Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλιαράκι του Εσταυρωμένος Λαός αφηγείται με δυνατά ρεαλιστικό και σπαρακτικό τρόπο τις θηριωδίες και τις φρικαλεότητες των Γερμανών και των ελλήνων συνεργατών τους στο Χορτιάτη. Σκηνές σκληρές, τρομερές και ανείπωτα τραγικές ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου. Οδύνη, πόνος και οργή για τις ωμότητες, που διεπράχθησαν και αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, με αποκορύφωμα τον ομαδικό θάνατο στην πυρά των κατοίκων του χωριού, το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.
Είναι το τρίτο βιβλίο του Θέμου Κορνάρου, μετά το Χρονικό του Διστόμου και το Στρατόπεδο Χαϊδαριού, που γράφει, με ντοκουμέντα για την Αντίσταση εναντίον των κατακτητών και τα φοβερά αντίποινα τους εναντίον των αμάχων για να κάμψουν την αντίσταση του ελληνικού λαού.
Ο πρόλογος είναι από την πρώτη έκδοση του 1945 και έχει τον τίτλο «Απαγορεύεται να θυμάσαι…». Σε αυτόν αιτιολογεί την έκδοση αυτών των μικρών βιβλίων αρχικά γιατί
«Την Ιστορία μας πρέπει να τη μάθει και το πιο φτωχό και το πιο αγράμματο παιδί και του δικού μας τόπου και των ξένων χωρών. Μ’ αυτούς εκάναμε τις συμφωνίες, και μ’ αυτούς έχουμε κοινούς λογαριασμούς.
Σ’ αυτούς εδώκαμε ΕΜΕΙΣ την ΠΡΩΤΗ βοήθεια και την ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ.
Και δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση, στ’ όνομα καμιάς πολιτικής σκοπιμότητας, να δεχόμαστε ραπίσματα από επίσημα χέρια, διαβατικών πολιτικών, σαν και τούτο:
– “ Κατά τους πρώτους μήνας του 1941, η Μεγάλη Βρεταννία εθυσίασε, παρά την θέλησίν της, και ίσως κάπως αστόχως τας κατακτήσεις της εις την Αίγυπτον και την Κυρηναϊκήν, δια να στείλη στρατιωτικάς δυνάμεις προς βοήθειαν της Ελλάδος εις τον αγώνα της κατά των Γερμανών. Και η Ελλάς δεν θα λησμονήση ποτέ την βοήθειαν αυτήν, την οποίαν την προσεφέραμεν, έστω και άνευ αποτελέσματος. Αλλ΄η τιμή μάς επέβαλλε να το κάμωμεν αυτό”.
Σ’ αυτό το κατασκεύασμα της « Υψηλής πολιτικής» που είναι γεμάτο κιντύνους για την Εθνική μας υπόθεση, σε παραμονές συνεδρίων Ειρήνης, πρέπει να απαντήσωμεν αμέσως, με αναλυτικό λογαριασμό των θυσιών και των αγώνων μας.
Οι πνευματικοί μας άνθρωποι πρέπει αμέσως να παρατήσουνε κάθε δουλειά. Να βάλουνε στον οδοιπορικό τους σάκκο λίγο ψωμί και λίγες εληές και να τρέξουνε στην ύπαιθρο . Να μαζέψουνε τα στοιχεία των αγώνων της Εθνικής μας Αντίστασης.
Οι δάσκαλοι, ας παρατήσουνε τις έδρες τους κι’ ας κάνουνε την ίδια δουλειά.
Οι μαθητές, ας γίνουνε συνεργεία, ας γίνουν σμήνη μελισσόπουλων που θα συνάξουνε το μέλι της Εθνικής Κυψέλης . Τα θρανία δεν πρόκειται να τους δόσουν τίποτα σοβαρότερο αυτή τη στιγμή.
Κι’ άλλα οργανωμένα συνεργεία πνευματικών παραγόντων, θα επεξεργαστούνε το υλικό, θα το εκδόσουν και θα το κυκλοφορήσουν, ως εκεί που μπορεί να φτάνει ανθρώπινο ταχυδρομείο.
Η πολιτεία έπρεπε να οργανώσει αυτή τη δουλειά. Όμως αντί γι’ αυτό σωπαίνει. Δέχεται τα ραπίσματα, αρνείται τους Νεκρούς και τους Ήρωές της. Διαγράφει την Τετράχρονη προσφορά του Έθνους στον μεγάλο αγώνα και διώκει τους επιζήσαντες στρατιώτες της Ιερής Αντίστασης.
Και κάτι ακόμη: Ετοιμάζει Νόμο να συνταξιοδοτήσει τους ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ του καταχτητή.
Αν αυτά τα μασκαριλίκια λέγονται «πολιτική», η πολιτική αυτή είναι απαράδεχτο να ασκείται για λογαριασμό του ηρωικότερου Λαού του Κόσμου.
Κι’ όποιος θέλει, ας πάει να την ασκεί στο Λαό των Κάφρων. Αν του το επιτρέψουνε.»
και στη συνέχεια
«Η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης θα αρχίσει να εκδίδεται σε πολύ μικρά βιβλιαράκια. Για να μπορεί να τα πάρει ο καθένας.»
Από τον εθνικό Γολγοθά βγαλμένο το χρονικό του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη.
«Ο Χορτιάτης είναι ορεινό χωριό. Λίγες ώρες όξω από τη Θεσσαλονίκη(…)
Στις 2 του Σεπτέμβρη 1943, πρωΐ – πρωΐ, δύναμη Γερμανών και Ταγματασφαλίτες μαζί πατήσανε το χωριό. Αρχηγός των Γερμανών είναι ο λοχαγός Σούμπερτ και των ασφαλιτών ο Καπετανάκης. Τη γενική διεύθυνση την έχει ο Γερμανός αξιωματικός. Το σχέδιο της επιχείρησης, σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, δε μπορεί παρά να έχει καταστρωθεί από τα πριν. Γιατί, μόλις μπήκανε μέσα, σκορπάνε στο χωριό οι γενίτσαροι. Οι Γερμανοί πιάνουνε τις εξόδους και τους κεντρικούς δρόμους. Χτυπούνε και την καμπάνα για να μαζευτεί ο κόσμος στην πλατεία.
Μερικοί μαζεύτηκαν. Προσπαθούνε να πείσουνε τους Γερμανούς πως είναι ξένοι. Επισκέπτες ή παραθεριστές. Τους λένε να περιμένουνε.
Σιγά – σιγά μαζεύονται κι’ άλλοι. Τους φέρνουνε οι τσολιάδες. Πρώτος ο παπάς του χωριού. Δημήτρης Τομαράς λέγεται κ’ είναι 75 χρονών. Αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να τον τραβά ένας από τα ράσα, άλλος από τα γένεια κι’ άλλος να τον χτυπά με τον υποκόπανο στα πλευρά. Μπροστά και τα δυο του κορίτσια. Η μια λέγεται Ερατώ και είναι 18 χρονών και η άλλη Αγγελική και είναι 20 χρονών. Εξαιρετικής καλλονής και οι δυο τους.
Τα κορίτσια φωνάζουνε για την μεταχείριση του πατέρας τους κι’ ο πατέρας εξαγριωμένος διαμαρτύρεται για τη μεταχείριση των κοριτσιών. Τις έχουν αναγκάσει να πορεύονται με σηκωμένα φουστάνια. Επειδή δεν υπακούνε τους τα δένουνε ανασηκωμένα στη μέση με σπάγγους.
Ξωπίσω φέρνουνε άλλοι, τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Χρήστο Παντάτσο, με τη φαμίλια του. Τη μητέρα του, 75 χρονών γερόντισσα, και τα τρία ανήλικα παιδιά του: Δυο κοριτσάκια κι’ ένα αγόρι.
Τον Πρόεδρο τον φέρνουνε γδυμνό. Γδυμνή και τη γρηά Μάνα του!
Οι μαζεμένοι στην πλατεία ξεφωνίζουνε με φρίκη κι’ αγανάχτηση. Οι Γερμανοί γελούνε στην αρχή. Μα, σιγά σιγά, το γέλιο γίνεται σκοτεινή γκριμάτσα, έπειτα τρέμουλο, σπασμός ερεθισμένου ζώου. Το γυμνό τούς έχει αποθηριώσει.
Από κάθε δρόμο, από κάθε γωνιά ξεπροβαίνουν καινούργια μπουλούκια. Καινούργιες πομπές.
Το σχέδιο ασφαλώς , έγινε πριν να μπουν στο Χωριό. Γιατί δεν εξηγείται αλλοιώς, πώς όλοι κουβαλάνε μισόγδυμνες ή κι’ ολοωσδιόλου γδυμνές τις γυναίκες.
Ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, των πατεράδων που εξευτελίζονται και δέρνονται, των Μανάδων με τα γδυμνά στήθια και των γδυμνών κοριτσιών, μπερδεύονται και τσαλαπατιούνται και κλαίνε τα μικρά παιδάκια. Παιδάκια, όπως φαίνεται από τον κατάλογο που βάζομε στο τέλος, δυο και τριώ και πέντε χρονών.
Πιστεύω να κλαίνε περισσότερο από τον πόνο που νοιώθει η ψυχούλα τους, για τη διαπόμπευση των γονιών και των αδερφάδων τους, παρά γιατί φοβούνται.
Στην άκρη ενός κεντρικού δρόμου, που βγαίνει στην πλατεία, ανάβει δυνατή φωτιά. Τη συμπαίνουνε με δεμάτια σανό, για να αρπάξουνε φωτιά τα χοντρά κούτσουρα.
Ένας Γερμανός μπαίνει ανάμεσα στον κόσμο ξαγριεμένος. Πηγαίνει ίσια στον παπά. Τον γαργαλάει στη γενειάδα, γελά σαν σατανάς, του κλείνει πρόστυχα το μάτι κι’ αρπάζζει βίαια τη μια του κόρη. Ο παπάς ορμά και του δαγκώνει το χέρι. Ο Γερμανός διατάσσει δυο άλλους Ες – Ες και βγάζουνε ένα ένα τα δόντια του παπά με μια τανάλια. Αυτός τραβά την κοπέλα, τη σούρνει, καθώς είναι πεσμένη χάμω κι’ αντιστέκεται, και μπαίνει στο πρώτο σπίτι που βρίσκεται μπροστά του.
Φαίνεται πως αυτό ήταν το σύνθημα. Οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες πέφτουνε, σαν όρνια, μέσα στο πλήθος. Χτυπούνε τους άντρες, άλλους τους δένουνε και ορμούνε ανάμεσα στις παρέες των κατατρομαγμένων γυναικών. Διαλέγουνε. Συναγωνίζονται. Βιάζονται.
Σημειώνονται λιποθυμίες, ακούγονται βογγητά, κατάρες, φοβέρες. Αυτοί τη δουλειά τους!
Τρία κορίτσια τα καλούν με τα ονόματά τους. Τα διαβάζουνε από χαρτάκι. Δεν δίδεται καμμιά απόκριση. Δεν ακούγεται κανένα «Παρών».
Τότες αρπάζουνε τρία, από τη μεγάλη μέση.
Τα σέρνουν όξω απ’ το πλήθος. Λίγο παρέκει, μπροστά στα μάτια του ξέφρενου κόσμου, βιάζονται απάνθρωπα, στη λιποθυμία τους απάνω. Τα ονόματά τους δεν αναφέρονται. Αν και θα μπορούσαν να γραφτούν. Δε ζούνε πια. Στη φωτιά που είχαν ανάψει τις βάλανε! Δεν τις πετάξανε. Τις περάσανε ολοζώντανες σε σούβλες αρνιού. Και για λίγην ώρα τις στριφογυρίζουνε, όπως στριφογυρίζουνε τα σφαχτά…
Η μυρουδιά από την ψητή ανθρώπινη σάρκα, φέρνει το πλήθος σ’ έξαλλη ταραχή, που μοιάζει με παραφροσύνη.
Από την στιγμή αυτή μπερδεύονται τα πάντα.
Οι χωρικοί δεν είναι πια σίγουροι αν ζούνε αυτή την πραγματικότητα, ή αν βλέπουνε φριχτό εφιαλτικό όνειρο..
Το ίδιο κ’ οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες, ζούνε όξω κόσμου. Έχουνε χάσει τα σύνορα. Δεν είναι, λες, πια σε θέση να ξέρουνε αν βρίσκονται στην πανάρχαια ζούγκλα, εκατομμύρια χρόνια πίσω, ή αν ενεργούνε σαν όργανα ενός τωρινού κόσμου, για συγκεκριμένους, έστω κι’ ακάθαρτους σκοπούς.
Οι ανασταλτικές δυνάμεις των ανθρώπινων παθών στομώνονται. Η Ζούγκλα κατακλύζει τα πάντα, σαρκάζοντας με των θεριών τα στόματα. Τα πάθη ξεχειλούνε, παφλάζουνε, εξαφανίζουνε στη στιγμή κάθε ανθρώπινη ιδιότητα, και τη στιγμήν αυτή δεν υπάρχει στη θέση του κόσμου των ανθρώπων τίποτ’ άλλο, παρά η μυρουδιά ψητής ανθρώπινης σάρκας και κάποιων αγριμικών ρουθούνια, που πάλλονται ερεθισμένα.
Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από γδυμνά γυναίκια κορμιά, βίαιες πράξεις συνουσιασμού, με θεατές τους ίδιους τους προστάτες της τιμής, τους πατεράδες, τις μανάδες, τ’ αδέρφια, τα μωρά παιδάκια.
Κι’ αυτοί αισθάνονται σαν απόκοσμοι, σαν υπερφυσικοί εξουσιαστές του κόσμου, που τίποτα δεν τους είναι ξένο κι’ απαγορευμένο. Όλα μπορούνε να τα επιχειρήσουνε και να τολμήσουν.
Αυτή την ώρα δεν υπάρχει πια ανώτερος που διευθύνει και κατώτεροι που εκτελούν μια, έστω κι’ αυτή την απάνθρωπη, επιχείρηση.
Υπάρχει μόνο δύναμη και αδυναμία.
Γερμανοί και Γενίτσαροι μπερδεύονται. Κοιλιούνται χάμω πλάι –πλάι, συνεννοούνται σε μια παράξενη άναρθρη γλώσσα, ανακατεύονται με κοπέλλες π’ αφρίζουν και παλεύουν κι’ αντιστέκονται , με Μανάδες που λιποθυμούν, με γονιούς που χυμούν και δαγκώνουν, και μ’ άλλους που δεμένοι παρακολουθούν με καταπιομένη τη γλώσσα και γουρλωμένα τα μάτια…
Ένα συνεχούμενο μουγκριτό λιμασμένων ζώων που ικανοποιούνται, ένας λυγμός, σπαρασσόμενων ανθρώπων, μια πηχτή – πνιχτή – πλανταμένη φρίκη που ξεχειλά από κάποια λαρύγγια, κι’ αθώες φωνούλες που ρωτούνε, χωρίς ν’ ακούγονται: « …Μπαμπά! Όλους θα μας φάνε οι Γερμανοί!…» Να, τι είναι αυτή η στιγμή.
Θέλετε ν’ αφήσομε λιγάκι και τη φαντασία λεύτερη, για να συμπληρώσει το ζωντανό πίνακα, με τις εκφράσεις των παιδικών προσώπων, με την τρομάρα των παιδικών ματιών, με την απελπισία που εκφράζουνε οι αδέξιες παιδικές χειρονομίες με τα ξαφνιασμένα τρυφερά λογάκια που φεύγουν απ’ τ’ αγγελικά στόματα, με την προσπάθεια να στραταρίζουνε ανάμεσα στον σπαρασσόμενο ανθρώπινο σωρό, για να παρηγορήσουν μ’ ένα χάδι τη λιπόθυμη αδελφούλα, τη μισοσπαραγμένη Μανούλα, ή το δεμένο τραγικό θεατή που λέγεται Πατέρας;
Δεν υπάρχει δύναμη που ν’ αντέχει στη δοκιμασία τέτοιας συμπλήρωσης. Η καρδιά θα σπάσει. Θα τσακίσουν και τα ισχυρότερα νεύρα. Κ’ η εμπιστοσύνη του ανθρώπου θα χαθεί τελειωτικά από τον πλησίον. Όλη η ζωή μας θα καταντήσει σε σύγχιση και σε τρομερή κι’ ανείπωτη κρίση. Ο ύπνος θα περιφρονήσει τα μάτια μας, που θα μείνουν ορθάνοιχτα, για πάντα, μπρος σε εικόνες φρίκης, αιμάτων, διωγμών, ανθρωποφαγίας κι’ ανθρωποσφαγής.
Φτάνει η ίδια η πραγματικότητα. Είν’ αρκετή η συνέχεια που ακολουθεί, για να βαθμολογήσει τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Η φαντασία κουρνιάζει, ντροπιασμένη, μπροστά σ’ αυτή τη συνέχεια των ανθρώπινων εκδηλώσεων. Κ’ οι δυνάμεις ενός ανθρώπου είν’ ασήμαντες κι’ ανίκανες, μπροστά στο πελώριο θέμα των λεπτομερειών της ωμής αυτής πραγματικότητας, που λέγεται Ελληνική Αντίσταση.
Δεν έχομε καιρό για ξόμπλια και «ενορχήτρωση της φράσης», και παιχνίδια.
Δε γράφονται με πέννα τέτοια πράματα. Με τα νύχια γράφονται. Κι’ αντίς για μελάνι χρησιμοποιείται ολόσκετο « ανθρώπινο αίμα και δάκρυα κ’ ιδρώτας…»
(…) Από τους Εθνομάρτυρες αυτούς, που άπλωσαν τα πάλλευκα χέρια τους στους Μάρτυρες του Κρητικού Αρκαδιού, από έναν ασήμαντο φούρνο του Χορτιάτη, θα λείπουνε δυο, όταν θα γίνει το προσκλητήριο στη Χώρα των Ηρώων του έθνους.
Αυτοί οι δυο, μέσα στη μπόρα και στη σύγχιση, κατάφεραν να φύγουν μέσα από τις φλόγες. Είναι: Η Μαρία Αγγελίδη, σαράντα χρονών, και η Βασιλική Γκουραμάνη – που ζήσανε για να μας διηγούνται πώς πεθαίνουν οι Ήρωες, πώς κρατάν το μυστικό του Έθνους, και πώς κερδίζεται η λευτεριά. Κι’ ακόμη, με τι ποτίζεται το δεντρί της Νίκης.
Είναι αδύνατο να μην τις αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί. Το πιο πιθανό είναι πως τις αφήκαν σκόπιμα για να μεταφέρουν την απίστευτη φρίκη και το ανήκουστο θέαμα στους άλλους, στ’ άλλα χωριά, στην Ελλάδα ολόκληρη, και να σπείρουν τον τρόμο , τη σύγχιση και τον πανικό στον αγωνιζόμενο Λαό.
Το κέρδος των δημίων θα ήτανε ν’ αμβλύνουνε, με τον τρόπο αυτό, τη μαχητικότητα των Ελλήνων, για να ελπίσουνε οι ίδιοι σε μια σιωπηρή ανακωχή, σε μιαν άφωνη συμφωνία πως σε ώρα υποχώρησης ή συμμαχικής απόβασης, το εσωτερικό μέτωπο θα έμενε αδιάφορο κι’ ακίνητο. Κι’ ακίντυνο.
Ως την ύστερην ώρα οι Ούννοι δε θέλησαν να πιστέψουν πως ο Λαός μας δεν ξέρει να παζαρεύει τη λευτεριά και να βάζει διατίμηση στις θυσίες του.
Πόλεμο έκανε για την Ελευθερία του ανθρώπου. – Για την αυτοδιάθεση των Λαών της Γης. – Για την κατάργηση της Πενίας και του Τρόμου. – Για τη συντριβή του Φασισμού.
Για τη ΜΑΥΡΗ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ δεν προβλέπει το συμβόλαιό του με τους λαούς της Γης…(απόσπασμα)
«Δεν θα χαμηλώσουν οι φλόγες της μνήμης» : η κραυγή στον επίλογο της τρίτης έκδοσης, το 1963..
«Το να θυμάσαι, και να επιμένεις να γράφεις για τις δυο χιλιάδες εφτακόσιες πολιτείες και χωριά της πατρίδας σου, που είχανε τη μοίρα του Χορτιάτη, απαγορεύτηκε αμέσως μόλις φύγανε οι Γερμανοί. Έπρεπε ν’ αρχίσουνε σιγά –σιγά να χαμηλώνουν οι φωτιές της μνήμης , και να δοθεί καιρός στους καννιβάλους του Χορτιάτη να πάνε στα σπίτια τους, ν’ αλλάξουνε, να πλύνουνε τα χέρια, και να πισωγυρίσουνε τουρίστες, έμποροι παιδικών παιχνιδιών, δάσκαλοι, αρχαιολόγοι, Ελληνολάτρεις!…
Δεν είναι βέβαια λαδολύχναρο αυτή η έρμη η μνήμη να το ανάβης όποτε κι όσο το χρειάζεσαι. Είναι στιγμές που λαβουρντανίζει χωρίς να το θες, πέφτει ίδιος κεραυνός, βάζει φωτιά στην κοιμισμένη οργή, στα ναρκωμένα μίση, βαράει συναγερμό ανάμεσα στους εξακόσιες χιλιάδες νεκρούς των Ελλήνων, κι’ από κει κανένας δε μπορεί να ευθύνεται για τ΄ αποτελέσματα της θύελλας.
Έγινε, βέβαια , νόμος που τιμωρεί τις τέτοιες θύελλες, και στην εφαρμογή του χτυπάει όποιον θυμάται τον πατέρα και τη μάνα του, όποιον θάβει τους νεκρούς του, ως και κείνον ακόμη που πάει ένα πιάτο κόλλυβα στην εκκλησία για να μνημονευτούνε οι στάχτες από τους φούρνους του Χορτιάτη κι’ από τ’ ατέλειωτα θυσιαστήρια της Πατρίδας(…)
(…) οι νεώτερες γενιές δε θα μείνουνε στα χέρια άνομης εξουσίας για να τους αμβλύνει και ν’ αφανίσει την εθνική τους συνείδηση, πλαστογραφώντας την ιστορία μας για συμφέροντα ξένα, και από τρόμο μιας ενοχής.
Είναι όμως ανάγκη, στις γενιές αυτές να μη κουραζόμαστε να θυμίζουμε την πρόσφατη ιστορία μας. Και να κρατούμε στο ακέραιο το θαυμασμό στη μνήμη των γονιών τους, που σε κρίσιμη ώρα σώσανε την τομή της Ελλάδας και την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους, με την ασύγκριτη Αντίστασή τους.
Αυτό το σκοπό εξυπηρετεί η επανέκδοση του μικρού τούτου χρονικού».
Θέμος Κορνάρος, Εσταυρωμένος Λαός, Νεοελληνικές Εκδόσεις – Βιβλιοθήκη του Λαού – Αθήνα 1963, 3η έκδοση. «Το εξώφυλλο επεξεργάστηκε ο νέος ζωγράφος Γιώργης Φαρσακίδης, τραυματίας της μάχης του Χορτιάτη.»
Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλιαράκι του Εσταυρωμένος Λαός αφηγείται με δυνατά ρεαλιστικό και σπαρακτικό τρόπο τις θηριωδίες και τις φρικαλεότητες των Γερμανών και των ελλήνων συνεργατών τους στο Χορτιάτη. Σκηνές σκληρές, τρομερές και ανείπωτα τραγικές ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου. Οδύνη, πόνος και οργή για τις ωμότητες, που διεπράχθησαν και αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, με αποκορύφωμα τον ομαδικό θάνατο στην πυρά των κατοίκων του χωριού, το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.
Είναι το τρίτο βιβλίο του Θέμου Κορνάρου, μετά το Χρονικό του Διστόμου και το Στρατόπεδο Χαϊδαριού, που γράφει, με ντοκουμέντα για την Αντίσταση εναντίον των κατακτητών και τα φοβερά αντίποινα τους εναντίον των αμάχων για να κάμψουν την αντίσταση του ελληνικού λαού.
Ο πρόλογος είναι από την πρώτη έκδοση του 1945 και έχει τον τίτλο «Απαγορεύεται να θυμάσαι…». Σε αυτόν αιτιολογεί την έκδοση αυτών των μικρών βιβλίων αρχικά γιατί
«Την Ιστορία μας πρέπει να τη μάθει και το πιο φτωχό και το πιο αγράμματο παιδί και του δικού μας τόπου και των ξένων χωρών. Μ’ αυτούς εκάναμε τις συμφωνίες, και μ’ αυτούς έχουμε κοινούς λογαριασμούς.
Σ’ αυτούς εδώκαμε ΕΜΕΙΣ την ΠΡΩΤΗ βοήθεια και την ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ.
Και δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση, στ’ όνομα καμιάς πολιτικής σκοπιμότητας, να δεχόμαστε ραπίσματα από επίσημα χέρια, διαβατικών πολιτικών, σαν και τούτο:
– “ Κατά τους πρώτους μήνας του 1941, η Μεγάλη Βρεταννία εθυσίασε, παρά την θέλησίν της, και ίσως κάπως αστόχως τας κατακτήσεις της εις την Αίγυπτον και την Κυρηναϊκήν, δια να στείλη στρατιωτικάς δυνάμεις προς βοήθειαν της Ελλάδος εις τον αγώνα της κατά των Γερμανών. Και η Ελλάς δεν θα λησμονήση ποτέ την βοήθειαν αυτήν, την οποίαν την προσεφέραμεν, έστω και άνευ αποτελέσματος. Αλλ΄η τιμή μάς επέβαλλε να το κάμωμεν αυτό”.
Σ’ αυτό το κατασκεύασμα της « Υψηλής πολιτικής» που είναι γεμάτο κιντύνους για την Εθνική μας υπόθεση, σε παραμονές συνεδρίων Ειρήνης, πρέπει να απαντήσωμεν αμέσως, με αναλυτικό λογαριασμό των θυσιών και των αγώνων μας.
Οι πνευματικοί μας άνθρωποι πρέπει αμέσως να παρατήσουνε κάθε δουλειά. Να βάλουνε στον οδοιπορικό τους σάκκο λίγο ψωμί και λίγες εληές και να τρέξουνε στην ύπαιθρο . Να μαζέψουνε τα στοιχεία των αγώνων της Εθνικής μας Αντίστασης.
Οι δάσκαλοι, ας παρατήσουνε τις έδρες τους κι’ ας κάνουνε την ίδια δουλειά.
Οι μαθητές, ας γίνουνε συνεργεία, ας γίνουν σμήνη μελισσόπουλων που θα συνάξουνε το μέλι της Εθνικής Κυψέλης . Τα θρανία δεν πρόκειται να τους δόσουν τίποτα σοβαρότερο αυτή τη στιγμή.
Κι’ άλλα οργανωμένα συνεργεία πνευματικών παραγόντων, θα επεξεργαστούνε το υλικό, θα το εκδόσουν και θα το κυκλοφορήσουν, ως εκεί που μπορεί να φτάνει ανθρώπινο ταχυδρομείο.
Η πολιτεία έπρεπε να οργανώσει αυτή τη δουλειά. Όμως αντί γι’ αυτό σωπαίνει. Δέχεται τα ραπίσματα, αρνείται τους Νεκρούς και τους Ήρωές της. Διαγράφει την Τετράχρονη προσφορά του Έθνους στον μεγάλο αγώνα και διώκει τους επιζήσαντες στρατιώτες της Ιερής Αντίστασης.
Και κάτι ακόμη: Ετοιμάζει Νόμο να συνταξιοδοτήσει τους ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ του καταχτητή.
Αν αυτά τα μασκαριλίκια λέγονται «πολιτική», η πολιτική αυτή είναι απαράδεχτο να ασκείται για λογαριασμό του ηρωικότερου Λαού του Κόσμου.
Κι’ όποιος θέλει, ας πάει να την ασκεί στο Λαό των Κάφρων. Αν του το επιτρέψουνε.»
και στη συνέχεια
«Η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης θα αρχίσει να εκδίδεται σε πολύ μικρά βιβλιαράκια. Για να μπορεί να τα πάρει ο καθένας.»
Από τον εθνικό Γολγοθά βγαλμένο το χρονικό του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη.
«Ο Χορτιάτης είναι ορεινό χωριό. Λίγες ώρες όξω από τη Θεσσαλονίκη(…)
Στις 2 του Σεπτέμβρη 1943, πρωΐ – πρωΐ, δύναμη Γερμανών και Ταγματασφαλίτες μαζί πατήσανε το χωριό. Αρχηγός των Γερμανών είναι ο λοχαγός Σούμπερτ και των ασφαλιτών ο Καπετανάκης. Τη γενική διεύθυνση την έχει ο Γερμανός αξιωματικός. Το σχέδιο της επιχείρησης, σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, δε μπορεί παρά να έχει καταστρωθεί από τα πριν. Γιατί, μόλις μπήκανε μέσα, σκορπάνε στο χωριό οι γενίτσαροι. Οι Γερμανοί πιάνουνε τις εξόδους και τους κεντρικούς δρόμους. Χτυπούνε και την καμπάνα για να μαζευτεί ο κόσμος στην πλατεία.
Μερικοί μαζεύτηκαν. Προσπαθούνε να πείσουνε τους Γερμανούς πως είναι ξένοι. Επισκέπτες ή παραθεριστές. Τους λένε να περιμένουνε.
Σιγά – σιγά μαζεύονται κι’ άλλοι. Τους φέρνουνε οι τσολιάδες. Πρώτος ο παπάς του χωριού. Δημήτρης Τομαράς λέγεται κ’ είναι 75 χρονών. Αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να τον τραβά ένας από τα ράσα, άλλος από τα γένεια κι’ άλλος να τον χτυπά με τον υποκόπανο στα πλευρά. Μπροστά και τα δυο του κορίτσια. Η μια λέγεται Ερατώ και είναι 18 χρονών και η άλλη Αγγελική και είναι 20 χρονών. Εξαιρετικής καλλονής και οι δυο τους.
Τα κορίτσια φωνάζουνε για την μεταχείριση του πατέρας τους κι’ ο πατέρας εξαγριωμένος διαμαρτύρεται για τη μεταχείριση των κοριτσιών. Τις έχουν αναγκάσει να πορεύονται με σηκωμένα φουστάνια. Επειδή δεν υπακούνε τους τα δένουνε ανασηκωμένα στη μέση με σπάγγους.
Ξωπίσω φέρνουνε άλλοι, τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Χρήστο Παντάτσο, με τη φαμίλια του. Τη μητέρα του, 75 χρονών γερόντισσα, και τα τρία ανήλικα παιδιά του: Δυο κοριτσάκια κι’ ένα αγόρι.
Τον Πρόεδρο τον φέρνουνε γδυμνό. Γδυμνή και τη γρηά Μάνα του!
Οι μαζεμένοι στην πλατεία ξεφωνίζουνε με φρίκη κι’ αγανάχτηση. Οι Γερμανοί γελούνε στην αρχή. Μα, σιγά σιγά, το γέλιο γίνεται σκοτεινή γκριμάτσα, έπειτα τρέμουλο, σπασμός ερεθισμένου ζώου. Το γυμνό τούς έχει αποθηριώσει.
Από κάθε δρόμο, από κάθε γωνιά ξεπροβαίνουν καινούργια μπουλούκια. Καινούργιες πομπές.
Το σχέδιο ασφαλώς , έγινε πριν να μπουν στο Χωριό. Γιατί δεν εξηγείται αλλοιώς, πώς όλοι κουβαλάνε μισόγδυμνες ή κι’ ολοωσδιόλου γδυμνές τις γυναίκες.
Ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων, των πατεράδων που εξευτελίζονται και δέρνονται, των Μανάδων με τα γδυμνά στήθια και των γδυμνών κοριτσιών, μπερδεύονται και τσαλαπατιούνται και κλαίνε τα μικρά παιδάκια. Παιδάκια, όπως φαίνεται από τον κατάλογο που βάζομε στο τέλος, δυο και τριώ και πέντε χρονών.
Πιστεύω να κλαίνε περισσότερο από τον πόνο που νοιώθει η ψυχούλα τους, για τη διαπόμπευση των γονιών και των αδερφάδων τους, παρά γιατί φοβούνται.
Στην άκρη ενός κεντρικού δρόμου, που βγαίνει στην πλατεία, ανάβει δυνατή φωτιά. Τη συμπαίνουνε με δεμάτια σανό, για να αρπάξουνε φωτιά τα χοντρά κούτσουρα.
Ένας Γερμανός μπαίνει ανάμεσα στον κόσμο ξαγριεμένος. Πηγαίνει ίσια στον παπά. Τον γαργαλάει στη γενειάδα, γελά σαν σατανάς, του κλείνει πρόστυχα το μάτι κι’ αρπάζζει βίαια τη μια του κόρη. Ο παπάς ορμά και του δαγκώνει το χέρι. Ο Γερμανός διατάσσει δυο άλλους Ες – Ες και βγάζουνε ένα ένα τα δόντια του παπά με μια τανάλια. Αυτός τραβά την κοπέλα, τη σούρνει, καθώς είναι πεσμένη χάμω κι’ αντιστέκεται, και μπαίνει στο πρώτο σπίτι που βρίσκεται μπροστά του.
Φαίνεται πως αυτό ήταν το σύνθημα. Οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες πέφτουνε, σαν όρνια, μέσα στο πλήθος. Χτυπούνε τους άντρες, άλλους τους δένουνε και ορμούνε ανάμεσα στις παρέες των κατατρομαγμένων γυναικών. Διαλέγουνε. Συναγωνίζονται. Βιάζονται.
Σημειώνονται λιποθυμίες, ακούγονται βογγητά, κατάρες, φοβέρες. Αυτοί τη δουλειά τους!
Τρία κορίτσια τα καλούν με τα ονόματά τους. Τα διαβάζουνε από χαρτάκι. Δεν δίδεται καμμιά απόκριση. Δεν ακούγεται κανένα «Παρών».
Τότες αρπάζουνε τρία, από τη μεγάλη μέση.
Τα σέρνουν όξω απ’ το πλήθος. Λίγο παρέκει, μπροστά στα μάτια του ξέφρενου κόσμου, βιάζονται απάνθρωπα, στη λιποθυμία τους απάνω. Τα ονόματά τους δεν αναφέρονται. Αν και θα μπορούσαν να γραφτούν. Δε ζούνε πια. Στη φωτιά που είχαν ανάψει τις βάλανε! Δεν τις πετάξανε. Τις περάσανε ολοζώντανες σε σούβλες αρνιού. Και για λίγην ώρα τις στριφογυρίζουνε, όπως στριφογυρίζουνε τα σφαχτά…
Η μυρουδιά από την ψητή ανθρώπινη σάρκα, φέρνει το πλήθος σ’ έξαλλη ταραχή, που μοιάζει με παραφροσύνη.
Από την στιγμή αυτή μπερδεύονται τα πάντα.
Οι χωρικοί δεν είναι πια σίγουροι αν ζούνε αυτή την πραγματικότητα, ή αν βλέπουνε φριχτό εφιαλτικό όνειρο..
Το ίδιο κ’ οι Γερμανοί κ’ οι ταγματασφαλίτες, ζούνε όξω κόσμου. Έχουνε χάσει τα σύνορα. Δεν είναι, λες, πια σε θέση να ξέρουνε αν βρίσκονται στην πανάρχαια ζούγκλα, εκατομμύρια χρόνια πίσω, ή αν ενεργούνε σαν όργανα ενός τωρινού κόσμου, για συγκεκριμένους, έστω κι’ ακάθαρτους σκοπούς.
Οι ανασταλτικές δυνάμεις των ανθρώπινων παθών στομώνονται. Η Ζούγκλα κατακλύζει τα πάντα, σαρκάζοντας με των θεριών τα στόματα. Τα πάθη ξεχειλούνε, παφλάζουνε, εξαφανίζουνε στη στιγμή κάθε ανθρώπινη ιδιότητα, και τη στιγμήν αυτή δεν υπάρχει στη θέση του κόσμου των ανθρώπων τίποτ’ άλλο, παρά η μυρουδιά ψητής ανθρώπινης σάρκας και κάποιων αγριμικών ρουθούνια, που πάλλονται ερεθισμένα.
Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από γδυμνά γυναίκια κορμιά, βίαιες πράξεις συνουσιασμού, με θεατές τους ίδιους τους προστάτες της τιμής, τους πατεράδες, τις μανάδες, τ’ αδέρφια, τα μωρά παιδάκια.
Κι’ αυτοί αισθάνονται σαν απόκοσμοι, σαν υπερφυσικοί εξουσιαστές του κόσμου, που τίποτα δεν τους είναι ξένο κι’ απαγορευμένο. Όλα μπορούνε να τα επιχειρήσουνε και να τολμήσουν.
Αυτή την ώρα δεν υπάρχει πια ανώτερος που διευθύνει και κατώτεροι που εκτελούν μια, έστω κι’ αυτή την απάνθρωπη, επιχείρηση.
Υπάρχει μόνο δύναμη και αδυναμία.
Γερμανοί και Γενίτσαροι μπερδεύονται. Κοιλιούνται χάμω πλάι –πλάι, συνεννοούνται σε μια παράξενη άναρθρη γλώσσα, ανακατεύονται με κοπέλλες π’ αφρίζουν και παλεύουν κι’ αντιστέκονται , με Μανάδες που λιποθυμούν, με γονιούς που χυμούν και δαγκώνουν, και μ’ άλλους που δεμένοι παρακολουθούν με καταπιομένη τη γλώσσα και γουρλωμένα τα μάτια…
Ένα συνεχούμενο μουγκριτό λιμασμένων ζώων που ικανοποιούνται, ένας λυγμός, σπαρασσόμενων ανθρώπων, μια πηχτή – πνιχτή – πλανταμένη φρίκη που ξεχειλά από κάποια λαρύγγια, κι’ αθώες φωνούλες που ρωτούνε, χωρίς ν’ ακούγονται: « …Μπαμπά! Όλους θα μας φάνε οι Γερμανοί!…» Να, τι είναι αυτή η στιγμή.
Θέλετε ν’ αφήσομε λιγάκι και τη φαντασία λεύτερη, για να συμπληρώσει το ζωντανό πίνακα, με τις εκφράσεις των παιδικών προσώπων, με την τρομάρα των παιδικών ματιών, με την απελπισία που εκφράζουνε οι αδέξιες παιδικές χειρονομίες με τα ξαφνιασμένα τρυφερά λογάκια που φεύγουν απ’ τ’ αγγελικά στόματα, με την προσπάθεια να στραταρίζουνε ανάμεσα στον σπαρασσόμενο ανθρώπινο σωρό, για να παρηγορήσουν μ’ ένα χάδι τη λιπόθυμη αδελφούλα, τη μισοσπαραγμένη Μανούλα, ή το δεμένο τραγικό θεατή που λέγεται Πατέρας;
Δεν υπάρχει δύναμη που ν’ αντέχει στη δοκιμασία τέτοιας συμπλήρωσης. Η καρδιά θα σπάσει. Θα τσακίσουν και τα ισχυρότερα νεύρα. Κ’ η εμπιστοσύνη του ανθρώπου θα χαθεί τελειωτικά από τον πλησίον. Όλη η ζωή μας θα καταντήσει σε σύγχιση και σε τρομερή κι’ ανείπωτη κρίση. Ο ύπνος θα περιφρονήσει τα μάτια μας, που θα μείνουν ορθάνοιχτα, για πάντα, μπρος σε εικόνες φρίκης, αιμάτων, διωγμών, ανθρωποφαγίας κι’ ανθρωποσφαγής.
Φτάνει η ίδια η πραγματικότητα. Είν’ αρκετή η συνέχεια που ακολουθεί, για να βαθμολογήσει τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Η φαντασία κουρνιάζει, ντροπιασμένη, μπροστά σ’ αυτή τη συνέχεια των ανθρώπινων εκδηλώσεων. Κ’ οι δυνάμεις ενός ανθρώπου είν’ ασήμαντες κι’ ανίκανες, μπροστά στο πελώριο θέμα των λεπτομερειών της ωμής αυτής πραγματικότητας, που λέγεται Ελληνική Αντίσταση.
Δεν έχομε καιρό για ξόμπλια και «ενορχήτρωση της φράσης», και παιχνίδια.
Δε γράφονται με πέννα τέτοια πράματα. Με τα νύχια γράφονται. Κι’ αντίς για μελάνι χρησιμοποιείται ολόσκετο « ανθρώπινο αίμα και δάκρυα κ’ ιδρώτας…»
(…) Από τους Εθνομάρτυρες αυτούς, που άπλωσαν τα πάλλευκα χέρια τους στους Μάρτυρες του Κρητικού Αρκαδιού, από έναν ασήμαντο φούρνο του Χορτιάτη, θα λείπουνε δυο, όταν θα γίνει το προσκλητήριο στη Χώρα των Ηρώων του έθνους.
Αυτοί οι δυο, μέσα στη μπόρα και στη σύγχιση, κατάφεραν να φύγουν μέσα από τις φλόγες. Είναι: Η Μαρία Αγγελίδη, σαράντα χρονών, και η Βασιλική Γκουραμάνη – που ζήσανε για να μας διηγούνται πώς πεθαίνουν οι Ήρωες, πώς κρατάν το μυστικό του Έθνους, και πώς κερδίζεται η λευτεριά. Κι’ ακόμη, με τι ποτίζεται το δεντρί της Νίκης.
Είναι αδύνατο να μην τις αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί. Το πιο πιθανό είναι πως τις αφήκαν σκόπιμα για να μεταφέρουν την απίστευτη φρίκη και το ανήκουστο θέαμα στους άλλους, στ’ άλλα χωριά, στην Ελλάδα ολόκληρη, και να σπείρουν τον τρόμο , τη σύγχιση και τον πανικό στον αγωνιζόμενο Λαό.
Το κέρδος των δημίων θα ήτανε ν’ αμβλύνουνε, με τον τρόπο αυτό, τη μαχητικότητα των Ελλήνων, για να ελπίσουνε οι ίδιοι σε μια σιωπηρή ανακωχή, σε μιαν άφωνη συμφωνία πως σε ώρα υποχώρησης ή συμμαχικής απόβασης, το εσωτερικό μέτωπο θα έμενε αδιάφορο κι’ ακίνητο. Κι’ ακίντυνο.
Ως την ύστερην ώρα οι Ούννοι δε θέλησαν να πιστέψουν πως ο Λαός μας δεν ξέρει να παζαρεύει τη λευτεριά και να βάζει διατίμηση στις θυσίες του.
Πόλεμο έκανε για την Ελευθερία του ανθρώπου. – Για την αυτοδιάθεση των Λαών της Γης. – Για την κατάργηση της Πενίας και του Τρόμου. – Για τη συντριβή του Φασισμού.
Για τη ΜΑΥΡΗ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ δεν προβλέπει το συμβόλαιό του με τους λαούς της Γης…(απόσπασμα)
«Δεν θα χαμηλώσουν οι φλόγες της μνήμης» : η κραυγή στον επίλογο της τρίτης έκδοσης, το 1963..
«Το να θυμάσαι, και να επιμένεις να γράφεις για τις δυο χιλιάδες εφτακόσιες πολιτείες και χωριά της πατρίδας σου, που είχανε τη μοίρα του Χορτιάτη, απαγορεύτηκε αμέσως μόλις φύγανε οι Γερμανοί. Έπρεπε ν’ αρχίσουνε σιγά –σιγά να χαμηλώνουν οι φωτιές της μνήμης , και να δοθεί καιρός στους καννιβάλους του Χορτιάτη να πάνε στα σπίτια τους, ν’ αλλάξουνε, να πλύνουνε τα χέρια, και να πισωγυρίσουνε τουρίστες, έμποροι παιδικών παιχνιδιών, δάσκαλοι, αρχαιολόγοι, Ελληνολάτρεις!…
Δεν είναι βέβαια λαδολύχναρο αυτή η έρμη η μνήμη να το ανάβης όποτε κι όσο το χρειάζεσαι. Είναι στιγμές που λαβουρντανίζει χωρίς να το θες, πέφτει ίδιος κεραυνός, βάζει φωτιά στην κοιμισμένη οργή, στα ναρκωμένα μίση, βαράει συναγερμό ανάμεσα στους εξακόσιες χιλιάδες νεκρούς των Ελλήνων, κι’ από κει κανένας δε μπορεί να ευθύνεται για τ΄ αποτελέσματα της θύελλας.
Έγινε, βέβαια , νόμος που τιμωρεί τις τέτοιες θύελλες, και στην εφαρμογή του χτυπάει όποιον θυμάται τον πατέρα και τη μάνα του, όποιον θάβει τους νεκρούς του, ως και κείνον ακόμη που πάει ένα πιάτο κόλλυβα στην εκκλησία για να μνημονευτούνε οι στάχτες από τους φούρνους του Χορτιάτη κι’ από τ’ ατέλειωτα θυσιαστήρια της Πατρίδας(…)
(…) οι νεώτερες γενιές δε θα μείνουνε στα χέρια άνομης εξουσίας για να τους αμβλύνει και ν’ αφανίσει την εθνική τους συνείδηση, πλαστογραφώντας την ιστορία μας για συμφέροντα ξένα, και από τρόμο μιας ενοχής.
Είναι όμως ανάγκη, στις γενιές αυτές να μη κουραζόμαστε να θυμίζουμε την πρόσφατη ιστορία μας. Και να κρατούμε στο ακέραιο το θαυμασμό στη μνήμη των γονιών τους, που σε κρίσιμη ώρα σώσανε την τομή της Ελλάδας και την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου είδους, με την ασύγκριτη Αντίστασή τους.
Αυτό το σκοπό εξυπηρετεί η επανέκδοση του μικρού τούτου χρονικού».
Θέμος Κορνάρος, Εσταυρωμένος Λαός, Νεοελληνικές Εκδόσεις – Βιβλιοθήκη του Λαού – Αθήνα 1963, 3η έκδοση. «Το εξώφυλλο επεξεργάστηκε ο νέος ζωγράφος Γιώργης Φαρσακίδης, τραυματίας της μάχης του Χορτιάτη.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου