Κρυφή χαρά, κρυφό καμάρι τόχε μες στην καρδιά του και το χαιρόταν τον ξαναπαγεμό του στο λιμάνι της Κάτω Μπάσιας ο Καπτα - Σουρμελής ο Στουραΐτης. Πότε να φτάσει!
Εκεί σιμά στα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων θ' άραζε, καρσί στα μαύρα μάτια της Αννίκας.
Έλα Χριστέ και Παναγιά πόσ' όμορφος πούταν ο κόσμος! Μια φουσκοθαλασσιά καλωσύνης, μια μοσκοβολιά τρυφεράδας, έτσι έν' αγεράκι ερωτικό γλυκοφυσάμενο φούσκωνε την καρδιά του και τις σκέψεις του.
Θάφτανε.
Θα φουντάριζε στην ίδια θέση, γερά θα ρεμεντζάριζε την "Τρισεύγενη" το τρεχαντήρι του` σβέλτος και λυγερός κι αυτός θα ορθώνονταν στο κάσαρο.
Κι από κοντά;
Ω από κοντά όλα θαρχόταν μοναχά τους με τη σειρά και με την τάξη.
Αχ! ναι, σαν τότες!
Να, θ' άνοιγαν τα παρεθύρια των Σουρούτηδων, θ' άστραφταν και τα μάτια της Αννίκας.
Κι όταν τη νύχτα, όλα γλυκά θα σώπαιναν, τότες αυτός ήξερε.
Αχ! πόσο γλυκιές ήσαν οι γνώμες του, πόσ' όμορφή ΄ταν η ζωή του.
Εκεί αντίκρυα του θ' άνοιγ' αθόρυβα, σα μάτι, το χαμηλό παρεθυράκι των Σουρούτηδων κ' ένα χρυσό αυλάκι από φως θα σέρνονταν πα στα κατάμαυρα νερά, μες στο λιμάνι.
Σαν μια κολώνα ολοχρυσή , ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσά του - φάντασμα λευκό νυχτερινό - η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου!
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν - μαύρη νεροσυρμή και κύμα - πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυο ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια. Θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της.
Κάτω απ' το νυχτικό μπουστάκι της - έτοιμο να σπάσει και να πετάξει τα κουμπιά του - μόλις θα συγκρατιούτανε το δίδυμο κύμα των βυζώ της.
Αγάλι τότες κι αυτός θα κατέβαινε στη βάρκα.
Θ' αφρουγκάζοταν τους υγρούς κλουμπακισμούς των κουπιών του πα στη θάλασσα και τους βαριούς χτύπους τση καρδιά του μρς στη νύχτα.
Κι όταν σε λίγο αγάλι θ' άραζε εκεί στην αμμουδιά - ζερβά στο σπίτι της - πατώντας λαφριά στα νύχια του, θάφτανε στο παρέθυρο και θάδινε τα χέρια.
Τότες το φως θάσβηνε άξαφνα - σαν κάτι που πέταξε κ' εχάθη. Πυκνό τότε σκοτάδι γλυκά θα τους συνέπαιρνε.
Έλα Χριστέ και Παναγιά! πόσ' όμορφος πούταν ο κόσμος. Απαλά τα δάκτυλά του θα βούλιαζαν - σαν σε ζυμάρι - στις φούσκες των δυό μπράτσω της, κ' οι δυό μαζί οι παλάμες του θα γλύστραγαν ως την πυκνή βλάστηση ( αψηλά) των μασχαλώ της.
Ο φλογερός ανασασμός του θα συγκερνιότανε με τη μοσκοβολάδα απ' τα χνώτα τση και το στόμα του λαίμαργα θ' ασήκωνεν εκείνη τη στιλπνή υγρασία των χελιών τση.
Ψυχή του!
Θάνιωθε στα μπράτσα του την ελαστική εσχάρα των λιανών παϊδιών της, κι όταν απ' την φουσκοθαλασσιά των καϋμών, θάσπαζαν τα φιλντισένια κουμπάκια και του μπούστου της, ο κρουστός κόρφος της θα χύνονταν και στων δυό τις αγκαλιές - αφρός και κύμα.
Έτσι κατά πώς έγιναν και τότες.
Αγέρας ερωτικός οι καϋμοί του φούσκωναν τα πανιά του και τους φλόκους, ερωτικό πουλάκι κ' η ψυχούλα του φλετούραε αμπροστά, το δρόμο δείχνοντας στο ερωτικό καράβι.
Πότε να φτάσει.
Εκεί σιμά στα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων θ' άραζε, καρσί στα μαύρα μάτια της Αννίκας.
Έλα Χριστέ και Παναγιά πόσ' όμορφος πούταν ο κόσμος! Μια φουσκοθαλασσιά καλωσύνης, μια μοσκοβολιά τρυφεράδας, έτσι έν' αγεράκι ερωτικό γλυκοφυσάμενο φούσκωνε την καρδιά του και τις σκέψεις του.
Θάφτανε.
Θα φουντάριζε στην ίδια θέση, γερά θα ρεμεντζάριζε την "Τρισεύγενη" το τρεχαντήρι του` σβέλτος και λυγερός κι αυτός θα ορθώνονταν στο κάσαρο.
Κι από κοντά;
Ω από κοντά όλα θαρχόταν μοναχά τους με τη σειρά και με την τάξη.
Αχ! ναι, σαν τότες!
Να, θ' άνοιγαν τα παρεθύρια των Σουρούτηδων, θ' άστραφταν και τα μάτια της Αννίκας.
Κι όταν τη νύχτα, όλα γλυκά θα σώπαιναν, τότες αυτός ήξερε.
Αχ! πόσο γλυκιές ήσαν οι γνώμες του, πόσ' όμορφή ΄ταν η ζωή του.
Εκεί αντίκρυα του θ' άνοιγ' αθόρυβα, σα μάτι, το χαμηλό παρεθυράκι των Σουρούτηδων κ' ένα χρυσό αυλάκι από φως θα σέρνονταν πα στα κατάμαυρα νερά, μες στο λιμάνι.
Σαν μια κολώνα ολοχρυσή , ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσά του - φάντασμα λευκό νυχτερινό - η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου!
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν - μαύρη νεροσυρμή και κύμα - πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυο ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια. Θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της.
Κάτω απ' το νυχτικό μπουστάκι της - έτοιμο να σπάσει και να πετάξει τα κουμπιά του - μόλις θα συγκρατιούτανε το δίδυμο κύμα των βυζώ της.
Αγάλι τότες κι αυτός θα κατέβαινε στη βάρκα.
Θ' αφρουγκάζοταν τους υγρούς κλουμπακισμούς των κουπιών του πα στη θάλασσα και τους βαριούς χτύπους τση καρδιά του μρς στη νύχτα.
Κι όταν σε λίγο αγάλι θ' άραζε εκεί στην αμμουδιά - ζερβά στο σπίτι της - πατώντας λαφριά στα νύχια του, θάφτανε στο παρέθυρο και θάδινε τα χέρια.
Τότες το φως θάσβηνε άξαφνα - σαν κάτι που πέταξε κ' εχάθη. Πυκνό τότε σκοτάδι γλυκά θα τους συνέπαιρνε.
Έλα Χριστέ και Παναγιά! πόσ' όμορφος πούταν ο κόσμος. Απαλά τα δάκτυλά του θα βούλιαζαν - σαν σε ζυμάρι - στις φούσκες των δυό μπράτσω της, κ' οι δυό μαζί οι παλάμες του θα γλύστραγαν ως την πυκνή βλάστηση ( αψηλά) των μασχαλώ της.
Ο φλογερός ανασασμός του θα συγκερνιότανε με τη μοσκοβολάδα απ' τα χνώτα τση και το στόμα του λαίμαργα θ' ασήκωνεν εκείνη τη στιλπνή υγρασία των χελιών τση.
Ψυχή του!
Θάνιωθε στα μπράτσα του την ελαστική εσχάρα των λιανών παϊδιών της, κι όταν απ' την φουσκοθαλασσιά των καϋμών, θάσπαζαν τα φιλντισένια κουμπάκια και του μπούστου της, ο κρουστός κόρφος της θα χύνονταν και στων δυό τις αγκαλιές - αφρός και κύμα.
Έτσι κατά πώς έγιναν και τότες.
Αγέρας ερωτικός οι καϋμοί του φούσκωναν τα πανιά του και τους φλόκους, ερωτικό πουλάκι κ' η ψυχούλα του φλετούραε αμπροστά, το δρόμο δείχνοντας στο ερωτικό καράβι.
Πότε να φτάσει.
***
Κ' έφτασε.
Αδεκεί καταμεσίς στο λιμανάκι της Κάτω Μπάσιας, φουντάρισε, αντίκρυα στα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων, εκεί καρσί στα μαύρα μάτια της Αννίκας. Εκεί ' ταν το σπιτάκι της` εκεί οι λεύκες που το σκέπαζαν, ομπρός του εκεί, σιμά στα βότσαλα, στο περιγιάλι.
Γοργά πετάχτηκε στην πιάτσα. Και βράδυαζε. Σε λίγο, θάφτανε κ' η νύχτα.
Στην ίδια θέση εκάθισε, αντίκρυα, στου Ζέρβα την ταβέρνα.
Δούλευε ο νους του ανήσυχα, δούλευε η καρδιά του, δούλευε και η μοίρα του η μαύρη.
Ανήσυχο πουλάκι η ψυχούλα του, πετούσε δω, πετούσε κει, γυρόφερνε το σπίτι.
Να ιδεί, να μάθει δίψαε η καρδούλα του.
Κ' έμαθε και είδε.
Είδε την αυλόπορτα ν' ανοίγει κ' ένας άντρας ξεραγκιανός, κοκκινοτρίχης, πρόβαλε στην πόρτα.
Και πνιγμένος ο Καπτα - Σουρμελής θα τον θυμόνταν.
Ήταν εκείνος.
Αυτός ο ίδιος πούχε από τότες στο μάτι την Αννίκα.
Είδε και την Αννίκα. Την είδε να χάνει το χρώμα της, να πιάνεται στην πόρτα. Κατόπι να κλείνει πίσω της , να φεύγει.
Κατάλαβε ο Καπτα - Σουρμελής ο Στουραΐτης.
Δε μίλησε, δεν εκουνήθη, δεν ανάσανε.
Δεν αισθάνθηκε καθόλου μίσος, διόλου θυμό.
Δεν ήταν ανάγκη, δεν επείραζε, δεν ήταν λόγος.
Όμως σιγανά, αγάλι, σαν από θερμή πηγή ανάβλυσε μέσα του η πίκρα.
Είπε και τούφεραν κρασί κι άρχισε να πίνει.
Αχ πόσο έπιεν, Θεέ μου!
Έπινε αγάλι, έπινε ντροπαλά, τόνα ποτήρι πάνω στ΄ άλλο.
Έτσι αγάλι, έτσι ντροπαλά κι αυτά, τα χαμηλά παρεθυράκια των Σουρούτηδων μπροστά του, σφάλισαν φύλλο προς φύλλο, ένα - ένα, τόνα κατόπι στ' άλλο, σαν ματάκια.
Κ' η νύχτα ήρτε, ήρτε δειλή, δισταχτική, κρυφοκλαμένη.
Κοντά μεσάνυχτα ασηκώθη κ' έφυγε.
Πατώντας δω, πατώντας κει, έφτασε στο μώλο.
Δεν ήταν μεθυσμένος - σκεφτόταν μέσα του - παρά έτσι κομμάτι κουρασμένος, λυπημένος...
Τώρα ήσαν όλα καλά, κατακαλά, ωραία, αχ τι ωραία!
Ο Θεός ξέρει πώς ήβρε τη βάρκα του, πώς ήμπε μέσα.
Έπιασε τα κουπιά και τράβηξε για το καΐκι, για της ψυχής του τράβηξε το άσυλο , για την καταφυγή του σώματός του.
Αχ! πόσο μακριά πούταν φουνταρισμένη η " Τρισέγευνη ", πόσο αλαργινό το τρεχαντήρι του, του εφάνη...
Άαα...θάχε " σύρει " διαλογίστηκε...το ρέμα το μετατόπισεν εσκέφθη` τέλος, έφτασε` προσπάθησε ν' ανέβει, να σκαλώσει...Μα πράμα περίεργο - αργούσε...δε δύνονταν....- σε καλό του!
Έκαμε να φωνάξει το μούτσο του το Γιώργη, προσπάθησε πολύ...εφώναξε δυνατά όσο κι αν εδυνάστη...μα παράξενο πράμα " τ' είχε πάθει; " ο μούτσος δε φαινόταν, κι αυτός ο ίδιος δεν άκουγε σκεδόν διόλου τη φωνή του!
Μόνο ένας σαλιαρός ρογχασμός έβγαιν' από το στόμα του...
Καλά, μα εκεί αντίκρυα του - ζερβά του - κάτι άστραψε, κάτι εχύθη.
Μια νεροφίδα χρυσή, λιανή, μακρουλή, αγωνίζονταν - σα νάταν δεμένη, απ' την ουρά της - λες να ξεφύγει απ΄τη στεριά, να γλυστρήσει πα στο γιαλό, μες στο λιμάνι.
Μια σκέψη γοργή - σαν αστραπή - διάβη γλυκά το λοϊσμό του .
Έστριψ' ευτύς προς την αχτή κ' είδε αντίκρυα .
Είδε το παρεθύρι ανοιχτό και την Αννίκα ανάμεσά του, όραμα λευκό μέσα στη νύχτα!
Αχ! ναι σαν τότες!
Ήταν κι απόψε με το νυχτικό μπουστάκι της κ' είχε τα μπράτσα γυμνά όπως στ' αγάλματα!
Σαν μια χιονοκολώνα λυγερή ήταν το μπόι της όπου αψηλά της κάθονταν ' νας κόρακας με τα φτερά ανοιγμένα - τα μαλλιά της.
Κ' ενόησε.
Έπιασε τα κουπιά και τράβηξε ίσα - καταΐσα.
Μια καινούργια δύναμη έδωσ' αντρειά στα μπράτσα του, έκαμε τους σκαρμούς της βάρκας του να τρίζουν.
Δεν τούκανε εντύπωση ο σκοπός του.
Ήξερε καλά, κατακαλά, ήταν βέβαιος.
Εκεί΄ταν η Αννίκα του - τον καρτέραε...
Κι αυτός;
Ω, αυτός όπως τότε:
Θα κάθιζε αγάλι τη βάρκα του στην αμμουδιά και θα σαλτάριζε στα όξω.
Κατόπι πατώντας ανάλαφρα στα νύχια του, θάφτανε και θάδινε τα χέρια.
Κι όταν το φως της λάμπας θάσβηνε και θα γίνονταν κ' οι δυό των ένα με τη νύχτα, τότε...ω τότε!
Να λιγάκι ακόμα και ζύγωνε να φτάσει.
Το χρυσό ρυάκι πλάι του όλο και κόνταινε στη θάλασσα, όλο κ' έφευγε ξοπίσω του - σα φίδι. Μα, για στάσου...
Το φως, καρσί, έσβησεν άξαφνα σαν κάτι που πέταξε κ' εχάθη! Το ίδιο και το χρυσό αυλάκι πα στη θάλασσα!
Ο Καπτα - Σουρμελής ο Στουραΐτης πάλι ενόησε...
Σίαρε αγάλι και κάθισε στον πάγκο.
Δεν ήταν μεθυσμένος - σκεφτόταν μέσα του - παρά έτσι κουρασμένος, μάλλον λυπημένος...
Τώρα όμως πολύ αποθυμούσε να ξαπλώσει...να, όσο πατάει η γάτα, μια στιγμή...Όχι αδελφέ να κοιμηθεί, μόν' να τον κλέψει μόνε μόνε...έτσι ένα μινούτο, μια σταλιά...
Κι από κοντά - μα το Θεό - θα τράβαγε ίσια για το καΐκι.
Κ' έγειρε.
Πολύ ανήσυχα στην αρχή, άσκημα, παράξενα, αποκοιμήθη τέλος βαριά, συγκρατητά, δίχως άκρη...
Προς τις αυγές, τα νερά τραβήχτηκαν και το κεφάλι του πρόβαλ' αγάλι πα απ' τη θάλασσα, με το πρόσωπο αποτρόπαιο και πρισμένο, μαλέο, απαίσιο!
Τα μάτια του ολανοιχτά, γυαλένια και κατάπληχτα, θωρούσαν χαύνα καταμπροστά όλα μαζί και τα κλειστά παρεθυράκια των Σουρούτηδων!
Κάτω απ' τα φουσκοπρησμένα του ματόφυλλα, οι κόρες (πηγμένες) των ματιών του εφαίνοσαν σαν κάτι να διηγόντουσαν φριχτό, σαν κάτι να ( της Αννίκας του ) το ελέγαν...
Γιάννης Σκαρίμπας , Καϋμοί στο γριπονήσι, Κάκτος 1975
" Το πρώτο βραβείο δόθηκε στον κ. Γιάννη Σκαρίμπα ( Χαλκίδα) για το διήγημά του " Ο Καπτάν Σουμερλής ο Στουραΐτης ". Το διήγημα αυτό κάμνει αμέσως ζωηρή εντύπωση για το δυνατό χρώμα του και την έντονη προσωπικότητα του ύφους του, πράγμα που λείπει σχετικά από τα άλλα. Μέσα από την αφήγησή του ξεπετιέται ατόφια, καθαρή, τελείως ξεχωριστή η ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που τώχει γράψει. Ο κ. Σκαρίμπας έχει ήδη ύφος δικό του , και αυτό είναι το πιο σπουδαίο προσόν που μπορεί να ζητήση κανείς από έναν συγγραφέα. Και το επέτυχε γιατί στηρίχθηκε αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, περιορίσθηκε στα δικά του όρια, στο δικό του, στο γνώριμό του κόσμο. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ασφαλώς ο συγγραφεύς και ο άνθρωπος είναι ένα, ταυτίζονται, πράγμα σπάνιο` συχνά ο πόθος μας είναι να φαινόμαστε σ' ένα έργο που γράφουμε, όχι όπως πράγματι είμαστε, αλλά όπως θα μας άρεσε να είμαστε, και γι' αυτό ακριβώς η ασυνέπεια μεταξύ του ανθρώπου και του συγγραφέως είναι συνηθέστατη. Προκειμένου για τον Σκαρίμπα δεν μένει καμμιά υποψία για ένα παρόμοιο πράγμα. Ο παλμός του ύφους του, η λέξη , η φρασεολογία , ο τρόπος με τον οποίον συγκινείται, όλα μαρτυρούν για την απόλυτη, τη βαθύτατη ειλικρίνειά του. Σε ένα μεγάλο μέτρο μπορεί κανείς να πη γι' αυτόν, τα λόγια κάποιου γάλλου κριτικού: " Περίμενε κανείς να βρη ( μέσα στα γραφόμενά του) έναν συγγραφέα και βρίσκει έναν άνθρωπο".
Όλοι οι άλλοι όροι, που είναι απαραίτητοι για να είναι ένα έργο καλά γραμμέναο, κατόπι από την παραπάνω προϋπόθεση, πληρούνται μόνοι τους: Το θέμα παίρνει ενδιαφέρον, οι τύποι είναι ολοζώντανοι , η διατύπωση καθαρή, η συγκίνηση γνήσια, η οικονομία ζυγισμένη, όλα καλοβαλμένα. Καμμία επιτήδευση, καμμία επιδίωξη βαθυστοχασιάς, μ' έναν λόγο καθόλου φιλολογία.
Επαναλαμβάνομε πως εκείνο που κάμνει εξαιρετική εντύπωση, είναι η γλώσσα του, θρεμμένη από την πιο δροσερή πηγή, από τον λαό. Πλούσια, θερμή, συχνά υπερβολικά έντονη, σπάταλη, μα πάντα, και στα πληθωρικά της ακόμα σημεία, κυβερνημένη από τεχνίτη που ξαίρει καλά τι τέλειο όργανο κρατά στα χέρια του, χρωματίζεται ανάλογα με τα πράγματα.
Ο συγγραφέας, φαίνεται μεν ότι έχει αρκετή συνείδηση του τι φτιάνει, αλλά κυρίως η δύναμή του είναι το ένστικτο` σ' αυτό αφίνεται με εμπιστοσύνη, σαν ένας καλός ιππεύς στ' άλογο του` μέσα του μιλά η ράτσα. Ο κόσμος του είναι λιτός στη σύνθεσή του, κι' όμως ξαίρει τον τρόπο να τον στολίση με το αίσθημά του, συχνά μάλιστα να τον παραστολίση , το μόνο ψεγάδι ίσως που έχει ακόμα, μα που ασφαλώς θα το βγάλη από πάνω του. Δε μένει μέσα στα σύνορα της συνηθισμένης ηθογραφίας, ένα είδος που κατήντησε συμβατικό και ανιαρό, αλλά κατορθώνει να βασίζει ένα έργο που έχει ανθρώπινο ενδιαφέρον και αξία στο φτιάξιμο, στη μορφή. Η διακοσμητική του ιδιοφυΐα κεντά απάνω στο συχνά μονότονο υφάδι της πραγματικότητας πλήθος πολύχρωμα ξόμπλια και κοσμήματα , με μια αγάπη, με μια αφοσίωση όμοια με εκείνη που είχανε οι χειροτέχνες του καλού καιρού, οι χρυσοκοδυλιστές της Ανατολής.
Έως τώρα, αρκετοί συγγραφείς μας πήρανε ως βάση την ηθογραφία και δώσανε διαφορετικά την όψη της φυλετικής μας ζωής` άλλο έδωσε ο Παπαδιαμάντης, άλλο ο Κρυστάλλης, άλλο ο Καρκαβίτσας, άλλο ο Βλαχογιάννης. Ο κ. Σκαρίμπας δεν μιμήθηκε από αυτά τα πρότυπα` έδωσε δικό του χρώμα στο διήγημά του, έκαμε ένα είδος "α λά Σκαρίμπα". Αυτό δεν είναι υπερβολή, και πιστεύουμε βαθειά πως θα τραβήξη το δρόμο του, θα απλοποιηθή, θα πλατύνη, και θα γίνει συγγραφεύς άξιος γι' αυτό το όνομα.
(Απρίλης 1929) Κ.ΚΑΡΘΑΙΟΣ
Εισηγητής Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ
Λ. ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
Κ. ΜΠΑΣΤΙΑΣ
( Απόσπασμα από την Έκθεση της Εισηγητικής Επιτροπής του διαγωνισμού διηγήματος των "Ελληνικών Γραμμάτων")
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου