Γυναίκες εξόριστες στη Μακρόνησο
Γράφει η ofisofi // atexnos
Κασιανή Καρζή, Κλειώ Δεληβοριά, Ευγενία Παπαδάτου, Τασία Σκούφη, Σωτηρία Χατζηλαζαρίδου, Έλλη Ταδοπούλου, Δώρα Σιδηροπούλου, Μαρία Τριανταφυλλίδου, Μερσίνη Λιανοπούλου, Μαρία Σωτηριάδη, Μαρία Λιουδάκη, Μαρία Δρανάκη, Ευθυμία Διάκου, Πόπη Παπατσαρούχα, Μαγδαληνή Σεΐζη, Ποτούλα Πεταλωτή, Ευαγγελία Αρμενάκη, Ευαγγελία Φωτιάδου και πολλές πολλές, χιλιάδες άλλες ….
Στα κρατητήρια της Ασφάλειας και των Μεταγωγών δοκιμάστηκαν οι αντοχές τους και έζησαν αβάσταχτες ταλαιπωρίες.
Γυναίκες στο Στρατόπεδο Χίου. Στο βάθος διακρίνονται τα δύο από τα τρία κτίρια του στρατώνα
Όσες δεν εκτελέστηκαν, δεν πέθαναν από τα βασανιστήρια ή δεν υπέγραψαν δήλωση μετανοίας εξορίστηκαν σε στρατόπεδα στη Χίο, στο Τρίκερι, στη Μακρόνησο, στον Άη – Στράτη από το 1948 έως το 1954.
Οι γυναίκες από την επαρχία, πριν οδηγηθούν στον τόπο της εξορίας τους, περνούσαν από το τμήμα Μεταγωγών στον Πειραιά.
«Όσες γυναίκες δεν γονάτισαν στα κρατητήρια και η Ασφάλεια δεν είχε στοιχεία για να τις στείλει στα στρατοδικεία, τις πέταξαν στα ξερονήσια. Τις στέρησαν τη λευτεριά, την οικογένεια, τη δουλειά τους, κάθε χαρά και άνεση της ζωής, με την ελπίδα σιγά σιγά να τις γονατίσουν. Παράλληλα το επίσημο κράτος τις κρατούσε στα χέρια του σαν ομήρους για κάθε περίσταση.»
Σκηνές στο προαύλιο του σχολείου Αγ. Θωμάς για τις "επικίνδυνες"
Εκεί πάνω σ’ ένα λόφο, σ’ ένα όμορφο τοπίο βρισκόταν το στρατόπεδο που τις εγκατέστησαν. Τρεις μεγάλες διώροφες οικοδομές με τα μαγειρεία, τα λουτρά και τους σταύλους αποτελούσαν το Στρατόπεδο πειθαρχικής διαβίωσης Χίου, μια φυλακή στην εξορία. Υπήρχαν δύο κατηγορίες κρατουμένων, η ομηρία, με τις συζύγους, μάνες αδελφές ανταρτών ή καταζητούμενων και οι πολιτικές κρατούμενες, που θεωρούνταν επικίνδυνες για τη δημόσια τάξη. Έξοδος επιτρεπόταν μία ώρα το πρωί και μία το απόγευμα.
«Όσες ερχόμασταν στο στρατόπεδο με τις πρώτες αποστολές – καθώς είχαμε περάσει από διάφορα κρατητήρια και τμήματα μεταγωγών και ήμασταν βασανισμένες και κατάκοπες από ταλαιπωρίες και σωματικά βασανιστήρια – είχαμε την ελπίδα πως θα ησυχάσουμε και θα ξεκουραστούμε στη Χίο. Πιστεύαμε πως η ζωή μας εκεί πέρα θα κυλούσε πιο ήσυχα και πιο ανθρώπινα. Γιατί οι αποφάσεις των Επιτροπών Ασφαλείας όριζαν για ποινή μας μονάχα « την εκτόπισιν εις την νήσον Χίον». Ακόμα και όταν φθάσαμε στα κτίρια διατηρούσαμε την ελπίδα πως μπορεί αυτά να μας χρησίμευαν μονάχα για κατοικία και πως ελεύθερα θα κυκλοφορούσαμε στη Χίο.
Στην αυλή του στρατώνα Χίου. Φθινόπωρο 1948
Αυτές οι γυναίκες όρθωσαν το ανάστημά τους και πήραν τη ζωή στα χέρια τους φροντίζοντας να διευκολύνουν τις δύσκολες συνθήκες , να αλληλοβοηθηθούν, να χρησιμοποιήσουν εποικοδομητικά όποιον χρόνο είχαν, να στηρίξουν η μια την άλλη, να λειτουργήσουν στα κρυφά σχολείο, να μάθουν γράμματα τις αγράμματες, να δημιουργήσουν έργα τέχνης με τα εργόχειρά τους, να ψυχαγωγούνται .
«έτσι κυλούσε η κρυφή ζωή μας και τα σχέδια εκείνων που επεδίωκαν να μας λυγίσουν απέτυχαν.»
Στο σχολείο Άγ. Θωμάς, σε μικρή απόσταση από το στρατόπεδο, έφτιαξαν το Παράρτημα για τις πιο «επικίνδυνες». Καμία δεν ήξερε τι συνέβαινε εκεί.
«Για πολύ καιρό καμιά γυναίκα δεν γύρισε απ’ το Παράρτημα στο στρατόπεδό μας, ώστε να’ χουμε κάποια σωστή πληροφορία. Μονάχα φήμες κυκλοφορούσαν, πως τις είχαν φυλακισμένες μέσα στο κτίριο διαρκώς, πως τις βασανίζουν , τις τυραννούν. Φήμες που η ίδια η διοίκηση κυκλοφορούσε, με σκοπό να χρησιμοποιεί την απειλή του Παραρτήματος σαν ένα μέσο για να μας φοβίζει. Έτσι αφού χώρισαν από μας τις «επικίνδυνες», τώρα προσπαθούσαν να μας τρομοκρατήσουν με τη δημιουργία εντυπώσεων γύρω από το Παράρτημα. Κι αυτή η σκοπιμότητα ήταν ένας απ’ τους λόγους που έπαιρναν αυστηρά μέτρα, ώστε να μην υπάρχει καμία απολύτως επαφή ανάμεσα σ’ εμάς και στις γυναίκες του Παραρτήματος…»
Ήταν παιδιά αγωνιστών. Η πολιτεία τα καταδίκασε, η εκκλησία τα αγνόησε
Το τραγικότερο όμως απ’ όλα ήταν η αρπαγή των μικρών παιδιών από τις μάνες τους για να τα κλείσουν στο ορφανοτροφείο.
«Σαν κεραυνός έπεσε στο στρατόπεδο η διαταγή αυτή. Όλες οι μάνες ζητούν ακρόαση από το Διοικητή, που ύστερα απ’ την επιμονή τους αναγκάζεται να τις δεχτεί για να τις βρίσει ή να τις διώξει με απειλές, λέγοντάς τους να καθίσουν ήσυχα γιατί η διαταγή θα πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε. Κλαίγοντας τότε οι μάνες γυρίζουν στα κτίρια και δέρνονται, και τρομαγμένα τα παιδιά κρεμιούνταν πάνω τους για να τα προστατέψουν. Η συγκίνηση γενικεύεται σ’ όλο το στρατόπεδο γιατί τα παιδιά είναι ολονών μας. Τ’ αγαπούμε όλες, είναι οι μικροί μας άγγελοι εδώ. Με στοργή πάντα τα φροντίζαμε, και τρομάζουμε στη σκέψη πως θα τα χωρίσουν απ’ τις μητέρες τους και από μας και θα τα ρίξουν στο ψυχρό και άχαρο περιβάλλον του ορφανοτροφείου, στερημένα τώρα πια απ΄όλα, και από τη στοργή της μάνας τους κάθε φορά που αρρώσταιναν. Όλες κλαίμε με λυγμούς και πονάμε τα παιδιά μας. Νιώθαμε τόση λαχτάρα όταν τα βλέπαμε ζωηρά να τρέχουν ανάμεσά μας και όλες αγρυπνούσαμε και συμμεριζόμασταν την αγωνία της μάνας τους κάθε φορά που αρρώσταιναν. Κλαίνε κι αυτά με τις μεγάλες, μα στο τέλος πνίγουμε την πίκρα μας και προσπαθούμε να τα παρηγορήσουμε. Τους παρουσιάζουμε ρόδινη τη μελλοντική ζωή τους, τους προσφέρουμε καραμέλες κι ό,τι άλλο γλυκό μάς βρέθηκε.
Το απόγευμα ένα αυτοκίνητο σταμάτησε κατάντικρυ στο τρίτο κτίριο. Ήρθαν να πάρουν τα παιδιά. Δεκαπέντε κοριτσάκια και έξι αγόρια ήταν η πρώτη σοδειά των γενίτσαρων. Η σκηνή του αποχαιρετισμού είναι συγκινητική. Μπουκάρουν οι γυναίκες από την πόρτα προς τα έξω κι απ΄τα δυο κτίρια, και μόνον σαν δέχτηκαν να συνοδέψουν ορισμένες μανάδες τα παιδιά πείθονται να ξαναμπούν στη φυλακή τους.
Κείνη η μέρα στάθηκε τραγική στο στρατόπεδο, δεν έφαγε καμιά σχεδόν και σαν έπεσε το βράδυ πέσαμε όλες στα στρώματα μας αμίλητες και τσακισμένες.
Είναι οι ίδιοι που μας προπαγάνδιζαν ενάντια στο δήθεν παιδομάζωμα των ανταρτών.
Τώρα τα κοριτσάκια ίσως το ίδιο ν’ αγρυπνούν σαν κι εμάς μακριά από τη μάνα τους, στα κρεβατάκια του ορφανοτροφείου της Χίου. Άραγε έφθασαν τ΄ αγοράκια στο ορφανοτροφείο της Μυτιλήνης, για το οποίο προορίζονταν; Να τι γύριζε στη σκέψη μας.»
Τον Απρίλη του 1949 το στρατόπεδο Χίου μεταφέρεται στο Τρίκερι
«Στις 4 Απριλίου 1949 χίλιες διακόσιες γυναίκες και παιδιά φεύγουν από τα κτίρια των στρατώνων της Χίου όπου στεγάζονταν και πηγαίνουν στο Τρίκερι.
Για πρώτη φορά ύστερα από έναν χρόνο βγαίναμε από τη βρώμικη και μολυσμένη ατμόσφαιρα της φυλακής μας. Το καράβι, που μας πέρασε σ’ όλο το πλάτος του Αιγαίου όσο να φτάσει στις αχτές του Πηλίου, πάλεψε με την άγρια φουρτούνα. Μας είχαν πετάξει μέσα στις φριχτές του καμπίνες, όπως ήμασταν, εξαντλημένες και πεινασμένες. Δυο από τις αποστολές κινδύνεψαν να πνιγούν, η πρώτη μάλιστα γύρισε πίσω(…)
Το καράβι που μας πήρε ήταν βαμμένο μαύρο. Μαύρο ήταν και το εσωτερικό του από την καπνιά. Όταν σκοτίνιασε κι ανοίχτηκε στη θάλασσα, μας κυρίεψε τρομάρα και φρίκη καθώς ανεβοκατέβαινε στα κύματα, τρίζοντας και βογκώντας. Ο καπετάνιος αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο λιμάνι, μα οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής που μας συνόδευαν τον διέταξαν να προχωρήσει. Έτσι περάσαμε μια νύχτα φοβερή στο φουρτουνιασμένο Αιγαίο, ενώ είχαμε σωθεί από τόσα παθήματα τους δύο τελευταίους πολέμους.
Η μία χτυπιόταν πάνω στην άλλη με βογκητά. Πολλές είχαν χάσει τις αισθήσεις τους και έμεναν ακίνητες σαν νεκρές, άλλες μοιρολογούσαν, τα παιδάκια δυστυχισμένς έκλαιγαν σπαραχτικά και οι φυματικές έφτυναν αίμα μαζί με χολή(…)
Το βράδυ της άλλης μέρας , όσο πλησιάζαμε στο Πήλιο, τα νερά γαλήνευαν. Πέρα στην άκρη του είδαμε ένα νησί πράσινο και ήμερο. Είδαμε το Τρίκερι ανάμεσα στις ελιές που έφταναν ως το κύμα και λίγα γκρίζα σπιτάκια και ψαρόβαρκες αραγμένες στο μουράγιο».
Αλυσίδα για το ξεφόρτωμα
Το στρατόπεδο ήταν περιφραγμένο με συρματοπλέγματα «πλεγμένα σε σιδερένιους πάσσαλους ριζωμένους μέσα στο νερό». Εκεί όρισαν τον τόπο που θα έμεναν και αυτές ρίχτηκαν στη δουλειά για να ξαναστήσουν τα πεσμένα μικρά αντίσκηνα που οι άνδρες είχαν αφήσει φεύγοντας για τη Μακρόνησο.
«Όταν την άνοιξη του 1949 μαζεύτηκαν τρεις χιλιάδες περίπου γυναίκες στο νησί, έστησαν και μικρά ατομικά αντίσκηνα ολόγυρα από τα λιόφυτα του Μοναστηριού. Όλες αυτές οι μικρές τέντες ήταν τρύπιες και καταστραμμένες και μόλις έβρεχε έσταζαν και μούσκευαν τα στρώματα ή τα ξερά χόρτα που πάνω κει πλάγιαζαν οι εξόριστες με τα μωρά τους. Ήταν τόσο χαμηλές, που έπρεπε να διπλώσεις το κορμί σου για να μπεις μέσα και να βρίσκεσαι συνεχώς καμπουριασμένη. Όταν έπεφταν οι μεγάλες βροχές τα πάντα πλημμύριζαν με λάσπη και νερό και τα μικρά έκλαιγαν αντάμα με τις μάνες και τις γιαγιάδες τους.»
Οι εξόριστες είχαν να αντιμετωπίσουν τις άγριες καιρικές συνθήκες, τις βαριές αγγαρείες, την λειψυδρία, τις αρρώστιες και τις επιδημίες, τον υποσιτισμό. Ζούσαν με στρατιωτική πειθαρχία και ένιωθαν στο πετσί τους τη σκληρότητα και την απονιά των φρουρών . Κάθε είδους μόρφωση , ψυχαγωγία και ξεκούραση ήταν απαγορευμένα. Όλα αυτά συνδυασμένα με μελετημένα ψυχολογικά μέσα είχαν στόχο να τους σπάσουν το ηθικό, να τις εξευτελίσουν και να τις αναγκάσουν να υπογράψουν δήλωση.
Το μωρό από κοντά
Οι δυσκολίες και οι κακουχίες μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο όταν το στρατόπεδο Γυναικών του Τρίκερι πέρασε στα χέρια του νικητή στρατού , στις 15 Νοέμβρη 1949. Από αυτή την εποχή το στρατόπεδο υπάγεται στον Οργανισμό Αναμορφώσεως Μακρονήσου , που ανέλαβε την «αναμόρφωση» των γυναικών στο Τρίκερι.
«Είχαμε βαρυχειμωνιά το 1949, τέτοια που σπάνια πέφτει στο νησάκι του Τρίκερι. Καΐκι δεν μπορούσε να αράξει στον κολπίσκο. Τα μεγάλα αμερικάνικα αντίσκηνα κλονίζονταν και έπεφταν από το βοριά. Ο γραίγος, ο παγωμένος άνεμος της Θεσσαλίας, έγδερνε στεριά και θάλασσα και πάγωνε τα νερά. Τα χιονόνερα έσταζαν και έτρεχαν μέσα στο στρατόπεδο , πλημμυρίζοντας τις σκηνές και τα μαγειρειά… Το καΐκι τότε άραζε στη δυτική ακτή του νησιού, που ήταν περισσότερο απάνεμη. Έπρεπε να πάμε εκεί κάτω για να το ξεφορτώσουμε. Ανεβάζαμε τσουβάλια, βαρέλια και κασόνια από τα γκρεμνά, με κίνδυνο να γλιστρήσουμε και να σκοτωθούμε. Ύστερα τα κουβαλούσαμε στις κακοτοπιές για να τα πάμε ως την αποθήκη. Όσο περνούσαν οι μέρες εκείνου του Δεκέμβρη ένας κλοιός έσφιγγε τη ζωή μας, που κάθε μέρα γινόταν χειρότερη. Νιώθαμε πως δεν είμαστε πια εξόριστες μήτε σε στρατόπεδο « Πειθαρχικής Διαβιώσεως», μα αιχμάλωτοι και όμηροι πολέμου. Η στρατιωτική Διοίκηση εξακολουθούσε τώρα με μεγαλύτερη ένταση την προπαγάνδα της, για να μας κάνει να πιστέψουμε πως ο Δημοκρατικός Στρατός δεν υπάρχει πια. Καθημερινά έφερναν αντάρτες και ακόμα περισσότερο αντάρτισσες από το στρατόπεδο της Λάρισας για να μας βγάλουν λόγο…»
Γυναίκα της Εθνικής Αντίστασης γνέθει μαλλί στο Τρίκερι
Στημένες ώρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι άκουγαν τα κηρύγματα και τις νουθεσίες των δεσμοφυλάκων τους, που πολλές φορές ήταν διάφοροι «ανανήψαντες» , χειρότεροι στη συμπεριφορά και στο μίσος που έβγαζαν από τους άλλους.
«Η ζωή στο Τρίκερι , παρ’ όλες τις τελευταίες ταλαιπωρίες, θα σας φανεί ειδυλλιακή όταν θα αντικρίσετε το Μακρονήσι. Θέλω να σας πω μερικά πράγματα και εύχομαι να σας κάνουν να ξεκαθαρίσετε τη θέση σας. Θα τα θυμηθείτε όλα αυτά που θα σας πω, αν τώρα δεν κάνετε μια απλή δήλωση για να φύγετε με την τελευταία αποστολή στα σπίτια σας. Στη Μακρόνησο θα σας ζητήσουν περισσότερα πράγματα και θ’ αναγκαστείτε να κάνετε πολές υποχωρήσεις , ομιλίες από το ραδιόφωνο, γράμματα στις αρχές του τόπου σας, αγγαρείες κλπ. Εξάλλου σας λέω για μια ακόμα φορά πως η υπόθεση του αγώνα, που κι εγώ κάποτε είχα για σκοπό στη ζωή μου, είναι χαμένη.»
Πολλές γυναίκες, κυρίως «προληπτικές», αναγκάστηκαν να υπογράψουν και
Η μέρα της άφιξης των γυναικών στη Μακρόνησο
«Λίγες λίγες έφευγαν από μας σαν κυνηγημένα πουλιά, δυστυχισμένες, ταπεινωμένες και πονεμένες. Δεν γύριζαν να μας κοιτάξουν στα μάτια, γιατί ένιωθαν πολύ καλά το κακό που έκαναν να μας αφήσουν μονάχες στ’ άγρια χέρια του στρατού. Οι περισσότερες είχαν χάσει τους άντρες τους και τα παιδιά τους στον εμφύλιο πόλεμο. Ποθούσαν να τρέξουν γρήγορα στα χωριά τους, στα χαμένα και λεηλατημένα σπίτια τους και να σώσουν τα παιδιά που υπέφεραν μαζί τους τα βάσανα της εξορίας.»
Στις 25 Γενάρη του 1950 ξεκίνησαν το εφιαλτικό ταξίδι για την κόλαση της Μακρονήσου. Πριν όμως επιβιβαστούν στο αρματαγωγό «Αχελώος» πέρασαν αβάσταχτα μαρτύρια καθώς έπρεπε να ξεριζώσουν μέσα από τα νερά τους σκουριασμένους πασσάλους του στρατοπέδου και να μαζέψουν τα αλύγιστα και αγκαθωτά συρματοπλέγματα.
«Τα φουστάνια μας ξεσκίζονταν , τρυπούσαν οι κάλτσες και τα πόδια μας. Το αίμα πότιζε τους τσουβαλένιους επιδέσμους, κλαίγαμε σαν μωρά παιδιά από τον πόνο και το τσουχτερό χιονόνερο. Κι όμως χαιρόμασταν να βγάζουμε τα συρματένια αγκάθια , αυτά που τόσα χρόνια έσφιγγαν τη ζωή μας. Έτσι ξεριζώθηκαν τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου του Τρίκερι από τις ίδιες τις κρατούμενες το Γενάρη του 1950.»
Το ίδιο μαρτυρικό ήταν και το ξερίζωμα και ανέβασμα ενός τεράστιου κλιβάνου από τη δυτική ακρογιαλιά στο Μοναστήρι.
«Όλα αυτά ήταν υπολογισμένα και γίνονταν για να βασανιστούμε, για να υπογράψουμε εκεί ή μόλις φθάναμε στη Μακρόνησο εξαντλημένες ψυχικά και σωματικά.»
1145 γυναίκες και παιδιά μαζί με άλλες πενήντα από την Ικαρία έφυγαν εκείνη τη μέρα , την 25η Γενάρη του 1950, για τη Μακρόνησο. Στοιβαγμένες σαν τα ζώα, « αναίσθητες από την κούραση και τον πόνο» με τις διαταγές να μην τις αφήνουν να πάρουν ανάσα. Οι γυναίκες αυτές έκαναν άθλους που δεν τους φαντάζεται ο ανθρώπινος νους και οδηγούνταν σαν τα πρόβατα στο σφαγείο.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας το πλοίο άραξε στο Λαύριο.
«Μας έδειξαν πέρα ανατολικά το νησί, μια στεριά γυμνή, και μακρινή, σαν πετρωμένος δράκος μέσα στα κύματα. Επάνω της ξεχώριζαν άσπρες αυλακιές και πολλά ηλεκτρικά φώτα , που έφεγγαν θαμπά στο φως της αυγής. Ξημερώνοντας, τα φώτα έσβησαν και οι αυλακιές έγιναν πιο έντονες. Άρχισαν να ξεχωρίζουν μαύρες σκηνές τοποθετημένες σε αράδες. Όλα ήταν ασπροσμένα, βαλμένα σε τάξη που θύμιζε Γερμανούς. Πρασινάδα ή δέντρο πουθενά. Το νησί όσο ξημέρωνε γινόταν πιο αποκρουστικό, πιο τρομερό.»
Πρώτη φορά γυναίκες εξόριστες έρχονταν στη Μακρόνησο. Ρίγος , αγωνία και ερωτηματικά τις πολιορκούσαν για την τύχη τους. Δεν ήξεραν τι τις περίμενε πατώντας το πόδι τους σ’ αυτό το βράχο που τον έδερναν τα κύματα και τον μαστίγωναν οι αέρηδες.
Ξανά πίσω στο Τρίκερι
«Βγήκαμε πάνω σ’ ένα δρόμο και βαδίζαμε ανάμεσα από τις θλιβερές μάζες των «αναμορφωμένων». Όλοι μάς κοίταζαν περίεργα μην τολμώντας να μας μιλήσουν. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν γυναίκες πάνω στους ματωμένους δρόμους του Μακρονησιού. Στα τέσσερα τελευταία χρόνια που απλωνόταν η ζωή του μακρονησιώτικου κάτεργου, εδώ δεν έφερναν παρά μόνο άντρες. Ναύτες, φαντάρους, αξιωματικούς, και τέλος πολίτες, φυλακισμένους και εξόριστους. Και αυτή εδώ η πορεία μιας ταλαιπωρημένης φάλαγγας γυναικών ήταν, χωρίς άλλο, μια δυσάρεστη, ίσως ακόμα και μια τραγική ποικιλία στη σκληρή ζωή των δεσμωτών της Μακρονήσου.
Όλοι τους ήξεραν τι μας περίμενε…
Ήμασταν ακόμα σαστισμένες από τις πρώτες μας εντυπώσεις όταν γνωρίσαμε έναν καινούριο εχθρό που δεν μπορούσαμε να υποπτευθούμε νωρίτερα. Σ’ όλο το μάκρος του δρόμου, σε κοντινές αποστάσεις, ήταν τοποθετημένα μεγάφωνα που βούιζαν ταυτόχρονα, εκνευριστικά, σκεπάζοντας κάθε άλλο θόρυβο.
Τα μεγάφωνα φώναζαν:
«Γυναίκες! Δεν αρμόζουν στα δικά σας χέρια οι αλυσίδες του κομμουνισμού!»
«Ελληνίδες, γυρίστε κει που η φωτιά του πατρικού σπιτιού καίει!»
«Ως πότε θα γυρίζετε στα ξερονήσια! Οι αρχηγοί σας εξοντώθηκαν! Τι περιμένετε;»
«Ελληνίδες, ζητήστε τη συγγνώμη της πατρίδος! Είναι μεγαλόκαρδη μητέρα η Ελλάδα και θα σας δώσει τη συγγνώμη της. Ζητήστε την!»
Όλο το νησί βούιζε παράξενα, απειλητικά.»
Μαστόρισσες, τσαγκαρίνες, κορδελιάστρες
«Όταν τελείωσε το επισκεπτήριο και γυρίσαμε στις σκηνές μας ο άνεμος λυσσομανούσε πιο άγρια παρά ποτέ. Σ’ όλο τον καταυλισμό, σ’ όλα τ’ αντίσκηνα πλανιόταν επίμονα οι ίδιες λέξεις: Το τρελλάδικο, οι σακατεμένοι, οι ακρωτηριασμένοι, οι σκοτωμένοι μέσα στη χαράδρα…Όλες οι φοβέρες του Παπαγιανόπουλου γι’ αυτά τα μυστηριώδη «άλλα μέσα» φωτίστηκαν με το τραγικό φως που έριξαν πάνω τους τα ίδια τα θύματα, τ’ αδέρφια μας, οι άντρες μας, τα παιδιά μας. Όλη μας η σκέψη, όλος μας ο νους, ολόκληρο το είναι μας συγκεντρώθηκε σ’ ένα σκληρό ερώτημα: Θ’ αντέξουμε εμείς;»
30 Γενάρη τα χαράματα άρχισε η έφοδος των αλφαμιτών στις σκηνές των γυναικών. Με βρισιές τις συγκέντρωσαν στη μικρή πλατειούλα του θεάτρου. Ούρλιαζαν από τα μεγάφωνα οι απειλές, άναβαν οι αλφαμίτες.
«Πάνω από το ανυπεράσπιστο πλήθος των γυναικών φτερούγισε ο κίνδυνος του θανάτου. Δεν φοβόμασταν τον ίδιο το θάνατο. Αν μας έλεγαν πως θα μας σκότωναν κείνη την ώρα, σ’ ένα λεπτό, θ’ ανασαίναμε με ανακούφιση . Σαν αστραπή μια σκέψη παρήγορη κυριάρχησε στο νου μας: Είναι ευτύχημα ότι είμαστε εξαντλημένες από τις αγγαρείες και δεν θα υποφέρουμε πολλή ώρα. Θα τελειώσουμε γρήγορα πάνω στο πρώτο ξυλοκόπημα…Φέρνουμε το βλέμμα ολόγυρα πάνω απ’ τη συμπαγή μάζα που φτιάχνουν τα κορμιά μας. Σφιγγόμαστε κοντά κοντά . Κρατιόμαστε απ΄τα χέρια. Ο εαυτός μας χάνεται μέσα στη μάζα. Είμαστε όλες ένα. Ένα με τους σακατεμένους ήρωες της χαράδρας. Ένα μ’ όλους τους μάρτυρες του λαού. Κρατάμε την ανάσα. Όλη μας η δύναμη, όλη μας η σκέψη συγκεντρώνεται σ’ έναν πόθο: Ν’ αντέξουμε! Να μην προδώσουμε!»
Αυτή η ψυχολογική πίεση που είχε την τρομερή μορφή των βασανιστηρίων οδήγησε διακόσιες γυναίκες στην υπογραφή δήλωσης. Συνέχιζαν οι υπόλοιπες, που ξυλοκοπήθηκαν άγρια μία μία χωριστά. Μια ανάπαυλα και πάλι καινούρια επίθεση με μεγαλύτερη λύσσα. Και στη συνέχεια το επισκεπτήριο.
«Τίποτα πιο σατανικό από ένα τέτοιο σχέδιο. Τη στιγμή που συγκεντρώνεις όλες σου τις δυνάμεις, τον εαυτό σου ολόκληρο, σε μια μονάχα σκέψη : «ν’ αντέξω», και δεν υπάρχει για σένα τίποτ’ άλλο έξω απ’ αυτό, τη στιγμή αυτή οι δήμιοι σε δένουν και πάλι με τα νήματα της ζωής. Σε φέρνουν αντίκρυ στα δακρυσμένα μάτια του πατέρα και του αδερφού… Οι σκηνές ήταν τραγικές. Ολόκληρες οικογένειες που ανταμώθηκαν κείνη την ώρα έκλαιγαν λυπητερά. Άλλοι προσπαθούσαν να πείσουν τις αδερφάδες τους ότι ήταν άσκοπη η επιμονή τους, γιατί νωρίτερα ή αργότερα θα υπέκυπταν, γιατί οι δήμιοι δεν κουράζονται να βασανίζουν ημέρες και βδομάδες ολόκληρες, ότι είναι προτιμότερο να φύγουν τώρα παρά να μείνουν σακαταμένες ή να τρελαθούν, χωρίς ελπίδα να νικήσουν ως το τέλος.»
Όλα αυτά ενισχύονταν και από την ιδεολογική – αντικομμουνιστική εκστρατεία που είχε στόχο την «αναμόρφωση» Γι’ αυτό και απαγορευόταν κάθε πνευματική ασχολία των κρατουμένων. Μόνο ό,τι ακουγόταν από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου. Στο χώρο του θεάτρου γινόταν καθημερινά το μάθημα της «εθνικής αγωγής». Πολλές φορές διαβάζονταν επιστολές διαφόρων «θυμάτων των συμμοριτών» και γίνονταν διαφωτιστικές ομιλίες. Έτσι μαρτυρικά κυλούσαν οι μήνες και βασανιστικά περνούσε η ζωή μέχρι τον Ιούλιο του 1950. Η κατάσταση φαινόταν να αλλάζει, αλλά οι κρατούμενες έπρεπε να απαντήσουν ενυπόγραφα στο ερώτημα αν προτιμούν το Τρίκερι ή τη Μακρόνησο. Η απάντησή τους ήταν ότι ήθελαν να μπει τέρμα στο μαρτύριο τους, ούτε Τρίκερι ούτε Μακρόνησο. Η επιθυμία τους όμως δεν εισακούστηκε. Στις 31 Ιουλίου έφυγαν από την Μακρόνησο για το Τρίκερι.
Εκεί επέστρεψαν 480 γυναίκες, όσες δεν δέχτηκαν να υπογράψουν «δήλωση μετανοίας» στη Μακρόνησο. Η διαταγή ήταν να πάνε στον ίδιο τόπο που ήταν και πριν, στο γυμνό και απόκρημνο δυτικό ακρωτήρι του νησιού. Η αντίδραση τους υψώθηκε σε μια φωνή και κατόρθωσαν με δυναμισμό και πείσμα να καταλάβουν τα κελιά του Μοναστηριού.
«Το Τρίκερι έγινε πάλι μια κυψέλη εργασίας και μόρφωσης, ένα ιδιόμορφο μοναδικό στον κόσμο, γυναικείο Μοναστήρι…»
Τον Απρίλιο του 1953 προστέθηκαν δέκα εργάτριες και σταδιακά και άλλες «επικίνδυνες». Στο τέλος του Σεπτέμβρη μεταφέρθηκαν στον Άη – Στράτη, όπου έζησαν λίγα χρόνια ακόμα εκτοπισμένες.
Τα αποσπάσματα και οι φωτογραφίες είναι από το ιστορικό ντοκουμέντο Στρατόπεδα Γυναικών, Χίος – Τρίκερι, Μακρόνησος, Αι- Στράτης. 1948 – 1954 που κυκλοφόρησαν το 2006 οι εκδόσεις Αλφειός με πρωτοβουλία του Συλλόγου Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών. Περιλαμβάνονται τα κείμενα ομάδας γυναικών που είναι γνωστά ως τα «θαμμένα τετράδια» και βρέθηκαν κρυμμένα στις κουφάλες των δέντρων στο Τρίκερι. Το υλικό περιέσωσε η Ρόζα Ιμβριώτη και εξέδωσε αρχικά η Βικτωρία Θεοδώρου. Το φωτογραφικό υλικό σώθηκε και αυτό κάτω από δύσκολες συνθήκες. Επισημαίνεται ότι στις περισσότερες φωτογραφίες οι γυναίκες φαίνονται να χαμογελούν. Ήταν ο μόνος τρόπος για να περάσουν οι φωτογραφίες από τη λογοκρισία και να βγουν από το στρατόπεδο.
«Η σύνθεση του φωτογραφικού υλικού με τα κείμενα από τα «θαμμένα τετράδια» προσφέρει μια γενική εικόνα της αλληλεγγύης που είχαμε αναπτύξει μεταξύ μας, αναδεικνύοντας στο μέτρο του εφικτού τους τρόπους βασανισμού και βιασμού συνείδησης, όπως και την τακτική αργού θανάτου που μας επέβαλαν. Σ’ αυτή τη θηριωδία οι Γυναίκες Πολιτικές Εξόριστες αντιτάξαμε την απασχόληση , αναπτύξαμε τις τέχνες και τα γράμματα, τον πολιτισμό και την άθληση, καταπολεμήσαμε τον αναλφαβητισμό.
Ξέραμε γιατί ζούμε και γιατί πεθαίνουμε. Είχαμε ΙΔΑΝΙΚΑ.» (Ελένη Στεφανίδου – Καρανικόλα από τον πρόλογο του βιβλίου)
Συγκλονιστικές φωτογραφίες. Συ-γκλο-νι-στι-κές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι το κείμενο δεν πάει πίσω.
Πικρή αλήθεια όσα καταμαρτυρούνται.
AMNHΣΙΑ
Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.
MIXAΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ (από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)
Η ετοιμασία αυτής της ανάρτησης με συντάραξε.Τι τράβηξαν αυτές οι γυναίκες και πώς άντεξαν;!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνείπωτες ταλαιπωρίες, βασανιστήρια, σωματικούς και ψυχικούς βιασμούς.
Πραγματικές ηρωίδες και αληθινές αγωνίστριες.
Το βιβλίο μοναδικό και αυθεντικό ντοκουμέντο.
Αγαπημένος Γκανάς! Ευχαριστώ.