Με πόση λαχτάρα ξανάρχισε ο κόσμος να καρτερεί γράμματα από τους αγαπημένους του! Ο ταχυδρόμος, πρόσωπο πάντα επιθυμητό, έγινε τώρα πιο αναγκαίος από κάθε άλλη φορά, δωρητής χαράς αληθινός. Η εφημερίδα, το ραδιόφωνο κι αυτός, είναι οι τρεις επικαιρότητες , που συγκεντρώνουν, καθημερινά και απόλυτα, το ενδιαφέρο του κοινού. Όλες οι άλλες έγνιες έχουν παραμεριστεί` δεν απόμεινε παρά εκείνη που στρέφεται εναγώνια στο μέτωπο, εκεί όπου πολεμάει ο στρατός μας. Όσοι βρίσκουνται ακόμα ανάμεσά μας, έχασαν πια τη σημασία τους. Αυτούς τους βλέπουμε: δεν παθαίνουν τίποτε ή, αν πρόκειται να πάθουν, τους έχουμε κάτου από τα μάτια μας. Οι άλλοι, όμως, οι πολεμιστές, αυτοί που παίζουν με τα βόλια - τι γίνουνται, πού κοιμούνται, πώς περνάνε το χειμώνα; Ω, πόσο μεγαλοποιεί η απόσταση τον κίντυνο!
Γι' αυτό, μόλις έρθει από εκεί ένα γράμμα, φέρνει απίστευτη χαρά. Το διαβάζουν και το ξαναδιαβάζουν οι γυναίκες, το φυλάνε κάτου από το προσκέφαλό τους. Οι περισσότερες, που δεν ξέρουν να διαβάζουν , τρέχουν να βρουν έναν έμπιστό τους, κάποιον που να μην κοσκινίζει τα μυστικά στη γειτονιά. Διαβάζει και δεν ξεκολλούν από πάνου του το βλέμμα. Τα λόγια πέφτουν ένα - ένα, φορτωμένα νόημα, ηλεκτρισμένα μες απ' το διάστημα.
" Αγαπητή σύζοιγή μου Παναγιώτα, χαίρε Πρότων ερωτό δια την καλήν σας υγίαν, καθός και εγό μέχρη όρας υγιένο καλός" Ποτέ η καθαρεύουσα δε χρησιμοποιήθηκε, από τους αδέξιους αυτούς ανθρώπους, για ιερώτερο σκοπό. Και οι ανορθογραφίες δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο εξαγνισμένες. Γράφει και υπαγορεύει ο λαός, ο αμόρφωτος, ο νοσταλγικός, ο μεγαλόψυχος, ο αποφασισμένος να σκοτωθεί για την ιδέα της πατρίδας, απλά και δίχως ρητορίες.
Βλέπω τα γράμματα και, μη έχοντας ο ίδιος να περιμένω είδηση από πουθενά, θυμούμαι τα χρόνια του προηγούμενου πολέμου, τότε που εγώ ήμουν ακόμα ένα παιδί του σκολιού. Πόσο λίγο αλλάζουν οι καιροί!
Ο πατέρας μου είχε το ταχυδρομείο της περιφέρειας, και σε ώρα ανάγκης τον βοηθούσα. Χώριζα τα γράμματα κατά χωριά και συνοικίες, καμμιά φορά τα μοίραζα κι ο ίδιος. Έκανα γούστο με τα εικονογραφημένα δελτάρια, καμάρωνα ιδιαίτερα τις βραχείες, καταλάβαινα απ' το βάρος τις φωτογραφίες. Των γειτόνων μου τα γράμματα φρόντιζα να τα παραδίνω με τα χέρια μου. Με κρατούσανε κιόλας να τους τα διαβάζω κι ο κόπος μου δεν πήγαινε χαμένος. Με φίλευαν πότε δεκάρα ή κοσαράκι, πότε σύκα και καρύδια, πότε πάλι κανένα αυγό. Άλλες γυναίκες, πιο ανυπόμονες, περίμεναν στο σπίτι μας` έρχουνταν από νωρίς και τις έβρισκαν εκεί τα μεσάνυχτα, ώσπου να φανεί ο πατέρας.
Τα ίδια γίνουνταν κι όταν θέλαν ν' απαντήσουν στον άντρα, στον αδερφό, στο παιδί τους. Έλεγαν μια λέξη κι έπρεπε να συμπληρώσεις ολόκληρη φράση . Μπέρδευαν τις έννοιες, παραμόρφωναν τις ονομασίες. Τι ξέραν αυτές από τοπωνύμια της Μικρασίας! Το νοσοκομείο τόλεγαν ισοκομείο, σοκομείο και τα λοιπά. Στο τέλος όμως απαιτούσαν ν' ακούσουν όλο το περιεχόμενο , μήπως είχαν ξεχάσει τίποτε το σοβαρό. Έδιναν το αντίτιμο του γραμματόσημου και μονάχα τότε ησύχαζαν. Αλησμόνητές μου πατριώτισσες, να φτάνει καμμιά γυναικεία ράτσα στον κόσμο την αντοχή και τη στοργή σας;
Τα χρόνια στομώνουν την ευαισθησία. Κι όσο απομακρύνεται κανείς απ' το λαό, τόσο νιώθει να στερεύουν οι πηγές των μεγάλων, των ριζικών κι αιώνιων αισθημάτων. Αγωνίζουμαι να ξαναβρώ την ισορροπία της καρδιάς μου, με τη βοήθεια του μνημονικού.
Τ.Τ 930 είταν το μέρος απ' όπου αλληλογραφούσαν οι στρατιώτες της περιφέρειας μας. Πόσες χιλιάδες γράμματα πήγανε κι ήρθαν μ' αυτά τα ιερογλυφικά; Δυο φορές τη βδομάδα το σακκούλι του αγροτικού διανομέα φούσκωνε από φάκελλα. Το ίδιο ανυπόμονα καρτερούσανε κι εκείνοι: εκεί στις ερημιές δεν είχαν ζωντανώτερη χαρά. Συγκινήσεις όλων των ειδών διασταυρώνονταν απ' όλα τα σημεία` επαρχία και μέτωπο βρίσκουνταν σ' αδιάκοπη επικοινωνία. Η ελληνική ατμόσφαιρα παλλότανε και τότε από γνήσιες λαχτάρες.
Πόσα χρόνια έχουν περάσει. Ούτε είκοσι καλά καλά. Σήμερα η Ελλάδα μας σηκώθηκε πάλι σε συναγερμό. Μοναχογιοί αφήσανε τις μάνες τους, προστάτες παρατήσαν τις φαμίλιες τους, μέτωπα στοχαστικά αποσπάστηκαν απ' το βιβλίο. Τους πήρε όλους το κύμα του χακιού. Τώρα δρασκελάνε ρεματιές και σκαρφαλώνουν κορφοβούνια. Το τσαρούχι κι η αρβύλα πατούνε γνώριμα χώματα. Ελληνικές εστίες , κρυμμένες παντού, υποδέχουνται τον ελευθερωτή. Αλλά τι αγώνας απαιτείται για να προχωρήσει κανείς ένα χιλιόμετρο! Στο χάρτη οι αποστάσεις συντομεύονται τόσο πολύ.
Ο Θεός βοηθός τους, έτσι ψιθυρίζουν οι απλές ψυχές. Οι ψυχές όλων των Ελλήνων είναι σήμερα στραμμένες προς τα σύνορα, εκεί όπου συντρίβεται ύπουλος εχθρός. Τα ελληνικά όπλα θαυματούργησαν ακόμα μια φορά. Ο στρατός τραβάει, θαρραλέος μπροστά. Δίνει θανάσιμα χτυπήματα στο φασισμό. Ποιος όμως θα εμποδίσει την ανθρώπινη καρδιά να τρέμει; Μανάδες κι αδερφές, παντρεμένες κι αρραβωνιαστικές περιμένουν ένα μικρό μήνυμα με χτυποκάρδι.
- Έχουμε γράμμα;
Θα περάσει κι αυτός ο πόλεμος, θα περάσει. Με όνειρα που ζητούν αμέσως ερμηνεία, με φόβους που αποδεικνύονται μάταιοι στο τέλος, με προσδοκίες κρίσιμες και οδυνηρά ενδιάμεσα, θα φτάσουμε κάποτε στο τέρμα της δοκιμασίας. Ένας ένας θα γυρίσουν οι πολεμιστές. Άλλος θα έχει μια πληγή, άλλος ένα γαλόνι . Οι δικοί τους θα τους ξαναδούνε σαν αναστημένους . Θα κάμουν βδομάδες και μήνες ίσαμε που να τους χορτάσουν . Θα τους βρίσκουν αλλιώτικους τώρα, ωραιότερους κι ανώτερους από τα πριν, θα τους ψαχουλεύουνε να δουν αν είναι αληθινά πραγματικοί.
Κι εκείνοι θα διηγούνται τις περιπέτειές τους. Μέσα σε λίγον καιρό, θάχουν ωριμάσει ανέλπιστα, ψημμένοι για καλά στη φωτιά του πολέμου. Και θα ξέρουνε τι λεν, αυτοί που κράτησαν στ' αλαφρά τους χέρια τα πεπρωμένα της φυλής. Άνθρωποι της αράδας, ανώνυμοι, αφανείς, ένοιωσαν για μια στιγμή , σαν αποκαλυπτικά, πως ενσαρκώνουν την ιστορία μας και τα ιδανικά μας, κληρονόμοι και συνεχιστές ενός αθάνατου πολιτισμού. Η συναίσθηση της αποστολής αυτής, όσο αόριστα κι αν τους πέρασε απ' το μυαλό, τους έμεινε για πάντα. Τους ανύψωσε, από άτομα ξεκομμένα που είταν, στη σύνθεση της ομάδας και του έθνους.
Τι νάναι αλήθεια εκείνο που σε παρόμοιες περιστάσεις μεταμορφώνει ένα λαό; Μπορεί να γκρινιάζουνε, να τσακώνονται πρώτα, να κοιτάζει καθένας το συμφέρο και τις κλίσεις του. Άξαφνα, όλες αυτές οι λεπτομέρειες λησμονιούνται , αφήνουνται γι' αργότερα. Χρέος επιταχτικό, χωρίς αναβολή, φωνή του νόμου που την αισθάνεται δική της πια η συνείδηση του καθενός, καλεί τη νεολαία στα όπλα. Δεν είν' αστεία, παίζουνε με τη ζωή τους. Χιόνια και πορείες, πολυβόλα και αεροπλάνα, τους έχουνε βάλει στο σημάδι. Αυτοί, όμως, προχωρούν. Μια υπόθεση ιερή τους εμψυχώνει. Δε φοβούνται τον Άδικο, κι ας φαντάζει πελώριο το ανάστημά του.
Ποιος θ' αρνηθεί πως σ' εμάς τους Έλληνες η ιδέα της ελευθερίας μένει πάντα ζωντανή; Φρόνημα ανεξάρτητο, εσένα ολημερίς δοξολογούμε! Ζωή που την περνάει κανείς μες στη σκλαβιά, δεν αξίζει το επίσημο όνομα της ζωής. Και οι θυσίες είναι αλληλένδετες με το πνεύμα της νίκης. Αυτή, χωρίς εκείνες, δεν έρχεται ποτέ. Ας το συνηθίσουμε όλοι από τώρα, για νάμαστε έτοιμοι αν χρειαστεί.
" Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει` εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει".
Ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε αυτό το χρονογράφημα εμπνευσμένος από το έπος του 1940. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό " Νεοελληνικά Γράμματα" στις 7 Δεκεμβρίου 1940.
Γιώργος Κοτζιούλας , Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα. Επιλογή από το έργο του. Εισαγωγή- Επιμέλεια- Σχόλια Σωτηρία Μελετίου. Εκδόσεις Νηρέας , Αθήνα 2014
Γι' αυτό, μόλις έρθει από εκεί ένα γράμμα, φέρνει απίστευτη χαρά. Το διαβάζουν και το ξαναδιαβάζουν οι γυναίκες, το φυλάνε κάτου από το προσκέφαλό τους. Οι περισσότερες, που δεν ξέρουν να διαβάζουν , τρέχουν να βρουν έναν έμπιστό τους, κάποιον που να μην κοσκινίζει τα μυστικά στη γειτονιά. Διαβάζει και δεν ξεκολλούν από πάνου του το βλέμμα. Τα λόγια πέφτουν ένα - ένα, φορτωμένα νόημα, ηλεκτρισμένα μες απ' το διάστημα.
" Αγαπητή σύζοιγή μου Παναγιώτα, χαίρε Πρότων ερωτό δια την καλήν σας υγίαν, καθός και εγό μέχρη όρας υγιένο καλός" Ποτέ η καθαρεύουσα δε χρησιμοποιήθηκε, από τους αδέξιους αυτούς ανθρώπους, για ιερώτερο σκοπό. Και οι ανορθογραφίες δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο εξαγνισμένες. Γράφει και υπαγορεύει ο λαός, ο αμόρφωτος, ο νοσταλγικός, ο μεγαλόψυχος, ο αποφασισμένος να σκοτωθεί για την ιδέα της πατρίδας, απλά και δίχως ρητορίες.
Βλέπω τα γράμματα και, μη έχοντας ο ίδιος να περιμένω είδηση από πουθενά, θυμούμαι τα χρόνια του προηγούμενου πολέμου, τότε που εγώ ήμουν ακόμα ένα παιδί του σκολιού. Πόσο λίγο αλλάζουν οι καιροί!
Ο πατέρας μου είχε το ταχυδρομείο της περιφέρειας, και σε ώρα ανάγκης τον βοηθούσα. Χώριζα τα γράμματα κατά χωριά και συνοικίες, καμμιά φορά τα μοίραζα κι ο ίδιος. Έκανα γούστο με τα εικονογραφημένα δελτάρια, καμάρωνα ιδιαίτερα τις βραχείες, καταλάβαινα απ' το βάρος τις φωτογραφίες. Των γειτόνων μου τα γράμματα φρόντιζα να τα παραδίνω με τα χέρια μου. Με κρατούσανε κιόλας να τους τα διαβάζω κι ο κόπος μου δεν πήγαινε χαμένος. Με φίλευαν πότε δεκάρα ή κοσαράκι, πότε σύκα και καρύδια, πότε πάλι κανένα αυγό. Άλλες γυναίκες, πιο ανυπόμονες, περίμεναν στο σπίτι μας` έρχουνταν από νωρίς και τις έβρισκαν εκεί τα μεσάνυχτα, ώσπου να φανεί ο πατέρας.
Τα ίδια γίνουνταν κι όταν θέλαν ν' απαντήσουν στον άντρα, στον αδερφό, στο παιδί τους. Έλεγαν μια λέξη κι έπρεπε να συμπληρώσεις ολόκληρη φράση . Μπέρδευαν τις έννοιες, παραμόρφωναν τις ονομασίες. Τι ξέραν αυτές από τοπωνύμια της Μικρασίας! Το νοσοκομείο τόλεγαν ισοκομείο, σοκομείο και τα λοιπά. Στο τέλος όμως απαιτούσαν ν' ακούσουν όλο το περιεχόμενο , μήπως είχαν ξεχάσει τίποτε το σοβαρό. Έδιναν το αντίτιμο του γραμματόσημου και μονάχα τότε ησύχαζαν. Αλησμόνητές μου πατριώτισσες, να φτάνει καμμιά γυναικεία ράτσα στον κόσμο την αντοχή και τη στοργή σας;
Τα χρόνια στομώνουν την ευαισθησία. Κι όσο απομακρύνεται κανείς απ' το λαό, τόσο νιώθει να στερεύουν οι πηγές των μεγάλων, των ριζικών κι αιώνιων αισθημάτων. Αγωνίζουμαι να ξαναβρώ την ισορροπία της καρδιάς μου, με τη βοήθεια του μνημονικού.
Τ.Τ 930 είταν το μέρος απ' όπου αλληλογραφούσαν οι στρατιώτες της περιφέρειας μας. Πόσες χιλιάδες γράμματα πήγανε κι ήρθαν μ' αυτά τα ιερογλυφικά; Δυο φορές τη βδομάδα το σακκούλι του αγροτικού διανομέα φούσκωνε από φάκελλα. Το ίδιο ανυπόμονα καρτερούσανε κι εκείνοι: εκεί στις ερημιές δεν είχαν ζωντανώτερη χαρά. Συγκινήσεις όλων των ειδών διασταυρώνονταν απ' όλα τα σημεία` επαρχία και μέτωπο βρίσκουνταν σ' αδιάκοπη επικοινωνία. Η ελληνική ατμόσφαιρα παλλότανε και τότε από γνήσιες λαχτάρες.
Πόσα χρόνια έχουν περάσει. Ούτε είκοσι καλά καλά. Σήμερα η Ελλάδα μας σηκώθηκε πάλι σε συναγερμό. Μοναχογιοί αφήσανε τις μάνες τους, προστάτες παρατήσαν τις φαμίλιες τους, μέτωπα στοχαστικά αποσπάστηκαν απ' το βιβλίο. Τους πήρε όλους το κύμα του χακιού. Τώρα δρασκελάνε ρεματιές και σκαρφαλώνουν κορφοβούνια. Το τσαρούχι κι η αρβύλα πατούνε γνώριμα χώματα. Ελληνικές εστίες , κρυμμένες παντού, υποδέχουνται τον ελευθερωτή. Αλλά τι αγώνας απαιτείται για να προχωρήσει κανείς ένα χιλιόμετρο! Στο χάρτη οι αποστάσεις συντομεύονται τόσο πολύ.
Ο Θεός βοηθός τους, έτσι ψιθυρίζουν οι απλές ψυχές. Οι ψυχές όλων των Ελλήνων είναι σήμερα στραμμένες προς τα σύνορα, εκεί όπου συντρίβεται ύπουλος εχθρός. Τα ελληνικά όπλα θαυματούργησαν ακόμα μια φορά. Ο στρατός τραβάει, θαρραλέος μπροστά. Δίνει θανάσιμα χτυπήματα στο φασισμό. Ποιος όμως θα εμποδίσει την ανθρώπινη καρδιά να τρέμει; Μανάδες κι αδερφές, παντρεμένες κι αρραβωνιαστικές περιμένουν ένα μικρό μήνυμα με χτυποκάρδι.
- Έχουμε γράμμα;
Θα περάσει κι αυτός ο πόλεμος, θα περάσει. Με όνειρα που ζητούν αμέσως ερμηνεία, με φόβους που αποδεικνύονται μάταιοι στο τέλος, με προσδοκίες κρίσιμες και οδυνηρά ενδιάμεσα, θα φτάσουμε κάποτε στο τέρμα της δοκιμασίας. Ένας ένας θα γυρίσουν οι πολεμιστές. Άλλος θα έχει μια πληγή, άλλος ένα γαλόνι . Οι δικοί τους θα τους ξαναδούνε σαν αναστημένους . Θα κάμουν βδομάδες και μήνες ίσαμε που να τους χορτάσουν . Θα τους βρίσκουν αλλιώτικους τώρα, ωραιότερους κι ανώτερους από τα πριν, θα τους ψαχουλεύουνε να δουν αν είναι αληθινά πραγματικοί.
Κι εκείνοι θα διηγούνται τις περιπέτειές τους. Μέσα σε λίγον καιρό, θάχουν ωριμάσει ανέλπιστα, ψημμένοι για καλά στη φωτιά του πολέμου. Και θα ξέρουνε τι λεν, αυτοί που κράτησαν στ' αλαφρά τους χέρια τα πεπρωμένα της φυλής. Άνθρωποι της αράδας, ανώνυμοι, αφανείς, ένοιωσαν για μια στιγμή , σαν αποκαλυπτικά, πως ενσαρκώνουν την ιστορία μας και τα ιδανικά μας, κληρονόμοι και συνεχιστές ενός αθάνατου πολιτισμού. Η συναίσθηση της αποστολής αυτής, όσο αόριστα κι αν τους πέρασε απ' το μυαλό, τους έμεινε για πάντα. Τους ανύψωσε, από άτομα ξεκομμένα που είταν, στη σύνθεση της ομάδας και του έθνους.
Τι νάναι αλήθεια εκείνο που σε παρόμοιες περιστάσεις μεταμορφώνει ένα λαό; Μπορεί να γκρινιάζουνε, να τσακώνονται πρώτα, να κοιτάζει καθένας το συμφέρο και τις κλίσεις του. Άξαφνα, όλες αυτές οι λεπτομέρειες λησμονιούνται , αφήνουνται γι' αργότερα. Χρέος επιταχτικό, χωρίς αναβολή, φωνή του νόμου που την αισθάνεται δική της πια η συνείδηση του καθενός, καλεί τη νεολαία στα όπλα. Δεν είν' αστεία, παίζουνε με τη ζωή τους. Χιόνια και πορείες, πολυβόλα και αεροπλάνα, τους έχουνε βάλει στο σημάδι. Αυτοί, όμως, προχωρούν. Μια υπόθεση ιερή τους εμψυχώνει. Δε φοβούνται τον Άδικο, κι ας φαντάζει πελώριο το ανάστημά του.
Ποιος θ' αρνηθεί πως σ' εμάς τους Έλληνες η ιδέα της ελευθερίας μένει πάντα ζωντανή; Φρόνημα ανεξάρτητο, εσένα ολημερίς δοξολογούμε! Ζωή που την περνάει κανείς μες στη σκλαβιά, δεν αξίζει το επίσημο όνομα της ζωής. Και οι θυσίες είναι αλληλένδετες με το πνεύμα της νίκης. Αυτή, χωρίς εκείνες, δεν έρχεται ποτέ. Ας το συνηθίσουμε όλοι από τώρα, για νάμαστε έτοιμοι αν χρειαστεί.
" Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει` εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει".
Ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε αυτό το χρονογράφημα εμπνευσμένος από το έπος του 1940. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό " Νεοελληνικά Γράμματα" στις 7 Δεκεμβρίου 1940.
Γιώργος Κοτζιούλας , Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα. Επιλογή από το έργο του. Εισαγωγή- Επιμέλεια- Σχόλια Σωτηρία Μελετίου. Εκδόσεις Νηρέας , Αθήνα 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου