Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης

 Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας και Πηνελόπη
...Πώς τα ξέχασα! Κρίμα! Μα μήπως είχα τα συλλοϊκά μου; Όταν σήμερα το πρωί τα είδα ξαφνικά μπροστά μου, πολύ στεναχωρέθηκα!...
Χτες, μόλις έφυγε, γύρισα βαρυόθυμη στο παλάτι κ' έδωσα διαταγή να κλείσουνε τα παντζούρια της κάμαράς μου: πόρτες και παράθυρα. Να πάρουν από το μπαλκόνι κι από τα πρεβάζια τις γλάστρες με τα γεράνια και τους βασιλικούς. Να σκεπάσουνε τους καθρέφτες με τούλι. Να διώξουνε και το Φήμιο - δε μας χρειάζονται πια τραγούδια. Να μάσουνε και τα σκυλιά και να τα στείλουν όξω στον Έβμαιο, στο βράχο του Κόρακα με τις αγριαπιδιές, κοντά στην Αρεθούσα. Όλα βουβά και σκοτεινά κι ανάνθιστα γύρω μου και μέσα μου. Να μη βλέπω, να μην ακούω τον κόσμο. Να στοχάζομαι μονάχα τον καλό μου. Και τον εαφτό μου.
Έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι κ' έσφιξα τις φούχτες μου στα μάτια, που γεμίσανε σπίθες και χρώματα. Πώς θά θελα να κλάψω! Μα κρατιέμαι, μην κοκκινίσουνε τα μάτια μου και χαλάσει το δέρμα μου - τόσο βελούδινο που τ' αγγίζω με το χέρι μου και μου φαίνεται το χέρι ξένο.
Μα σήμερα την αυγή μόλις χώθηκαν από τις χαραμάδες των παντζουριών οι πρώτες αχτίδες του Φοίβου, σα χρυσές βελόνες στο κρέας, πήγανε και καρφώθηκαν ίσα πάνου σ' αυτά. Και γύρισα και τα είδα. Τα κέρατα!...
Αλαφήσια, παντοδύναμα, κάθε κλαρί και πήχη. Έλεγα να του τα πάω ρεγάλο και θυμητικό στο καράβι ναν τα φοράει στη μάχη και στο χορό - στη μάχη: να τρομάζει τους οχτρούς` και στο χορό: να με ζηλέβουν οι άλλες! Κανένας δε θά χε μεγαλύτερα. Και τώρα θα φοράει ο Μενέλαος, θα φοράει κι ο Αγαμέμνονας, θα φοράνε κι όλ' οι γενναίοι βασιλιάδες, που σέβονται τον εαφτό τους. Και κείνος μονάχα δε θα φοράει ! Θα λένε, πως εγώ φταίω. Πάω να σκάσω. Ας τον ελεήσουν οι μεγάλοι θεοί κι ας του δανείσουν ο Δίας τα δικά του ( τα κριαρήσια) κι ο Διόνυσος τα δικά του (τα ταυρήσια).
Θα τ' αφήσω κει που βρίσκονται. Πάνου απ' το εικονοστάσι, όπου φυλάνε  τα στεφάνια τους μέσα σε παφιλένιες θήκες οι γυναίκες του λαού. Κι όντας θα κάνω την προσεφκή μου στους θεούς, τη μισή θα τήνε μοιράζονται τα κέρατα.
Θα τα μαλαματώσω, για να του τα χαρίσω, σα γυρίσει!

Είναι τρίτη μέρα, που μένω κλεισμένη στο σκοτάδι και στη σιωπή. Χωρίς θροφή, χωρίς πιοτό. Νιώθω μια γλυκιά ξαλάφρωση κι όρεξη να τανύεμαι. Βουίζουνε λιγάκι τ' αφτιά μου κι αραιώνουν οι χτύποι της καρδιάς μου, μα πληθαίνει μέσα μου η μουσική των νόμων της Πλάσης!
Ακούω την πιστή μου την Εβρύκλεια να χτυπάει την πόρτα και να κλαίει. Δεν ανοίγω. Ακούω και το γέρο Λαέρτη να τήνε ρωτάει τι έχω, μα δεν ακούει τι του απαντάνε. Είναι κουφός.
Μονάχη. Κ' επί τέλους ΕΓΩ. Είμουνα βασίλισσα, μα δεν είμουν πάρεξ η σκιά του. Αρραβωνιασμένη, νιόνυφη, μάνα ( μάνα στους τρεις μήνες ), ζούσα μέσα στη φούχτα του σαν ένα χόρτο, που φύτρωσε κάτου από μια πέτρα και μεγαλώνει δίχως ήλιο και δίχως αέρα μένοντας άσπρο παντοτινά.
Τώρα συνηθίσανε τα μάτια μου στο σκοτάδι και βλέπω τα πάντα καθαρά στην αληθινή τους ουσία, χωρίς το εμπόδιο του φωτός. Είμαι λέφτερη!
Με πήρε παιδάκι από τη μάνα μου. Όντας με ξεμονάχιασε στον κήπο και με ρώτησε με βραχνιασμένη φωνή: " Θέλεις; " σκέπασα το κεφάλι μου με το πέπλο και πνίγηκα στο κλάμα. Στον τόπο που πέσανε τα δάκρυα μου, φύτρωσε την άλλη μέρα τ' άγαλμα της Αιδώς.

Είμουν άμαθη του κόσμου, μα πολύ ωραία. Κι όσο και νάταν άγουρο το κορμί μου, παραείταν ώριμ' η φαντασία μου. Και πλαστουργούσε κόσμους εξαίσιους, καλύτερους από της Φύσης. Όντας, χειμώνα καλοκαίρι, λουζόμουνα στον Εβρώτα, πίσου από τα ψηλά τα καλάμια, μου φωνάζανε σαστισμένες οι φιλενάδες μου: " Εσύ δεν είσαι γυναίκα! Είσαι αγόρι"!
Είταν έτσι εφηβικό το σώμα μου, που, σαν εσήκωνα τα χέρια , μού χανότανε το στήθος. Σαν και τώρα. Όλη  λαστιχένια και σβέλτη σαν τη γουστέρα και σαν τη νυφίτσα. Κι όντας ξαπλωνόμουνα στην αμμουδιά για να λιαστώ και δίπλα μου η ξαδέρφη μου το Λενιό, πώς με ζήλεβε! Αφτή. Κεινής το σώμα κάτασπρο κι αφράτο, πλούσια δεμένο, στρογγυλό κι αράθυμο και βαρύ - σώμ' ανατολίτισσας σουλτάνας. ( Τώρα με τα χρόνια, με τις γέννες και με τους έρωτες θα βάρυνε περισσότερο). Το δικό μου λιγνό και σκούρο. Κεινής τα μαλλιά κατάξανθα σαν το ψιλό το μετάξι. Τα δικά μου κατάμαβρα πηχτά σάμπως  σκαλισμένα στον αμπανό` μου σφίγγανε το κεφάλι μέσα στ' αστραφτερό τους σκοτάδι, καθώς τα κάρβουνα τη θράκα. Κείνη φαινότανε μεγαλύτερη παρ' όσο είτανε` κ' εγώ μικρότερη. Ύλη το Λενιό. Πνέμα το Πηνελοπάκι.

Τότες δεν την έπαιρνα στα σοβαρά. Δεν το φανταζόμουνα, πως μια μέρα τούτ' η χήνα ( "η κόρη του Κύκνου ") θα γέμιζε την Ελλάδα κι ούλον τον κόσμο με τ' όνομά της και με τις μπομπές της. Και πως θα τρέχανε στην άκρα της γης τόσοι βασιλιάδες και παληκάρια να σκοτωθούνε για δάφτη. Την είπανε την ομορφότερη γυναίκα που στάθηκε στους αιώνες. Την κάνανε σύμβολο κ' ιδέα. Τιμή της Ελλάδας! Τυχερή γυναίκα!...Αν μ' έκλεβε και μένα κάποιος, θ' άναβε και για λόγου μου πόλεμος σκληρότερος ανάμεσα στους δύο κόσμους: Ανατολή και Δύση. Και θα γινόμουνα κ' εγώ μεγαλύτερο σύμβολο κ΄ιδέα και τιμή. Μα δεν τήνε θέλω τέτια τιμή. Θα γίνω κ' εγώ κορυφή, πολύ ψηλότερη. Αποθέωση της γυναικείας φρονιμάδας και πίστης.

Κάνω μια σκέψη: Αν ο Πάρης άξαφνα περνούσε πρώτ' από το Θιάκι πριχού σκαλώσει στη Σπάρτη, θα κλεβ' εμένα κι όχι την Ελένη. Κι αν ο γιος του Πρίαμου δε δυσκολέφτηκε να διαλέξει την ομορφότερη από τις τρεις θεές της Ομορφιάς και να της δώσει το χρυσόμηλο, πολύ λιγότερο θα δυσκολεβότανε να διαλέξει κι από μας τις δυο την ομορφότερην - Εμένα!
Έτσι το λέω. Δεν τήνε θέλω τέτια νίκη. Εγώ μπορώ να κάνω το κακό, μα δεν το κάνω. Κείνη δε μπορεί και το κάνει. Αδύνατη θέληση κι αδύναμο μυαλό. Γι' αυτό κι αδίσταχτη. Κι ας χαλάσει ο κόσμος. Και χάλασε!
Μου πήρε τον άντρα μου στο λαιμό της !

Σήμερα δε βάσταξα. Και πάλι πρωί πρωί κλάματα πίσου από την πόρτα μου. Η Εβρύκλεια κι ο Τηλέμαχος. " Γιατί δεν ανοίγεις; Γιατί δεν τρως; Θα πεθάνεις! Εμάς καλά, μη μας συλλογιέσαι. Μα το λαό Σου; Πώς θα τον αφήσεις ορφανό;...", έσκουζ' η παραμάνα.
Άνοιξα. Κι όλο το φως του κόσμου έπεσε απάνου μου σα βράχος. Τα μάτια μου δεν βλέπανε τίποτα. Άκουα μονάχα την Εβρύκλεια να κλαίει από χαρά. Ο Τηλέμαχος τρόμαξε και του κόπηκε η λαλιά.
Έτριψα τα μάτια μου και τίναξα τα μαλλιά μου να φύγουν οι μαβροσκότειν' ήσκιοι που τα γεμίζανε. Κι ανάσανα βαθιά το φως, το χρώμα και την απεραντοσύνη.
Πήρα το δίσκο με το γάλα, το φρέσκο βούτυρο και τις φράουλες. Φτάνει τόσο πένθος και χηρεία. έχω καθήκοντα στην πατρίδα! Να κυβερνήσω γερά. Κι άμα γυρίσει Εκείνος, να το ξανάβρει το βασίλειο πιο νοικοκυρεμένο και καλύτερο...

Τούτ' η σκοτούρα μ'έκανε να κλειστώ τρεις μέρες. Και τούτ' η συλλογή μ' έτρωγε και με πονοκεφαλούσε. Ένας φόβος. Όχι λύπη!...Περισσότερο θυμός. Έλεγα να μην το πω. Από περηφάνεια. Μα δε βαστάω. Εμένα δε με κοίταξε, δε μου μίλησε, δε με φίλησε την ημέρα πού φεβγε. Μονάχα λίγο πριν ανέβει για πάντα στο καράβι, γύρισε και μου είπε σιγά: " Τη Μυρτώ να προσέχεις! " Μήτε τη γυναίκα του συλλογίστηκε μήτε το παιδί του μήτε τον πατέρα του μήτε το βασίλειο. Παρά μια σκλάβα...(απόσπασμα)

Κώστας Βάρναλης, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης (1193 π.Χ - ;) στο Πεζός Λόγος, Κέδρος 1986.
Ο συγγραφέας προλογίζοντας το Ημερολόγιο γράφει: 
" Το συνειθίζουν μερικοί παλιοί και νεότεροι, μεγάλοι και μικροί κοντυλοφόροι , ν' αποδίδουνε την πατρότητα των έργων τους σ' άλλους πιο φημισμένους ή και μονάχα φανταστικούς συναδέρφους.
Έτσι κ΄εγώ παρουσιάζω σήμερα τα ιστορικά της Πηνελόπης σα γραμμένα από την ίδια τη βασίλισσα της Ιθάκης και της Αρετής - γραμμένα με το χέρι της!
Αλλά τέτια ψιλοζητήματα δεν τα λογαριάζουν οι αγνοί προγονολάτρες και νεοπατριώτες. Αφτοί θα σκίσουνε τα ιμάτια τους φωνάζοντας , πως είμαι πλαστογράφος του θυμητικού της Ιδανικής Γυναίκας και διασύρω προδοτικά ένα "μεγάλο εθνικόν κεφάλαιον" - μια Σκιά!
Αφού λοιπόν οι τέτιοι καλοθελητάδες παίρνουνε για πραγματικότητα το Μύθο, γιατί να μην κάνω κ' εγώ το Μύθο πραγματικότητα; Κι αφού σαν ιστοριογράφοι μεταβάλλουνε την ιστορία  σε μυθολογία, γιατί κ' εγώ, σα φαντασιογράφος, να  μη μεταβάλω τη μυθολογία σε ιστορία;
Έχουνε λοιπόν όλο τους το δίκιο να θυμώσουνε. Μα δε θα μολογήσουνε την αληθινήν αιτία του θυμού τους. Ξέρουνε πως οι πράξες , οι στοχασμοί κι ο βίος της Πηνελόπης είναι φαντασίες. Όμως οι πράξες, οι στοχασμοί κι ο βίος της είναι μέσες άκρες ο βίος, οι στοχασμοί και οι πράξες όλων των Αφεντάδων ( που ζουν εις βάρος των λαών τους) όποιο και νάχουν όνομα κι όποιους καιρούς να μαγαρίζουν. Μπορείς , κύριε, μέσα σε πέντε χρόνια να προδώσεις τέσσερις φορές το λαό σε τέσσερις καταχτητές με το αζημίωτο ! Μα να προδώσεις μια φορά το Μύθο! [...]
Το " Ημερολόγιο " της Πηνελόπης είναι μάλλον εξομολόγηση της Πηνελόπης. Λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Τούτο δείχνει πως δεν είχε σκοπό να το δημοσιέψει: πνεβματική της προσφορά στον ηρωικό πολιτισμό του καιρού της. Αν τώρα το παρουσιάζω στο πολύ κοινό, στον τωρινό λαό μας το πολύ παθό και μαθό, ας με συγχωρέσ' η ιερή σκιά της πολυχρονεμένης μας Κυράς και Δέσποινας!"

  40 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου