όπως το ζεστό δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου. Η πέτρα του γαλάζια.
Είναι πάντα μια μικρή λυπημένη ιστορία κλεισμένη στον κύκλο του δαχτυλιδιού
όπως η είναι μια μικρή κοπέλα που κλαίει κλεισμένη στη μάντρα του φθινοπώρου.
Θέλεις να βγούμε ένα μικρό περίπατο
λίγο πιο πάνου από τη συνοικία, εκεί που σκουριάζει ο σκελετός
εκείνου του αεροπλάνου;
Είναι καλά - πλυμένοι οι δρόμοι, πλυμένες οι στέγες και τα παραθυρόφυλλα
σαν περασμένα με λαδομπογιά, κι ο γλόμπος στην πόρτα του γαλατάδικου πλυμένος
σα μια μεγάλη σαπουνόφουσκα που τη φύσηξε το χαρούμενο στόμα ενός παιδιού.
Σαν είμασταν παιδιά παίζαμε τα καλοκαιριάτικα πρωινά ολάκερες ώρες με τις σαπουνάδες
κ' η Ανέτα φώναζε: "Μα γιατί λυώνετε το σαπούνι;"
Θυμάσαι την Ανέτα με το μαύρο της τσεμπέρι;
Στις τσέπες της ποδιάς της είχε μύγδαλα, καρύδια - μας φίλευε -
κ' είχε ένα παλιό νόμισμα σιωπή με δυό ανάγλυφα αρχαϊκά κεφάλια -
τότε που ο καρβουνιάρης περνώντας με το κάρο του απ' τη συνοικία
είταν ένας λιοκαμένος αρματοδρόμος κ' έλαμπε ολόχρυσο το άρμα του στις φλόγες της δύσης
τότε που και το πιο μικρό τραγούδι του γραμμόφωνου το Σαββατόβραδο
έπαιρνε μια πολύ μεγάλη συνέχεια μέσα στη νύχτα
τόσο που δε θέλαμε να κοιμηθούμε μη χάσουμε τη συνέχεια
όπως μια μεγάλη κυρία με πολύ μακρύ άσπρο φόρεμα
που μπαίνει από μια πόρτα σκαλιστή
κ' η δαντελένια ουρά της αργοπορεί στην πόρτα
όταν πια η κυρία δεν φαίνεται.
Έτσι μας έπαιρνε ο ύπνος. Μια μυρωδιά από νοτισμένα τριαντάφυλλα
έμενε πάνου στο σεντόνι. Κι ολόκληρος στρατός αστέρια
περπατούσε στο σανιδένιο πάτωμα σα να ζωντάνεψαν τα μολυβένια στρατιωτάκια μας.
Ο αποσπερίτης πήγαινε μπροστά με τη σημαία.
Δεν ξέραμε ακόμα τι' ναι πόλεμος
Είτανε τότε ένα περιβόλι γυάλινο έξω από τα παράθυρά μας,
το σπίτι μύριζε πρωινό καφέ και γιασεμί, - ο ήλιος έμπαινε στην κουζίνα.
Η μητέρα κρεμούσε τα γυαλισμένα μπρίκια
κ' είταν σα νάκοβε φώτα απόνα ποτάμι και να τάδενε σε μικρά μπουκέτα.
Είταν και κείνος ο μικρός βοσκός που σφύριζε πέρα στο γαλανό λοφίσκο.
Αυτό είταν το σύνθημα. Ξέραμε. Δεν πίναμε το γάλα μας. Κρύωνε στο τραπέζι,
δίπλα στα πετσετάκια τα κεντημένα με μικρά γαϊδουράκια
και μεγάλες κίτρινες μαργαρίτες,
κι ο ασημένιος δίσκος είταν το δροσερό πρωινό φεγγάρια, λιγάκι νυσταγμένο
- γι' αυτό είχε βγει η μητέρα πρωΐ - πρωΐ στον κήπο με λυτά μαλλιά
να πάρει το φεγγάρι πούπεσε στα τριαντάφυλλα - και τα μαλλιά της
γέμισαν μαργαριτάρια.
" Πιείτε λοιπόν το γάλα σας". Δεν άκουγε τάχα η μητέρα το σφύριγμα;
Μας περιμένει εκεί ο μικρός τσοπάνος να μας μάθει φλογέρα.
Κι ό,τι αγγίζαμε πια - μια κούπα, ένα βιβλίο, τη ράχη μιας καρέκλας,
είτανε σα να δοκιμάζαμε τα δάχτυλά μας στη φλογέρα.
Δε θα βγούμε λοιπόν ένα μικρό περίπατο πάνου απ' τη συνοικία;
Μπορεί να ξεμύτισαν κιόλας τίποτα αγριολούλουδα στις χαραμάδες των βράχων.
Φαίνεται κάτου όλη η Αθήνα - τα τραμ πηγαινόρχονται
σα μεγάλα ζουζούνια - ένας άνθρωπος που σπρώχνει το καρότσι του
είναι ένα μερμήγκι που σπρώχνει ένα κουκκί κριθάρι -
κ' η σιωπή του δειλινού κ' οι σύντομες λάμψεις στα τζάμια των αυτοκινήτων
ανάβοντας ένα πρόχειρο δασάκι σπίθες. Μυρίζει αποδημία το αγριοσέλινο.
Οι τσιγγάνοι θα φορτώθηκαν τα τσαντήρια τους
θα τύλιξαν τις αποστάσεις και τα τραγούδια τους
μέσα στις μεγάλες τετράγωνες μαντήλες απ' το κάμποτο του απόβροχου.
Μένει ένας κόμπος στην κορφή της συγνεφιάς και στο λαιμό μας
όπως εκείνος ο κόμπος στους μπόγους των τσιγγάνων.
Φορτώθηκαν τους μπόγους τους και χάθηκαν μες στους ατμούς του σούρουπου
όπως το στρατιωτικό συνεργείο του Ερυθρού Σταυρού μέσα στο δάσος.
Τώρα σ' ένα σπασμένο βιολί πίνουν το βρόχινο νερό δυό τελευταία πουλιά.
Κρυώνουν οι ξυπόλυτοι άγγελοι. Όλα φεύγουν.
Ακούς το τραίνο - σα να σφυράει από τον άλλο κόσμο.
Η Αθήνα στο απόβροχο -
Όχι σου λέω. Δε θέλω. Κει πάνω τους σκοτώσαν. Είταν νέοι.
Δεν πρόφτασαν να τελειώσουν το πρώτο τους τραγούδι.
Τι πικρά που βραδιάζει.
Ο αποσπερίτης κόκκινος στο σταχτί ουρανό της συνοικίας
όπως η ματωμένη τρύπα στο πουκάμισο του σκοτωμένου.
Περιέργο αλήθεια πώς μεγαλώνουν τόσο γρήγορα τα παιδιά.
Όταν λες πεινάω και σου λένε δεν έχει ψωμί -
ανάμεσα στις δυό λέξεις έχεις μεγαλώσει είκοσι χρόνια.
Απ' το γήπεδο με τα ξερόχορτα ακούγονται οι φωνές τους
μεγαλωμένες, δυνατές, όπως είναι ο πόνος στο στομάχι
όπως το τραίνο φορτωμένο κάσες φυσίγγια που περνάει απ' το τούνελ.
Πότε -πότε φαίνεται η μπάλα τους πάνου απ' τις κόκκινες πλυμένες στέγες
γράφει μια καμπύλη σα να φτιάχνει ένα γεφύρι πο σμίγει
τις δυό άκρες της πολιτείας - μπορείς από τούτο το γεφύρια
να περάσεις στον ουρανό. Μια αστραπή είναι κρυμμένη στους λόφους
όπως μια προκήρυξη στις τσέπες των παιδιών.
Κι ο αποσπερίτης είναι η μπάλα τους. Ψηλά που πήγε.
Γιάννης Ρίτσος Ποιήματα 1930 -1960 , Β' τόμ. Κέδρος 1961
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου