Επιμέλεια: ofisofi //atexnos
Ήταν ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ στην ταράτσα. Κάπου η πόλη βούιζε πνιχτά. Από καιρό σε καιρό μια κραυγή ανέβαινε ψηλά, ζυγιζότανε τρέμοντας στο κενό και ξανάπεφτε νεκρή. Από πάνω έβρεχε ψιλό φως ο γαλαξίας. Στις βαθιές σπηλιές του βράχου κούρνιαζαν λουφαγμένα τα πουλιά, και πάνω του ο Παρθενώνας λεύκαζε σαν κρύος σκελετός.
Η Ρηνούλα ακούμπησε στο πεζούλι να ξανασαίνει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαινέλα , απ’ τη νύχτα ως την άλλη τη νύχτα. Το σπίτι ήταν θεόρατο, κουρασμένο, τραβηγμένο παράμερα απ’ τ’ άλλα μες στην καρδιά του Λυκαβηττού. Μόνο τούτο το καλοκαίρι ξεθάρεψε να το ζυγώσει ένα άλλο αρματωμένο ακόμη απ’ τις σκαλωσιές.
Η Ρηνούλα τριγύριζε μέσα στο άδειο σπίτι σαν παιδί χαμένο μέσα στο Παραμύθι. Βίζιτες δεν περνούσαν στο κατώφλι. Η κυρία το μεταχειριζότανε σαν ξενοδοχείο. Και μοναχά ο κύριος κλεινόταν τα βράδια στο σαλόνι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε…χαρτοπαίζανε ασταμάτητα, ώσπου να χλομιάσουν τα τζάμια απ’ το πρώτο φέγγος της αυγής.
Ήταν πολλές οι δουλειές σε κείνο το σπίτι, πολύ το κοψομέσιασμα` κι’ η ψυχή της Ρηνούλας μ ι ά. Αυτή θα το κουμαντάριζε, αυτή θα το συγύριζε. Θα το κανάκευε σαν το μικρό παιδί τα κουκλοπάνια του. Το είχε κιόλας αγαπήσει – ίσως γιατί κανείς άλλος δεν το πρόσεχε. Τόχε έτσι σα φιλενάδα, σαν εκκλησίτσα που της έκανε τάμα τον εαυτό της. Και πώς να μην τ’ αγαπά ύστερα από τόσο ιδρό και τόσο κλάμα πούχυσε μες στις άδειες κάμαρές του; Πηγαινορχότανε σα μικρή σαΐτα στον αργαλειό, πέρα – δώθε, πέρα – δώθε…Έμπαινε στις κάμαρες, κύλαγε στην κουζίνα, πρόβαλε στο μπαλκόνι…Κι ‘ανεβοκατέβαινε τη σπειρωτή του σκάλα, σαν μερμηγκάκι στο βότσαλο. Το βράδυ ήταν ένα μικρό λείψανο` κι ανέβαινε στον ουρανό της, στο λευκό καμαράκι της ταράτσας, να πεθάνει. Μα ούτε κι’ αυτό της ήταν βολετό. Ο κύριος είχε τα ξενύχτια του κάτου. Στρωνότανε αντικριστά με κάτι φίλους του στο τραπέζι και τον έπαιρνε μαζί τους η αυγή. Είχαν κι’ αυτοί το ίδιο κόψιμο. Βραχνοί, μυρωδάτοι κι’ αμίλητοι. Βρικολάκιαζαν όλη τη νύχτα σαν κριματισμένοι. Είχαν βαθιές ολονυχτίες μπροστά στους Ρηγάδες και στις Ντάμες σαν τους θρήσκους μπροστά στα κονίσματα…Και τα θυμιάτιζαν, τα θυμιάτιζαν με τα τσιγάρα τους, ως το πρωί.
Ένεκα που οι κύριοι ήταν αργοσάλευτοι, ένεκα που το χαρτί τούς ζάλιζε, δεν άπλωναν το χέρι τους ούτε στο τόσο. Κι’ έπρεπε να ξενυχτάει κάπου γύρω τους η Ρηνιώ και νάχει τ’ αφτιά της έτοιμα, μην την κράξουνε με το κουδούνι, πότε για πιοτά και πότε για τσιγάρα. Το κουδουνάκι του κυρίου την ξετρύπωνε όπου κι’ αν πήγαινε να σταθεί, ακόμα και στον ουρανό της. Παντού είχαν κρεμασμένο κι’ απόνα στριγγλιάρικο κουδούνι που την έκραζε με τόνομά της.
Μα τώρα μπορούσε να ξανασάνει για καμιά ώρα. Τους τάχε όλα στα χέρια τους. Μπορούσε ν’ ακουμπήσει στο πρεβάζι και ν’ ακούσει την ανάσα της Αθήνας. Να δώσει το νέο της πρόσωπο να της το χαϊδέψει ο Σαρωνικός. Ν’ αναθυμηθεί τα πάθια της. Τους δικούς όλους στο χώμα. Το ξεριζωμένο βιός τους, που τους τόκαψε όλο η φωτιά και τα τουφέκια.
Στάθηκε βαριά η ζέστη σήμερα. Πνιγούρα. Κι’ ο ήλιος δάγκανε σα σκύλος. Δίπλα στο γιαπί, βούιζαν ολημερίς οι χτιστάδες και τα μαστορόπουλα, ανεβοκατεβαίνοντας τις σκαλωσιές, με λάσπες και μπετά. Έχτιζαν κι’ άλλη σπιταρόνα, στερέωναν κι’ άλλη σπειρωτή σκάλα, για να την ανεβαίνουν και να λαχανιάζουνε κι’ άλλα κουρασμένα ποδαράκια.
Τα βράδια καναδυό χτίστες ξενυχτέρευαν εκεί για να γλιτώσουνε τα ναύλα – έμεναν έεεε…στην άκρη του κόσμου, στην Κοκκινιά – και στρώνουνταν κάτου απ’ τ’ άστρα και κουβέντιαζαν ήσυχα ήσυχα και λυπημένα. Είχαν να λένε τα δικά τους. Για το ξεροφάι , τη σφίξη, την αναδουλειά. Έκοβαν από δω, μερεμέτιζαν από κει…το μεροκάματο μικρό, δεν τάφερναν βόλτα. Προχτές – λέει – η κερά του ενός, του Γιάννη, έπεσε. « Έχει όγκος», είπαν οι γιατροί. Ανεβοκατέβα, Γιάννη, τις ξένες σκάλες, παρακάλα, βρίσε…τέλος. Έσωσε και τη βάλανε στο « Πολιτικό». Μα τα μωρά γύριζαν στο μαχαλά σαν τα κουτάβια, ώσπου τα συμμάζεψε μια γειτόνισσα. Ερημιές…
Ήταν μετρημένοι άνθρωποι. Ρουφούσαν το βράδυ τα τσιγάρα τους και μελετούσαν τα καθέκαστα του κόσμου. Γιατί τούτο είν’ έτσι και γιατί κείνο αλλιώς. Ποιο είναι το πρεπούμενο και ποιο το άδικο.
Τ’ άκουγε η Ρηνούλα απ’ την ταράτσα της και συφώναγε μαζί τους. « Ναι» έλεγ’ από μέσα της. « Ναι, ναι…κι’ αμ’ πώς!»…Είχαν δίκιο κείνες οι φωνές – φωνές μοναχά ήταν, σουσούμια δεν έβλεπε. Μια φορά όμως ό,τι και να πεις, οι φωνές ήταν γλυκιές, κι η Ρηνούλα έλεγε μέσα της : π α τ ε ρ ά δ ε ς…
« Έγερνε , έτσι, το κεφαλάκι της κι’ ήταν σα ν’ ακουμπάει στα γόνατα κάποιου απ’ αυτούς με τις φωνές – κεινού που είχε την πιο βραχνή.
Αντίκρυ στο γιαπί είχαν κι’ απόψε αϋπνίες. Οι μιλιές τους σιγανές έσκιζαν τα δυό μέτρα που τη χώριζαν κι’ έφταναν καθαρές στον ουρανό της. Έβαλε αφτί. Τρεις φωτιές ζυγωμένες η μια στην άλλη, μιλούσαν ήσυχα και μυαλωμένα.
– Εγώ, έλεγ’ η μεσιανή φωτιά – ό,τι θέλεις εσύ πες. Καιρό το πασπατεύω στο μυαλό μου. Οι μανάδες…Τέλεψε. Αν οι μανάδες σηκώσουνε φωνή, δεν έχει πόλεμο.
– Και γιατί όχι κι’ οι πατεράδες; αποκρίνεται η δεύτερη φωτιά. Γιατί όχι κι’ οι γυναίκες; κι’ οι αδερφές; Στο χέρι των φτωχών είναι.
– Έτσι είναι…έτσι. Πρέπει να συφωνήσεις, Γιάννη, λέει σκύβοντας η μεσιανή φωτιά.
– Ναι…δε λέω όχι…κάνει η Τρίτη φωτιά. Μα να λέμε πάλε και την αλήθεια; Πότε ο φτωχός πήγε σύμφωνα με το συφέρο του;
– Ναι…ναι, Γιάννη…αποσώνει η δεύτερη.
Μα ο Γιάννης έσβησε. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά αμίλητα. Τώρα απόμεναν μόνες οι δυο φωτιές, να κλείνουν η μια στην άλλη το ματάκι.
– Λοιπόν…λέει ξαφνικά η τρίτη φωτιά και ξανανάβει.
Μα η Ρηνούλα δεν πρόφτασε ν’ ακούσει τη συνέχεια. Το κουδουνάκι την έκραξε νευριασμένο. Άφησε λυπημένη την ταράτσα της και κατέβηκε.
Μα παράξενο…Οι κύριοι δεν έπαιζαν τούτη τη φορά, κι’ είχαν και λιγοστέψει. Η Ρηνούλα έδωσε λίγο αφτί. Την ίδια κουβέντα είχαν και κείνοι. Τι παράξενο. Γιατί μιλούν όλο γι’ αυτό; Π ό λ ε μ ο ς; Αχ το ήξερε τι ήταν ! Ρημάδι ήταν κι΄ αυτή. Αποκαϊδάκι του πολέμου. Την ώρα που δρασκέλιζε το κατώφλι πρόφτασε ν’ ακούσει τα λόγια τους. Μιλούσε ένας παχύς με σκοτωμένα κρέατα, φορτωμένος δακτυλίδια. Τον θυμόταν κι’ απ’ άλλες βραδιές. Είχε κάτι φουσκωμένα τριχωτά αφτιά και βλέφαρα μουντά και πεσμένα. Τον αντίσκοβε ο κύριος με τη συνηθισμένη του υγρή προφορά χτυπώντας δυνατά τα σύμφωνα. Τέλος απόσωσε ο άλλος:
– Εν πάση περιπτώσει….Κι’ όπως και να το κάνεις…μέχρις ότου βρεθεί κάτι άλλο καλύτερο, ο πόλεμος είναι η μόνη δυνατή λύσις.
Η Ρηνούλα τον κοίταξε γουρλωμένη. « Τέτοιος είναι ο πόλεμος!» έκανε μέσα της.
Προχώρησε δειλά μέσα και στάθηκε αντίκρυ τους.
– Ειρήνη, έκανε ο κύριος οκνά, μα δεν προχώρησε. Το μάτι του ξεχάστηκε πάνω στο μπουστάκι της και βάλθηκε να το ψαχουλεύει. Ένα χρόνο που την είχε στο σπίτι του, παραδομένος στα χαρτιά, δεν είχε πάρει τον κόπο να την προσέξει. Το ίδιο έκαναν κι’ οι άλλοι. Βουλιαγμένοι στις πολυθρόνες τους άρχισαν να την κοιτάζουν ρεμβά. Πρώτη φορά την πρόσεξαν. Κάτω απ’ το λινό της ρούχο είχε αρχίσει ν’ ανθίζει.
– Τι να φέρω; ρωτά για να ξεγαντζώσει από πάνω της τα μάτια του;
– Φέρε…λέει ο κύριος, πάντα ξεχασμένος απάνω της. Η φωνή του δεν κυλούσε, στέγνωσε. Γάντζωσε στο καρύδι του κι’ έπεσε πίσω.
– Τι;
– Φέρε…ψήσε τρία μπιφτέκια. Κατόπι…Κατέβα στο υπόγειο. Δεξιά είναι οι μποτίλιες. Ή μάλλον…στάσου να πάμε μαζί.
– Ξέρω! είπε ξαφνιασμένο το Ρηνάκι. Πάω γω. Ξέρω!
Και τινάχτηκε λαφιασμένη έξω. Πριν βγει πρόφτασε να δει τα μάτια τους να τρέχουν σα λιμασμένα νύχια πάνω στην άδετη σάρκα της, κι’ ανατρίχιασε. Πώς να γλυτώσει ένα μοναχό απροστάτευτο άχερο ζωσμένο από τόση αχόρταγη φωτιά;
Όσην ώρα δούλευε άκουε πίσω της τις σκεπασμένες μιλιές. Πήγε αυτά που της ζήτησαν και τινάχτηκε αμέσως έξω. Είχε προφτάσει μονάχα να δει με την άκρη του ματιού της ότι ρίχτηκαν με δίψα στο κρασί. Στην κουζίνα πάλεψε να καταλαγιάσει την καρδιά της, και κάτι άρχισε να καταφέρνει. Μα σε λιγάκι το κουδούνι κύλησε σα φίδι και την ξανακάλεσε.
Με την πρώτη ματιά που έριξε μέσα κατάλαβε. Ο αέρας μύριζε βαριά λαγνεία. Άρρωστη βουλιμία έπνιγε το δωμάτιο. Η ετοιμόρροπη σάρκα ετοιμαζότανε να επιτεθεί, σαν τη σφήκα που δαγκάνει και ψοφώντας.
– Ρηνούλα…είπε πνιχτά ο κύριος.
Πρώτη φορά άκουσε τ’ όνομά της χαϊδευτικά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
– Ρηνούλα…ξανάκανε ο κύριος κι’ η φωνή του έτρεμε να λιώσει.
– Τι είναι κύριε;…λέει κρυώνοντας.
– Ρηνούλα…κάνουν τώρα όλοι. Ρηνούλα…έλα να κάτσεις κοντά μας. Έλα Ρηνούλα…εδώ.
Η φωνή τους ήταν τρυφερή, γιομάτη θέρμη κι’ ανυπομονησία. Ο παχύς με το κόκκινο μάτι έσυρε το βλέμμα του κατά την πόρτα. « Θα την κλείσουν!» σκέφτηκε η Ρηνούλα και ρίχτηκε αλαφιασμένη πίσω.
– Όχι ! λέει και βρέθηκε στο κατώφλι.
Από κει τους κοίταξε για τελευταία φορά. Ήταν σαν ερεθισμένοι βούβαλοι που βγαίνουν από βούρκο. Της φάνηκε πως σηκώθηκαν ορθοί, με τα πιασμένα τους λαιμά, και πως χίμηξαν απάνω στο λίγο της κορμάκι βρωμώντας αίμα και πόθο βαρύ. Ήταν όλο δόντια. Μάτια. Και καπνό.
– Οι λύκοι! Έκανε να ξεφωνίσει.
Και ξύπνησαν μέσα της οι χειμωνιάτικες ιστορίες του παππούλη, για τους λύκους, που χιμούσαν στα κοπάδια τους και τάκοβαν…Για τ’ αλαλητά των αρνιών μεσ’ στο πούσι…και για τα αίματα.
Τρελή έπεσε έξω, έτρεξε στο διάδρομο, και μπήκε παραζαλισμένη στην κουζίνα. Από κει άρχιζε η σπειρωτή σκάλα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τα λιγνά της πόδια τρέχουν, κροτούν στα σιδερένια σκαλιά. Και φτάνει στον ουρανό της. Ακούμπησε στο πεζούλι κι’ έπιασε την καρδιά της. Κοντανάσαινε κιόλα σαν τρομαγμένο βετούλι. Έβαλε αφτί κατά το γιαπί. Και ξάφνου χλιαρή άχνα χύθηκε στην ψυχή της. Οι εργάτες συνέχιζαν την ειρηνική τους κουβέντα. Αυτοί θα την έσωζαν…Μα πώς να τους το πει; Και η ώρα δεν την έπαιρνε. Σε λιγάκι, σε μια στιγμή, οι λύκοι θ’ ανέβαιναν και στον ουρανό της. Να λεκιάσουν τον κατάλευκο κόσμο της, να βρωμίσουν την ανέγγιχτη μοσκοβολιά του.
Με δειλή, γοργοτρέμουλη φωνούλα, σίμωσε στο πεζούλι. Ετοιμάστηκε να φωνάξει, μα ντράπηκε κι’ έβηξε. Ο βήχας όμως την ξεθάρρεψε κι’ έκανε να ξαναδοκιμάσει.
– Μπάρμπα…λέει κλαφτά…Μπαρμπάδες…πστ…πστ!
Η φοβισμένη φωνή φτάνει απέναντι και τους σταματάει.
Μια φωτίτσα σηκώθηκε κοκκινωπή και προχώρησε ως το περβάζι.
– Τι είναι; ρωτά ανήσυχα. Τι τρέχει εκεί; Ποιος φωνάζει;
– Μπάρμπα…λέει ξανά κλαφτά, φοβάμαι, εδώ…Θα…Με κυνηγούν.
– Ποιος σε φοβερίζει, κόρη μου; Για έλα πιο κοντά να μου το πεις. Τι σου κάνουνε; Ποιοι;
Οι άλλες δυο φωτιές που σώπαιναν παράμερα τώρα σηκώθηκαν. Κίνησαν σαν μικρά φαναράκια κι’ ήρθαν κοντά στην άλλη.
– Τι’ ναι Γιάννη; ρωτά η μια φωτιά την άλλη.
– Το κοριτσάκι απ’ αντίκρυ…αποκρίνεται η πρώτη φωτιά. Κάποιοι κάτι του κάνουν…κάτι το πιλατεύουν.
Η φωνή του κοριτσιού ξανασύρθηκε απ’ αντίκρυ τώρα σπαραχτικότερη.
– Σώστε με, μπαρμπάδες…Σώστε με…Σώστε με….γλήγορα!
Οι τρεις φωτιές τινάχτηκαν ψηλά σαν κόκκινα φεσάκια σε διαδήλωση. Ύστερα ένα μαδέρι βρόντηξε. Κάτι ακούστηκε να σέρνουν ορμητικά. Το μαδέρι ήρθε κι’ έστησε πλώρη αντίκρυ της κι’ αμέσως μετά – μ’ ένα έι – χοπ! – τόστειλαν να γεφυρώσει τα δυό δώματα.
-Έλα …πούσαι; ακούστηκε η μαλακιά φωνή του Γιάννη. Μικρό…πούσαι παιδί μου;
– Εδώ μπάρμπα…λέει κλαμένη η φωνούλα.
– Πάτα!
Το Ρηνάκι ζυγιάστηκε. Πάτησε. Μα ξανάκανε πίσω.
– Κρατάμε μείς. Πάτα.
Πάτησε. Ένα σκοτάδι έγινε μεσ’ στην ψυχή της. Τα μάτια της έκλεισαν. Έσφιξε τις μικρές της γροθιές κι’ έκανε το μεγάλο δρόμο.
Σ’ ένα λεπτό, μισοπεθαμένη, ήταν στα χέρια τους. Τη δέχτηκαν κείνοι σαν πουλί, σα σπλάχνο δικό τους. Σαν ένα μήνυμα τρυφερό και βαρυσήμαντο. Της σκούπισαν απαλά τα μάτια, την καλόπιασαν…
– Πού είμαι; …ρωτούσε κείνη, ακόμα ζαλισμένη.
– Σώπα… Σώπα κόρη μου, της λέει ο μπάρμπα Γιάννης, μη σκας. Σκούπισε τα ματάκια σου και πες μας πώς σε λένε;
– Ειρήνη λέει γοργά το κορίτσι. Σώστε με. Σώστε με…Εκεί…Κείνοι…
Οι εργάτες είχαν καταλάβει.
– Σώπα, Ρηνάκι…λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της Αργατιάς, τώρα σώπα Ερηνάκι…Τώρα θα σε γλιτώσουμε…
Στο διήγημα « Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό», που περιέχεται στο βιβλίο Βουρκωμένες μέρες(1953), ο Λουντέμης σκιαγραφεί με μελανά χρώματα τα αφεντικά της Ρηνούλας παρουσιάζοντας τα ως χαρτοπαίκτες, με κτηνώδη συμπεριφορά και ψυχρά συναισθήματα με μόνο ενδιαφέρον την καλοπέρασή τους χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό.
Η Ρηνούλα είναι αντιπροσωπευτικός τύπος κοριτσιού που ορφάνεψε εξ αιτίας του πολέμου και κατέληξε να δουλεύει υπηρέτρια σε ένα πλούσιο σπίτι. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο τα χρόνια εκείνα τα φτωχά και ορφανά κορίτσια να παραδίνονται σε πλούσια σπίτια με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Τις περισσότερες φορές όμως βρίσκονταν αντιμέτωπα με την κακή μεταχείριση και την εξαντλητική δουλειά. Δεν είναι καθόλου υπερβολή ότι πολλά από αυτά έπεφταν θύματα των σεξουαλικών ορέξεων των αφεντικών τους.
Το μικρό κορίτσι μπροστά στον κίνδυνο βιασμού ζητάει τη βοήθεια των οικοδόμων που δουλεύουν και διανυκτερεύουν στο απέναντι από το σπίτι γιαπί.
«- Σώπα, Ρηνάκι…λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της Αργατιάς, τώρα σώπα Ερηνάκι…Τώρα θα σε γλιτώσουμε…»
Ο τρόπος που ο Λουντέμης προβάλλει τη συμπεριφορά των πλουσίων και των εργατών – οικοδόμων θεωρήθηκε υπονομευτικός και διχαστικός για την ενότητα του ελληνικού λαού και κατηγορήθηκε ότι καλλιεργεί το μίσος ανάμεσά τους. Οι κατήγοροι υποστήριξαν ότι ο συγγραφέας διαβάλλει την αστική τάξη και ανυψώνει την εργατική μέσα από τα πρόσωπα του διηγήματος. Οι κατηγορίες επεκτάθηκαν και στα άλλα διηγήματα της συλλογής Βουρκωμένες μέρες με αποτέλεσμα ο Λουντέμης , εξόριστος και άρρωστος, να προσαχθεί σε δίκη με την κατηγορία της αντεθνικής δράσης και της εσχάτης προδοσίας.
Ο Μενέλαος Λουντέμης παραδέχθηκε ότι είναι ένοχος, όχι όμως για όσα έγραψε για τους φτωχούς και αδικημένους ανθρώπους αλλά για όσα δεν έγραψε και για τους λόγους που δεν τα έγραψε καθώς ο ίδιος γνώρισε, αγάπησε και μοιράστηκε μαζί τους χαρές και πίκρες , ταυτίστηκε με αυτούς και ήταν οι μόνοι που βρέθηκαν δίπλα του στις δύσκολες ώρες.
Χαρακτηριστική του αντικομμουνιστικού κλίματος , των αυθαιρεσιών, των προκατασκευασμένων κατηγοριών , του φανατισμού υπήρξε η αγόρευση του Εισαγγελέα που πρότεινε να κατασχεθεί και να καταστραφεί το βιβλίο Βουρκωμένες μέρες και ο Λουντέμης να καταδικασθεί σε θάνατο!. Δείγμα μιας εποχής που η ανθρώπινη ζωή στηνόταν πολύ εύκολα και για ασήμαντη αφορμή στον τοίχο.
Η γελοία κατηγορία εξουδετερώθηκε από μια ακόμα πιο γελοία απόφαση. Αθωώθηκε ο συγγραφέας χωρίς όμως να αφεθεί ελεύθερος αλλά καταδικάστηκε το βιβλίο διότι περιείχε « αδίκους αιτιάσεις κατά του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος» και διατάχθηκε η δήμευση των αντιτύπων που είχαν κατασχεθεί.
Τρεις μήνες αργότερα με νέα δίκη αθωώθηκε και το βιβλίο « Βουρκωμένες μέρες» .
1. Το διήγημα είναι το πρώτο από τη συλλογή διηγημάτων του Μενέλαου Λουντέμη ,Βουρκωμένες μέρες, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1977, 9η έκδοση
2. Οι πληροφορίες για τη δίκη αντλήθηκαν από το βιβλίο του Λάμπρου Ζιώγα, Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη, εκδόσεις « Ολυμπία» Κ. Στρουμπούκη (αχρονολόγητο)
Ήταν ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ στην ταράτσα. Κάπου η πόλη βούιζε πνιχτά. Από καιρό σε καιρό μια κραυγή ανέβαινε ψηλά, ζυγιζότανε τρέμοντας στο κενό και ξανάπεφτε νεκρή. Από πάνω έβρεχε ψιλό φως ο γαλαξίας. Στις βαθιές σπηλιές του βράχου κούρνιαζαν λουφαγμένα τα πουλιά, και πάνω του ο Παρθενώνας λεύκαζε σαν κρύος σκελετός.
Η Ρηνούλα ακούμπησε στο πεζούλι να ξανασαίνει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαινέλα , απ’ τη νύχτα ως την άλλη τη νύχτα. Το σπίτι ήταν θεόρατο, κουρασμένο, τραβηγμένο παράμερα απ’ τ’ άλλα μες στην καρδιά του Λυκαβηττού. Μόνο τούτο το καλοκαίρι ξεθάρεψε να το ζυγώσει ένα άλλο αρματωμένο ακόμη απ’ τις σκαλωσιές.
Η Ρηνούλα τριγύριζε μέσα στο άδειο σπίτι σαν παιδί χαμένο μέσα στο Παραμύθι. Βίζιτες δεν περνούσαν στο κατώφλι. Η κυρία το μεταχειριζότανε σαν ξενοδοχείο. Και μοναχά ο κύριος κλεινόταν τα βράδια στο σαλόνι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε…χαρτοπαίζανε ασταμάτητα, ώσπου να χλομιάσουν τα τζάμια απ’ το πρώτο φέγγος της αυγής.
Ήταν πολλές οι δουλειές σε κείνο το σπίτι, πολύ το κοψομέσιασμα` κι’ η ψυχή της Ρηνούλας μ ι ά. Αυτή θα το κουμαντάριζε, αυτή θα το συγύριζε. Θα το κανάκευε σαν το μικρό παιδί τα κουκλοπάνια του. Το είχε κιόλας αγαπήσει – ίσως γιατί κανείς άλλος δεν το πρόσεχε. Τόχε έτσι σα φιλενάδα, σαν εκκλησίτσα που της έκανε τάμα τον εαυτό της. Και πώς να μην τ’ αγαπά ύστερα από τόσο ιδρό και τόσο κλάμα πούχυσε μες στις άδειες κάμαρές του; Πηγαινορχότανε σα μικρή σαΐτα στον αργαλειό, πέρα – δώθε, πέρα – δώθε…Έμπαινε στις κάμαρες, κύλαγε στην κουζίνα, πρόβαλε στο μπαλκόνι…Κι ‘ανεβοκατέβαινε τη σπειρωτή του σκάλα, σαν μερμηγκάκι στο βότσαλο. Το βράδυ ήταν ένα μικρό λείψανο` κι ανέβαινε στον ουρανό της, στο λευκό καμαράκι της ταράτσας, να πεθάνει. Μα ούτε κι’ αυτό της ήταν βολετό. Ο κύριος είχε τα ξενύχτια του κάτου. Στρωνότανε αντικριστά με κάτι φίλους του στο τραπέζι και τον έπαιρνε μαζί τους η αυγή. Είχαν κι’ αυτοί το ίδιο κόψιμο. Βραχνοί, μυρωδάτοι κι’ αμίλητοι. Βρικολάκιαζαν όλη τη νύχτα σαν κριματισμένοι. Είχαν βαθιές ολονυχτίες μπροστά στους Ρηγάδες και στις Ντάμες σαν τους θρήσκους μπροστά στα κονίσματα…Και τα θυμιάτιζαν, τα θυμιάτιζαν με τα τσιγάρα τους, ως το πρωί.
Ένεκα που οι κύριοι ήταν αργοσάλευτοι, ένεκα που το χαρτί τούς ζάλιζε, δεν άπλωναν το χέρι τους ούτε στο τόσο. Κι’ έπρεπε να ξενυχτάει κάπου γύρω τους η Ρηνιώ και νάχει τ’ αφτιά της έτοιμα, μην την κράξουνε με το κουδούνι, πότε για πιοτά και πότε για τσιγάρα. Το κουδουνάκι του κυρίου την ξετρύπωνε όπου κι’ αν πήγαινε να σταθεί, ακόμα και στον ουρανό της. Παντού είχαν κρεμασμένο κι’ απόνα στριγγλιάρικο κουδούνι που την έκραζε με τόνομά της.
Μα τώρα μπορούσε να ξανασάνει για καμιά ώρα. Τους τάχε όλα στα χέρια τους. Μπορούσε ν’ ακουμπήσει στο πρεβάζι και ν’ ακούσει την ανάσα της Αθήνας. Να δώσει το νέο της πρόσωπο να της το χαϊδέψει ο Σαρωνικός. Ν’ αναθυμηθεί τα πάθια της. Τους δικούς όλους στο χώμα. Το ξεριζωμένο βιός τους, που τους τόκαψε όλο η φωτιά και τα τουφέκια.
Στάθηκε βαριά η ζέστη σήμερα. Πνιγούρα. Κι’ ο ήλιος δάγκανε σα σκύλος. Δίπλα στο γιαπί, βούιζαν ολημερίς οι χτιστάδες και τα μαστορόπουλα, ανεβοκατεβαίνοντας τις σκαλωσιές, με λάσπες και μπετά. Έχτιζαν κι’ άλλη σπιταρόνα, στερέωναν κι’ άλλη σπειρωτή σκάλα, για να την ανεβαίνουν και να λαχανιάζουνε κι’ άλλα κουρασμένα ποδαράκια.
Τα βράδια καναδυό χτίστες ξενυχτέρευαν εκεί για να γλιτώσουνε τα ναύλα – έμεναν έεεε…στην άκρη του κόσμου, στην Κοκκινιά – και στρώνουνταν κάτου απ’ τ’ άστρα και κουβέντιαζαν ήσυχα ήσυχα και λυπημένα. Είχαν να λένε τα δικά τους. Για το ξεροφάι , τη σφίξη, την αναδουλειά. Έκοβαν από δω, μερεμέτιζαν από κει…το μεροκάματο μικρό, δεν τάφερναν βόλτα. Προχτές – λέει – η κερά του ενός, του Γιάννη, έπεσε. « Έχει όγκος», είπαν οι γιατροί. Ανεβοκατέβα, Γιάννη, τις ξένες σκάλες, παρακάλα, βρίσε…τέλος. Έσωσε και τη βάλανε στο « Πολιτικό». Μα τα μωρά γύριζαν στο μαχαλά σαν τα κουτάβια, ώσπου τα συμμάζεψε μια γειτόνισσα. Ερημιές…
Ήταν μετρημένοι άνθρωποι. Ρουφούσαν το βράδυ τα τσιγάρα τους και μελετούσαν τα καθέκαστα του κόσμου. Γιατί τούτο είν’ έτσι και γιατί κείνο αλλιώς. Ποιο είναι το πρεπούμενο και ποιο το άδικο.
Τ’ άκουγε η Ρηνούλα απ’ την ταράτσα της και συφώναγε μαζί τους. « Ναι» έλεγ’ από μέσα της. « Ναι, ναι…κι’ αμ’ πώς!»…Είχαν δίκιο κείνες οι φωνές – φωνές μοναχά ήταν, σουσούμια δεν έβλεπε. Μια φορά όμως ό,τι και να πεις, οι φωνές ήταν γλυκιές, κι η Ρηνούλα έλεγε μέσα της : π α τ ε ρ ά δ ε ς…
« Έγερνε , έτσι, το κεφαλάκι της κι’ ήταν σα ν’ ακουμπάει στα γόνατα κάποιου απ’ αυτούς με τις φωνές – κεινού που είχε την πιο βραχνή.
Το εξώφυλλο της δεύτερης έκδοσης (1965)
Ήταν
ήσυχα, λοιπόν, πολύ ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ πάνου στην ταράτσα. Η
Ειρήνη είχε σιγουρέψει κάτου τις δουλειές της, κι’ ήρθε κι’ ακούμπησε
τους αγκώνες στο πεζούλι, και περίμενε ν’ ανέβει η δροσιά.Αντίκρυ στο γιαπί είχαν κι’ απόψε αϋπνίες. Οι μιλιές τους σιγανές έσκιζαν τα δυό μέτρα που τη χώριζαν κι’ έφταναν καθαρές στον ουρανό της. Έβαλε αφτί. Τρεις φωτιές ζυγωμένες η μια στην άλλη, μιλούσαν ήσυχα και μυαλωμένα.
– Εγώ, έλεγ’ η μεσιανή φωτιά – ό,τι θέλεις εσύ πες. Καιρό το πασπατεύω στο μυαλό μου. Οι μανάδες…Τέλεψε. Αν οι μανάδες σηκώσουνε φωνή, δεν έχει πόλεμο.
– Και γιατί όχι κι’ οι πατεράδες; αποκρίνεται η δεύτερη φωτιά. Γιατί όχι κι’ οι γυναίκες; κι’ οι αδερφές; Στο χέρι των φτωχών είναι.
– Έτσι είναι…έτσι. Πρέπει να συφωνήσεις, Γιάννη, λέει σκύβοντας η μεσιανή φωτιά.
– Ναι…δε λέω όχι…κάνει η Τρίτη φωτιά. Μα να λέμε πάλε και την αλήθεια; Πότε ο φτωχός πήγε σύμφωνα με το συφέρο του;
– Ναι…ναι, Γιάννη…αποσώνει η δεύτερη.
Μα ο Γιάννης έσβησε. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά αμίλητα. Τώρα απόμεναν μόνες οι δυο φωτιές, να κλείνουν η μια στην άλλη το ματάκι.
– Λοιπόν…λέει ξαφνικά η τρίτη φωτιά και ξανανάβει.
Μα η Ρηνούλα δεν πρόφτασε ν’ ακούσει τη συνέχεια. Το κουδουνάκι την έκραξε νευριασμένο. Άφησε λυπημένη την ταράτσα της και κατέβηκε.
Μα παράξενο…Οι κύριοι δεν έπαιζαν τούτη τη φορά, κι’ είχαν και λιγοστέψει. Η Ρηνούλα έδωσε λίγο αφτί. Την ίδια κουβέντα είχαν και κείνοι. Τι παράξενο. Γιατί μιλούν όλο γι’ αυτό; Π ό λ ε μ ο ς; Αχ το ήξερε τι ήταν ! Ρημάδι ήταν κι΄ αυτή. Αποκαϊδάκι του πολέμου. Την ώρα που δρασκέλιζε το κατώφλι πρόφτασε ν’ ακούσει τα λόγια τους. Μιλούσε ένας παχύς με σκοτωμένα κρέατα, φορτωμένος δακτυλίδια. Τον θυμόταν κι’ απ’ άλλες βραδιές. Είχε κάτι φουσκωμένα τριχωτά αφτιά και βλέφαρα μουντά και πεσμένα. Τον αντίσκοβε ο κύριος με τη συνηθισμένη του υγρή προφορά χτυπώντας δυνατά τα σύμφωνα. Τέλος απόσωσε ο άλλος:
– Εν πάση περιπτώσει….Κι’ όπως και να το κάνεις…μέχρις ότου βρεθεί κάτι άλλο καλύτερο, ο πόλεμος είναι η μόνη δυνατή λύσις.
Η Ρηνούλα τον κοίταξε γουρλωμένη. « Τέτοιος είναι ο πόλεμος!» έκανε μέσα της.
Προχώρησε δειλά μέσα και στάθηκε αντίκρυ τους.
– Ειρήνη, έκανε ο κύριος οκνά, μα δεν προχώρησε. Το μάτι του ξεχάστηκε πάνω στο μπουστάκι της και βάλθηκε να το ψαχουλεύει. Ένα χρόνο που την είχε στο σπίτι του, παραδομένος στα χαρτιά, δεν είχε πάρει τον κόπο να την προσέξει. Το ίδιο έκαναν κι’ οι άλλοι. Βουλιαγμένοι στις πολυθρόνες τους άρχισαν να την κοιτάζουν ρεμβά. Πρώτη φορά την πρόσεξαν. Κάτω απ’ το λινό της ρούχο είχε αρχίσει ν’ ανθίζει.
– Τι να φέρω; ρωτά για να ξεγαντζώσει από πάνω της τα μάτια του;
– Φέρε…λέει ο κύριος, πάντα ξεχασμένος απάνω της. Η φωνή του δεν κυλούσε, στέγνωσε. Γάντζωσε στο καρύδι του κι’ έπεσε πίσω.
– Τι;
– Φέρε…ψήσε τρία μπιφτέκια. Κατόπι…Κατέβα στο υπόγειο. Δεξιά είναι οι μποτίλιες. Ή μάλλον…στάσου να πάμε μαζί.
– Ξέρω! είπε ξαφνιασμένο το Ρηνάκι. Πάω γω. Ξέρω!
Και τινάχτηκε λαφιασμένη έξω. Πριν βγει πρόφτασε να δει τα μάτια τους να τρέχουν σα λιμασμένα νύχια πάνω στην άδετη σάρκα της, κι’ ανατρίχιασε. Πώς να γλυτώσει ένα μοναχό απροστάτευτο άχερο ζωσμένο από τόση αχόρταγη φωτιά;
Όσην ώρα δούλευε άκουε πίσω της τις σκεπασμένες μιλιές. Πήγε αυτά που της ζήτησαν και τινάχτηκε αμέσως έξω. Είχε προφτάσει μονάχα να δει με την άκρη του ματιού της ότι ρίχτηκαν με δίψα στο κρασί. Στην κουζίνα πάλεψε να καταλαγιάσει την καρδιά της, και κάτι άρχισε να καταφέρνει. Μα σε λιγάκι το κουδούνι κύλησε σα φίδι και την ξανακάλεσε.
Με την πρώτη ματιά που έριξε μέσα κατάλαβε. Ο αέρας μύριζε βαριά λαγνεία. Άρρωστη βουλιμία έπνιγε το δωμάτιο. Η ετοιμόρροπη σάρκα ετοιμαζότανε να επιτεθεί, σαν τη σφήκα που δαγκάνει και ψοφώντας.
– Ρηνούλα…είπε πνιχτά ο κύριος.
Πρώτη φορά άκουσε τ’ όνομά της χαϊδευτικά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
– Ρηνούλα…ξανάκανε ο κύριος κι’ η φωνή του έτρεμε να λιώσει.
– Τι είναι κύριε;…λέει κρυώνοντας.
– Ρηνούλα…κάνουν τώρα όλοι. Ρηνούλα…έλα να κάτσεις κοντά μας. Έλα Ρηνούλα…εδώ.
Η φωνή τους ήταν τρυφερή, γιομάτη θέρμη κι’ ανυπομονησία. Ο παχύς με το κόκκινο μάτι έσυρε το βλέμμα του κατά την πόρτα. « Θα την κλείσουν!» σκέφτηκε η Ρηνούλα και ρίχτηκε αλαφιασμένη πίσω.
– Όχι ! λέει και βρέθηκε στο κατώφλι.
Από κει τους κοίταξε για τελευταία φορά. Ήταν σαν ερεθισμένοι βούβαλοι που βγαίνουν από βούρκο. Της φάνηκε πως σηκώθηκαν ορθοί, με τα πιασμένα τους λαιμά, και πως χίμηξαν απάνω στο λίγο της κορμάκι βρωμώντας αίμα και πόθο βαρύ. Ήταν όλο δόντια. Μάτια. Και καπνό.
– Οι λύκοι! Έκανε να ξεφωνίσει.
Και ξύπνησαν μέσα της οι χειμωνιάτικες ιστορίες του παππούλη, για τους λύκους, που χιμούσαν στα κοπάδια τους και τάκοβαν…Για τ’ αλαλητά των αρνιών μεσ’ στο πούσι…και για τα αίματα.
Τρελή έπεσε έξω, έτρεξε στο διάδρομο, και μπήκε παραζαλισμένη στην κουζίνα. Από κει άρχιζε η σπειρωτή σκάλα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τα λιγνά της πόδια τρέχουν, κροτούν στα σιδερένια σκαλιά. Και φτάνει στον ουρανό της. Ακούμπησε στο πεζούλι κι’ έπιασε την καρδιά της. Κοντανάσαινε κιόλα σαν τρομαγμένο βετούλι. Έβαλε αφτί κατά το γιαπί. Και ξάφνου χλιαρή άχνα χύθηκε στην ψυχή της. Οι εργάτες συνέχιζαν την ειρηνική τους κουβέντα. Αυτοί θα την έσωζαν…Μα πώς να τους το πει; Και η ώρα δεν την έπαιρνε. Σε λιγάκι, σε μια στιγμή, οι λύκοι θ’ ανέβαιναν και στον ουρανό της. Να λεκιάσουν τον κατάλευκο κόσμο της, να βρωμίσουν την ανέγγιχτη μοσκοβολιά του.
Με δειλή, γοργοτρέμουλη φωνούλα, σίμωσε στο πεζούλι. Ετοιμάστηκε να φωνάξει, μα ντράπηκε κι’ έβηξε. Ο βήχας όμως την ξεθάρρεψε κι’ έκανε να ξαναδοκιμάσει.
– Μπάρμπα…λέει κλαφτά…Μπαρμπάδες…πστ…πστ!
Η φοβισμένη φωνή φτάνει απέναντι και τους σταματάει.
Μια φωτίτσα σηκώθηκε κοκκινωπή και προχώρησε ως το περβάζι.
– Τι είναι; ρωτά ανήσυχα. Τι τρέχει εκεί; Ποιος φωνάζει;
– Μπάρμπα…λέει ξανά κλαφτά, φοβάμαι, εδώ…Θα…Με κυνηγούν.
– Ποιος σε φοβερίζει, κόρη μου; Για έλα πιο κοντά να μου το πεις. Τι σου κάνουνε; Ποιοι;
Οι άλλες δυο φωτιές που σώπαιναν παράμερα τώρα σηκώθηκαν. Κίνησαν σαν μικρά φαναράκια κι’ ήρθαν κοντά στην άλλη.
– Τι’ ναι Γιάννη; ρωτά η μια φωτιά την άλλη.
– Το κοριτσάκι απ’ αντίκρυ…αποκρίνεται η πρώτη φωτιά. Κάποιοι κάτι του κάνουν…κάτι το πιλατεύουν.
Η φωνή του κοριτσιού ξανασύρθηκε απ’ αντίκρυ τώρα σπαραχτικότερη.
– Σώστε με, μπαρμπάδες…Σώστε με…Σώστε με….γλήγορα!
Οι τρεις φωτιές τινάχτηκαν ψηλά σαν κόκκινα φεσάκια σε διαδήλωση. Ύστερα ένα μαδέρι βρόντηξε. Κάτι ακούστηκε να σέρνουν ορμητικά. Το μαδέρι ήρθε κι’ έστησε πλώρη αντίκρυ της κι’ αμέσως μετά – μ’ ένα έι – χοπ! – τόστειλαν να γεφυρώσει τα δυό δώματα.
-Έλα …πούσαι; ακούστηκε η μαλακιά φωνή του Γιάννη. Μικρό…πούσαι παιδί μου;
– Εδώ μπάρμπα…λέει κλαμένη η φωνούλα.
– Πάτα!
Το Ρηνάκι ζυγιάστηκε. Πάτησε. Μα ξανάκανε πίσω.
– Κρατάμε μείς. Πάτα.
Πάτησε. Ένα σκοτάδι έγινε μεσ’ στην ψυχή της. Τα μάτια της έκλεισαν. Έσφιξε τις μικρές της γροθιές κι’ έκανε το μεγάλο δρόμο.
Σ’ ένα λεπτό, μισοπεθαμένη, ήταν στα χέρια τους. Τη δέχτηκαν κείνοι σαν πουλί, σα σπλάχνο δικό τους. Σαν ένα μήνυμα τρυφερό και βαρυσήμαντο. Της σκούπισαν απαλά τα μάτια, την καλόπιασαν…
– Πού είμαι; …ρωτούσε κείνη, ακόμα ζαλισμένη.
– Σώπα… Σώπα κόρη μου, της λέει ο μπάρμπα Γιάννης, μη σκας. Σκούπισε τα ματάκια σου και πες μας πώς σε λένε;
– Ειρήνη λέει γοργά το κορίτσι. Σώστε με. Σώστε με…Εκεί…Κείνοι…
Οι εργάτες είχαν καταλάβει.
– Σώπα, Ρηνάκι…λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της Αργατιάς, τώρα σώπα Ερηνάκι…Τώρα θα σε γλιτώσουμε…
…και η περιπέτεια του συγγραφέα του
Βρισκόμαστε
στα 1956. Λίγα μόλις χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου με εκατοντάδες
αριστερούς και κομμουνιστές στις φυλακές και τις εξορίες. Ο Μενέλαος
Λουντέμης ήδη βρίσκεται αρκετά χρόνια στην εξορία (από το 1947 που
συνελήφθη) Ικαρία, Μακρόνησος, Αη – Στράτης ,αλλά εξακολουθεί να γράφει
και να καταγγέλει τις βάναυσες συνθήκες εγκλεισμού και εκτοπισμού, την
ανυπαρξία ελευθερίας και στοιχειώδους δημοκρατίας και να αρνείται να
υπογράψει δήλωση. Τα βιβλία του γίνονται ανάρπαστα.Στο διήγημα « Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό», που περιέχεται στο βιβλίο Βουρκωμένες μέρες(1953), ο Λουντέμης σκιαγραφεί με μελανά χρώματα τα αφεντικά της Ρηνούλας παρουσιάζοντας τα ως χαρτοπαίκτες, με κτηνώδη συμπεριφορά και ψυχρά συναισθήματα με μόνο ενδιαφέρον την καλοπέρασή τους χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό.
Η Ρηνούλα είναι αντιπροσωπευτικός τύπος κοριτσιού που ορφάνεψε εξ αιτίας του πολέμου και κατέληξε να δουλεύει υπηρέτρια σε ένα πλούσιο σπίτι. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο τα χρόνια εκείνα τα φτωχά και ορφανά κορίτσια να παραδίνονται σε πλούσια σπίτια με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Τις περισσότερες φορές όμως βρίσκονταν αντιμέτωπα με την κακή μεταχείριση και την εξαντλητική δουλειά. Δεν είναι καθόλου υπερβολή ότι πολλά από αυτά έπεφταν θύματα των σεξουαλικών ορέξεων των αφεντικών τους.
Το μικρό κορίτσι μπροστά στον κίνδυνο βιασμού ζητάει τη βοήθεια των οικοδόμων που δουλεύουν και διανυκτερεύουν στο απέναντι από το σπίτι γιαπί.
«- Σώπα, Ρηνάκι…λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της Αργατιάς, τώρα σώπα Ερηνάκι…Τώρα θα σε γλιτώσουμε…»
Ο τρόπος που ο Λουντέμης προβάλλει τη συμπεριφορά των πλουσίων και των εργατών – οικοδόμων θεωρήθηκε υπονομευτικός και διχαστικός για την ενότητα του ελληνικού λαού και κατηγορήθηκε ότι καλλιεργεί το μίσος ανάμεσά τους. Οι κατήγοροι υποστήριξαν ότι ο συγγραφέας διαβάλλει την αστική τάξη και ανυψώνει την εργατική μέσα από τα πρόσωπα του διηγήματος. Οι κατηγορίες επεκτάθηκαν και στα άλλα διηγήματα της συλλογής Βουρκωμένες μέρες με αποτέλεσμα ο Λουντέμης , εξόριστος και άρρωστος, να προσαχθεί σε δίκη με την κατηγορία της αντεθνικής δράσης και της εσχάτης προδοσίας.
Ο Μενέλαος Λουντέμης παραδέχθηκε ότι είναι ένοχος, όχι όμως για όσα έγραψε για τους φτωχούς και αδικημένους ανθρώπους αλλά για όσα δεν έγραψε και για τους λόγους που δεν τα έγραψε καθώς ο ίδιος γνώρισε, αγάπησε και μοιράστηκε μαζί τους χαρές και πίκρες , ταυτίστηκε με αυτούς και ήταν οι μόνοι που βρέθηκαν δίπλα του στις δύσκολες ώρες.
Χαρακτηριστική του αντικομμουνιστικού κλίματος , των αυθαιρεσιών, των προκατασκευασμένων κατηγοριών , του φανατισμού υπήρξε η αγόρευση του Εισαγγελέα που πρότεινε να κατασχεθεί και να καταστραφεί το βιβλίο Βουρκωμένες μέρες και ο Λουντέμης να καταδικασθεί σε θάνατο!. Δείγμα μιας εποχής που η ανθρώπινη ζωή στηνόταν πολύ εύκολα και για ασήμαντη αφορμή στον τοίχο.
Η γελοία κατηγορία εξουδετερώθηκε από μια ακόμα πιο γελοία απόφαση. Αθωώθηκε ο συγγραφέας χωρίς όμως να αφεθεί ελεύθερος αλλά καταδικάστηκε το βιβλίο διότι περιείχε « αδίκους αιτιάσεις κατά του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος» και διατάχθηκε η δήμευση των αντιτύπων που είχαν κατασχεθεί.
Τρεις μήνες αργότερα με νέα δίκη αθωώθηκε και το βιβλίο « Βουρκωμένες μέρες» .
Στη Σινάια με τον Στάθη Δρομάζο τη δεκαετία του 1960
2. Οι πληροφορίες για τη δίκη αντλήθηκαν από το βιβλίο του Λάμπρου Ζιώγα, Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη, εκδόσεις « Ολυμπία» Κ. Στρουμπούκη (αχρονολόγητο)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου