Το φθινόπωρο στην Ηγουμενίτσα άρχιζε πολύ νωρίς. Στις πρώτες κιόλας μέρες του Σεπτέμβρη είχαμε έντονα πρωτοβρόχια. Η φύση πρασίνιζε, ζωήρευε και γέμιζε λουλούδια. Ήταν κάτι σαν φθινοπωρινή άνοιξη. Όχι βέβαια με την ευωδία και το εύρος των χρωμάτων της. Ένα πρασινοκίτρινο επικρατούσε. Θυμάμαι, μαθητής στο Δημοτικό, ανιχνεύαμε συνεχώς μετά τη βροχή το ουράνιο τόξο. Το ζωνάρι του Θεού όπως το λέγανε. Όμως η δυστυχία του σχολείου αμαύρωνε την περιπέτεια της παιδικής ηλικίας. Θα' ταν όνειρο η πρωινή βροχή αλλά έπρεπε να τη διασχίσουμε όχι για να μας λούσει η ομορφιά του κόσμου, αλλά για να πάμε στο σχολείο. Την πικρή αυτή αίσθηση επέτειναν τα παιδάκια της πλαϊνής μας γύφτικης συνοικίας. Δεν πήγαιναν σχολείο, κάτι που φάνταζε στα μάτια μας μεγαλειώδες προνόμιο. Σπάνια κανένα πήγαινε μια- δυο τάξεις κι αυτές άκρως πλημμελώς. Δεν εμφανιζόντουσαν για βδομάδες. Τα βλέπαμε με τους πατεράδες τους, τους θείους τους, τα ξαδέλφια τους, στους φούρνους, στο λιμάνι, στη λαϊκή, στις πιάτσες της πόλης να βοηθούν στ' αγώγια, στις μεταφορές. Άρχιζαν δειλά να παίζουν μουσική και πλαισίωνανα τις κομπανίες τους, στους γάμους και στα πανηγύρια. Το μεσημέρι όμως μετά το σχολείο παίρναμε την εκδίκησή μας. Πετούσαμε την τσάντα μας, κάτι ανεμοχάφταμε και γυρνούσαμε τα νώτα στα σπίτια μας, στο σχολείο, στην πόλη και ξανοιγόμασταν στο δάσος, στις λακκιές, στις πλαγιές. Προς τα ψηλώματα. Καίτοι ανηφορίζαμε τα πόδια μας λυνόντουσαν. Παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ. Ευτυχώς δεν μας έψαχναν. Μόνον μια φορά θυμάμαι που είχε χιονίσει και ο αδελφός μου με την παρέα του πήγαν στην πιο ψηλή κορφή, προς το πολύ χιόνι, ανησύχησαν οι δικοί μου.Πολύ αργά το βράδυ οι μεγάλοι που είχαν πάει να τα βρουν, τα συνάντησαν στην επιστροφή τους. Απ' τα βουνά φέρνανε στις μανάδες μας ζουμπούλια - υάκινθους - ανεμώνες, κίτρινες, πλατιές μαργαρίτες αλλά και κουκουνάρια σε τσουβάλια για να έχουν προσάναμμα στο καζάνι. Κυλούσαμε τα τιγκαρισμένα σακιά στις πλαγιές. Θυμάμαι πόσο απόρησα όταν μας μάλωσαν , να μην ξαναφέρουμε. Τόσο πολύτιμο είδος μού φαινόταν, αλλά βέβαια είχαμε γεμίσει τον τόπο.
Πότε διαβάζαμε; Άντε ντε.
Τώρα οι γειτονιές είναι έρημες από παιδιά. Ούτε καν ενηλίκους βλέπεις συχνά. Τα λίγα γυφτάκια που απόμειναν πηγαίνουν κανονικά σχολείο. Οι περισσότεροι συνομήλικοι μου γύφτοι έχουν απ' την πόλη` μια μορφή μαύρης πέτρας. Τα μονοπάτια στις πλαγιές έχουν πνιγεί. Τα ζουμπούλια μένουν αμάζευτα. Βαριούνται όλοι να κάνουν έτσι με το χέρι τους. Οι πλαγιές επίσης γέμισαν θεόρατα σπίτια. Τα μικρά σπιτάκια στις γειτονιές μας γκρεμίστηκαν κι έγιναν κι αυτά τεράστια σπίτια, αλλά με πορτοπαράθυρα κλεισμένα πια. Κότες και κατσίκες δεν βλέπεις καθόλου. Κήπους βλέπεις σπάνια` έναν εδώ, έναν εκεί κι αυτοί προορίζονται να χαθούν γιατί τους έχουν γριούλες. Ούτε στις γιορτές πια οι γείτονες δεν ανταλάσσουν επισκέψεις. Έγιναν οι γιορτές τηλεφωνικές. Δεν μαζεύονται πια οι γείτονες τα δειλινά στα σκαλιά κανενός σπιτιού για κουβεντολόι. Σαν κάτι να περιμένουν οι άνθρωποι αόριστο, μακρινό και είναι σε μια μορφή παθητικής επιφυλακής` εσωστραμμένοι, κατηφείς. Δεν έχουν πια ευχαριστημό.
Τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν στρέψει οριστικά τα νώτα στο δάσος , στο βουνό. Προσανατολίστηκαν στην πόλη, στον πυκνό ιστό της, στα μπαρ και στις καφετέριες της παραλίας. Τις πιο πολλές ώρες βέβαια είναι κλεισμένα στα δωμάτιά τους. Αλλά και στην πόλη, στους δρόμους της, στα δημόσια μέρη, στις πλατείες της, ελάχιστοι πια είναι οι πεζοί. Στις γιορτές - σαν τα εφετινά Χριστούγεννα - η ερημία είναι εντονότερη. Οι μόνοι που κυκλοφορούν είναι οι Κούρδοι, οι Αφγανοί, οι Τυνήσιοι, οι Σομαλοί που περιμένουν την ευκαιρία να περάσουν απέναντι στην Ιταλία. Εκατοντάδες, χιλιάδες, κοιμούνται στην ύπαιθρο - οι μοναδικοί πια νομείς της - σε σπιτάκια που έχουν σκαρώσει από νάιλον. Η πιο συχνή εικόνα στην πόλη είναι να ψάχνουν στα σκουπίδια.
Οι κάτοικοι της πόλης - όπως ακριβώς τον χειμώνα του '90 που είχαν ολόψυχα περιθάλψει τους Αλβανούς - κρεμάν' φαγητά στους κάδους, οργανώνουν συσσίτια, συχνά πυκνά βάζουν το χέρι στην τσέπη. Με χαρά έμαθα ότι οι φουρνάρηδες, οι εστιάτορες και οι ταβέρνες ό,τι τους περισσεύει τους το διανέμουν με σύστημα.Αυτά τα παιδιά αφήνουν πίσω τους τα δικά τους ανεκτίμητα, γονείς, συγγενείς, φίλους, γλώσσα, τραγούδια και αγαπημένους τόπους για το καταναλωτικό δυτικό όνειρο. Μα καθετί που πωλείται έχει πάντα μικρή αξία. Και κάθε τόπος αν τον δουλέψεις μπορεί να σε θρέψει, να σε ζήσει.
Σαν τους δικούς μας μετανάστες που ενώ τους έζησε ο τόπος στα χωριά μας και μάλιστα σε συνθήκες κατοχής, μετά το '50 σε συνθήκες ελευθερίας ανακάλυψαν τη φτώχεια και έφυγαν μαζικά για τη Γερμανία. Όλοι μας δε περιφρονήσαμε τα μητρώα μας και τα βαφτίσαμε κιόλας βλάχικα. Έχτισαν βέβαια οι μετανάστες διώροφα και τριώροφα , έφεραν αυτοκίνητα, και ντύθηκαν αλλιώς. Ξένα ρούχα. Σαν τα ξένα ρούχα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, που φοράει σήμερα όλη η χώρα.
Αλλά - για να μη μεμψιμοιρούμε - η ζωή υπερβαίνει τις κοινωνικές μορφές που της δίνουν οι άνθρωποι. Η πόλη έχει πρόσωπο προς τη Δύση. Κανένα ανατολίτικο στοιχείο δεν ανιχνεύεις παρ' όλο που ενσωμάτωσε και μικρασιάτες πρόσφυγες. Ζουν επίσης σ' αυτήν Βλάχοι, Κερκυραίοι, Ηπειρώτες, Αρβανίτες, Σαρακατσάνοι. Ο γλωσσικός τρόπος που διαμορφώθηκε είναι ανοικτός, με καθαρή λίγο τραγουδιστή εκφορά των φωνηέντων.
Το ηλιοβασίλεμα της πόλης είναι μαγευτικό, με πολύ μεγάλο εύρος. Τα χρώματα του ίπτανται πάνω απ' την Κέρκυρα και διαχέονται κατόπι στα γαλήνια νερά του κόλπου της. Την άνοιξη που σμίγει το θαλασσινό αεράκι με τις μυρωδιές της φύσης αυτό το ηλιοβασίλεμα γίνεται αβάσταχτο. Για τον ταξιδιώτη το θέαμά του είναι εντυπωσιακό απ' την καφετέρια που είναι στο βουνό, στη θέση Τσιμπουρίκι, στα νώτα της πόλης. Μπορεί κανείς να γευματίσει σε εξαιρετικά ψαράδικα όπως το "Κοχύλι" στο κέντρο της πόλης, στο "Λίθος", στο "Σινέ - μεζέδες", και στις ψαροταβέρνες της Πλαταριάς, ένα τέταρτο απ' την πόλη.
Επίσης πλάι στη Νομαρχία μπορεί κανείς να φάει εξαιρετικά στο παραδοσιακό εστιατόριο "Στράντα Μαρίνα". Όπως επίσης πολύ καλό φαγητό μπορεί κανείς να βρει στο παραδοσιακό εστιατόριο "Ο Αλέκος" που είναι στα Πλατάνια. Αλλά και οι μεζέδες στα τσιπουράδικα είναι υπέροχοι. Λέγεται - και είναι αλήθεια - ότι με δυο τσίπουρα ή με δυο κρασιά γευματίζεις κιόλας. Οι καφετέριες της παραλίας σερβίρουν εξαιρετικό - και φθηνό- καφέ. Παραδοσιακούς εσπρέσο, εσπρέσο στρέτο, εσπρέσο λούγκο, καπουτσίνο, φρέντο καπουτσίνο. Πάμπολλοι νέοι απ' την πόλη πήγαν για σπουδές στην Ιταλία - λόγω γειτνίασης - και μαζί με τις άλλες γνώσεις έφεραν και την τεχνογνωσία του καφέ.
Εσχάτως η πόλη απέκτησε και μουσείο. Απ' τα πιο αξιοπαρατήρητα μουσεία που έχω δει. Η ιστορία του τόπου απ' τη λίθινη εποχή, αλλά ιδωμένη και ειπωμένη - με τα εκθέματα, τους ανάγλυφους χάρτες, τα χρώματα και τις λεζάντες - σαν ένα υπέροχο παραμύθι. Ένα μουσειακό, ταξιδιωτικό παιχνίδι στα έγκατα του χρόνου. Ήταν φαίνεται σε καλή ώρα οι δημιουργοί του όταν το έφτιαχναν.
Αλλά καθώς γυρίζω απ' τη θάλασσα του Δρέπανου και το αντικρύζουμε, λέω στον ταξιτζή αστειευόμενος να μειώσει την ταχύτητα λόγω της κοσμοσυρροής. Καημό το έχω να δω έναν επισκέπτη να διαβαίνει την πύλη του. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν έχουν καλή σχέση με τα μουσεία. Αλλά κι εγώ μόνον μια φορά πήγα. Το Δρέπανο είναι μια αμμώδης λουρίδα που κλείνει - σαν δρεπάνι - τον κόλπο της πόλης. Απέραντη αμμουδιά με γλυκύτατη - ακόμα και το χειμώνα λόγω του αναχώματος της Κέρκυρας - θάλασσα. Κολυμπάς και συνεχώς μπαινοβγαίνουν στον κόλπο καράβια. Σαν να κολυμπάς - αλλά και να ταξιδεύεις νοερά - μαζί τους.
Τώρα με την Εγνατία έρχονται χιλιάδες επισκέπτες απ' τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Φοβάμαι λίγο την επικείμενη τουριστική ανάπτυξη. Το " Ξενία" της πόλης - έργο του Κωνσταντινίδη - είναι απ' τα πρώτα "Ξενία" που κήρυξε διατηρητέα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Απλώς υπέροχο. Αέρινες, παιγνιώδεις στην ανθρώπινη κλίμακα κατασκευές, με χρώματα θερινά, φωτεινά, που ευφραίνουν όσους το αντικρύζουν. Απ' το '60 που κατασκευάστηκε είναι νομίζω ό,τι πιο ουσιαστικά παιδευτικό - μετά τη φύση - έχει ο τόπος. Βαθύτατα επέδρασε στην περί καλού και ωραίου αίσθηση των κατοίκων.
Δυστυχώς χτίστηκαν στον τόπο του, χαλώντας έτσι την ισορροπία του, την ολότητά του - εκπαιδευτικά κτίρια, σαν να μην υπήρχε αλλού δημόσια γη. Πολύ θα χαιρόμουν αν αποφάσιζε το ΚΑΣ - και έτσι πρέπει - να γκρεμιστούν. Και η πόλη, αν είχε λίγο πόνο και λίγη ευγνωμοσύνη γι' αυτό το δημιούργημα του Κωνσταντινίδη, θα έπρεπε να απαιτήσει να γκρεμιστούν.
Σωτήρης Δημητρίου
Το κείμενο για την Ηγουμενίτσα του Θεσπρωτού συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου βρίσκεται σε ένα παλιό ένθετο - χωρίς χρονολογία - της εφημερίδας Τα Νέα με τίτλο Μικρές Πατρίδες, είκοσι συγγραφείς μάς αποκαλύπτουν τα μυστικά του τόπου τους.
Η ανάρτηση αφιερώνεται με αγάπη σε όλους τους συναδέλφους και τους μαθητές του 3ου Γυμνασίου Ηγουμενίτσας σε ανάμνηση καλών, χαρούμενων και όμορφων στιγμών.
Πότε διαβάζαμε; Άντε ντε.
Οι κάτοικοι της πόλης - όπως ακριβώς τον χειμώνα του '90 που είχαν ολόψυχα περιθάλψει τους Αλβανούς - κρεμάν' φαγητά στους κάδους, οργανώνουν συσσίτια, συχνά πυκνά βάζουν το χέρι στην τσέπη. Με χαρά έμαθα ότι οι φουρνάρηδες, οι εστιάτορες και οι ταβέρνες ό,τι τους περισσεύει τους το διανέμουν με σύστημα.Αυτά τα παιδιά αφήνουν πίσω τους τα δικά τους ανεκτίμητα, γονείς, συγγενείς, φίλους, γλώσσα, τραγούδια και αγαπημένους τόπους για το καταναλωτικό δυτικό όνειρο. Μα καθετί που πωλείται έχει πάντα μικρή αξία. Και κάθε τόπος αν τον δουλέψεις μπορεί να σε θρέψει, να σε ζήσει.
Σαν τους δικούς μας μετανάστες που ενώ τους έζησε ο τόπος στα χωριά μας και μάλιστα σε συνθήκες κατοχής, μετά το '50 σε συνθήκες ελευθερίας ανακάλυψαν τη φτώχεια και έφυγαν μαζικά για τη Γερμανία. Όλοι μας δε περιφρονήσαμε τα μητρώα μας και τα βαφτίσαμε κιόλας βλάχικα. Έχτισαν βέβαια οι μετανάστες διώροφα και τριώροφα , έφεραν αυτοκίνητα, και ντύθηκαν αλλιώς. Ξένα ρούχα. Σαν τα ξένα ρούχα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, που φοράει σήμερα όλη η χώρα.
Το ηλιοβασίλεμα της πόλης είναι μαγευτικό, με πολύ μεγάλο εύρος. Τα χρώματα του ίπτανται πάνω απ' την Κέρκυρα και διαχέονται κατόπι στα γαλήνια νερά του κόλπου της. Την άνοιξη που σμίγει το θαλασσινό αεράκι με τις μυρωδιές της φύσης αυτό το ηλιοβασίλεμα γίνεται αβάσταχτο. Για τον ταξιδιώτη το θέαμά του είναι εντυπωσιακό απ' την καφετέρια που είναι στο βουνό, στη θέση Τσιμπουρίκι, στα νώτα της πόλης. Μπορεί κανείς να γευματίσει σε εξαιρετικά ψαράδικα όπως το "Κοχύλι" στο κέντρο της πόλης, στο "Λίθος", στο "Σινέ - μεζέδες", και στις ψαροταβέρνες της Πλαταριάς, ένα τέταρτο απ' την πόλη.
Εσχάτως η πόλη απέκτησε και μουσείο. Απ' τα πιο αξιοπαρατήρητα μουσεία που έχω δει. Η ιστορία του τόπου απ' τη λίθινη εποχή, αλλά ιδωμένη και ειπωμένη - με τα εκθέματα, τους ανάγλυφους χάρτες, τα χρώματα και τις λεζάντες - σαν ένα υπέροχο παραμύθι. Ένα μουσειακό, ταξιδιωτικό παιχνίδι στα έγκατα του χρόνου. Ήταν φαίνεται σε καλή ώρα οι δημιουργοί του όταν το έφτιαχναν.
Αλλά καθώς γυρίζω απ' τη θάλασσα του Δρέπανου και το αντικρύζουμε, λέω στον ταξιτζή αστειευόμενος να μειώσει την ταχύτητα λόγω της κοσμοσυρροής. Καημό το έχω να δω έναν επισκέπτη να διαβαίνει την πύλη του. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν έχουν καλή σχέση με τα μουσεία. Αλλά κι εγώ μόνον μια φορά πήγα. Το Δρέπανο είναι μια αμμώδης λουρίδα που κλείνει - σαν δρεπάνι - τον κόλπο της πόλης. Απέραντη αμμουδιά με γλυκύτατη - ακόμα και το χειμώνα λόγω του αναχώματος της Κέρκυρας - θάλασσα. Κολυμπάς και συνεχώς μπαινοβγαίνουν στον κόλπο καράβια. Σαν να κολυμπάς - αλλά και να ταξιδεύεις νοερά - μαζί τους.
Τώρα με την Εγνατία έρχονται χιλιάδες επισκέπτες απ' τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Φοβάμαι λίγο την επικείμενη τουριστική ανάπτυξη. Το " Ξενία" της πόλης - έργο του Κωνσταντινίδη - είναι απ' τα πρώτα "Ξενία" που κήρυξε διατηρητέα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Απλώς υπέροχο. Αέρινες, παιγνιώδεις στην ανθρώπινη κλίμακα κατασκευές, με χρώματα θερινά, φωτεινά, που ευφραίνουν όσους το αντικρύζουν. Απ' το '60 που κατασκευάστηκε είναι νομίζω ό,τι πιο ουσιαστικά παιδευτικό - μετά τη φύση - έχει ο τόπος. Βαθύτατα επέδρασε στην περί καλού και ωραίου αίσθηση των κατοίκων.
Δυστυχώς χτίστηκαν στον τόπο του, χαλώντας έτσι την ισορροπία του, την ολότητά του - εκπαιδευτικά κτίρια, σαν να μην υπήρχε αλλού δημόσια γη. Πολύ θα χαιρόμουν αν αποφάσιζε το ΚΑΣ - και έτσι πρέπει - να γκρεμιστούν. Και η πόλη, αν είχε λίγο πόνο και λίγη ευγνωμοσύνη γι' αυτό το δημιούργημα του Κωνσταντινίδη, θα έπρεπε να απαιτήσει να γκρεμιστούν.
Σωτήρης Δημητρίου
Το κείμενο για την Ηγουμενίτσα του Θεσπρωτού συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου βρίσκεται σε ένα παλιό ένθετο - χωρίς χρονολογία - της εφημερίδας Τα Νέα με τίτλο Μικρές Πατρίδες, είκοσι συγγραφείς μάς αποκαλύπτουν τα μυστικά του τόπου τους.
Η ανάρτηση αφιερώνεται με αγάπη σε όλους τους συναδέλφους και τους μαθητές του 3ου Γυμνασίου Ηγουμενίτσας σε ανάμνηση καλών, χαρούμενων και όμορφων στιγμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου