Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Ο καιρός είναι στη βροχή

Κάτσε μπρος στο παράθυρο. Το πρωτοβρόχι συχωρνάει τα δέντρα μες στο σούρουπο.
Ένα φύλλο κιτρινίζει στα χέρια σου. Δεν ξέρεις πια το βάρος της ημέρας.

Τα δυό κλειδιά στο τραπέζι συλλογιούνται όλα τα κλειδωμένα πράματα
την ώρα που γυρνάν οι αράχνες προς τα μέσα το δίχτυ τους
και το σταχτοδοχείο παίρνει τη θέση του στην κάμαρα
έτσι ακριβώς όπως ένα άστρο παίρνει τη θέση του στον ουρανό.

Δω πέρα η κάθε λέξη πέφτει αθόρυβα μες στη σιωπή
σα μια καμένη επιστολή απ' τα δάχτυλα του λυπημένου.
Πιο καλά λοιπόν να μαζέψουμε τις μέρες μας, να τις διπλώσουμε
όπως διπλώνουμε τα καλοκαιριάτικα ρούχα μας να τα κρύψουμε στο μπαούλο,
να μαζέψουμε τα χέρια μας πάνου στα γόνατα
τώρα που χασμουριούνται τα σύγνεφα στις στέγες
τώρα που χύνεται η σιωπή τόσο βαθιά στο πρόσωπό σου
σαν τη σιωπή της κάμαρας του σπουδαστή
όταν απ' έξω δυναμώνει η μπόρα.


Εδώ συνάζονται τ' αποφόρια του χρόνου -
είναι ήσυχα δω πέρα, είναι σχεδόν ζεστά,
μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου και ν' ακούσεις τη νύχτα που έρχεται -
αυτό το ξέχωρο βήμα με τα σπασμένα τακούνια της -
η φωνή της πίσω απ' το ξεφτισμένο  βέλο της
έχει μια ευγένεια μακρινή
κ' είναι μια σιωπηλή ευτυχία πίσω απ' τις κλεισμένες γρίλλιες
σα ν' άγγιξες μες στο σκοτάδι με θλιμμένα δάχτυλα
εκείνο το ίδιο χέρι, το βασανισμένο χέρι του παλιού μας φίλου.

Ίσως να μείναν έξω λίγα αστέρια στο φθινόπωρο 
σαν τα ρακοπότηρα με λίγες στάλες κονιάκ στο άδειο σαλόνι
όταν φύγανε πια οι επισκέπτες μαζί κ' η Ναυσικά μ' ένα κλαδάκι φως στον ώμο της
κ' έμεινε η μητέρα καταμόναχη μέσα στο βραδινό καθρέφτη
να ξεκρεμάει με κουρασμένο χέρι το χαμόγελό της
με την ίδια κίνηση που βγάζει κάθε βραδι απ' τα μαλλιά της τις φουρκέτες της.

Ύστερα μονομιάς σταμάτησε ο αγέρας
κι ακούστηκε το κλάψιμο του σκύλου στην αυλή του κρεμασμένου
κ' ύστερα ακούστηκε στην κάμαρα ο ήχος του ρολογιού 
σαν τη βροχή που πέφτει στάλα - στάλα στη μελανιασμένη θάλασσα.

Να ρίξεις μια κουβέρτα ακόμα στο κρεββάτι.
Τα ξημερώματα έχει ψύχρα. Λοιπόν τι λέγαμε;
Α, ναι, παραλίγο να ξεχάσω αυτό το γράμμα.
Τόφερε ο ταχυδρόμος το απόγευμα. Θάναι ίσως απ' την αδερφή σου.

Τα γόνατά σου κάτου απ' το τραπέζι είναι έτσι πικραμένα
όπως είναι οι κουλούρες του καραβόσκοινου στο μουράγιο το χειμώνα
κι όπως είναι οι λάμπες που ξεχάστηκαν αναμμένες την αυγή 
σε μια παραλιακή κάμαρα με το άδειο κλουβί των καναρινιών
και με το σβησμένο τσιγάρο στον τσίγκινο νιφτήρα.

Μα εγώ δε θέλω, δε μπορώ εδώ μέσα.
Τούτη η φωτογραφία που νύσταξε μες στο χαμόγελό της,
η μικρή λάμψη στα παρατημένα ματογυάλια του παππού
το φλυτζάνι του καφέ με τ' αποτσίγαρα, η παλιά εφημερίδα -

Πώς ν' αναποδογυρίσεις το πρόσωπο της βραδιάς μες στον καθρέφτη;
Πάλι τα ματογυάλια, τ' αποτσίγαρα - τα ίδια.
Τίποτα δεν αλλάζει μέσα στον καθρέφτη.


Ένα πεφταστέρι φώτισε το στόμα του πλοίαρχου κλειδωμένο με την πίπα του 
- δε μιλάει,
ένα άλογο χάνεται μονάχο στο δάσος,
ένα μάτι στην τρύπα της νύχτας
σημαδεύει.

Κανένας δε μιλάει. Τ' αγκυροβολημένο πλοίο με σβησμένα φώτα.
Σιγά, σιγά. Δοσ' μου το χέρι σου, να το δικό μου. Μη μιλήσεις.
Μα να ξυπνήσεις αύριο νωρίς. Η αυγή δεν μπορεί να περιμένει -
αύριο που θάναι φως πάνου στα δέντρα
αύριο που τα παράθυρα της παραλίας θα λένε ευχαριστώ στον ήλιο.
Μα ο ήλιος ποτέ δεν συχωρνάει την τόση αργοπορία.

Γιάννης Ρίτσος  Ποιήματα 1930 -1960 , Β' τόμ. Κέδρος 1961

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου