Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
To 1979 με τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και του αναγκαστικού εκπατρισμού χιλιάδων ανθρώπων, μαχητών και υποστηρικτών του, στις Λαϊκές Δημοκρατίες, η Σύγχρονη Εποχή εξέδωσε μια ποιητική ανθολογία με τον τίτλο Της προσφυγιάς. Σε αυτή περιλαμβάνονται ποιήματα πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση.
Την ανθολογία προλογίζει ο Νίκος Παπανδρέου ο οποίος αναφέρει ότι:
«…Εκατό περίπου χιλιάδες Έλληνες υπήρξαν ο στόχος της πιο σκληρής, αιματηρής πολιτικής Βίας. Είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες απ’ την Ελλάδα, που μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου κατέφυγαν αναγκαστικά στις σοσιαλιστικές χώρες για να ζητήσουν άσυλο εκεί. Ο βασικός κορμός της πολυάνθρωπης αυτής κοινότητας ήταν φτωχοί αγρότες, από τις βορειότερες κυρίως περιοχές της χώρας. Άνθρωποι ξεριζωμένοι απ’ τη Βία. Άνθρωποι που κουβαλούσαν μέσα τους ένα πλήθος βιώματα καταπίεσης και καθυστέρησης – κληρονομιά της παραδοσιακής εγκατάλειψης της ελληνικής επαρχίας από την άρχουσα αστική τάξη. Άνθρωποι που δεν είχαν μέσα τους τίποτε άλλο, παρά τη φλόγα του κοινωνικού τους ιδανικού και μια θάλασσα θέλησης να ζήσουν, να δημιουργήσουν.
Με τον αναγκαστικό εκπατρισμό τους οι πόρτες της επιστροφής στην πατρίδα κρατήθηκαν κλειστές ερμητικά από την πιο αλόγιστη μισαλλοδοξία των κάθε φορά κρατούντων. Κάθε πρόσβασή τους, ακόμα και η ταχυδρομική επικοινωνία με τα σπίτια τους, με τους φίλους, με τον τόπο τους, κι αυτή ακόμα, ώσπου να φτάσει στα χέρια του παραλήπτη, έπρεπε να περάσει προηγούμενα «του λιναριού τα πάθη» από τον πολυπλόκαμο μηχανισμό της Βίας(…)
Στις σοσιαλιστικές χώρες οι χιλιάδες έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες βρήκαν αγάπη, στοργή, βοήθεια. Να μάθουν τη γλώσσα της χώρας που ζουν. Να φτιάξουν μια ζωή ανθρώπινη, αξιοπρεπή. Να ανοίξουν δρόμο στις κλίσεις τους. Να μάθουν μια τέχνη, να κατακτήσουν μια ειδικότητα, να μετατραπούν αυτοί οι καθυστερημένοι αγρότες της Ελλάδας, σε σύγχρονους βιομηχανικούς εργάτες. Να κατακτήσουν τις επάλξεις της επιστήμης. Να γνωρίσουν το σύγχρονο πολιτισμό, τις Τέχνες. Κι απ’ αυτόν το δεσμό να βγουν όχι μόνο καλλιεργημένοι δέκτες των μηνυμάτων της Τέχνης, αλλά και φορείς της.
Έτσι δημιουργήθηκε η Ποίηση της προσφυγιάς, μια ποίηση πούναι δεμένη πρώτ’ απ’ όλα με τη δημιουργία του Θεοδόση Πιερίδη, του Δήμου Ρεντή, του Κώστα Γκολφίνου και τόσων άλλων.
Στη μικρή τούτη ανθολογία παρουσιάζονται ελάχιστα δείγματα από τη δημιουργία των πολιτικών προσφύγων ποιητών μιας μόνο κοινότητας: εκείνης που δεκαετίες ολόκληρες έζησε και ζει στη Σοβιετική Ένωση. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ποιητές οι πιο πολλοί διάβασαν για πρώτη φορά ποίηση , κι ακόμη περισσότερο, έγραψαν ποίηση στην αναγκαστική προσφυγιά τους. Μέσα από τα ποιήματα που παρουσιάζονται στον αναγνώστη με τούτη την έκδοση, προβάλλει ξέχειλη η αγάπη για την πατρίδα, έντονο το αίσθημα του νόστου στην πατρική γη, βαθύ το συναίσθημα της ανθρώπινης, της αγωνιστικής αξιοπρέπειας, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης για το λαό και τη χώρα που τους φιλοξενεί. Προβάλλει επίσης ζωντανό, παλλόμενο το κοινωνικό ιδανικό(…)
Για την ελληνικότητά τους, για τον ακοίμητο πόθο του γυρισμού τους, πούναι από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, για την ανθρώπινη ποιότητά τους, μιλούν οι ίδιοι οι ποιητές της προσφυγιάς(…)
Μικρή επιλογή ποιημάτων.
ΑΕΤΟΣ
του Ηλία Αρμάγου
Έναν αετό, μπροστάρη γιο, λεβεντογέννας μάνας,
δεν τον φοβίζουν παγωνιές, αντάρες δεν τον σκιάζουν,
με τα φτερά μισαπλωτά στην πέτρα καθισμένος
και με ματιά αγέρωχη τους κάμπους αγναντεύει,
το πού να φτιάσει τη φωλιά και να ξεχειμωνιάσει,
ώσπου να πάρει η άνοιξη, τα κρούσταλλα να λυώσουν,
να τρέξει γάργαρο νερό, να πρασινίσει ο τόπος.
Κι απάνω στους συλλογισμούς, στης σκέψης τη ζαλάδα,
ένας οχτρός μπαμπέσικος κρυφά παραμονεύει,
του στήνει δίχτυα ύπουλα, φαρμακερές παγίδες,
και τον αετό τον πιάσανε, στα σίδερα τον βάλαν.
Με τ’ αντρειωμένα του φτερά χτυπάει στο σκοτάδι,
κι από τα φτερουγήματα λυγίσαν οι αλυσίδες
κι ακούστηκε βαριά η φωνή, σαν σάλπισμα εγερτήριο:
Αν πιάσατε έναν αετό, δε θα χαθεί η γενιά μας,
χίλιοι αετοί, μύριοι αετοί, μιλιούνια τα σαΐνια,
θα βγουν από τη γη αυτή, τη γαιμοποτισμένη.
Κι ένα πουλάκι με πικρό παράπονο τού λέει:
– Αετέ μου, που είσαι στο κλουβί στα σίδερα κλεισμένος,
τι το κακό που έκανες , ποιο είν’ το φταίξιμό σου;
– Κάνα κακό δεν έκανα και φταίξιμο δεν έχω.
Εχτές, προχτές τ’ αποβραδίς, πριν πέσει ακόμα η νύχτα
ψωμί να δόσω πήγαινα στα ορφανά μιας μάνας,
πούτανε απροστάτευτα και δίχως αποκούμπι
και μείνανε χωρίς γονιό, στους δρόμους πεινασμένα.
Ανάθεμα στους τύραννους, κατάρα στα κοράκια,
που ρήμαξαν τον τόπο μας και φυλακή τον κάναν,
κλείσαν αηδόνια και πουλιά και πετροπερδικούλες
που κελαηδούσαν την αυγή, τα πετρωτά διαβαίναν,
τραγούδαγαν της λευτεριάς τραγούδια αντρειωμένα.
Μα θάρθει πάλι ένας καιρός, κι η μπόρα θα περάσει,
θα ξαστερώσει ο ουρανός, θα λάμψει πάλι ο ήλιος,
θα ανθίσουν τ’ αγριολούλουδα, ο μόσχος, τα δακράκια,
θα πλέξουμε ανθοστέφανα, της λευτεριάς γιρλάντες.
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ
του Αλέκου Αστέρη
( Αφιερωμένο στους φυλακισμένους και εξόριστους)
Μουγκρίζουν, σειούνται τα πελάγη κι οι στεριές,
γύρω σου απλώνεται πηχτό σκοτάδι,
μα συ πετάς ελπιδοφόρα στις καρδιές,
πουλί της θύελλας, καταλυτή του Άδη.
Τινάζεσαι σαν σαϊτιά στους ουρανούς,
σαν αστραπή τα σύννεφα τα μαύρα σκίζεις,
με την εκδίκησ’ αρματώνεις ολουνούς,
της λευτεριάς το εμβατήριο σαλπίζεις.
Καταχωνιάζονται στη βουρκοκαλαμιά
απ’ τις βροντές τα βαλτοπούλια τρομαγμένα,
μα συ φτεροκοπάς ποτέ καμιά
δε σε τρομάζει θύελλα εσένα.
Πέτα, πουλί της θύελλας, πάντα ομπρός,
κι απ’ το δρολάπι της δικής σου οργής,
προβάλλει ο νέος ήλιος πορφυρός,
γόνος της κόκκινης του χρόνου προσταγής.
ΝΑ ΔΩΡΙΣΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
του Γιώργη Βελλά
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
την Άνοιξη,
να δωρίσω ένα κλωνάρι
ανθισμένης μυγδαλιάς,
να δωρίσω την αγνότητα
της Άνοιξης
και της δικής μου καρδιάς.
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
από τον κόρφο της γης μας
μεστωμένα κίτρινα στάχυα
που να θυμίζουν την ευωδιά
του ψωμιού
και την πείνα του 1941.
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
ένα κόκκινο γαρύφαλλο,
το αγαπητό χρώμα του
Εικοστού αιώνα.
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
από τις νύχτες της Πατρίδας μου
γαλάζιο ήσκιο του φεγγαριού της
που ακούμπησε τα ασημένια φτερά του
στους ώμους της πρώτης αγάπης μου.
Την αγάπη μου να δωρίσω στον Άνθρωπο.
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ
του Γιώργη Νικολάου
Όπου κι αν σε τραβήξουνε οι δρόμοι
σε ξένα τόπια, σε χρυσές ακρογιαλιές,
σ’ όμορφες ξελογιάστρες αγκαλιές,
ένα θυμήσου απ’ όλα πιο πολύ,
το πατρικό σου σπίτι, την καλύβα,
που σούφεξε το δρόμο σαν αχτίδα,
κι’ ήτανε κούνια σου και της ζωής φιλί.
Περνώντας από κάμπους, κορφοβούνια,
σχίζοντας θάλασσες, πλατειούς ωκεανούς,
ψηλά πετώντας στους γαλάζιους ουρανούς,
θυμήσου εσύ την πρώτη σου την κούνια.
Τότε θα νοιώσεις μια αδάμαστη ελπίδα
γιατί το σπίτι σου αυτό το πατρικό,
είναι τραγούδι της ζωής χαϊδευτικό,
από αυτό αρχίζει η Πατρίδα.
ΠΑΤΡΙΔΑ
του Μήτσου Πανάκη
Απ’ τα φιλόξενα κι αλαργινά μου ξένα
σα χελιδόνια η σκέψη μου κι η ελπίδα
πετούν μ’ ακούραστα φτερά σε σένα
χιλιάκριβή μου, μυριόποθητη Πατρίδα.
Υφαίνουνε γοργά τα καρδιοχτύπια
του γυρισμού μου τη χαρμόσυνη ώρα.
Πατρίδα, απ’ τ’ αθάνατο κρασί σου ήπια,
αχ, κι είμαι μεθυσμένος ως τα τώρα!
Και σ’ αγαπώ, Πατρίδα μου, με πόνο,
κι όλο σε σκέφτομαι με μάτια βουρκωμένα,
και το παράπονο δεν το ζαπώνω,
μα η ίδια η αγάπη μου με δυναμώνει εμένα.
Έχεις λιοφώς γλυκό και ζηλεμένα κάλλη,
γαλάζια θάλασσα και ξάστερα ουράνια,
δαντελωτό και μαγεμένο γυρογιάλι,
που παίζουνε τα κύματα φωτογεράνια.
Μοσχοβολάνε τα βουνά σου από θυμάρι
και χύνονται απ’ τα πλάγια τους νερά καθάρια.
Διαμάντι λάμπεις συ, Πατρίδα μου καμάρι
και τα νησιά σου αστράφτουν σαν μαργαριτάρια.
Και να’σαι, με φεγγάρι, σε χωριού ραχούλα,
νύχτα Μαγιού με δροσαρώματα γεμάτη,
και να το λεν στα ρέματα τ’ αηδόνια ούλα
ως το πρωί, χωρίς να κλείνουν μάτι.
Και τα χαράματα να βλέπεις τον τσοπάνο
με τη φλογέρα του και με τα λίγα πράτα
να τ’ ανεβάζει στο βουνό απάνω
ολόισια απ’ του χωριού την άσπρη στράτα.
Και να θωρείς τις λυγερές που παν στο πλύμα,
και στις δουλειές τους να τραβούν αργά οι ξωμάχοι,
ν’ ανθεί η αγράμπελη και να βλαστεί το κλήμα,
κι ολούθε να θεριεύει της ζωής η μάχη.
Μα πιο πολύ σε πανηγύρι θέλω να’ μαι
με τους λεβέντες συντοπίτες μου, τ’ αδέλφια
εκεί στη βρύση, στα πλατάνια να γλεντάμε,
και να βροντά ο χορός και να βροντάν τα ντέφια.
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ
του Ιορδάνη Τερζίδη
Χτύπα βοριά και παγωνιά
πυργόσπιτα ορόσημα
στήνω τα όνειρά μου
Λύσσαγε, τύραννε, όσο θες
και παίδευε
και ξέσχιζε
και τρύπα την καρδιά μου!
Το αίμα μου
χιλιάκριβη σπονδή
σ’ όποιο κλωνί της ανθρωπιάς
σ’ όποιο λουλούδι,
σ’ όποιο βωμό της Λευτεριάς,
σ’ όποιας ανάστασης τραγούδι.
Δεν είμ’ ανήμπορος
κι ας με καρφώνουν λόγχες.
Είμαι φωνή,
είμαι η αλήθεια,
είμαι η καταδίκη των τυράννων.
Κι όταν αγγίζει μάγο χάδι
η πνοή μου
κάθε σκλάβο,
όσ’ από τρόμο ληθαργώσανε στοιχεία
μέσ’ την ψυχή του
τα ξεθάβω.
Τα κάνω δάδες,
τα πετώ σ’ όποια γωνιά,
το είναι κάθ’ ανθρώπου που πονά
το πυρπολώ,
μ’ άσβηστη φλόγα
το ανάβω.
Απ’ τη φωτιά μου
ίσως να καώ
μέσα στην ίδια μου τη φλόγα
ίσως σβήσω!
Μα τρέμε Δία – τύραννε
την πυρκαγιά
που πίσω μου
ακόπαστη θ’ αφήσω!
Για κοίτα πώς μ’ ακολουθούν οι φάλαγγες –
σκλάβοι αλύτρωτοι
κι οι λεύτερες του μέλλοντος γενιές
καθώς της γης
διαβαίνουμε τ’ αφάλι!
Το φως μου
της θυσίας τ’ άγιο φως,
υψώνουνε μεσούρανα
στα χέρια τους,
την πιο σκληρή
ματώβρεχτη
σκυτάλη.
ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ
του Χρήστου Τσομάκου
Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή κρατάνε
τέσσερις φίλοι, ασπρομάλληδες, σκυφτοί,
με πίκρα στη στερνή του κατοικία τον πάνε,
στην ελαφρή και τη φιλόξενη ετούτη γη.
Δεν πρόλαβε κι αυτός, όπως και άλλοι,
την ποθητή μας γη, την όμορφη να ξαναδεί,
να γναντέψει το ταμπούρι κει στη ράχη τη μεγάλη,
που όταν νέος μάχονταν στην κατοχή.
Δεν πρόλαβε στους γιους του να αφήσει
την τελευταία του ευχή στο μέλλον, στη ζωή,
και να χαϊδέψει τα εγγόνια του που δεν τα’ χε γνωρίσει,
την κόρη να παντρέψει τη μοναδική.
Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή βαστάνε
τέσσερις γέροντες, συνομήλικοι βουβοί,
τέσσερις σύντροφοι νεκρό τον πέμπτο πάνε,
το δοξασμένο φίλο, συμπολεμιστή…
Της Προσφυγιάς. Ποιητική ανθολογία πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1979
To 1979 με τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και του αναγκαστικού εκπατρισμού χιλιάδων ανθρώπων, μαχητών και υποστηρικτών του, στις Λαϊκές Δημοκρατίες, η Σύγχρονη Εποχή εξέδωσε μια ποιητική ανθολογία με τον τίτλο Της προσφυγιάς. Σε αυτή περιλαμβάνονται ποιήματα πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση.
Την ανθολογία προλογίζει ο Νίκος Παπανδρέου ο οποίος αναφέρει ότι:
«…Εκατό περίπου χιλιάδες Έλληνες υπήρξαν ο στόχος της πιο σκληρής, αιματηρής πολιτικής Βίας. Είναι οι πολιτικοί πρόσφυγες απ’ την Ελλάδα, που μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου κατέφυγαν αναγκαστικά στις σοσιαλιστικές χώρες για να ζητήσουν άσυλο εκεί. Ο βασικός κορμός της πολυάνθρωπης αυτής κοινότητας ήταν φτωχοί αγρότες, από τις βορειότερες κυρίως περιοχές της χώρας. Άνθρωποι ξεριζωμένοι απ’ τη Βία. Άνθρωποι που κουβαλούσαν μέσα τους ένα πλήθος βιώματα καταπίεσης και καθυστέρησης – κληρονομιά της παραδοσιακής εγκατάλειψης της ελληνικής επαρχίας από την άρχουσα αστική τάξη. Άνθρωποι που δεν είχαν μέσα τους τίποτε άλλο, παρά τη φλόγα του κοινωνικού τους ιδανικού και μια θάλασσα θέλησης να ζήσουν, να δημιουργήσουν.
Με τον αναγκαστικό εκπατρισμό τους οι πόρτες της επιστροφής στην πατρίδα κρατήθηκαν κλειστές ερμητικά από την πιο αλόγιστη μισαλλοδοξία των κάθε φορά κρατούντων. Κάθε πρόσβασή τους, ακόμα και η ταχυδρομική επικοινωνία με τα σπίτια τους, με τους φίλους, με τον τόπο τους, κι αυτή ακόμα, ώσπου να φτάσει στα χέρια του παραλήπτη, έπρεπε να περάσει προηγούμενα «του λιναριού τα πάθη» από τον πολυπλόκαμο μηχανισμό της Βίας(…)
Στις σοσιαλιστικές χώρες οι χιλιάδες έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες βρήκαν αγάπη, στοργή, βοήθεια. Να μάθουν τη γλώσσα της χώρας που ζουν. Να φτιάξουν μια ζωή ανθρώπινη, αξιοπρεπή. Να ανοίξουν δρόμο στις κλίσεις τους. Να μάθουν μια τέχνη, να κατακτήσουν μια ειδικότητα, να μετατραπούν αυτοί οι καθυστερημένοι αγρότες της Ελλάδας, σε σύγχρονους βιομηχανικούς εργάτες. Να κατακτήσουν τις επάλξεις της επιστήμης. Να γνωρίσουν το σύγχρονο πολιτισμό, τις Τέχνες. Κι απ’ αυτόν το δεσμό να βγουν όχι μόνο καλλιεργημένοι δέκτες των μηνυμάτων της Τέχνης, αλλά και φορείς της.
Έτσι δημιουργήθηκε η Ποίηση της προσφυγιάς, μια ποίηση πούναι δεμένη πρώτ’ απ’ όλα με τη δημιουργία του Θεοδόση Πιερίδη, του Δήμου Ρεντή, του Κώστα Γκολφίνου και τόσων άλλων.
Στη μικρή τούτη ανθολογία παρουσιάζονται ελάχιστα δείγματα από τη δημιουργία των πολιτικών προσφύγων ποιητών μιας μόνο κοινότητας: εκείνης που δεκαετίες ολόκληρες έζησε και ζει στη Σοβιετική Ένωση. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ποιητές οι πιο πολλοί διάβασαν για πρώτη φορά ποίηση , κι ακόμη περισσότερο, έγραψαν ποίηση στην αναγκαστική προσφυγιά τους. Μέσα από τα ποιήματα που παρουσιάζονται στον αναγνώστη με τούτη την έκδοση, προβάλλει ξέχειλη η αγάπη για την πατρίδα, έντονο το αίσθημα του νόστου στην πατρική γη, βαθύ το συναίσθημα της ανθρώπινης, της αγωνιστικής αξιοπρέπειας, το αίσθημα της ευγνωμοσύνης για το λαό και τη χώρα που τους φιλοξενεί. Προβάλλει επίσης ζωντανό, παλλόμενο το κοινωνικό ιδανικό(…)
Για την ελληνικότητά τους, για τον ακοίμητο πόθο του γυρισμού τους, πούναι από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, για την ανθρώπινη ποιότητά τους, μιλούν οι ίδιοι οι ποιητές της προσφυγιάς(…)
Μικρή επιλογή ποιημάτων.
ΑΕΤΟΣ
του Ηλία Αρμάγου
Έναν αετό, μπροστάρη γιο, λεβεντογέννας μάνας,
δεν τον φοβίζουν παγωνιές, αντάρες δεν τον σκιάζουν,
με τα φτερά μισαπλωτά στην πέτρα καθισμένος
και με ματιά αγέρωχη τους κάμπους αγναντεύει,
το πού να φτιάσει τη φωλιά και να ξεχειμωνιάσει,
ώσπου να πάρει η άνοιξη, τα κρούσταλλα να λυώσουν,
να τρέξει γάργαρο νερό, να πρασινίσει ο τόπος.
Κι απάνω στους συλλογισμούς, στης σκέψης τη ζαλάδα,
ένας οχτρός μπαμπέσικος κρυφά παραμονεύει,
του στήνει δίχτυα ύπουλα, φαρμακερές παγίδες,
και τον αετό τον πιάσανε, στα σίδερα τον βάλαν.
Με τ’ αντρειωμένα του φτερά χτυπάει στο σκοτάδι,
κι από τα φτερουγήματα λυγίσαν οι αλυσίδες
κι ακούστηκε βαριά η φωνή, σαν σάλπισμα εγερτήριο:
Αν πιάσατε έναν αετό, δε θα χαθεί η γενιά μας,
χίλιοι αετοί, μύριοι αετοί, μιλιούνια τα σαΐνια,
θα βγουν από τη γη αυτή, τη γαιμοποτισμένη.
Κι ένα πουλάκι με πικρό παράπονο τού λέει:
– Αετέ μου, που είσαι στο κλουβί στα σίδερα κλεισμένος,
τι το κακό που έκανες , ποιο είν’ το φταίξιμό σου;
– Κάνα κακό δεν έκανα και φταίξιμο δεν έχω.
Εχτές, προχτές τ’ αποβραδίς, πριν πέσει ακόμα η νύχτα
ψωμί να δόσω πήγαινα στα ορφανά μιας μάνας,
πούτανε απροστάτευτα και δίχως αποκούμπι
και μείνανε χωρίς γονιό, στους δρόμους πεινασμένα.
Ανάθεμα στους τύραννους, κατάρα στα κοράκια,
που ρήμαξαν τον τόπο μας και φυλακή τον κάναν,
κλείσαν αηδόνια και πουλιά και πετροπερδικούλες
που κελαηδούσαν την αυγή, τα πετρωτά διαβαίναν,
τραγούδαγαν της λευτεριάς τραγούδια αντρειωμένα.
Μα θάρθει πάλι ένας καιρός, κι η μπόρα θα περάσει,
θα ξαστερώσει ο ουρανός, θα λάμψει πάλι ο ήλιος,
θα ανθίσουν τ’ αγριολούλουδα, ο μόσχος, τα δακράκια,
θα πλέξουμε ανθοστέφανα, της λευτεριάς γιρλάντες.
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ
του Αλέκου Αστέρη
( Αφιερωμένο στους φυλακισμένους και εξόριστους)
Μουγκρίζουν, σειούνται τα πελάγη κι οι στεριές,
γύρω σου απλώνεται πηχτό σκοτάδι,
μα συ πετάς ελπιδοφόρα στις καρδιές,
πουλί της θύελλας, καταλυτή του Άδη.
Τινάζεσαι σαν σαϊτιά στους ουρανούς,
σαν αστραπή τα σύννεφα τα μαύρα σκίζεις,
με την εκδίκησ’ αρματώνεις ολουνούς,
της λευτεριάς το εμβατήριο σαλπίζεις.
Καταχωνιάζονται στη βουρκοκαλαμιά
απ’ τις βροντές τα βαλτοπούλια τρομαγμένα,
μα συ φτεροκοπάς ποτέ καμιά
δε σε τρομάζει θύελλα εσένα.
Πέτα, πουλί της θύελλας, πάντα ομπρός,
κι απ’ το δρολάπι της δικής σου οργής,
προβάλλει ο νέος ήλιος πορφυρός,
γόνος της κόκκινης του χρόνου προσταγής.
ΝΑ ΔΩΡΙΣΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
του Γιώργη Βελλά
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
την Άνοιξη,
να δωρίσω ένα κλωνάρι
ανθισμένης μυγδαλιάς,
να δωρίσω την αγνότητα
της Άνοιξης
και της δικής μου καρδιάς.
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
από τον κόρφο της γης μας
μεστωμένα κίτρινα στάχυα
που να θυμίζουν την ευωδιά
του ψωμιού
και την πείνα του 1941.
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
ένα κόκκινο γαρύφαλλο,
το αγαπητό χρώμα του
Εικοστού αιώνα.
Θέλω να δωρίσω στον Άνθρωπο
από τις νύχτες της Πατρίδας μου
γαλάζιο ήσκιο του φεγγαριού της
που ακούμπησε τα ασημένια φτερά του
στους ώμους της πρώτης αγάπης μου.
Την αγάπη μου να δωρίσω στον Άνθρωπο.
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ
του Γιώργη Νικολάου
Όπου κι αν σε τραβήξουνε οι δρόμοι
σε ξένα τόπια, σε χρυσές ακρογιαλιές,
σ’ όμορφες ξελογιάστρες αγκαλιές,
ένα θυμήσου απ’ όλα πιο πολύ,
το πατρικό σου σπίτι, την καλύβα,
που σούφεξε το δρόμο σαν αχτίδα,
κι’ ήτανε κούνια σου και της ζωής φιλί.
Περνώντας από κάμπους, κορφοβούνια,
σχίζοντας θάλασσες, πλατειούς ωκεανούς,
ψηλά πετώντας στους γαλάζιους ουρανούς,
θυμήσου εσύ την πρώτη σου την κούνια.
Τότε θα νοιώσεις μια αδάμαστη ελπίδα
γιατί το σπίτι σου αυτό το πατρικό,
είναι τραγούδι της ζωής χαϊδευτικό,
από αυτό αρχίζει η Πατρίδα.
ΠΑΤΡΙΔΑ
του Μήτσου Πανάκη
Απ’ τα φιλόξενα κι αλαργινά μου ξένα
σα χελιδόνια η σκέψη μου κι η ελπίδα
πετούν μ’ ακούραστα φτερά σε σένα
χιλιάκριβή μου, μυριόποθητη Πατρίδα.
Υφαίνουνε γοργά τα καρδιοχτύπια
του γυρισμού μου τη χαρμόσυνη ώρα.
Πατρίδα, απ’ τ’ αθάνατο κρασί σου ήπια,
αχ, κι είμαι μεθυσμένος ως τα τώρα!
Και σ’ αγαπώ, Πατρίδα μου, με πόνο,
κι όλο σε σκέφτομαι με μάτια βουρκωμένα,
και το παράπονο δεν το ζαπώνω,
μα η ίδια η αγάπη μου με δυναμώνει εμένα.
Έχεις λιοφώς γλυκό και ζηλεμένα κάλλη,
γαλάζια θάλασσα και ξάστερα ουράνια,
δαντελωτό και μαγεμένο γυρογιάλι,
που παίζουνε τα κύματα φωτογεράνια.
Μοσχοβολάνε τα βουνά σου από θυμάρι
και χύνονται απ’ τα πλάγια τους νερά καθάρια.
Διαμάντι λάμπεις συ, Πατρίδα μου καμάρι
και τα νησιά σου αστράφτουν σαν μαργαριτάρια.
Και να’σαι, με φεγγάρι, σε χωριού ραχούλα,
νύχτα Μαγιού με δροσαρώματα γεμάτη,
και να το λεν στα ρέματα τ’ αηδόνια ούλα
ως το πρωί, χωρίς να κλείνουν μάτι.
Και τα χαράματα να βλέπεις τον τσοπάνο
με τη φλογέρα του και με τα λίγα πράτα
να τ’ ανεβάζει στο βουνό απάνω
ολόισια απ’ του χωριού την άσπρη στράτα.
Και να θωρείς τις λυγερές που παν στο πλύμα,
και στις δουλειές τους να τραβούν αργά οι ξωμάχοι,
ν’ ανθεί η αγράμπελη και να βλαστεί το κλήμα,
κι ολούθε να θεριεύει της ζωής η μάχη.
Μα πιο πολύ σε πανηγύρι θέλω να’ μαι
με τους λεβέντες συντοπίτες μου, τ’ αδέλφια
εκεί στη βρύση, στα πλατάνια να γλεντάμε,
και να βροντά ο χορός και να βροντάν τα ντέφια.
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ
του Ιορδάνη Τερζίδη
Χτύπα βοριά και παγωνιά
πυργόσπιτα ορόσημα
στήνω τα όνειρά μου
Λύσσαγε, τύραννε, όσο θες
και παίδευε
και ξέσχιζε
και τρύπα την καρδιά μου!
Το αίμα μου
χιλιάκριβη σπονδή
σ’ όποιο κλωνί της ανθρωπιάς
σ’ όποιο λουλούδι,
σ’ όποιο βωμό της Λευτεριάς,
σ’ όποιας ανάστασης τραγούδι.
Δεν είμ’ ανήμπορος
κι ας με καρφώνουν λόγχες.
Είμαι φωνή,
είμαι η αλήθεια,
είμαι η καταδίκη των τυράννων.
Κι όταν αγγίζει μάγο χάδι
η πνοή μου
κάθε σκλάβο,
όσ’ από τρόμο ληθαργώσανε στοιχεία
μέσ’ την ψυχή του
τα ξεθάβω.
Τα κάνω δάδες,
τα πετώ σ’ όποια γωνιά,
το είναι κάθ’ ανθρώπου που πονά
το πυρπολώ,
μ’ άσβηστη φλόγα
το ανάβω.
Απ’ τη φωτιά μου
ίσως να καώ
μέσα στην ίδια μου τη φλόγα
ίσως σβήσω!
Μα τρέμε Δία – τύραννε
την πυρκαγιά
που πίσω μου
ακόπαστη θ’ αφήσω!
Για κοίτα πώς μ’ ακολουθούν οι φάλαγγες –
σκλάβοι αλύτρωτοι
κι οι λεύτερες του μέλλοντος γενιές
καθώς της γης
διαβαίνουμε τ’ αφάλι!
Το φως μου
της θυσίας τ’ άγιο φως,
υψώνουνε μεσούρανα
στα χέρια τους,
την πιο σκληρή
ματώβρεχτη
σκυτάλη.
ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ
του Χρήστου Τσομάκου
Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή κρατάνε
τέσσερις φίλοι, ασπρομάλληδες, σκυφτοί,
με πίκρα στη στερνή του κατοικία τον πάνε,
στην ελαφρή και τη φιλόξενη ετούτη γη.
Δεν πρόλαβε κι αυτός, όπως και άλλοι,
την ποθητή μας γη, την όμορφη να ξαναδεί,
να γναντέψει το ταμπούρι κει στη ράχη τη μεγάλη,
που όταν νέος μάχονταν στην κατοχή.
Δεν πρόλαβε στους γιους του να αφήσει
την τελευταία του ευχή στο μέλλον, στη ζωή,
και να χαϊδέψει τα εγγόνια του που δεν τα’ χε γνωρίσει,
την κόρη να παντρέψει τη μοναδική.
Ψηλά το φέρετρο του αγωνιστή βαστάνε
τέσσερις γέροντες, συνομήλικοι βουβοί,
τέσσερις σύντροφοι νεκρό τον πέμπτο πάνε,
το δοξασμένο φίλο, συμπολεμιστή…
Της Προσφυγιάς. Ποιητική ανθολογία πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου