Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Τα Χριστούγεννα του Θανάση Μερτίκα



Είχε χρόνια να πατήσει το πόδι του σε πολιτεία.Εδώ και σαρανταπέντε χρόνια, όταν έφυγε από την Ελλάδα και πάτησε τα χώματα της Αμερικής, ξεμπαρκάρισε σε πολιτεία: στη Νέα Υόρκη. Τα πρώτα πέντε χρόνια, γύρισε δέκα μεγάλες πολιτείες, χωρίς να καταφέρει να στεριώσει σε καμιά, χωρίς να δει προκοπή. Ύστερα τράβηξε στο εσωτερικό και χάθηκε. Πεδιάδες ατέλειωτες, πλούσια λιβάδια κι ερημότοποι, που τους ψήνει η κάψα κι η αναβροχιά. Χιλιάδες μίλια σπαρμένα, κι άλλες τόσες άσπαρτες, ανόργωτες απεραντοσύνες, με μονάχα θερεμένους κάκτους, που δε χρειάζουνται νερό, για να προκόψουν.

Τώρα πάλι, ύστερ' από σαράντα χρόνους μεροκάματο σ' απόκοσμες φάρες, ξανάμπαινε σε πολιτεία.

Βέβαια, δεν ήταν ούτε η Νέα Υόρκη, ούτε το Σικάγο, ούτε το Λος Άντζελες. Για τούτη τη μεγάλη χώρα, η πολιτεία που ήρθε ο Θανάσης Μερτίκας λογαριάζεται χωριό, που δεν ξεπερνούσε τις πέντε χιλιάδες ψυχές. Είχε όμως όλα τα γνωρίσματα της μεγάλης πόλης, κι ας ήτανε μικρή. Είχε το " ντραγκ - στορ ", το φαρμακείο δηλαδή, όπου έτρωγε μια ομελέτα, δυο αυγά με μπέικον, ένα σάντουιτς, ένα χέμπουργκερ, δυο λουκάνικα με μουστάρδα, παγωτό βανίλια και κόκα κόλα. Είχε το Γουλσγόρθ, δηλαδή το μαγαζί που πουλούσε ένα σωρό πράματα με πέντε και δέκα σεντς, είχε τον κλασικό τύπο του αμερικάνικου ρεστοράν, την καφετέρια, κι ένα είδος " Ντεπάρμαντ Στορ ", όπου αγοράζεις ό,τι βάλει ο νους σου σε τιμές συμφερτικές: από εσώρουχα ως κοστούμια, γυναικεία φορέμαρα, κι από κατσαρόλες ως κρεβάτια και καναπέδες σαλονιού.

Κείνο που έκανε όμως το Θανάση Μερτίκα να κοιτάει παράξενα, ήταν τα σπίτια τα πολύπατα, κολλημένα το ένα δίπλα στ' άλλο, κι οι δρόμοι, όπου σαν μυρμηγκιά κόχλαζε η ζωή: άντρες, γυναίκες , παιδιά` άσπροι, μαύροι, αυτοκίνητα, ποδήλατα - όλα βούιζαν, έτρεχαν, χάνονταν και ξαναγύριζαν!...Απορούσε κι ο ίδιος κι αναρωτιόνταν αν θα το πίστευε κανείς πως άνθρωπος σαραπέντε χρόνια στην Αμερική είχε χάσει την εικόνα της πολύβουης ζωής.

Κι όμως αυτό ήταν η αλήθεια. Σαράντα χρόνια ο Θανάσης Μερτίκας είχε ζήσει ανάμεσα ουρανού και γης, στην καρδιά μιας ατελείωτης πεδιάδας του Σάουθ, όπου δεν αντάμωνε άλλους ανθρώπους από τους φαρμαδόρους, που οργώνανε μαζί, που σπέρνανε μαζί, που θερίζανε μαζί και μαζί βόσκανε τα ζωντανά: γελάδια, άλογα και σκυλιά! Εξόν απ' αυτούς, αντάμωνε και τους οδηγούς, που φέρνανε τα φορτηγά και φορτώνανε τα σπαρτά και τα γεννήματα.

Από το μέρος που ήταν η φάρμα που δούλευε, ως την πιο γειτονικιά φάρμα, χρειάζόταν πέντε γερές ώρες τρέξιμο αλόγου.

Η αλλαγή όμως, που είναι, φαίνεται, τόσο χρειαζούμενη στον άνθρωπο, είχε πολύ φτωχό περιεχόμενο στη ζωή της φάρμας. Αντίς για βοτάνισμα, τον ρίχνανε κάμποσους μήνες να καθαρίζει και ν' αρμέγει τα ζωντανά ή να νοιάζεται τα δέντρα. Άμα τον βάζανε στα δέντρα, ήτανε η γιορτινή του μέρα. Δέντρα που ήτανε τώρα θεόρατα, τα'χε εδώ και χρόνια φυτέψει με το χέρι του και τα' χε αναστήσει, καθώς ανασταίνει ο άνθρωπος ένα ζωνατνό πλάσμα, το παιδί του. Κι έβρισκε απόλαψη και χαρά, άμα στην κάψα του καλοκαιριού του Σάουθ καθόταν και ξαπόσταινε κάτω από τις φυλλωσιές και τον καρπό ενού δέντρου, που είχε δω και χρόνια φυτέψει , και κλαδέψει, και ποτίσει, κι αναστήσει. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να μιλήσει για τα δέντρα, όσο και όπως ο Θανάσης Μερτίκας, γιατί κανένας δεν είχε κάμει τα δέντρα φαμίλια του και ζωή του.

Και το'χε πάρει απόφαση να πεθάνει στον ίσκιο μιας ροδακινιάς. Στο νου του δεν έβαζε να φύγει από κει. Είχε φυτέψει ακόμα και κυπαρίσσια, που, καθώς έλεγε ο Γουίλλιαμ Όκονορ, ο αφέντηες της φάρμας, του μοιάζανε. Γιατί , στ' αλήθεια, ο Θανάσης Μερτίκας ήταν ψηλός δυο μέτρα, και λιγνός και δυνατός σαν κυπαρίσσι, που δεν έλεγε να λυγίσει, όσο κι αν το δέρνανε οι μπόρες και τα δρολάπια, που κινούσανε από τον κόρφο του Μεξικού κι αφάνιζαν σπαρτά, δέντρα, σπίτια κι ανθρώπους. Σαν κυπαρίσσι λιγνός, ξερακιανός, με κατάλευκα μαλλιά κι ένα ποντερό μακρύ γένι, που φύτρωνε σαν ψεύτικο κάτω από το σαγόνι του. Ήταν κιόλας εβδομηνταδύο χρόνων αλύγιστο κούτσουρο μέσα στην πράσινη απεραντοσύνη του Σάουθ. Κι όμως , τον καιρό που περίμενε το ήσυχο τέλος του κάτω από τη ροδακινιά, ένας φόνος μέσα στη φάρμα έφερε αυτόν , μαζί με όλους τους φαρμαδόρους και τους μεροκαματιάρηδες, στη μικρή πολιτεία , που γίνονταν η ανάκριση και η δίκη.

Έτυχε να' ναι μέσα του  Δεκέμβρη κι εξόν από τ' άλλα παράξενα, που είχε η μικρή πολιτεία, ήταν και ο στολισμός της για τα Χριστούγεννα, και τ' αναρίθμητα στολισμένα δέντρα, κατάφορτα με χρυσωμένα καρύδια, κι απίδια, και μήλα, και πολύχρωμα χάρτινα αστέρια και φώτα. Τα κοίταζε στις βιτρίνες των μαγαζιών, στα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών, και τα χάζευε στους δρόμους. Γιατί και στους δρόμους , και στις πλατείες, και στο σταθμό του σιδερόδρομου, είχαν στήσει πελώρια δέντρα, που μόλις σουρούπωνε φωτίζονταν με χιλιάδες λαμπιόνια, κόκκινα , πράσινα, κίτρινα, μπλου.

Αλλά το πιο σημαντικό περιστατικό , πιο τρανό κι από τον ερχομό του, ύστερ' από σαράντα χρόνια, στην πολιτεία, ήταν η αντάμωσή του με Έλληνες, που είχαν ρεστοράν στη μικρή αυτή πόλη, και σπίτια δικά τους, και φαμελιές με γυναίκα και παιδιά, και κοινότητα, κι εκκλησία. Γιατί σαράντα χρόνια δεν του' χε μιλήσει άνθρωπος ελληνικά, σαράντα χρόνια δεν είχε δει ελληνικό σπίτι, ούτε εκκλησιά, ούτε ράσο.

Κι αναρωτιόνταν αν ήταν προς καλό και όφελός του η ανάσταση του λησμονημένου κόσμου, που ξαναστένονταν μπροστά στα μάτια του, χωρίς αυτός νε το πεθυμήσει. Κι έβλεπε όλα τούτα τα πράματα σαν ποτάμι, που το φούσκωναν οι ρεματικές κατεβασιές του χειμώνα κι αδύνατο ν' αντισταθεί κανέις στο ρέμα του.

Έτσι, αφέθηκε άβουλος και λιγομίλητος να οδηγηθεί στα ελληνικά μαγαζιά, στα σπίτια, και, ξημερώματα Χριστούγεννα, στην εκκλησιά.

Όσο και να' κρυψε με την επίμονη σιωπή του την ιστορία του ο Θανάσης Μερτίκας, όλοι υποψιάζονταν πως τούτος ο ερημίτης του Σάουθ ήταν ένας άνθρωπος που άξιζε την έγνοια τους και, πιότερο, την περιέργειά τους.

Νωρίς ξημερώματα βρέθηκε στην εκκλησιά. Σαράντα χρόνια είχε να πατήσει σε νάρθηκα να δει τέμπλο, εικονίσματα, μανουάλια, πολυέλαιο, καντήλια, αγιοτράπεζα, και παπά ντυμένον το φελόνι του. Σαράντα χρόνια είχε ν' ακούσει το βραχνό , σουρτό ψαλσιμο του ψάλτη, ν' ακούσει ευαγγέλιο, άγια, να δει επιτρόπους να γυρίζουνε  το δίσκο για βοήθεια της εκκλησίας...

Στη φάρμα, αριά και πού ερχότανε ένας επισκοπιλιανός πάστορας, έτρωγε με το γέρο - Γουίλλιαμ, κι έφευγε. Τίποτα περισσσότερο. Και τώρα, καθώς άκουγε βραχνά και σουρτά το:

Η Παρθένος σήμερον
τον υπερούσιον τίκτει
και Βηθλεέμ το σπήλαιον...

ένιωθε ένα σωρό πράματα ν' αναδεύουνε μέσα του. Σαν κάτι ν' ανατάραζε τα σωθικά του. Μολονότι η σιωπή του τον τύλιγε με μυστήριο, που κέντριζε τη φαντασία του κόσμου, η έκφρασή του μαρτυρούσε πολλά, καθώς έβλεπε πότε τον παπά , πότε τον ψάλτη, πότε το εκκλησίασμα.

Από το στασίδι, που τον είχαν τοποθετήσει χάρη στα χρόνια του, άνοιγε διάπλατα τα μάτια , άμα έβλεπε γέρους, που είχαν σαν κια υτόν σαράντα και πενήντα χρόνια στην Αμερική, και είχαν καταφέρει πράματα που αυτός ξαστόχησε: να θεμελιώσουνε δουλειές δικές τους, να χτίσουν σπίτια, να σκαρώσουνε φαμελιές και παιδιά, να παντρέψουνε κορίτσια και να τριγυρίζουνται από εγγόνια. Τ, διάβολο, διαφορετικό είχαν αυτοί απ' αυτόν; Αναρωτιόταν κι απορούσε, κι αναθεμάτιζε το φονιά, που χάρη στο φονικό του χέρι σουρνόταν τώρα μάρτυρας στα δικαστήρια, άνθρωπος που είχε ξεχάσει τους ανθρώπους και είχε φιλιωθεί με τα ζώα, τα δέντρα, τα σπαρτά και τα γεννήματα.

Για τούτο  έκλεισε τα μάτια, ακούμπησε το κεφάλι σαν να προσευχόταν στις δυο απαλάμες κι αφέθηκε να πλανηθεί σ' όσα είχε απολησμονήσει...

Ο Θανάσης Μερτίκας ήταν δεν ήταν εικοσιεφτά χρονών, άμα αποφάσισε να ταξιδέψει στο Νέο Κόσμο. Του' χε βάλει την ιδέα ένας συχωριανός του ταξιδεμένος, ο Παναγιώτης ο Τράκας, προς παρηγόρησή του, άμα έβλεπε τα σεκλέτια να φαρμακώνουν τη ζωή του. Ολοκάθαρα βούιζαν στ' αυτιά του τα λόγια του:

- Να φύγεις, του' λεγε. Το Μερκοβούνι δεν έχει ψωμί για σένανε.

- Κι εγώ το νιώθω...ψιθύριζε συλλογισμένος ο Μερτίκας. Θα πάω στην Τροπολιτσά!

Όξω φρενώ ο Τράκας διαμαρτυρόταν:

- Τι να κάνεις, μωρέ χαζέ, στην Τροπολιτσά; Μπακαλόγατος να γίνεις, στο μπακάλικο του Μανωλόπουλου; Ούτε χαΐρι, ούτε προκοπή θα δεις!. Κάτσε τότες στο Μερκοβούνι! Ένα κρίθινο ξεροκόμματο θα το' χεις...

- Αναρωτιέμαι και γι' αυτό, κούνησε θλιμμένα το κεφάλι ο Μερτίκας. Το χωράφι το ξέρεις. Δέκα στρέμματα όλα κι όλα, που πρέπει να ταΐσουνε τη Μαριγώ, τα δυο παιδιά, τη χήρα την αδερφή μου, και μένανε. Χρυσάφι να τα σπείρω, δεν το βγάζουνε το καρβέλι..Λέω, λοιπόν, να πάω να δουλέψω στην Τροπολιτσά, να λείψει το δικό μου το στόμα, κι η Μαριγώ να τα φέρνει  βόλτα με το χωράφι. Κι αν τα φέρει ο Θεός δεξιά και ξελασπώσω στην πολιτεία, να φέρω μια μέρα και τους αποδέλοιπους και να σπρώξω τα παιδιά μου στα γράμματα, γιατί η γης δεν έχει προκοπή...Τι θα φάνε τα δόλια, άμα μεγαλώσουνε, και τα δέκα στρέμματα χρειαστεί να θρέψουνε τρεις φαμελιές, αντίς για μια;...

- Η Τροπολιτσά δεν έχει ψωμί!...

- Λες να τραβήξω για την Αθήνα;...

Ο Παναγιώτης ο Τράκας τον κοίταξε ειρωνικά, και του ' πε:

- Μα πού ζεις του λόγου σου; Δεν ανοίγεις τα μάτια σου να δεις πως όλοι φεύγουνε για την Αμερική; Εκεί, βρε Θανάση, πάνε απ' ολούθε και πλουταίνουνε, και γυρνάνε με χρυσάφι, με δολάρια, και ασφαλίζουν όχι μονάχα τα παιδιά τους, αλλά και τα παιδιά των παιδιών τους, κι αντίς να πάνε αυτοί στην Αθήνα έρχεται σ' αυτούς η Αθήνα!...Μπήκες;

Το υπερωκεάνιο " Θεμιστοκλής"
Κουβέντα στην κουβέντα, ο Θανάσης τ' αποφασισε. Έδωκε του Παναγιώτη του Τράκα πεντακόσιες δραχμές που είχε όλες κι όλες, για να κανονίσει τα εισιτήρια με το "Θεμιστοκλή", αποχαιρέτισε τη γυναίκα του, την αδερφή του, σφιχταγκάλιασε τα δυο παιδιά του, τον Αντώνη και το Δημητρό , έκαμε το σταυρό του κι έφυγε για τον Περαία μαζί με τον Τράκα, που τον συνόδεψε τάχα ως την Αθήνα, για να του δίνει κουράγιο κι ορμήνιες, στ' αλήθεια όμως για να ταξιδέψει με λεφτά του Θανάση στην Αθήνα, όπου πάσκιζε να καλυτερέψει την τύχη του.

Άμα αποχαιρέταγε τον Παναγιώτη τον Τράκα στο μουράγιο, του' πε:

- Είσαι σίγουρος , μωρέ Παναγιώτη, πως θ' αλλάξει η τύχη μου;

- Ακόμα το ρωτάς;

- Αν δεν είναι τρέλα τούτο που κάνω, θα' ναι ευλογία Θεού.

- Και βέβαια είναι, είπε ο Παναγιώτης.

- Συλλογάμαι όμως, είπε κοντοστέκοντας ο Θανάσης , πως εξόν από τσάπα, δεν ξέρω καμιάν άλλη δουλειά...Και δεν ξέρω και τη γλώσσα...

- Κι αν ήξερες, σε τι θα σ' ωφελούσαν; Μα, βρε χαζοπούλι, δεν κατάλαβες πως δε χρειάζεται να κάνεις καμιά δουλειά; Φτάνει να ξέρεις να σκύβεις , για να μαζεύεις τα δολάρια! Θα βαρεθείς να μαζεύεις! Τόσο είναι σπάταλα σκορπισμένα στο δρόμο...Αυτή είναι η Αμερική.

- Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί...είπε ο Θανάσης Μερτίκας και μπαρκάρησε.

Στ' αμπάρια του " Θεμιστοκλή" ήτανε στοιβαγμένοι διακόσιοι μετανάστες . Βρώμαγε ο τόπος από τα χνώτα και τ' άπλυτα ποδάρια, και σκυλοβρωμούσε το σκόρδο που το μασούσανε αδιάκοπα οι περισσότεροι, για τις αρρώστιες, τάχα, του νερού, και ρέβονταν κάθε λίγο και λιγάκι.

Ο Θανάσης, εξόν ένα σακί κρίθινα παξιμάδια, που του' χε τοιμάσει η Μαριγώ, κι ένα τουλουμάκι τυρί κι ελιές, δεν είχε τίποτ' άλλο μαζί του. Είχε λίγα λεφτά , λίγα φαγώσιμα και λιγότερα λόγια.

Όσο κι αν οι ελπίδες φούντωναν μέσα του, η καρδιά του ήταν βαριά. Για να λιγοστέψει τον πόνο του χωρισμού, που κατάτρωγε τη Μαριγώ, άπλωσε μπροστά της το χρυσάφι , που θ' απόθετε στα πόδια της, άμα θα γυρνούσε , και της ζωγράφισε μια ονειρεμένη ζωή, αρχοντικιά και ξέγνοιαστη, γι' αυτή και τα παιδιά της. " Εφτά δούλες θα σου ' χω, Μαριγώ, και σ' ασημένιο φλιτζάνι θα ρουφάς τον καφέ σου! Και θα δεις το Δημητρό και τον Αντώνη σωστά αρχοντόπουλα! ".

Τούτο το όνειρο γλύκανε κάπως το φαρμάκι το φαρμάκι του χωρισμού...

Δε μιλούσε, λοιπόν, μέσα στ' αμπάρι , αλλά χαιρόταν , άμα άκουγε τους διπλανούς του να ιστοράνε τα παραμυθένια  πλούτια της Αμερικής, τους θησαυρούς, που βρήκαν ένα σωρό άνθρωποι, σκάβοντας δυο πιθαμές στη γης, μέσα στο σπίτι που κάθονταν. Μιλούσαν ακόμα για τους χρυσούς κάμπους της, τα χρυσά λιβάδια, τα φρούτα, που κρέμονταν από τα δέντρα και σάπιζαν. Τόσο πολλά ήταν, που οι άνθρωποι δεν πρόφταιναν να τα μαζεύουν! Και ιστορούσανε περιστατικά και ανθρώπους, μ' ονόματα και χρονολογίες, που θησαυρίσανε με το τίποτε.

- Φαίνεται, έλεγε ο Λιοντοκανάκος, ο επιλεγόμενος Χάρος ( τόσο ήτανε κακομούτσουνος!) πως πριν φάνε ο Αδάμ και η Εύα το ξινόμηλο, στην Αμερική ήταν ο παράδεισος!

Και, για να κεντρίσει τη φαντασία τους, πρόσθετε πάντα:

- Και γυναίκες, μάτσο! Κάτι κορίτσαροι σαν τα κρύα τα νερά!...Μάνα μου! Μπουκιά και σχώριο!...Γυναίκες με τ' όνομα! Πρόσχαρες , καλόβολες και ψυχικάρες!...

Κι αφού σώπαιναν κάμποσο όλοι, κι άφηναν τη φαντασία τους ξαναμμένη να χαϊδέψει και να τρυγήσει τούτα τα χυτά ολόγυμνα γυναικεία κορμιά, ο Λιοντοκανάκος πρόσθετε:

- Και ψοφάνε για μετανάστες!...Απαρατάνε τους ντόπιους για τους μετανάστες!...Τους περιμένουνε στα μουράγια...Λυσάνε για μετανάστη!...

Του Θανάση Μερτίκα του' ρχόταν αναγούλα όσο τ' άκουγε. Και τα λέγανε κάθε ώρα και κάθε μέρα, ως τη στιγμή που πλέυρισε ο " Θεμιστοκλής" στα μουράγια του Χάτσον.

Ο Θανάσης Μερτίκας συλλογιόταν τη Μαριγώ. Ήταν ακόμα εικοσιπέντε χρονώ θεριοκοπέλα. Την άφησε να παλεύει τις μέρες και να ζει την ξεραΐλα της άναντρης νύχτας. Όσο ζούσανε μαζί, και μ' ένα ξεροκόμματο να δειπνούσανε, χαιρόντουσαν στο στρώμα τις χαρές και τις γλύκες της νύχτας.

Την είχε γνωρίσει στο μεγάλο χωριό, το Μπασάκο, μόλις είχε γυρίσει από τον κακότυχο πόλεμο του '97. Αυτός ο πόλεμος τον είχε κάμει σκεφτικό και του' χε σκοτώσει τις ελπίδες. Άμα, στρατιώτης , ξεμπαρκάρησε στην Αγια- Μαρίνα, όπου μαζευόταν ο ελληνικός στρατός, για ν' αντικρίσει τους Τούρκους, είχε ακούσει ένα σωρό πράματα , που θρέψανε την πιο τρανή ελπίδα μέσα του. Χωριάτης αυτός, ονειρευόταν πλούσια χωράφια, που τα πότιζαν ποταμίσια νερά, και ζωντανά, και λιβάδια...Το καταλάβαινε πως ήτανε καιρός να ξαποστάσει στο Μερκοβούνι, και να δει στο καινούριο σπίτι του σοδειές: χρονικά τις ελιές, το λάδι του, το στάρι, το κρασί...

Ύστερα όμως...Μια βοϊδάμαξα τον είχε ξεβράσει στον Αρμυρό, τσακισμένον κουρελιασμένον, πεινασμένον, και, το πιο σημαντικό, άδειον!...Αναρωτιόταν κι απορούσε, γιατί γίνηκε όλη εκείνη η φασαρία, γιατί τα φουσκωμένα λόγια, το ξεσήκωμα, κι ύστερα πάλι το Μερκοβούνι, φτωχό, βυθισμένο στη λάσπη, και ο ύπνος κάτω από την ξερολιθιά;...

Ο Θεός τον είχε στείλει στο Μπασάκο να κουβαλήσει κριθάρι και κει ν’ αντικρίσει τη Μαριγώ: ορφανή, θεόφτωχη, με προίκα της την τιμιότητα και την πλούσια καρδιά. Θυμόταν πως κοιτάχτηκαν για πρώτη φορά, άμα της ζήτησε νερό να ξεδιψάσει. Και την άλλη αυγή, που ξεκίνησε για το Μερκοβούνι, χωρίς να το σκεφτεί, άδραξε το χέρι της, καθώς την αντάμωσε στο κατώφλι της πόρτας της, να σκουπίζει τις καβαλίνες της κατσίκας...Κι αντίς να βιαστεί να γυρίσει, έτσι, χωρίς πολλή συλλογή, κοντοστάθηκε, μπήκε και κουβέντιασε της θειας της της Κωνσταντινιάς, και σε δέκα μέρες την έφερνε νύφη στο πατρικό του.

Είχε ξεχάσει τον πόλεμο , την Αγια – Μαρίνα, τα όνειρα, το φευγιό, το κουρέλιασμα των ρούχων και της ψυχής, τον Αρμυρό, και το Μερκοβούνι και το Μπασόκο του φαίνονταν στολίδια του ουρανού. Αγαπούσε!...

- Μπορείς να σκύβεις;

- Μπορώ...

- Αυτή είν’ όλη η δουλειά  που θα κάνεις στην Αμερική! Θα σκύβεις να μαζεύεις δολάρια, ώσπου να βαρεθεί η ψυχή σου και να χορτάσει το μάτι σου!...

Αυτά ήταν τα λόγια του Τράκα, που περισσότερο από κάθε άλλο βούιζαν στ’ αυτιά του, όταν φουντάρισε ο « Θεμιστοκλής» στην προβλήτα των σαράντα δρόμων, στη δυτική όχτη του Χάτσον...

Ήταν πια καιρός να φτάσουνε, να πάψει να κουνιέται και να μυρίζεται τη μπόχα του αμπαριού. Το μυαλό του ήταν ζαλισμένο...

Μόλις πάτησε το πόδι του στο μουράγιο, ένα πρασινωπό χαρτί τράβηξε την προσοχή του. Το κοίταξε , το ξανακοίταξε, παρατήρησε τα σκέδια, την εικόνα ενού ανθρώπου και τον αριθμό πέντε. Δε γελιότανε. Ήταν χαρτονόμισμα, ήτανε πεντοδόλαρο! Έτσι , μόλις ξεμπαρκάρισε, πριν καλά καλά πατήσει το ποδάρι του στη γη, η Αμερική του’ δειχνε το μήνυμα της δουλειάς, καθώς του την είχε περιγράψει ο Τράκας: να σκύβει και να μαζεύει δολάρια! Έσκυψε λοιπόν και το μάζεψε. Το’ φερε κοντά στα μάτια του, το κοίταξε από τη μια μεριά, το ξέτασε από την άλλη, κι άμα σιγουρεύτηκε πως ήταν πεντοδόλαρο , μ’ ένα παράξενο γέλιο το’ σκισε στα τέσσερα και το πέταξε στη θάλασσα.

- Άι στο διάολο! είπε. Ακόμα δεν πάτησα το ποδάρι μου, ακόμα δεν είδα τον τόπο, και θ’ αρχίσω να δουλεύω; Έχουμε καιρό...Και χαρούμενος προχώρησε. Δεν τον είχε γελάσει ο Τράκας!...

Έπλενε πιάτα σε μια μικρή καφετέρια, που είχε ένας Μοραΐτης από τη Βυτίνα. Κατοσταριές πιάτα! Έπιανε δουλειά από τα μαύρα ξημερώματα και σταματούσε μονάχα για να πλαγιάσει, να κοιμηθεί σ’ ένα πατάρι . Κι όλ’ αυτά, για δυο πιάτα φαΐ κι ογδόντα σεντς τη μέρα! Έπρεπε να δουλεύει δέκα μέρες, να πλύνει χιλιάδες πιάτα, φλιτζάνια, και τεντζερέδες, για να βγάλει ένα πεντοδόλαρο. Κι όσο συλλογιόταν πως έσκισε το πρώτο πεντοδόλαρο, που βρέθηκε μπροστά του, πήγαινε να σαλέψει το μυαλό του. Έξι μήνες τώρα , άμα περπατούσε σε δρόμο, είχε καρφωμένα τα μάτια του καταγής, έτοιμος να σκύψει. Αλλά τίποτε δεν του’ φερνε η τύχη. Λες και κείνο που’ χε σκίσει ήταν το μοναδικό πεντοδόλαρο του τόπου!..

- Ανάθεμα σε, Παναγή Τράκα! Ανάθεμά σε, Θεομπαίχτη!...ψιθύρισε, κι έπλενε πιάτα.


- Τα πιάτα δεν είναι δουλειά, καλόπαιδι, δεν έχουνε ψωμί!...του’ πε ένας πατριώτης, που ήταν εργολάβος στις γραμμές.

- Και ποια είναι δουλειά, πατριώτη;

- Οι γραμμές, αδελφέ μου, οι γραμμές!.. Δυο δολάρια μεροκάματο, φαΐ που να μην το χωρεί το στομάχι σου, και καθαρός αγέρας. Απλοχωριά!

Ο Θανάσης Μερτίκας άρχισε να το σκέφτεται. Είχε βαρεθεί τις δουλειές στα μαγαζιά. Καμιά προκοπή δεν έβλεπε. Δούλεψε δυο χρόνια στη Νέα Υόρκη, στο Ντητρόιτ, στο Σικάγο – όλοι του τάζαν πως στο καινούριο μαγαζί θα’ βλεπε προκοπή , κι όλο τα ίδια και τα ίδια. Στο Ντητρόιτ δούλεψε και σε ένα σιδεράδικο, μ’ ένα δολάριο τη μέρα. Δε βάσταξε όμως κι έπεσε ένα μήνα στο στρώμα, χωρίς να’ χει άνθρωπο να του δώσει ένα ποτήρι νερό. Δυο χρονώ μέρες, ούτε ένα δολάριο στο δρόμο του να σκύψει να το μαζέψει! « Ανάθεμά σε , Παναγή Τράκα!...» ψιθύριζε, και δούλευε...

Στη γυναίκα του είχε γράψει δυο γράμματα όλα κι όλα. Το πρώτο, το’ γραψε  μόλις έφτασε και της ιστορούσε την ιστορία του πεντοδόλαρου – κι ήταν ένα γράμμα όλο σιγουριά κι ελπίδες. Τ’ άλλο, ύστερ’ από ένα χρόνο, που της τα’ λεγε μασημένα. Πού να της γράψει πως όσα της είχε ιστορήσει για θησαυρούς ήτανε χαζοκουβέντες.

Κείνη πάλι του’ γραφε να φυλάγεται, να μην ξοδιάζεται  και ν’ αποφασίσει να γυρίσει . « Τι τους θες, του’ γραφε, τους θησαυρούς; Όσα μάζωξες δυο χρόνια τώρα, μας φτάνουν και περσεύουν.Πάρε όσο βιος έχεις μαζώξεις και γύρισε, γιατί δεν τόνε βαστάω άλλο το χωρισμό!» Χαμογελούσε πικρά... « Το βιος του»... « Που είχε μαζώξει»! Ποτές δεν ήτανε τόσο φτωχός όσο τότες. Αλλά ντρεπότανε να το μολογήσει. Φοβόταν πως θα ξέπεφτε στα μάτια της, άλλοι να ιστοράνε θησαυρούς κι αυτός να γυρίσει με μπαλωμένο βρακί, για να οργώνει πάλι το χωράφι στο Μερκοβούνι.

Βέβαια, οι πατριώτες που αντάμωνε , κι ήταν από καιρό σ’ αυτή τη χώρα, δε μιλούσαν διόλου, καθώς ο Λιοντοκανάκος στ’ αμπάρι του « Θεμιστοκλή». Κάθε άλλο. Λέγανε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Μολογούσαν το πόσο σκληρός είν’ αυτός ο τόπος, αλλά ζούσανε και με την ελπίδα μιας ευκαιρίας. Μ’ αυτή ζούσε και ο Θανάσης Μερτίκας, μ’ αυτήν και με το όνειρο του γυρισμού, που, χωρίς να το καταλαβαίνει, στάθηκε το πιο μεγάλο ‘ μπόδιο στην προκοπή του. Πέντε χρόνια γύρισε δέκα πολιτείες, δούλευε από μαγαζί σε μαγαζί, και το μόνο που’ χε καταφέρει ήταν να ζει – που πάει να πει: να μην πεθάνει!...

Στις γραμμές, τα πράματα ήταν, παρ’ όλα τα ταξίματα, πιο σκληρά και πιο άγρια...Σε κάτι παράγκες τους έδερνε η κάψα του καλοκαιριού κι η παγωνιά του χειμώνα. Η δουλειά τσάκιζε κόκαλα. Κάθε μέρα, πάνω κάτω, θάφτανε κι έναν πατριώτη. Όλ’ η γραμμή σπαρμένη κόκαλά Ρωμιών!

Μια νύχτα, Δεκέμβρη πάλι, τσακισμένος από τη δουλειά, είδε τον εργολάβο να δέρνει μ’ ένα ματσούκι αλύπητα ένα δεκαεξάχρονο παιδί. Το παιδί δεν άντεχε, είχε πάθει εντερικά, κι αυτός ο Αγαρηνός, δεν του’ δινε τρόπο να γυρίσει σε κάτι συγγενείς του στο Σικάγο. Ήταν από της Στεμνίτσα κι ήθελε να γυρίσει πίσω.

Το παιδί, άρρωστο και τσακισμένο από το ξύλο, ήρθε και σωριάστηκε στην παράγκα και το’ καιγε η θέρμη όλη  τη νύχτα. Τρία μερόνυχτα ψηνόταν και παραμιλούσε. Τη μέρα δεν το νοιαζόταν κανείς, παρά μόνο τη νύχτα ο Θανάσης Μερτίκας του’ δινε μια σταλιά ζουμί και τ’ απόθετε δροσερό νερό στο κεφάλι. Το παιδί την Τρίτη μέρα ‘ νειρευόταν πως είχε γίνει καλογεροπαίδι στη Μονή του Προδρόμου, στην πατρίδα του, και μιλούσε με τον ηγούμενο, με τους αγίους και με τον Πρόδρομο! Ο Θανάσης σταυροκοπιόταν και προσευχόταν.

Παραμονή Χριστούγεννα, αργά μετά τα μεσάνυχτα, το παιδί πέθανε. Γιώργης Σαββόπουλος. Ξημερώνοντας Χριστούγεννα, ο Θανάσης Μερτίκας πήγε στις γραμμές κι έφτιαξε έναν ξύλινο σταυρό. Έγραψε όπως όπως τ’ όνομα του παιδιού: « Γεώργιος Σαββόπουλος, Στεμνιτσιώτης. Πέθανε, ξεμερώνοντας Χριστούγεννα, σε τούτη την ερημιά». Πήρε το σταυρό και πήγε δίπλα σ’ έναν πελώριο κάκτο, και με την τσάπα άνοιξε ένα λάκκο βαθύ. Τυλίξανε το παιδί σε μια μπατανία και όλοι μαζί το θάψανε, ψέλνοντας ό,τι ήξερε ο καθένας.

Ο εργολάβος αυτός που είχε ξυλίσει το παιδί, ένας Καλαματιανός, είπε πως το παιδί είχε να λάβει δυόμισι δολάρια, και μια και δεν είχε συγγενή να τα παραδώσει, τα παράδωκε στο Μερτίκα, να φροντίσει για ένα μνημόσυνο.

Το μεσημέρι, όλοι φάγανε κι ήπιανε, και το στρώσανε στο γλέντι. Ο Μερτίκας, μονάχος, μάζωξε τα ρουχαλάκια του παιδιού και ξάπλωσε ανήμπορος στο στρώμα. Το μυαλό του κείνη τη χρονιάρα μέρα ήτανε στο Μερκοβούνι. Λογάριαζε πως ο Αντώνης κι ο Δημητρός του θα’ τανε τώρα μια χαρά αγόρια...Κι αυτός, μακριά τους, ανήμπορος να τα βοηθήσει, να πράξει όσα είχε τάξει, καταδικασμένος στη στέρηση και το χωρισμό τους...Και η Μαριγώ, πέντε χρόνους τώρα δίχως άντρα, δίχως διαφεντευτή!.. « Ανάθεμά τα για λεφτά!...», συλλογίστηκε, και κοίταξε το άδειο στρώμα του παιδιού, που εδώ και λίγο είχανε θάψει μέσα στην ερημιά, δίπλα σ’ έναν άγριο κάκτο...Το μέρος, όσο κι αν ήταν απέραντο, δεν τον χωρούσε άλλο. Κι η δουλειά, έτσι όπως γινόταν , τον έπνιγε. Ήθελε να φύγει, να κάνει κάτι που να του θυμίζει ό,τι έκανε από γεννησιμιού του στο Μερκοβούνι: να σκάβει τη γης, να οργώνει, να νοιάζεται ζωντανά...Φορτώθηκε το μπόγο του και έφυγε...


Εκεί, στο Σάουθ και προς τα δυτικά, κοντά στα σύνορα του Μέξικου, πήγε και σφηνώθηκε. Πήγε νέος και από φάρμα σε φάρμα, στέριωσε στη φάρμα του Γουίλλιαμ Όκονορ. Τριάντα χρόνια στην ίδια φάρμα! Εκεί  δεν αντάμωσε Ρωμιούς περαστικούς, παρά δυο μονάχα φορές. Ποτέ πια. Σιγά σιγά είχε ξεχάσει και τη γλώσσα του. Τα μίλαγε πια τα ελληνικά δύσκολα και σπασμένα, χωρίς, φυσικά, να μιλάει με τους ανθρώπους, και ήξερε στην εντέλεια να κουβεντιάζει τ’ άλογα, τα γελάδια, τα σκυλιά, τα πουλερικά και τα δέντρα. Είχε φτιάξει έναν κόσμο δικό του και έναν τρόπο για συνεννόηση άγνωστο στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια έζησε με τ’ όνειρο του γυρισμού. Κάποτε όμως αρρώστησε, αρρώστησε βαριά, από πνευμονία, και νόμισε πως ήρθε το τέλος του. Ο νους του γυρνούσε αδιάκοπα γύρω, από τη χλωμή μορφή του παιδιού, που πέθανε στις γραμμές του τρένου.

Μια μαύρη που τον περιποιόταν, καθώς νογούσε, κατάφερε να τον σώσει. Δεν ήξερε αν πρέπει να της χρωστάει χάρη ή να της έχει παράπονο. Το θετικό όμως είναι πως γλίτωσε. Αλλά, άμα σηκώθηκε από το στρώμα , ένιωσε μια σιχαμάρα για τον ίδιο τον εαυτό του. Τα πρώτα χρόνια η Μαριγώ του’ γραφε , με τα κολυβογράμματα που ήξερε, συχνά. Αυτός της έγραφε μια φορά το χρόνο και στα παρακάλια της για γυρισμό και βοήθεια δεν αποκρινόταν ποτέ. Αυτό την έκαμε ύστερ’ από έξι χρόνια να του στείλει μια πικρόχολη γραφή. Τον κατηγορούσε πως πλούτυνε, και πως απαράτησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, για να χαίρεται τον πλούτο άνομα, με παλιογυναίκες! Να μπεκρουλιάζει και να ξοδιάζει άσωτα το βιος του!...Ο Θανάσης Μερτίκας στην αρχή θύμωσε. Έβρισκε άδικες τις κατηγορίες. Αλλά, άμα το καλοσκέφτηκε, βρήκε πως η γυναίκα του είχε δίκιο. Πως έξι χρόνια ερημιάς έφταναν... Και τότες έβαλε στον εαυτό του το ρώτημα. Είχε δικαίωμα να μείνει άλλο στην Αμερική; Μπορούσε όμως και να γυρίσει; Τι θα’ λεγε στη γυναίκα του; Τι θα ιστορούσε στο χωριό; Τι θα της πρόσφερνε ύστερ’ από τόσα χρόνια στέρηση; Ένα κρεβάτι. Κι έπειτα; Θα’ τανε ο δακτυλοδειχτούμενος ανεπρόκοβος άνθρωπος. Έτρεμε πως θα γινόταν μπαίγνιο δικών και ξένων. Και τότες πήρε τη μεγάλη απόφαση . Ύστερ’ από το γράμμα της εκείνο επί εννιά χρόνια δεν είχε στείλει γραφή. Στην αρχή είχε λάβει πέντε έξι γράμματα της Μαριγώς. Ύστερα σώπασε και το Μερκοβούνι, κι έτσι ο ωκεανός που τους χώριζε έγινε πιο μακρύς και πιο βαθύς.

Όσο και να’ ταν φοβερή η απόφαση που πήρε, έβρισκε πως ήταν η πρεπούμενη. Θλιβόταν μόνο που χρειάστηκε δεκαπέντε χρόνια, για να την πάρει. Να πατήσει τα σαρανταδυό, για να καταλάβει πως έπρεπε κατάφατσα ν’ αντικρίσει τη μοίρα. Έβαλε, λοιπόν, τη μαύρη που τον νοσήλεψε κι έγραψε εγγλέζικα. Κάποιον θα’ βρισκε η Μαριγώ στην Τροπολιτσά να της το εξηγήσει. Και το’ στειλε. Κι άμα το’ στειλε, ανάσανε και φύτεψε τη ροδακινιά, που , ύστερ’ από χρόνια, γλύκαινε την ξεκούρασή του με τον ίσκιο της. Ένιωθε πως έκαμε κάτι φοβερό, αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Και για τούτο έμεινε τριάντα χρόνια στη φάρμα του Γουίλιαμ Όκονορ. Δεν είχε πια λόγο ν’ αλλάξει. Ο κόσμος όλος του φαινόταν μικρός. Τόσος όσον αγκάλιαζε το μάτι του. Κι η ροδακινιά του, ο αφαλό της γης...

...Η Παρθένος σήμερον
τον υπερούσιον τίκτει...

Η Χριστουγεννιάτικη λειτουργία ήτανε προς το τέλος. Επί ώρα ο Θανάσης Μερτίκας είχε ταξιδέψει στα περασμένα.

« Τα άγια τοις αγίοις...» έψαλλε ο παπάς.

« Ποια είν’ τα άγια και ποιοι είν’ οι άγιοι;» αναρωτήθηκε ο Μερτίκας, κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του κι είδε το εκκλησίασμα που σχολνούσε.

Ο πρόεδρος της κοινότητας, μαζί με τον παπά, τον κάλεσαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

- Χρονιάρα μέρα δε γίνεται να μείνεις μονάχος, του’ πανε.

Κι όμως, σαράντα χρόνους είχε μείνει ολομόναχος, γιορτάζοντας με ξένους ανθρώπους ξένες γιορτές. Αλλά ήτανε άβουλος και πήγε.

Άμα φτάσανε στο σπίτι του προέδρου , του δώσανε κι έφαγε πράματα, που τα θυμότανε , αλλά που τα’ χε ξεσυνηθίσει: ούζο, τυρί φέτα, ταραμοσαλάτα, ελιές Καλαμών και τυροπιτάκια. Αμίλητος δοκίμασε απ’ όλα. Στο τραπέζι θα κάθισαν ως εικοσιπέντε άνθρωποι , από γέροι ως παιδιά, κι ο παπάς στη μέση, έχοντας δεξιά του τον πρόεδρο κι αριστερά το Θανάση Μερτίκα. Όλοι τους τρώγανε λαίμαργα, μιλούσανε , φωνάζανε, γελούσανε και χειρονομούσαν. Μιλούσανε πολύ για την Ελλάδα και πιότερο για την Καλαμάτα, γιατί όλοι, εξόν από τον Μερτίκα και τον παπά, ήταν Μεσσήνιοι. Ο μόνος που δε μιλούσε, και που έφαγε λίγο γαλόπουλο, ήταν ο Μερτίκας. Αλλά κατά βάθος κανείς δεν το πρόσεχε. Πού και πού, του φώναζαν:

« Φάε γέρο!...» « Κουράγιο γέρο!...» « Πιε γέρο!...»

Και δώσ’ του τ’ αστεία τους και τα γέλια τους!... Νοσταλγούσαν την Ελλάδα, αλλά και την απόφευγαν. Ο πρόεδρος έλεγε πως καλή και άγια η Ελλάδα, αλλά πως η Αμερική ήταν ο « ευρύτερος ορίζοντας».

Να κάτι που δεν κατάλαβε διόλου ο Μερτίκας. Όσο ήτανε στο Μερκοβούνι, ένιωθε τον κόσμο μεγάλον κι απέραντον. Άμα έφυγ’ απ’ το Μερκοβούνι και γύρισε δέκα από τις πιο μεγάλες πολιτείες του κόσμου, ένιωθε ολοκάθαρα που ο κόσμος στένεψε. Μπορεί τα σπίτια να’ ταν πιο πολλά, εκατό φορές πιο μεγάλα και πλούσια, αλλά αυτός είχε γίνει εκατό φορές πιο μικρός και πιο ασήμαντος, ένα κούτσουρο άγονο μέσα σε σκοτεινό δάσος, μια ξεραγκαθιά, που ανεξήγητα φυτρώνει στην έρημο.

Ο μόνος που τον πρόσεχε ήταν ο παπάς. Εξηντάρης, καλός και λιγομίλητος. Δεν του πολυκουβέντιαζε, αλλά ο Μερτίκας ένιωθε το μάτι του παπά να τον ξετάζει.

Άμα έκαμ’ ο Θεός και τελέιωσε τούτο το τραπέζι, ο παπάς ξεμονάχιασε με τρόπο το Θανάση Μερτίκα.

- Τι σου συμβαίνει, πατριώτη;...τον ρώτησε. Σήμερα είναι μέρα χαράς!

- Όπως όλες οι μέρες, αποκρίθηκε ο Μερτίκας.

- Δεν έχεις δικούς σου;

- Όχι, αποκρίθηκε.

- Καλά, και στην Ελλάδα;...

- Εκεί μπορεί να βρίσκουνται...

- Ποιοι;

- Μπορεί η γυναίκα μου και τα παιδιά μου...

- Γιατί « μπορεί»;

- Γιατί κοντά σαράντα χρόνια δεν έχουμε αλλάξει γραφή.

Ο παπάς τον κοίταξε παράξενα κι ένα « γιατί» ξέφυγε απ’ τα χείλη του.

- Αφού θες να μάθεις, είπε αργά και σβηστά ο Μερτίκας, κι είσαι παπάς, θα στο πω...Εδώ και τριάντα χρόνια, άμα είδα πως ύστερ’ από δεκαπέντε χρόνια σκληρή δουλειά δεν κατάφερα να προκόψω, κι επειδή ντρεπόμουνα ανεπρόκοβος να γυρίσω πίσω, έβαλα άνθρωπο και τους έγραψε, στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου, πως πέθανα φτωχός. Από τότες, ούτε κείνοι μάθανε τίποτα για μένα, ούτε γω για κείνους.

- Και γιατί το’ καμες;...

- Δεν έπρεπε πια να στέκομαι εμπόδιο στο δρόμο τους, μια και δεν είχα την μπόρεση σε τίποτα να τους βοηθήσω...Επί τριάντα χρόνια ζω στην ερημιά, στο Σάουθ.

- και με ποιον ζεις;

- Με τα ζωντανά και τα δέντρα, και περιμένω να μου στείλει ο Θεός...

- Και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου;

Αν ζούνε κι αν γλιτώσανε από τόσους πολέμους που κάνανε κει κάτω, θα πρέπει να ρωτήσεις και για τα εγγόνια μου...Δεν ξέρω τίποτα. Ούτε θέλω να ξέρω...Εδώ και τριάντα χρόνια έκανα ένα φόνο...Σκότωσα το Θανάση Μερτίκα...Κι οι νεκροί δεν ανασταίνονται, ούτε ρωτούν κι ούτε νοιάζονται για τους ζωντανούς...

Κι ο Μερτίκας, δίχως κανέναν να χαιρετίσει, αθόρυβα και δίχως κανείς να τον καταλάβει, γλίστρησε όξω από το σπίτι. Θα ζούσε λίγες μέρες στο στενό ουρανό της πολιτείας κι απέ θα γύριζε πάλι να σταθεί, σαν γέρικο κυπαρίσσι, στην απέραντη, την ατελείωτη πεδιάδα του Σάουθ, να μιλήσει στη δικιά του γλώσσα, με τα δέντρα και τα ζωντανά...

                                                                                           Κωστής Μπαστιάς 

Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα , Εκδόσεις " Βιβλία για όλους" Αθήνα 1984


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου