Louise De Hem - An old woman( 1888)
Όλο το σουλούπι της γριάς έμοιαζε σαν ένα παλιό τσουβάλι γεμάτο ξύλα. Κάποιο μπαούλο με κλειστά μυστικά...Κάτι τέτοιο. Κάθε πρωί μάς το περνούσαν τα λιγνά της πόδια απ' την αυλή του χωριάτικου σπιτιού που με φιλοξενούσε. Κάτω απ' την τσιγκελωτή της μύτη σώπαινε ένα στόμα, πεισματάρικα κλειστό και στενό σα μια χαραματιά.Τα παιδιά λέγανε " η Χρύσω η μουρλή!" και παίρνανε δρόμο. Συνηθισμένα καμώματα συνηθισμένης ηλικίας. Ο κινηματογράφος του χωριού.
Δυο φορές έβγαινε απ' το σπίτι της, δυο παραστάσεις είχε το χωριό. Είναι περίεργο. Η ονοματισμένη "μουρλή" ούτε τρέλες έκανε ούτε παραξενιές. Μα έτσι είναι. Όπου οι άνθρωποι δεν βρίσκουν την τρέλα, βρίσκουν την αφορμή της.
Έβλεπες το χωριατόκοσμο να ξεκαρδίζεται μπροστά στην περήφανη αυτή δυστυχία, στα κλειστά μάτια και στο στόμα και συμφωνούσες άλλη μια φορά με το σοφό λόγο, πως "την τρέλα και τη γνωστικάδα πιο πολύ μας τη δίνουνε παρά την έχουμε".
- Γιατί την τρελάνατε; ρωτούσα τις γειτόνισσες.
Στην αρχή με κοιτούσαν κείνες χάσκοντας. Ύστερα:
- Μμ...γιατί της αρέσει. Η μουρλαμάρα, γιε μ', είνι σαν τον ταμπάκο. Τον γεύτηκες δυο βολές; Πάει δεν είνι για να τον κόψεις.
Έτσι, ανάμεσα απ' το γενικό κέφι, τα τραβολογήματα και τα γέλια των συγχωριανών της περνούσε η γριά, ισκιερή σαν τη νύχτα, άνοιαστη κι ατάραχη, σαν από ξένο κόσμο, περνούσε μπρος απ' τις πόρτες του χωριού` και με την ίδια ξεγνοιασιά που δεχότανε και τ' αναμπαίγματα των χωριανών, δεχότανε τα ελέη τους.
Την είχανε συνηθίσει σαν το ταχυδρομικό τραίνο, που περνάει την ταχτική του ώρα, για να πάρει και ν' αφήσει. Να πάρει ψωμί και ν' αφήσι γέλιο.
Φορούσε ένα ξασπρισμένο φακιόλι στο κεφάλι, που κατέβαινε ως το σουβλί της μύτης της και της σκέπαζε τα μάτια, τ' αυτιά και τα τσουλούφια. Πίσω από κει δεν μπορούσες ούτε να τη μαντέψεις.
Τις βροχερές μέρες το θέατρο άλλαζε σκηνοθεσία.
Η βροχή έριχνε λάδι στη φωτιά. Ήταν μια ασυνήθιστη απόλαυση να βλέπεις, σιγουρεμένος πίσω απ' το τζάμι σου, τη μουρλή να βαδίζει με την τραγική της αξιοπρέπεια ανάμεσα στις υγρές κλωστές του νερού, σαν την πυργοδέσποινα ανάμεσα απ' τις χάντρινες πόρτες της.
Δεχότανε τα χειμωνιάτικα δώρα τ' ουρανού, καθώς και τα καλοκαιρινά, καρτερική σαν την πέτρα κι αδιάφορη σαν την άψυχη ουσία. Μα και γι' αυτή την άψυχη ουσία αισθάνονται πολλές φορές οι άνθρωποι πόνο, και μόνο γι' αυτή τη γριά που - ποιος ξέρει; - μπορεί και να μην ήταν ολότελα άψυχη, δεν αιστάνθηκαν ποτέ ούτε την παραμικρή συμπόνια, ούτε το τόσο δα ράγισμα καρδιάς.
Κόνευε σ' ένα ρημαγμένο σπίτι, που τη νύχτα ούρλιαζε ο αέρας και του κυνηγούσε τα κεραμίδια κι έστηνε πόλεμο φοβερό με τις ξεριζωμένες πόρτες, που βροντούσαν στα πρεβάζια τους και γκρέμιζαν τ' αγκωνάρια και τους ασβέστηδες. Οι αφέντες αυτού του σπιτιού είχαν ξεκληριστεί απ' το χάρο. Το σπίτι άδειασε απ' τις ψυχές. Κι ευτύς η αχαλίνωτη λαϊκή φαντασία το γέμισε βρυκολάκους και φαντάσματα. Είχαν περίεργες συνήθειες εκεί μέσα αυτά τα φαντάσματα. Άλλοτε έκαναν μέσα στις άδειες σάλες του σπιτιού ολονύχτιες βεγγέρες και μπάλους κι άλλοτε καυγάδες και ξυλοδαρσίματα.
Η Μαργιωρή η Κρανού, που είχε τη μύτη της χωμένη μες στα ξένα μυστικά και το χέρι της μες στον κόρφο της, δουλειά δεν είχε και δουλειές σκάρωνε. Μάζευε γύρω της τα κουτοθήλυκα του χωριού και τους ιστορούσε με τρομάρες και γουρλώματα το τούτο και το κείνο. Το πως "χτες τα τελεσίμια κάνανε κουτρουβάλες στα σκαλιά". Ή ότι "στολίζανε τη μουρλή τη νύφη και την παντρολογούσαν - λέει - με το τελευταίο παλικάρι του σπιτιού, τον Τζελή ( ένα τριαντάφυλλο...). Θεός σχωρές τον κι αυτόν..."
Γι' αυτόν τον Τζελή είχε το χωριό να λέει πολλά. Πρώτα κι αρχή για τα κάλλη του. Και κατόπι για τα νιάτα του, για τα πολλά του νιάτα...τα πάρα πολλά του...Και κατόπι για την κυπαρισσένια κορμοστασιά του...Και τη λαλιά του που έπαιρνε κεφάλια...
" Εσείς δεν τον φτάσατε, κούτσικά μου, έλεγε στα λιανοκόριτσα. Αρωτάτε τσι μανάδες σας και να σας ειπούνε: ποιανής φυλλοκάρδια έμειναν άκαφτα. Ε,...πάει...πόθανε...Από τι; Ό,τι ξέρετε, ξέρω. Είχε απομείνει ο στερνός στο σπίτι. Ούλους, έναν - έναν τους ξύλωνε ο χάρος. Στο ύστερο απόμεινε αυτός, ο Τζελής. Στητός, κυπαρίσσι. Τα κορίτσια πλάνταξαν, δάρτηκαν, στέναξαν κατ' απ' τα παραθύρια του...Τίποτα! Του πέταξαν γαρούφαλα μοσκοβολιστά, ψιλοκεντημένα μαντιλάκια, κιλίφια, ταμπακιέρες...Κείνος τ' άψήφησε ούλα. Ούλα...Και πήγε κι έκλεισε τα μάτια του κάτ' απ' το χώμα. Χορτάριασε πια του ζάβαλη το νημούρι του. Οι συνομήλικές του άλλες παντρεύτηκαν κι άλλες στραβογέρασαν. Ποια να τον θυμηθεί; Εδώ αστοχιούνται οι ζωντανοί. Τους αποθαμένους ερωτάς; Ε, άιτε, σύρτε τώρα τσι δ' λεις σας, γιατί θα καψαλιστεί το μαγείρεμα σας. Άι..."
Κι η Μαργιώρα η Κρανού έχωνε πιο βαθιά το χέρι στον κόρφο της και πάγαινε να φαφλατίσει σ' άλλη γειτονιά.
Τώρα, γιατί ακριβώς παντρολογούσαν τη μουρλή μ' αυτόν τον Τζελή, ήταν πράμα που η Κρανού δεν το εξηγούσε. Το θεό με το νου, λέει, τον βρήκανε. Γιατί τάχα ν' απομείνει η Χρύσω οξ' απ' το σεβντά κεινού του καρδιοκλέφτη του λεβέντη;
Είχα ρωτήσει τους χωριανούς για τα μάτια του Τζελή και πήρα την απόκριση πως ήσαν λαμπερά, λαμπερά...που σε κοιτούσαν και σου κοβόταν η ανάσα.
Τα καϋμένα τα μάτια του Τζελή!...Τόσο λαμπερά και να σβήσουν τόσο νωρίς...
Το σπίτι, λέγανε, έμεινε από τότε κατάκλειστο, γιατί κανείς, κανείς δε θέλησε να κατοικήσει. Κι όλα τ' αγαθά του απόμειναν μες στις κλειστές κάμαρες. Και κείνες, ο μόνος που τις ανοιγόκλεινε, ήταν ο αγέρας. Σ' αυτό το σπίτι ύστερ' απ' τον πεθαμό του Τζελή πήγε να κατοικέψει η Χρυσώ κι ο κόσμος - τι να' κανε; - την παρανόμιασε "μουρλή", γιατί ποιος γνωστικός θα δρασκέλαε το κατώφλι του στοιχειωμένου σπιτιού;
Ναι, και πριν απ' αυτό ήταν η Χρυσώ ολομόναχη, ναι, άκληρη` γιατί το βιός της, το πολύ βιός της, της το πούλησε και το κουβάλησε κάτω στις πολιτείες και το' παιξε και το' πιε, κι από τότε ρεύει στη φυλακή...ο αδερφός της. Μα, όσο και να πεις, ο φόβος - φόβος είναι. Ένα ντάμι θα βρεσκότανε στο χωριό να σταλίσει το κορμί της, ένα φτωχόπαιδο θα βρεσκότανε να την κουκωλωθεί (και την λαχτάριζαν τόσα και τόσα!) Και κείνη η κακοκέφαλη πήγε και κλείστηκε μέσα στο ρημαδιακό με τ'
αερικά και μουγγάθηκε και κουφάθηκε κι απόμεινε τρελή.
- Δεν ακούει;
-Τσ!
- Δε μιλάει;
- Τσ!
- Δεν κοιτάει;
- Τσ! Τσ! Τσ!
Τι ζει, τι δε ζει, το ίδιο είναι. Και σαν περπατάει τι; Ανεμίζεται, σαν το φρόκαλο, που το κυλάει ο αέρας.
Σε μια, λέει, απ' τις κάμαρες του σπιτιού κρεμότανε κι η κιθάρα του Τζελή, που την έπαιζε τη νύχτα ο αγέρας κι η μουρλή μερακλωνότανε. Μα το μεράκι της με το ξημέρωμα πάγαινε περίπατο και την ξανάπιαναν πάλι οι μουγγαμάρες της. Πέρναε με το καλαθούνι της κρεμασμένο στο καλαμόχερο, και τα μωρούδια πηλαλάγανε το κατόπι της και της πετάγανε μέσα ξεροκόμμματα και πέτρες και μαγαρισιές. Μα της μουρλής δεν της πικραίνεται με τέτοια η καρδούλα. Νοικοκυραίοι του μυαλού τους είναι, γνωστικοί άνθρωποι, μπορούν να κάνουν και κακοκεφαλιές. Αν δεν είναι για τους γνωστικούς οι παλαβάδες, τότε για ποιανούς είναι; Για τους μουρλούς; Αμ δε!
Μια μέρα στο μουντό, λασπιάρικο χωριό έπεσε η λιακάδα. Ας ήταν καλά κι αυτός ο ήλιος που καιρούς καιρούς το θυμάται` αλλιώς το χωριό θα μούχλιαζε. Στο προσηλιακό χαμηλό παραθύρι μας ήρτε τ' απογεματάκι ο ήλιος και μας έκρουσε το τζάμι. Κι εμείς του ανοίξαμε. Είχαμε αποφάει` και το λίγο κρασί κι ο ήλιος, μας άναψε ένα ψιλό ψιλό κέφι` και του λόγου μου, που το' χα το μεράκι στην τσέπη, ξεκρέμασα μια παλιοκιθάρα, που είχαν κρεμασμένη στον τοίχο, και το πήρα. Κείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε απ' το στενορύμι η Χρυσώ - και...- θαμαστά τα έργα σου, Κύριε! - κείνη η μολολή, η βουβή, η μαγγουφιάρα! στάθηκε απ' όξω απ' το παράθυρο και...- πρώτη βολά έβλεπε τέτοιο πράμα το χωριό - κοίταξε...
Αυτό ήταν! Την άλλη μέρα το χωριό σείστηκε. Άλλοι λέγαν, ότι η μουρλή γνωστίκεψε, άλλοι ότι "σημάδεψε" το σπίτι, για να τ' αβασκάνει. Κι άλλοι ό,τι τους έκοβε το ξερό τους. Ωστόσο το πράμα δεν είχε συνέχεια. Η παράσταση σταμάτησε εκεί. Μα οι λιακάδες κείνου του χωριού είναι σαν το Μαρτιάτικο χιόνι. Ρίχνει ο ήλιος μια ματιά πάνου στα κεραμίδια, πάει το βράδυ να κοιμηθεί και το πρωί ξεχνάει να ξαναγυρίσει. Την κατοπινή νύχτα κατηφορίζει απ' τον Έλυμπο ένα τέτοιο χιόνι, ένας τέτοιος χαλασμός, που δεν απομένει ζουντανό αξεπάγιαστο κι άσπαστο κεραμίδι. Ο Βοριάς έτρωγε τα λυσσακά του. Τις φωτιές τις έπιασε αχορταγιά. Τρώγανε στην καθισιά τους από δυο στοίβες ξύλα και πάλι δεν έλεγαν να ζεστάνουν. Οι νοικοκυρές βγάλανε από τους γιούκους και τις βελέντζες της εφεδρείας. Οι χωριανοί που ένιωθαν πόνο για τα δέντρα, για το ποτάμι και για το μύλο, που τουρτούριζαν χωρίς φωτιά στις ρεματιές, ξέχασαν να συμπονέσουνε τη Χρυσώ. Και μόνο, σαν του το θύμισα, κάνανε " ο - χου ου " και πάλι ξανακαθίσανε στ' αυγά τους, γιατί η συμπόνια τους ήταν με λόγια.
- Ζωντανή ψυχή είναι, τους φωνάζω. Δεν έχετε καμιά βελέντζα, κάνα παλιό σκουτί;
- Σκουτιά όσα θέλεις, καλέ μου. Μα ποιος της τα πάει;
- Τόσα παλικάρια και "ποιος θα της τα πάει;"
- Οι παλικαροσύνες δεν περνούνε με τα φαντάσματα. Τ' αερικό δεν έχει λαρύγγι να του στρίψεις. Σε σφαντάζει, σου παίρνει τη λαλιά σου κι ύστερα τρέχα χάλευέ την. Από ποιον;
- Λοιπόν θα πάω εγώ!
- Ήμαρτον, Παναγιά μου! Δάσκαλε κάτσε κει που κάθεσαι. Γιατί, καψερέ μου, άμα πάθεις δεν ξεπαθαίνεις!
- Είπα θα πάω! Ποιος μου δείχνει το δρόμο; ( Όλοι κοκάλωσαν). Χρήστο! Πετρούσιε! Γιαννή! Γιαννή! δε σ' είχα για τόσο φοβιτσιάρη. Εσύ μωρέ, είσαι που ξετρύπωσες τη λυκοφωλιά; Και τό' χεις και το παινεύεσαι. Κρίμα στις λεβεντιές σου!
Ο Γιαννής έξυσε το γόνατό του, έβηξε και σηκώθηκε:
- Έχει αέρα όξου, σκοτίδα. Δε βαστάει λύχνος.
- Έχω φακό μαζί μου.
- Δεν σβάει;
- Μην κάνεις το κουτάβι, όχι. Έλα ζαλικώσου τα σκουτιά και πάμε.
Τυλιχτήκαμε γερά και βγήκαμε. Ο Γιαννής ψιλόβριζε από μέσα του το χιόνι και τις λακούβες και μάζευα τις βρισιές εγώ, γιατί το καταλάβαινα, ότι ήταν δικές μου. Τέλος, κάποτε φτάσαμε. Τη στιγμή που δρασκελούσα το κατώφλι, ένα ορμητικό μπουκάρισμα του βοριά σώριασε κάτι βαρύ πάνω στο δώμα. Σα στράφηκα να δω το συνοδό μου, ανακάλυψα ότι ήμουν μόνος. Το μόνο που ξεχώριζα μέσα στο χιόνι ήταν ένα ςμαύρος σωρός μες στην αυλή.
- Γιαννή! του φωνάζω. Γιαννή! Τι γυναικεία καμώματα είν' αυτά; Ντροπή.
Κι έσκυψα να τον ξεκουνήσω. Ο " Γιαννής" ήταν ρούχα. Τα ρούχα που κουβαλούσε και που παράτησε, για να το βάλει στα πόδια.
Τώρα το ξέρω. Ο Γιαννής στο σπίτι θα τους είπε τα καθέκαστα κι όλοι θα λένε "κλάφτον".
Και ξέρω πως δε θα το λένε με συμπόνεση, γιατί θα είναι όλοι σύμφωνοι, πως τα φταίει το κεφάλι μου.
Υποχρεώθηκα να σηκώσω τα σκουτιά και να τ' ανεβάσω μόνος μου απάνω. Τα σκαλιά γκρίνιαζαν σα γατιά που τα ξεκουνάς απ' το χουζούρι τους. Οι αέρηδες παίζανε κυνηγητό από κάμαρα σε κάμαρα και ούρλιαξαν σαν τ' άγρια ζώα που πάνε να σπαραχτούνε. Τύχαινε κάποτε να συγκρουστούν απάνω σε καμιά πόρτα και τη σώριαζαν κάτω με πάταγο. Ανθρώπινη όμως φωνή πουθενά. Ω, σίγουρα θα την είχαν ξεκάνει τα κρύα τη γριά. Παίρνω τις κάμαρες με τη σειρά. Η ερήμωση ήταν γενική. Φτάνω και σε μια ακριανή που κοιτούσε κατά το Νοτιά. Εκεί η λύσσα της αφεντιάς του ήταν λιγάκι καταπραϋμένη. Η οργή του ξεθύμαινε κατά το ανοιχτό χαγιάτι. Ο φακός του χεριού μου έκανε το γύρο της κάμαρας, κι ανακάλυψε μια ακαταστασία απερίγραπτη. Το πάτωμα ήταν γεμάτο συντρίμματα και ράκη. Και καταμεσής σ' αυτή την καταστροφή, ορθή σα μια μαρτυρική Νίκη, η Χρυσώ! Μα μια νίκη ουδέτερη, απ' αυτές που ανήκουν μόνο στον εαυτό τους, γιατί κι οι δυο αντίπαλοι που τη διεκδικούσαν είχαν πέσει κάτω απ' τα ίδια τους τα χτυπήματα. Τα μάτια της "τρελής" δεν είχαν καμιά σχέση με την παραφροσύνη. Ήταν δυστυχισμένα και λογικά. Τόσο δυστυχισμένα που μόνο λογικά μπορούσαν να είναι. Το φακιόλι , που τόσο ζηλότυπα πριν της τα σκέπαζε, είχε πάρει τη θέση του. Ήταν πια ολοφάνερο. Η τρελή γριά δεν ήταν γριά και διόλου τρελή. Με είχαν πιάσει κάτι φοβερές ανατριχίλες, φόβοι εφιαλτικοί πως ξεχάστηκα μέσα σ' ένα τρομαχτικό όνειρο και δεν ήταν για να ξαναξυπνήσω. Έπιασα με αγωνία τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου. Ετοιμάστηκα να μπήξω μια φωνή. Και μου φαίνεται πως κράτησα την ανάσα μου να φωνάξω. Και πως φώναξα. Μα η φωνή που βγήκε δεν ήταν διόλου δική μου και διόλου αντρική.
- Ήρτες πια; έλεγ' η φωνή. Ήρτες πια; Τζελή...Τζελή μου...Ήρτες;
Κι η Χρυσώ, με λαχτάρα , με τινάγματα, με αναφιλητά και γέλια έπεσ' απάνω μου και μου τύλιξε τη μέση και κύλησε στα γόνατά μου...Αιστάνθηκα το χέρι μου να το καίνε κάτι φιλιά και δάκρυα...Και μαζί κάτι χέρια κοκαλωμένα και κρύα σαν το μάρμαρο να με σφίγγουνε σαν ατσαλένιες αρπάγες.
Πάγωνα...("Τζελή...Τζελή μου..." έκραζε ακόμη η φωνή εκεί κάτω στα πόδια μου).
Ξάφνου ο τρόμος μ' έκανε δυνατό. Με δυο σκληρές κλωτσιές ξελευτερώνω τα πόδια και ξεχύνομαι με ποδοβολητά κατά τις σκάλες. Οι πόρτες και τ' αγκωνάρια με πετροβολούσαν. Ο αέρας πήγαινε να ξεθεμελιώσει το χωριό. Τσίγκοι και λιθάρια και θυρόφυλλα με κυνηγούσαν σαν τον αφορισμένο. Και μέσα σ' αυτόν το χαλασμό τα σπαραγμένα ξεφωνητά της Χρυσώς: " Τζελή...Τζελή...Τζελήήήή!..." Της Χρυσώς που τώρα πια τρελάθηκε...
Μενέλαος Λουντέμης , Τα πλοία δεν άραξαν , διηγήματα, Δωρικός, έκδοση 4η.
"Ο Λουντέμης είναι μοναδικό φαινόμενο αυτοδίδακτου και αυτοδημιούργητου συγγραφέα στα Γράμματά μας. Προικισμένος με γνήσιο πολύπλευρο ταλέντο και με μεγάλη, ακαταμάχητη θέληση, κατόρθωσε, όσο κανείς άλλος, να κατανικήσει τα εμπόδια και τα χτυπήματα της αχάριστης ζωής του και ν' αναδειχθεί έξοχος συγγραφέας απ' την πρώτη κιόλας εμφάνισή του.
Ποιητής και πεζογράφος, που η πρόζα του αστράφτει από δύναμη εκφραστική και ποιητική πνοή απαρομοίαστη μοναδικής πρωτοτυπίας και αναπτύσσεται σε λόγο αδρό, πλούσιο , γοργό και παραστατικό μ' ένα αφηγηματικό δαιμόνιο που συναρπάζει , ζωντανεμένο από διαλόγους που αποκαλύπτουν την ψυχή των ηρώων του και διαγράφουν αληθινούς τύπους, παρμένους απ' τη ζωή.
Με το πρώτο του κιόλας βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων " Τα πλοία δεν άραξαν", που με την εμφάνισή τους χάρισαν στο συγγραφέα τους το Α' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1938), ο Μενέλαος Λουντέμης μπαίνει πρωτότυπα και δυναμικά στο χώρο της πεζογραφίας, φέρνοντας μαζί του μια καινούργια και πολύπτυχη θεματική και αφηγηματική πνοή. Περιπλανιέται στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια της αστικής ζωής, τρυπώνει μέσα στις πολύβουες φλέβες της, ψάχνει μέσα στην πιο πνιχτική σκόνη , μέσα στο πιο μολυσμένο βούρκο, ανακαλύπτοντας ανθρώπους περιθωριακούς, κολασμένους και τυραννισμένους, που ωστόσο κάπου μέσα τους σιγοκαίει ακόμα μια κάποια φλόγα ελπίδας" ( από το οπισθόφυλλο)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου