Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
Ο Αύγουστος του 1922 σημαδεύτηκε από τη Μικρασιατική καταστροφή, ιστορικό γεγονός τεράστιας και καταλυτικής σημασίας για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νεότερης Ελλάδας. Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης υποστηρίζει, στο απόσπασμα που ακολουθεί, την άποψη ότι η νεότερη Ελλάδα, ουσιαστικά, επανιδρύθηκε, όλα φτιάχτηκαν από την αρχή. Μέσα από πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες δημιουργήθηκαν εκείνες οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες που οδήγησαν στις δραματικές εξελίξεις των επόμενων χρόνων. Θεωρεί πολύ σημαντικά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το ξέσπασμα του Πολέμου του 1940 και ό,τι ακολούθησε, δηλαδή Κατοχή, Αντίσταση και Εμφύλιο διότι εκεί βρίσκονται όλα όσα οδήγησαν σε αυτόν.
«Ο Εμφύλιος πάντως γεννήθηκε και εξελίχθηκε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της δικής μας κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής θα αναζητήσουμε λοιπόν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του, τις συγκυρίες μέσα στις οποίες προκλήθηκε και τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτόν. Η διαύγεια στην κατανόηση της τότε εικόνας και των λειτουργιών της χώρας μόνο ως αναγκαία προϋπόθεση μπορεί να εκληφθεί στη απόπειρα κατανόησης των συνθηκών του Εμφυλίου. Το βασικό σημείο νομίζω που πρέπει να μας απασχολήσει είναι η «νεότητα» της χώρας.
Πραγματικά, αν η κατάσταση της Ευρώπης μπορεί να χαρακτηριστεί ρευστή και υπό διαμόρφωση, για την Ελλάδα μπορούμε άφοβα να μιλήσουμε για χώρα «υπό κατασκευή». Ίσως εκπλήξει η θέση αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με τις περί μακρόχρονης ιστορίας παραδόσεις ή έστω με την αντίληψη που θέλει την εξέλιξη του ελληνικού κράτους γραμμική και προοδευτική από το 1821 και δώθε. Στην αρχή, όμως, του αιώνα και ιδιαίτερα στη δεκαετία 1912 – 1922 η ιστορία των Ελλήνων και η αντίστοιχη του ελληνικού κράτους υπέστησαν τόσες αλλαγές ώστε είναι νόμιμο να μιλήσουμε για νέα αφετηρία. Η χώρα που προέκυψε πολύ λίγο έμοιαζε με αυτή την οποία διαδέχθηκε.
Δεν ήταν μόνο η αλλαγή της γεωγραφικής έκτασης και του ειδικού βάρους της χώρας στην περιοχή της. Δεν ήταν μόνο η σημαντική δημογραφική αλλαγή, ο πολλαπλασιασμός των υπηκόων του νέου κράτους. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά υπερέβαλαν αυτές τις τεχνικές διαπιστώσεις . Μερικά, θεμελιώδη για την ιστορική πορεία των Νεοελλήνων, στοιχεία ανατράπηκαν ολοκληρωτικά την περίοδο αυτή. Παραδείγματος χάρη, η πριν από το 1912 Ελλάδα περιελάμβανε , εκτός από τους εντός των συνόρων πολίτες της, έναν δεύτερο, πραγματικό και φαντασιακό ταυτόχρονα, «εθνικό» χώρο. Εκείνο των εκτός των συνόρων Ελλήνων που προόδευαν, σχεδόν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο: στην Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, τον Δούναβη… Η μετά το 1922 χώρα δεν είχε τέτοιου είδους ενδοχώρα ενώ, αντίθετα, έπρεπε να αφομοιώσει και να ενοποιήσει πολιτισμικές ή και εθνικές κοινότητες που πολύ απείχαν από την τυπική εικόνα του Παλαιοελλαδίτη: πρόσφυγες από τον Πόντο, την Καππαδοκία, τη Ρωσία, τον Καύκασο, την Ιωνία, αλλά και μειονότητες: Σλαβομακεδόνες, Σεφαρδίτες Εβραίους, μουσουλμάνους κ.λ.π. Όσον αφορά δε τον κοινωνικό χώρο, εκεί πλέον η αναταραχή που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων ξανάρχιζε, σε πολλούς χώρους, το παιχνίδι της κοινωνικής σύνθεσης σχεδόν από την αρχή. Με άλλα λόγια, η οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική λειτουργία της χώρας ξεκινούσε πάλι από νέες βάσεις, μέσα σε απόλυτη ρευστότητα. Γι’ αυτό νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για επανίδρυση της νεότερης Ελλάδας και να συμπεριλαμβάνουμε αυτή την κατάσταση στις αναλύσεις μας.
Από εκείνη την εποχή, το 1922 ή καλύτερα το 1925, έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων στο νέο τους περιβάλλον, πέρασαν μόλις 15 χρόνια ως το 1940 και τις νέες περιπέτειες που η δεκαετία της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου επιφύλασσε. Ήταν ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με το έργο που έπρεπε να συντελεστεί. Η χώρα έπρεπε να μάθει να ζει στις νέες συνθήκες, όπου το εθνικό ταυτιζόταν με τα γεωγραφικά και πολιτικά σύνορα και όπου ο πλούτος ή η φτώχεια των Ελλήνων δεν εξαρτιόταν πλέον από δραστηριότητες στα μήκη και τα πλάτη της Ανατολικής Μεσογείου αλλά από τα όσα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στα στενά όρια του κράτους τους. Οι Έλληνες έπρεπε να μάθουν να συζούν μεταξύ τους, ακόμη κι αν η προέλευσή τους ήταν διαφορετική, οι δεξιότητες άλλες, οι διάλεκτοι διαφορετικές και η κοινωνική διαμόρφωση και προέλευση ξένη προς τη νέα τους θέση. Με άλλα λόγια, η χώρα έπρεπε να αναπτυχθεί ως γεωγραφικό και δημογραφικό σύνολο και οι έλληνες έπρεπε να ομογενοποιηθούν, να γίνουν ενιαία κοινωνία.
Στα δεκαπέντε χρόνια που χώρισαν την ολοκλήρωση της Μικρασιατικής Καταστροφής από τον Πόλεμο του ’40 και την αφετηρία της νέας περιόδου ανατροπών, η ζωή των ανθρώπων στην Ελλάδα πέρασε από πολλές διαφορετικές εμπειρίες. Πρώτα απ’ όλα, τα χρόνια αυτά υπήρξαν , για την πλειοψηφία των Ελλήνων, χρόνια στερήσεων, φτώχειας και μόχθου. Ήταν, όμως και χρόνια σχεδόν αναγκαστικής προόδου. Ασφαλιστικές δικλίδες δεν υπήρχαν. Η μετανάστευση προς τις κοντινές στην Ελλάδα περιοχές είχε πολύ περιοριστεί στις νέες συνθήκες ενώ το μεγάλο καταφύγιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κλείσει τις πόρτες τους το 1924. Όλα έπρεπε να γίνουν μέσα στο στενό ελληνικό χώρο. Πολλά πράγματα δε από εκείνα τα βασικά που κρίνουν την επιβίωση έπρεπε να χτιστούν. Σε πολλές περιοχές, σε πολλές δραστηριότητες τα πράγματα έπρεπε να φτιαχθούν από την αρχή. Αυτό ίσχυε για τις πόλεις: οι τελευταίες, για ν’ αρχίσουμε, έπρεπε να χτιστούν. Στην αρχή της νέας περιόδου, γύρω από τα αστικά κέντρα δημιουργήθηκαν ατελείωτες παραγκουπόλεις, χτισμένες με ό, τι δήποτε υλικό βρισκόταν πρόσφορο στον γύρω χώρο, χωρίς υποδομές, χωρίς σχέδια, χωρίς πρόνοια για τις στοιχειώδεις ανάγκες των ανθρώπων. Η εφευρετικότητα και τα χρήματα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων έδωσαν το απαραίτητο στήριγμα, το κύριο, όμως, έργο αυτής της ανοικοδόμησης των εξωτερικών δακτυλίων περίπου όλων των ελληνικών πόλεων – της Παλαιάς ή της Νέας Ελλάδας – το ανέλαβε ο μόχθος των ενδιαφερόμενων ανθρώπων. Πολύ γρήγορα οι περιοχές αυτές της μιζέριας άλλαξαν μορφή και οι κάτοικοί τους, αφού εξασφάλισαν τις βασικές για την επιβίωσή τους προϋποθέσεις, άρχισαν να διεκδικούν την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό κατά τρόπο που να επιτρέπει την κοινωνική ανέλιξη και την ελπίδα. Η αρχική τους μιζέρια δεν ήταν τόσο κοινωνικά εκρηκτική όσο ήταν η προσπάθειά τους για ένταξη στη δυναμική της κοινωνίας. Γεννήθηκαν ανταγωνισμοί, πάθη, συγκρούσεις και προβλήματα, την πολιτική αντανάκλαση των οποίων εξέφρασε η ταραγμένη πολιτική ζωή της χώρας ιδιαίτερα από το 1932 και μετά. Ο κοινωνικός χώρος, ιδιαίτερα στις παρυφές της χειρωνακτικής εργασίας, στο σύνορο που χωρίζει τα κατώτερα στρώματα από τον μικροαστικό κόσμο, έγινε έντονα διαπερατός, ρευστός και διεκδικήσιμος.
Στην ύπαιθρο οι μεταβολές ήταν ακόμη πιο σαρωτικές. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να φτιαχτεί από την αρχή το ίδιο τοπίο ώστε να γίνει βιώσιμο και φιλόξενο για τους ανθρώπους που στάλθηκαν εκεί. Σε τούτα τα δεκαπέντε χρόνια, σε μικρή ή σε μεγάλη κλίμακα , άλλαξε ο μορφολογικός χάρτης της Ελλάδας. Λίμνες αποξηράνθηκαν και έγιναν χωράφια, κοίτες ποταμών δαμάστηκαν και διευθετήθηκαν, κτίστηκαν χωριά, εκχερσώθηκαν δάση, εξοικονομήθηκε έδαφος για δουλέψουν και να ζήσουν οι νέοι και οι παλαιοί κάτοικοι της υπαίθρου. Όλ’ αυτά έγιναν με πόνο και με μόχθο. Η ελονοσία είχε τη μερίδα του λέοντος στα θύματα και η καταπολέμησή της αποτέλεσε ένα είδος πολέμου, μια αγροτική πανστρατιά, συγκρίσιμη ως προς τα θύματα με περιόδους στις οποίες κυριαρχούσε η μεταξύ των ανθρώπων βία.
Η γη διανεμήθηκε, οι άνθρωποι έμαθαν να συνεργάζονται, να ζουν μαζί, να συντονίζουν τις ενέργειες και τις εργασίες τους, αλλά και να ανταγωνίζονται στη διεκδίκηση κάποιας καλύτερης μοίρας, να εχθρεύονται, χωριό προς χωριό ή μαχαλάς προς μαχαλά. Η εργασία απέδιδε, ο τόπος μεταμορφωνόταν και μέσα στα δεκαπέντε αυτά χρόνια σκληρού μόχθου είχε δημιουργηθεί πλεόνασμα και υποσχέσεις πλούτου διεκδικήσιμες από εκείνους που ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί έχτισαν αυτή τη νέα πραγματικότητα. Για τη δεκαετία του 1940 και ειδικά για τον Εμφύλιο αυτά τα δεκαπέντε χρόνια αγροτικής ιστορίας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Η πλήρης αγροτική μεταρρύθμιση , η κατάτμηση της εκμεταλλεύσιμης γης σε μικρούς κλήρους, έκθετους στις πιέσεις της αγοράς, προκάλεσε ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Το κράτος ανέπτυξε μηχανισμούς προστασίας, προσπαθώντας να περιορίσει τις πρόσθετες μετακινήσεις πληθυσμών προς τις πόλεις ενώ, από την δεκαετία του ’30, με το ξέσπασμα της κρίσης, την επικράτηση των αρχών της κλειστής οικονομίας και τον περιορισμό του εμπορίου, πρόσθετες λειτουργίες συγκεντρώθηκαν στον αγροτικό κόσμο.
Η κρατική παρέμβαση και οι παρενέργειές της ήταν ο άξονας αυτών των λειτουργιών. Η γεωργική παραγωγή έπρεπε να προσανατολιστεί κεντρικά προς την επίτευξη της αυτάρκειας στα αναγκαία για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας είδη, ενώ, ταυτόχρονα, ο ίδιος παραγωγικός τομέας έπρεπε να αποδίδει τα εξαγώγιμα εκείνα προϊόντα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η χώρα στο σύστημα του δια των συμψηφισμών εμπορίου. Τα καπνά και η σταφίδα έγιναν αντικείμενο κρατικής φροντίδας και παρέμβασης ακριβώς όπως και τα σιτηρά, για ανάλογους αν και ανόμοιους λόγους. Η ανάπτυξη και η διαχείριση της αγροτικής παραγωγής μεταβλήθηκαν σε σύνθετες υποθέσεις, που η εξυπηρέτησή τους απαιτούσε μηχανισμούς και υποδομές άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένους με το ζήτημα. Το πλέγμα των συνεταιρισμών, της Αγροτικής Τράπεζας, των κρατικών υπηρεσιών, των οργανισμών παρέμβασης και συγκέντρωσης της σοδειάς μπορεί να υπολογιστεί στους άμεσα συνδεδεμένους οργανισμούς και λειτουργίες. Γύρω από αυτό διαρθρωνόταν ένας ολόκληρος κόσμος που από μόνος του δημιουργούσε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στις μικρές πόλεις της υπαίθρου: δικηγόροι, λογιστές, έμποροι, διαχειριστές, κρατικοί και τραπεζικοί υπάλληλοι, συνεταιριστές έφτιαχναν ένα ισχυρό πλέγμα που κυριαρχούσε στη ζωή των επαρχιακών κέντρων και αποτελούσε ένα είδος οικονομικής και πνευματικής ελίτ.
Κοντά και παράλληλα με αυτή την κοινωνική ομάδα, οι έμμεσες επιπτώσεις της προσοχής που δινόταν στις αγροτικές δραστηριότητες έκτιζαν με τη σειρά τους και αυτές έναν συγγενή και συνδεδεμένο με τον πρώτο κοινωνικό χώρο. Η εκπαίδευση, λόγου χάρη, στην οποία πολλά επενδύθηκαν στη μικρή αυτή περίοδο για να αντιμετωπιστούν οικονομικές και πολιτικές ανάγκες. Οι πρώτες συνοψίζονταν στην ανάγκη τροφοδοσίας των μηχανισμών που προπεριγράψαμε με επαρκώς μορφωμένα στελέχη. Οι δεύτερες σχετίζονταν με την πολιτισμική και μορφωτική ενοποίηση του νεοδημιουργημένου, μετά την εδαφική εξάπλωση και τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, ελληνικού λαού. Αυτός ο αναπτυξιακός και ενοποιητικός δεσμός, έντονα πρακτικός, αποτελεσματικός και προσαρμοσμένος στην πραγματικότητα και στις ανάγκες, έγινε η ψυχή αυτών των τοπικών ελίτ, που κυριάρχησαν στις επαρχιακές μικροκοινωνίες του Μεσοπολέμου.
Αυτές ακριβώς οι τοπικές επαρχιακές αλλά και μικροαστικές ελίτ φαίνεται να βρίσκονται στη βάση των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών που ακολούθησαν. Ο ρόλος τους στην ανασυγκρότηση και στη νέα αφετηρία του ελληνικού κράτους ήταν τόσο σημαντικός ώστε, στο τοπικό επίπεδο αρχικά και στο εθνικό στη συνέχεια, βρέθηκαν στη βάση του αιτήματος για επαναπροσδιορισμό της κρατικής εξουσίας και του ρόλου της, την αλλαγή δηλαδή του ταξικού προσανατολισμού της. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης δυναμικής, φιλόδοξης και ανατρεπτικής κοινωνικής ομάδας.
Ο Πόλεμος της Αλβανίας και οι πρώτοι κατοχικοί μήνες έφεραν τις κοινωνικές αυτές ομάδες στο προσκήνιο της εθνικής ιστορίας. Οι έφεδροι αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί που ουσιαστικά οδήγησαν – και φάνηκαν στους πολλούς ότι οδήγησαν, αυτό είναι το πιο σημαντικό – τον στρατό της Αλβανίας στις μεγάλες του επιτυχίες ανήκαν ακριβώς σε αυτόν τον κοινωνικό χώρο. Οι τοπικοί παράγοντες που οργάνωσαν την τοπική, αγροτική ή αστική, κοινωνία για την αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων των πρώτων κατοχικών μηνών, που πέτυχαν δηλαδή την ανάπλαση των μηχανισμών επιβίωσης τους οποίους ο επίσημος κρατικός μηχανισμός μέσα στο συνολικό του ναυάγιο και την ανυποληψία του ήταν ανίκανος να εξασφαλίσει, ανήκαν επίσης στον ίδιο κοινωνικό χώρο. Οι νέοι ρόλοι, που οι συγκυρίες του 1940 – 1941 τους προσέδωσαν, μετέτρεψαν αυτές τις τοπικής εμβέλειας κοινωνικές ελίτ σε διάδοχο πολιτική κατάσταση σε εθνική κλίμακα ή τουλάχιστον τις κατέστησαν την πλέον αξιόπιστη κοινωνική και πολιτική δύναμη της χώρας μετά τη διαδοχική κατάρρευση και απαξίωση όλων των υπόλοιπων σχημάτων. Η πολιτική έκφραση αυτών των κοινωνικών ομάδων αθροίστηκε και αρθρώθηκε μέσα από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ.
Η παρουσία αυτών των τοπικών ελίτ που οι συγκυρίες ανέδειξαν σε βασική πολιτική και κοινωνική δύναμη στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν αρκετή από μόνη της για τη μεταβολή του πολιτικού σκηνικού. Ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες έπρεπε να ταχθούν με το μέρος αυτών των νέων δυνάμεων. Η ύπαιθρος έδινε πλούσιο υλικό σε αυτό τον τομέα. Οι ορεινές ή ημιορεινές περιοχές ιδιαίτερα – αυτές δηλαδή που θα στήριζαν τον ένοπλο αγώνα και τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αντίστασης – βρίσκονταν σε κατάσταση αναβρασμού και ρευστότητας. Η άφιξη των προσφύγων και η συνεπακόλουθη πλήρης αγροτική μεταρρύθμιση περιόρισαν τόσο τον οικονομικό χώρο των ορεινών χωριών όσο και τις ασφαλιστικές τους δικλίδες. Η ζήτηση εργατικών χεριών στα πλούσια πεδινά και στις πόλεις περιορίστηκε σημαντικά λόγω της προσφοράς εργατικού δυναμικού και λόγω της μικρής έκτασης των «αναδασμένων» γεωργικών κλήρων. Η εποχιακή μετανάστευση έπαψε να είναι σταθερή συμπληρωματική πηγή εισοδήματος σε μια περίοδο που οι δυνατότητες εξόδου στο εξωτερικό, κοντινό ή μακρινό, μηδενίστηκαν επίσης. Στη διάρκεια της Κατοχής η ένοπλη αντίσταση και η δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας έδωσε διεξόδους στον κόσμο των ορεινών χωριών που έβλεπε τη θέση του να απειλείται. Η νέα εξουσία είχε επίκεντρο της τις ορεινές περιοχές και συχνά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και τις προσδοκίες τους. Η αφαίρεση μέρους της αγροτικής παραγωγής των πλούσιων πεδιάδων και ο προσανατολισμός τους προς τα ορεινά με όρους επωφελείς στα τελευταία ήταν μία από αυτές τις παραμέτρους. Η διαδικασία δεν ήταν ιδιαίτερα επώδυνη για τον παραγωγικό χώρο των πεδιάδων ο οποίος, σε αντάλλαγμα, αποκτούσε ένα πολιτικό και στρατιωτικό στήριγμα στην αντίθεσή του προς τις αρχές κατοχής και το δικό τους σύστημα διαχείρισης της αγροτικής παραγωγής: δηλαδή την υποχρεωτική συγκέντρωση του προϊόντος με αντίτιμο ελάχιστα χρήσιμο χρήμα – σε συνθήκες όπου η αγορά ελάχιστα λειτουργούσε – σε μια προσπάθεια προσανατολισμού των αγροτικών προϊόντων προς τις αγορές των πόλεων με τη διαμεσολάβηση των κατοχικών αρχών.
Η Ελεύθερη Ελλάδα ήταν το προϊόν αυτής της συνάντησης των επαρχιακών ελίτ με τον αγροτικό χώρο των ορεινών κατ’ αρχάς, των πολύ παραγωγικών στη συνέχεια, με παρονομαστή τη δημιουργία ενός οικονομικού συστήματος που θα άφηνε απ’ έξω τις μεγάλες πόλεις και, ως εκ τούτου, τις κατοχικές αρχές και εξουσίες.
Όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν αποκλειστικά τη διαχείριση των υποθέσεων της χώρας, μετά την ιταλική συνθηκολόγηση του Σεπτέμβρη του 1943, το κίνημα της Αντίστασης βρισκόταν στην ακμή του. ο ΕΛΑΣ είχε αποκτήσει σημαντικό ποσοστό των όπλων και των στρατιωτικών ειδών των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής της χώρας, η έκταση της Ελεύθερης Ελλάδας είχε διευρυνθεί με την εξαφάνιση των ιταλικών φρουρών και το κύρος της Αντίστασης βρισκόταν στο απόγειό του , καθώς είχε ενσωματωθεί σε αυτό η δυναμική του νικητή. Στο εσωτερικό, η εύκολη διάλυση το καλοκαίρι του 1943 όλων των ανταγωνιστικών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ οργανώσεων, που στηρίχθηκαν στο σώμα των αξιωματικών και που δημιουργήθηκαν βιαστικά εν όψει μιας πιθανολογούμενης επέμβασης των Συμμάχων στην Ελλάδα, άφησε ουσιαστικά μόνο στρατιωτικό – και πολιτικό στις τότε συνθήκες – αντίπαλό του ΕΛΑΣ τον ΕΔΕΣ και τις ισχνές δυνάμεις της ΕΚΚΑ -5/42. Αντίπαλοι περιορισμένης εμβέλειας απέναντι στον θριαμβεύοντα, στις αρχές του φθινοπώρου του 1943, στρατό του ΕΛΑΣ.
Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε γι’ αυτούς η αναγκαστική διαίρεση της χώρας σε ζώνες κατοχής και ζώνες κυριαρχίας των ανταρτών. Διέγνωσαν επίσης τις δυνατότητες που τους πρόσφερε η ελληνική κοινωνία στην αντιμετώπιση του κινδύνου. Διαμόρφωσαν λοιπόν και άρχισαν χωρίς καθυστέρηση να εφαρμόζουν μια επιθετική τακτική με πολλούς στόχους , που συνέκλιναν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο η αιχμή του δόρατος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν ήταν οι βαθιές διεισδύσεις αξιόμαχων μονάδων στις περιοχές όπου κυριαρχούσε η Αντίσταση και η πρόκληση εκεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερων καταστροφών στις οικονομικές υποδομές. Για την ακρίβεια, οι μόνες αισθητές καταστροφές που μπορούσαν να γίνουν στην αγροτική ορεινή Ελλάδα ήταν η καταστροφή των αγροτικών εγκαταστάσεων και εργαλείων, η πυρπόληση χωριών, που εκτός από τη καταστροφή των αποθεμάτων τροφίμων και των μέσων παραγωγής, αποσκοπούσε στην αποδιάρθρωση των ορεινών κοινωνιών και στον εξαναγκασμό των κατοίκων τους να καταφύγουν, ως πρόσφυγες , στα μεγάλα οικιστικά κέντρα, και στα υπό τον έλεγχο των αρχών πεδινά. Οι εκστρατείες των Γερμανών, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες του 1943 -1944, απέδωσαν σημαντικά αποτελέσματα. Η καταστροφή 1.700 χωριών και οικισμών της ορεινής Ελλάδας προκάλεσε έντονα προβλήματα στο κίνημα της ένοπλης αντίστασης, στον ΕΛΑΣ, καθήλωσε αριθμητικά τις δυνάμεις του και προσανατόλισε αναγκαστικά την τακτική του προς την επίλυση του επισιτιστικού, επιμελητειακού του προβλήματος.
Αυτό το τελευταίο υπήρξε ίσως η κυριότερη πηγή εμφύλιων συρράξεων τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Πραγματικά, το δεύτερο σκέλος της γερμανικής τακτικής απέβλεπε στη θωράκιση των πεδινών με την οργάνωση – σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και με την κοινωνική στήριξη όλων των αντιτιθέμενων στο ΕΑΜ κοινωνικών ομάδων – ένοπλων σωμάτων ασφαλείας, στα οποία θα ενσωματώνονταν και πολυάριθμοι αξιωματικοί του παλαιού ελληνικού στρατού. Τα Τάγματα Ασφαλείας, όπως αυτοί οι σχηματισμοί ονομάστηκαν , είχαν απρόσμενη επιτυχία σε πολλές περιοχές της χώρας. Πολιτικοί ή πολιτιστικοί παράγοντες έκριναν την επιτυχία ή την αποτυχία τους στις διάφορες περιοχές της χώρας, μπορούμε όμως βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο βασικός παρονομαστής της επιτυχίας τους ήταν η αυξανόμενη εχθρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν οι πλουσιότερες αγροτικά παραγωγικές ζώνες της χώρας – λόγω των οικονομικών στην ουσία τους πιέσεων που εξασκούσε πάνω τους – την Ελεύθερη Ελλάδα και τη σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένη ορεινή κοινωνία της. Μια κοινωνία που, το 1944, είχε εμφανές πρόβλημα να θρέψει τον εαυτό της και να στηρίξει ταυτόχρονα τον στρατιωτικό και πολιτικό μηχανισμό της Ελεύθερης Ελλάδας.
Τα Τάγματα Ασφαλείας έφθασαν στη μέγιστη αριθμητική τους ανάπτυξη το καλοκαίρι του 1944, παρά τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνταν εναντίον τους καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση. Οι δυνάμεις τους έφθασαν τους χίλιους αξιωματικούς και τους 25.000 με 30.000 άνδρες, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν οι μη ενταγμένοι σε οργανικούς σχηματισμούς εξοπλισμένοι χωρικοί, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Οι προαναφερθέντες αριθμοί ήταν συγκρίσιμοι με την ενεργό δύναμη του ΕΛΑΣ εκείνη την εποχή. Η ερμηνεία αυτής της κινητοποίησης μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να στηριχθεί μόνο στις εξελίξεις αυτού που ιστοριογράφοι της Αντίστασης – και οι τότε πηγές της – περιγράφουν ως «μάχη της σοδειάς», το καλοκαίρι του 1944. Στην προσπάθεια δηλαδή του ΕΛΑΣ και των αντιστασιακών οργανώσεων να εξασφαλίσουν στις παραγωγικές πεδιάδες τα αναγκαία για την επιβίωση του ΕΛΑΣ και της Ελεύθερης Ελλάδας αγαθά, αλλά και να δημιουργήσουν τα αποθέματα εκείνα που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την εξουσία στην Απελευθέρωση.
Η διαίρεση της Ελλάδας σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα στην τελευταία φάση της Κατοχής ενισχύθηκε και από ένα άλλο μέτρο των αρχών κατοχής. Είναι γνωστό ότι από το φθινόπωρο του 1942 η χώρα ή μάλλον ορισμένες περιοχές της, Αθήνα και Πειραιάς κυρίως, βάσιζαν τον επισιτισμό και τον εφοδιασμό τους με είδη πρώτης ανάγκης στο προϊόν της μεταξύ των εμπολέμων συμφωνίας για εφοδιασμό της Ελλάδας από συμμαχικές πηγές. Η από το εξωτερικό βοήθεια με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού, τη συνδρομή της Σουηδίας και την οικονομική κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών έλυσε το επισιτιστικό αδιέξοδο των αστικών κέντρων και μαζί έλυσε τα χέρια της κυβέρνησης της Αθήνας, απαλλάσσοντάς την από το μεγαλύτερο βάρος της και δίνοντάς της τα μέσα και την άνεση να ασκήσει πολιτική. Η ανθρωπιστική αυτή βοήθεια προοδευτικά διογκώθηκε σε μέγεθος – από 15.000 τόνους το μήνα άγγιξε τους 40.000 τόνους στις παραμονές της απελευθέρωσης – και ενίσχυσε βαθμιαία τις πολιτικές της λειτουργίες και παρενέργειες.
Μία από τις λίγες παρεμβάσεις που οι Γερμανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι έκαναν, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Αθήνας αλλά και τη συμφωνία του Ερυθρού Σταυρού, στο ζήτημα της διανομής της βοήθειας, ήταν ότι τα προερχόμενα από αυτή εφόδια δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να πέσουν στα χέρια των ανταρτών. Κατά συνέπεια, η διανομή αυτών των αγαθών σταματούσε εκεί όπου άρχιζε η δραστηριότητα του αντάρτικου και η κυριαρχία ή παρουσία των αντιστασιακών οργανώσεων. Δημιουργήθηκε έτσι μια ουσιαστική, από την πλευρά των ισορροπιών , διαίρεση της χώρας. Από τη μια πλευρά η Ελλάδα που επωφελείτο από τη διεθνή φροντίδα και συνδρομή και από την άλλη μια άλλη Ελλάδα, ελεύθερη μεν, που έπρεπε όμως να ζει με τις δικές της δυνάμεις και τους περιορισμένους πόρους της επικράτειάς της. Με λίγα λόγια, φτιάχνονταν σύνορα εκεί που λίγο αργότερα θα προέκυπταν τα μέτωπα του εμφυλίου.
Αυτού του είδους η διαίρεση της χώρας, εκπορευόμενη από οικονομικές εξελίξεις που με τη σειρά τους προκαλούσαν κοινωνικές στρατεύσεις, ήταν κατά τη γνώμη μας πολύ πιο ουσιαστική στο ζήτημα της δημιουργίας προϋποθέσεων εμφυλίου απ’ ό,τι ήταν οι διαμάχες μεταξύ των οργανώσεων της Αντίστασης. Η σύγκρουση του ΕΛΑΣ με την ΕΚΚΑ ή με τον ΕΔΕΣ δεν είχε από μόνη της την απαιτούμενη εκείνη δυναμική, το κοινωνικό βάθος αν προτιμάτε, για να προκαλέσει βαθιές εμφύλιες ρήξεις. Αρκετές αποδείξεις για τη διαπίστωση αυτή δίνει, νομίζουμε, η ευκολία με την οποία ο ΕΛΑΣ διευθέτησε το θέμα αυτών των οργανώσεων μόλις του δόθηκε η ευκαιρία. Δεν συνέβαινε το ίδιο με την άλλη διαίρεση της Ελλάδας. Το κράτος της Αθήνας, στηριγμένο στη βοήθεια από το εξωτερικό και σε άμεση σύνδεση με τις διεθνείς ισορροπίες και εξελίξεις, περιλάμβανε γεωγραφικά τις πόλεις και τις βασικές πλουτοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Στηριζόταν επίσης στις κοινωνικές ομάδες που δημιουργήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μέσα στο πλαίσιο αυτό, αλλά και στις παραδοσιακές, για τις οποίες η άνοδος των κομμουνιστών στην εξουσία αντιπροσώπευε τη μέγιστη απειλή.
Μπροστά σε αυτό τον ισχυρό χώρο, η Ελεύθερη Ελλάδα της Αντίστασης ήταν ουσιαστικά αποκομμένη από τον διεθνή παράγοντα, κυριαρχούσε γεωγραφικά στις λιγότερο παραγωγικές ζώνες της χώρας, ενώ μεγάλο τμήμα των κοινωνικών στρωμάτων που ενεργά ή δυνάμει τη στήριζαν, μικροαστικά και εργατικά στρώματα, βρίσκονταν στις πόλεις, κάτω από την πολιτική και οικονομική εξουσία του αντιπάλου. Η ηθική , ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική της ακτινοβολία ήταν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το πραγματικό υλικό της υπόστρωμα. Για το λόγο αυτόν και ο εναντίον της αγώνας του στρατοπέδου των ισχυρών κράτησε τόσο πολύ και πήρε τη μορφή εμφύλιου πολέμου.»(σελ.52-62)
Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, Τόμος 1Α Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου