Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Η θερμοκρασία μιας χαρτοπετσέτας

Το πιο αξιοζήλευτο πράγμα στη ζωή μού φαίνεται πια ότι είναι τα δάκρυα της συμπόνιας. Η Νάντια επιπλέον όπου παρουσιαζόταν σκόρπιζε αφειδώλευτα και το γέλιο της. Περιέθαλπε μια κατάκοιτη ηλικιωμένη γυναίκα στην πολυκατοικία που έμενα και αραιά και πού καθάριζε και το διαμέρισμά μου. Μόλις έμπαινα το μεσημέρι μύριζα φρέσκιες , ωραίες μυρουδιές και μου φαινόταν ότι έμπαινα σε καινούργιο σπίτι. Στη δουλειά της ήταν άνεμος και δεν έστριβε τα μάτια που λένε. Την χαρακτήριζε δε - όπως και γενικότερα - η ορμή. Βέβαια εξ αυτού είχαμε και καμιά απώλεια σε κάτι σπασμένο.
Όταν έμπαινα την έβρισκα να τελειώνει το σιδέρωμα. Σιδέρωνε και τραγουδούσε ρώσικα τραγούδια. Πριν πάει στη γιαγιά της , όπως αποκαλούσε την γριούλα, καθόμασταν λίγο να κουβεντιάσουμε και μου διάβαζε απ' το μπλοκάκι της τα τελευταία λόγια που αντέγραψε απ' τα ημερολόγια τοίχου.
" Όταν λέγεις την αλήθεια, έχεις τον Θεό βοήθεια", " Απ' την πατρίδα πιο γλυκό δεν βλέπω άλλο στον κόσμο. Θεογνής".
Αγαπημένο της θέμα συζητήσεως ήταν η γριούλα.
" Τι κάνει η γιαγιά Νάντια;"
Ζωήρευε, έλαμπαν τα μάτια της.
" Αχ η καημένη η γιαγιά μου δεν έχει πια το μυαλό της" μου έλεγε. " Δεν γνωρίζει ούτε την κόρη της". Η κόρη της ήταν μια ολιγόλογη , σοβαρή γυναίκα. Απάλλασσε την Νάντια τα Σαββατοκύριακα αν και δεν το ήθελε όπως μου είπε κάποτε. Όχι για να αποφύγει το μικρό αυτό μερίδιο αλλά γιατί η μητέρα της αποζητούσε τη Νάντια. Διέκρινα κάποια αχνή πικρία σ' αυτά τα λόγια της.
Η Νάντια λοιπόν μου έλεγε τι φαγητό τής έκανε, με ποιο τέχνασμα την τάισε, πώς την μπανιάρισε σαν να ήταν μωρό.
" Σαν μικρό παιδάκι είναι πια η γιαγιά μου" έλεγε.
Μου πριέγραφε καμιά αφελή κουτοπονηριά της και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Πιο πολύ απ' τα δάκρυά της μου έκαναν εντύπωση τα ολόκαρδα γέλια της για την γριούλα που διασκέδαζε μαζί της.
Ποιος ξέρει υπέθετα ποια αγαπημένη της γιαγιάάφησε πίσω στο ποτάμι του Ντον απ' όπου είχε έρθει. Ή ίσως να ήταν το αντιγύρισμα σε αγάπη μιας εξαιρετικά ευγνώμονος φύσης. 'Αλλες φορές σκεφτόμουν ότι επικεντρωνόταν σε μια δυστυχία μεγαλύτερη απ' τη δική της για να ανακουφιστεί. Είχε αφήσει στην Ρωσία δύο παιδιά που είχε να τα δει εφτά χρόνια.
Συνηθισμένος να βλέπω ότι στη χώρα μας οι ηλικιωμένοι ήταν σε μια δυσμενή σκιά, κρυμμένοι, περίπου ανύπαρκτοι, μου έκανε σφοδρή εντύπωση αυτή η φανερή αγάπη της και προσπαθούσα να την εξηγήσω.
Αυτή η μοναχούλα σε μια αγριεμένη θάλασσα ξενιτιάς να συμμερίζεται βαθύτατα μια ξένη γι' αυτήν ηλικιωμένη.
Άλλες φορές σκεφτόμουν πως αυτή η γριούλα δεν αντιπροσώπευε καμιά απολύτως απειλή για την Νάντια. Δεν είχε πια εθνικότητα, ούτε ιδέες ούτε φιλοδοξίες. Δεν ήταν μάχιμη και κυρίως δεν είχε το βλέμμα των μαχίμων που, είμαι σίγουρος, πάμπολλες φορές θα είχε αντιμετωπίσει η Νάντια.
Μια φορά μού διηγήθηκε γελώντας μια πικρή εμπειρία της. Περίμενε στην σειρά σ' ένα σούπερ μάρκετ και μια γυναίκα τής λέει απρόσμενα καταπρόσωπο.
" Εσύ είσαι ρωσίδα έτσι;"
" Ναι".
" Αμέσως το κατάλαβα" της είπε θριαμβευτικά.
" Σας διαβάζω σαν ανοιχτό βιβλίο. Να η κυρία πίσω σου είναι ελληνίδα. Έτσι δεν είναι κυρία μου;"
Πάντως η Νάντια προς τιμήν της μου έδωσε να καταλάβω ότι αυτοί που άκουσαν αυτά τα λόγια δυσφόρησαν. Και να πεις ότι ήταν καμιά απ' τις ρωσίδες που στερεοτυπικώς έχουμε στο μυαλό μας` μια κοινή , κοινότατη γυναίκα ήταν. Έβλεπα κιόλας την φροντίδα της να προσελκύει τα λιγότερα δυνατόν βλέμματα με το ντύσιμό της, τις ελάχιστες έξω απ' το σπίτι κινήσεις της, το βάδισμά της κολλητά σχεδόν  στους τοίχους.
Ένιωθα να την αδικώ όμως που έψαχνα τις αιτίες της αγάπης της. Γιατί δεν ήταν τα λόγια που έλεγε για την γιαγιά της. Ήταν ο ήχος της φωνής της που έβγαινε απ' τα φυλλοκάρδια της. Φύτρωσε απλώς η αγάπη της σαν το κλαράκι που φυτρώνει στη μέση ενός συμπαγούς τοίχου.
Η γριούλα χειροτέρεψε , χρειάστηκε να μπει στο νοσοκομείο και έτσι χάσαμε την Νάντια. Ήταν πια μέρα νύχτα πλάι στην γιαγιά της.
Πέθανε και πήγα στην κηδεία της. Τα παιδιά της μπροστά σε βαρύ πένθος χαμένα στις σκέψεις τους. Πιο πίσω οι συγγενείς και οι λιγοστοί γνωστοί. Και πίσω μια ντυμένη στα μαύρα μοναχική σκυμμένη φιγούρα - η Νάντια - να κλαίει κρυφά για να μην ενοχλήσει.
Αρκετές φορές έκτοτε την είδα να πηγαίνει στο νεκροταφείο με λουλούδια.
Μετά από καιρό συνάντησα στην είσοδο της πολυκατοικίας την κόρη της.
" Έχω την αίσθηση " της λέω " πως η Νάντια αγαπούσε πολύ την μητέρα σας."
" Περίμενε λίγο " μου λέει.
Ανέβηκε στο διαμέρισμά της και μου έφερε έναν φάκελο. Είχε μέσα μια χαρτοπετσέτα προσεχτικά διπλωμένη όπου η Νάντια είχε γράψει τα εξής.
" Σήμερα η γιαγιά ήτανε καλύτερα, δηλαδή χαμηλό πυρετό, αυτό είναι βασικό, ανοιχτή μάτια της και καταλαβαίνει πιο πολύ, μου φαίνεται πρόσωπό της μαρέση, ζονδονό
Δόξε του Θεού".
" Πήγα μια μέρα να την απαλλάξω" μου λέει " στο νοσοκομείο και βλέπω στο καλαθάκι με τα σκουπίδια αυτήν την χαρτοπετσέτα. Σαν να οδήγησε το χέρι μου μια μυστική δύναμη την πήρα. Ναι την αγαπούσε πολύ. Είμαι ευγνώμων που η μάνα μου πέρασε τις τελευταίες μέρες της ζωής της μ' αυτήν την γυναίκα".
Χάθηκε έκτοτε η Νάντια. Την πήρα κάνα δυο φορές στο κινητό της, δεν ίσχυε πια. Παραδόξως ούτε η κόρη της εκλιπούσης κράτησε επαφή.
Τα περσινά Χριστούγεννα είχα πάει στην θάλασσα στον Άλιμο κάτι που κάνω συχνά. Κάπως μου φαίνεται ότι βλέπω τη θάλασσα της πατρίδας μου. Απ' την αμμουδιά - σαν να μεσολαβεί μια μυστήρια μόνωση - η λεωφόρος και οι πολυκατοικίες είναι αχνές και σαν  να είναι κάπου στο βάθος.
Φαίνεται ότι αυτό το ουδέτερο , ειρηνικό μέρος είναι ο ιμάντας που τις συνδέει με την πατρίδα τους - κάπου πέρα απ' τα κύματα - και για πολλές ρωσίδες.
Αυτήν την μέρα κάθονταν στην άμμο, στη βάση του πυργίσκου των ναυαγοσωστών μια μεγάλη παρέα και τσιμπολογούσαν, έπιναν, τραγουδούσαν.
Δίπλα, παραδίπλα, ήταν διάφοροι μοναχικοί ή το πολύ πολύ κάνα ζευγάρι. Ήταν και κάτι χειμερινοί κολυμβητές κι αυτοί μ' έναν τρόπο ξενιτεμένοι, καραβοτσακισμένοι. Οι λίγοι ντόπιοι που ήμασταν είχαμε στραμμένο το αυτί μας στα τραγούδια τους. Τέτοια αξιοζήλευτη συντροφικότητα σκέφτηκα μόνον η ξενιτιά χαρίζει. Πώς ποθούσα να ήμουν μέλος της παρέας τους.
Περπάτησα αδιάφορα προς αυτές έκανα πως χάζευα άλλα πράγματα και έκατσα στην αμμουδιά ακριβώς στο όριο της διακριτικότητος.
Εκείνη την ημέρα, έλεγαν πολύ νοσταλγικά τραγούδια. Είχαν σκύψει τα κεφάλια κόντευε η μικρή ομήγυρις να γίνει ένα σώμα. Ποιος ξέρει ποιες κυνηγημένες απ' το χρόνο χριστουγεννιάτικες νύχτες πάσχιζαν να προφτάσουν.
Καίτοι είχε ήλιο ξαφνικά μου φάνηκε ότι ήμουν σε πυκνόμαυρο, χιονισμένο δάσος και η θάλασσα εμπρός μας ήταν απέραντα , θερισμένα χωράφια.



Σωτήρης Δημητρίου, Τα ζύγια του προσώπου. Διηγήματα. Πατάκης, Αθήνα 2009


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου