες στη Μουργκάνα, έπειτα στο Γράμμο, έπειτα και στην Τασκένδη, όλο το χρονικό εκείνης της τυπογραφίας το στοιχειοθέτησε και το σελιδοποίησε αυτός με το χέρι του, αρχιεργάτης από εκείνους που, γνωρίζοντας τη δουλειά τους, έχοντας έρωτα μαζί της, δεν δέχονται μύγα στο σπαθί τους ακόμα και εδώ στο αμπρί, για να βγει το φυλλάδιο με τις γραμμές στη θέση τους, σε διαρκή πόλεμο εναντίον εκείνων που τα μυστικά δεν τα ξέρουν ή τα ξέρουν αλλιώς και, κατά την άποψη του Αντρέα, κακώς[...]
Στέκομαι τώρα εδώ μπροστά στον τοίχο και κοιτάζω τον Αντρέα και κρίμα που δεν ήταν κι ο Βασίλης τότε μαζί μας. Να τον έχουμε τώρα κι αυτόν εδώ , από το άλλο μέρος, με τον Ελυάρ στη μέση, σαν ένα άλλο χρώμα να τους τονίζει. Τον δημοσιογράφο, τον τυπογράφο, δεξιά κι αριστερά του ποιητή, τι ανάμνηση θα' ταν κι αυτή από τον πόλεμο, από κείνον τον δικό μας πόλεμο...
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν Α. Η γραμμή της ζωής , Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
Στις 18 Νοεμβρίου 1952 σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του μεγάλου Γάλλου ποιητή Πωλ Ελυάρ
Απροσπέλαστος
ΑπάντησηΔιαγραφήΚανένας στόχος δεν αποσπά
Τον ταξιδιώτη που ‘ναι τρυπημένος από βέλη
Τον ταξιδιώτη που ‘ναι ακούραστος.
(1940 – Το ανοιχτό βιβλίο Ι)