Η δασκάλα, που φέτος το Μάη θα κλείσει εικοσιτεσσάρω χρονώ, τυχαίνει πρώτη φορά τέτιον αγριόκαιρο. Παρόμοιες κακοκαιριές είναι πολύ σπάνιες σε τούτα τα κλίματα. Θυμάται, πριν από πολλά χρόνια, την πρώτη φορά που είδε να πέφτει από τον ουρανό ένα άσπρο πράμα. Κάτι βολαράκια άσπρα και σφιχτά. Το Φιφιό, τ’ αδερφάκι της, που πέθανε αργότερα, το πήρε για ρύζι. Έτρεξε μέσα φωνάζοντας:
- Ρύδι! ρύδι! πέφτει από τον ουρανό…
Άμα χάθηκε μάλιστα το παιδί, για πολύν καιρό ύστερα η μητέρα της βούρκωνε, άμα μαγειρεύανε φαΐ με ρύζι, ή άμα φέρνανε την κουβέντα του.
Το Φιφιό το νόμισε ρύζι, κι αυτή το νόμισε χιόνι.
- Είδα επιτέλους χιόνι!
- Δεν είδες χιόνι, της είπε ο πατέρας της. Χαλάζι είδες. Δε βλέπεις που χτυπάνε στα τζάμια; Το χιόνι είναι καλοκάγαθο πράμα. Αγαπά τους ανθρώπους. Ακουμπάει απάνω τους ευγενικά, με συστολή. Αν είσαι καλά μπαμπαρολιασμένος κ’ έχεις κλειστά τα μάτια, ούτε το παίρνεις είδηση, πότε στρώνεται στον ώμο σου.
Τούτο όμως είναι χιόνι αληθινό και μπόλικο. Σκεπάστηκε ο κόσμος. Και καθώς οι άνθρωποι είναι αμάθητοι, κοντεύουν να τα χάσουνε. Στην αρχή τους άρεσε και γελούσαν. Τα παιδιά δεν μπόραγες να τα συμμαζέψεις. Χτυπούσε το κουδούνι, δεν πάει να χτυπούσε. Δε χαμπαρίζανε. Ένα – ένα έπρεπε να τα παίρνει η δασκάλα απ’ το χέρι να τα μπάζει μέσα.
Τώρα οι ανθρώποι έχουν τρομοκρατηθεί με τούτη την πρωτοφανίστικη κοσμοχαλασιά. Παραπλήθυνε το χιόνι και φοβούνται μην τους κουκουλώσει. Οι δρόμοι ξεχείλισαν. Αν κάμεις να βγεις, βουλιάζεις ως τη μέση. Κλείσανε τα μαγαζιά. Τι να πουλήσουν; Τα ζώα, τα κάρα, τ’ αυτοκίνητα, που κουβαλούσαν από τα χωριά τ’ αυγά και το γάλα, τα κουνουπίδια και τα σέλινα, τα πορτοκάλια και τα λεμόνια σταμάτησαν. Το τελωνείο και το λιμάνι ξεκουράζονται. Όλοι ξεκουράζονται. Ψυχή δε βλέπεις στους δρόμους. Μόνο πουλιά. Το χιόνι κυβερνάει ανεμπόδιστα τη φύση και τους ανθρώπους. Ξεσηκώνεται μια από δω και σωριάζεται κει. Ανεβαίνει στα δέντρα και στις σκεπές και τα φορτώνει όσο σηκώνουν. Μα όση ώρα το λέμε. Ύστερα το μετανοιώνει. Το παίρνει ο ανεμοστρόβιλος και το σκουπίζει στο άψε – σβήσε. Έρχεται και φτιάχνει ένα άσπρο βουνό από τούτη τη μεριά του δρόμου. Η άλλη γυαλίζει εφτακάθαρη. Μοιάζει τότες το χιόνι με κείνον το δήμαρχο, που’ φτιαξε το πεζοδρόμιο μόνο από τη μεριά της γκόμενάς του. Τα απογυμνωμένα τώρα κλαριά ξετιναγμένα απ’ το χιόνι φαντάζουν κατάμαυρα. Τα παιδιά ως κι αυτά εξαφανίστηκαν. Βλέπουν το χιόνι να στροβιλίζεται ανάμεσα από τα θαμπά τζάμια.
Η δασκάλα, άμα η χιονοθύελλα παραδυναμώνει, φοβάται πως θα του πάρει τη σκηνή – του ανθρώπου της, που βρίσκεται στην εξορία. – Άμα ο αγριόκαιρος κάνει να καλμάρει, και το χιόνι στοιβάζεται μαλακά, η δασκάλα φοβάται, πως η σκηνή δε θα βαστάξει το βάρος, και θα πέσει να τον σκεπάσει. Άμα σταματάει το χιόνι, ο αέρας που φυσάει, είναι γεμάτος νερό· γεμίζει πόνους τα κόκκαλα. Η γιαγιά της δασκάλας δεν το κουνάει από το μαγκάλι. Σκαλίζει τη φωτιά, τεντώνει με κόπο τα πόδια της, πότε το ένα πότε το άλλο, υποβαστάζοντάς τα με τα χέρια, τρίβει τους αρμούς και βογγάει. Μα ο άνθρωπός της; Τότε που ο αέρας κουβαλάει νερό, η δασκάλα συλλογιέται τα αδύνατα του πλευρουδάκια. Που μάζευαν νερό και μέσα στο κατακαλόκαιρο. Της γράφει. « Πάω καλά…Κι ο πυρετός μου είναι χαμηλός…»
Τα καΐκια είναι μέσα στο λιμάνι γερά δεμένα, με αλυσίδες, στους σιδερένιους πασάλους. Τραντάζουνται από την τρικυμία, μα οι αλυσίδες κι οι πάσαλοι αντιστέκουνται. Οι βάρκες όλες κοιμούνται στρωματσάδα, αραδιασμένες στην αμμουδιά. Μα άμα τα καΐκια είναι δεμένα, ποιος θα πάει φαΐ και ρούχο, πώς θα φτάσει ο γλυκός λόγος στους ανθρώπους, που σιγολυώνουνε στα ξερά βράχια;
Η δασκάλα πάντα μπαίνει στην τάξη χωρίς να πάει καθόλου κατά την έδρα. Εκεί απάνω ανεβαίνει αριά και πού. Πρέπει νάναι πολύ κουρασμένη. Και η ψυχή της νάναι κι αυτή πολύ κουρασμένη. Αλλιώς θέλει νάναι ανεκατεμένη με τα παιδιά. Βάζει την καρέκλα της στο διάδρομο, ανάμεσα στις δυό σειρές τα θρανία. Αναπαύει έτσι τα πόδια της από την ορθοστασία. Η καρδιά της όμως, που είναι φρέσκια, συγχωνεύεται με το τρελό κέφι των μικρών. Μόνο σε πολύ δύσκολες ώρες ανεβαίνει κι αποξενώνεται σε κείνο το παγερό βάθρο. Τότε έχει την εντύπωση πως είναι ο Ύψιστος, που εγκαταλείπει το ποίμνιό του στην τύχη του, κι ανεβαίνει στον ουρανό.
Εκεί στο διάδρομο των θρανίων έχει στα δεξιά της, σχεδόν ακουμπάει πάνω της, τη Δωρούλα. Έχει κι αυτό τον πατέρα του εξόριστο στο ίδιο μέρος. Η Δωρούλα συχνά, στα ξαφνικά και στ’ αναπάντεχα, φέρνει στο σκολειό τον πικρό αέρα της εξορίας, που αναδύεται μέσα στο σπίτι τους.
- Γράθηκαν οι κάλτσες μου και τα παπούυτσια μου! πετάγεται η Ευτέρπη.
- Η μαμά μου, λέει η Δωρούλα, έκανε το πρωί το σταυρό της, κ’ έλεγε: καλά που πρόλαβε ο πατέρας σου και πήρε τις κάλτσες που του’ πλεξα.
« Εγώ δεν πρόλαβα! Στο σπίτι κάθεται το δέμα…», λέει κ’ η δασκάλα στον εαυτό της, και κουνεί σκοτεινιασμένη το κεφάλι.
Η δασκάλα αγαπάει την Ευτέρπη γιατί’ ναι αλλοίθωρο. Την Αντιγόνη γιατί παιδεύεται πολύ στην αριθμητική. Το Δημητρό γιατί χώρισε η μάνα του κ’ έφυγε και το παράτησε. Το Νίκο, τον Κωστάκη, τον άλλο Νίκο, τον ψηλό…τη Φωτεινή…γιατί έρχουνται κουρελιασμένα και μυρίζουν ξενηστικομάδα… Τον Παντελή γιατί’ ναι κρίμα τόσο μικρό να το ποτίζουνε δηλητήριο: « Όλους θα τους ξεκάμει ο πατέρας μου…» - είναι αστυνομικός ο πατέρας του Παντελή. Τη Δωρούλα τη βλέπει αλλιώς. Πώς; Δε μπορεί καλά να το ξεκαθαρίσει. Μόλις ανοίξει η Δωρούλα το στόμα της, η καρδιά της δασκάλας κάτι παθαίνει.
- Η μάνα μου άκουσε να λένε στο ράδιο, πως πρέπει να βγάλουνε τον μπαμπά μου και τους φίλους του από τη χαράδρα. Τι ναι η χαράδρα, δασκάλα, σκοτεινό πηγάδι;
- Όχι, Δωρούλα μου, δεν είναι πηγάδι. Ύστερα που έχομε ιχνογραφία, θα σας φτιάξω μια χαράδρα στον πίνακα.
- Θα τη ζωγραφίσουμε κ’ εμείς;
- Όποιος θέλει. Ξέχασες πως είναι Τετάρτη, και την Τετάρτη ζωγραφίζει το καθένα σας ό,τι θέλει; Μα τώρα φτάνει. Κόβετε τα χαρτάκια σας χωρίς φασαρία.
Τα παιδιά συνεχίζουν τη χειροτεχνία. Της δασκάλας ο νους καρφώθηκε στη χαράδρα. Τους διορθώνει τα χαρτονάκια, τους ανοίγει τις τρύπες. Αλλάζει τα χρωματιστά μολύβια, μα η χαράδρα μένει χαράδρα.
Πριν τέσσερα χρόνια, κι ούτε σωστά, τον Αύγουστο, είχαν πάει στη « Χαράδρα του Απόμερο». Ψηλή, τετράψηλη όχθη από τη μια μεριά. Τετράψηλη όχθη, από την άλλη, σκεπασμένες κ’ οι δυό από πυκνές αναριχητικές περιπλοκάδες. Ανάμεσα ήταν το ποτάμι, φαρδύ. Κυλούσε ήρεμα. Και τόσο μόνο, όσο για να γίνεται ο τόπος δροσερός. Για να γεμίζει πικροδάφνες και πουλιά. – Είχαν βρει και μια φωλιά, που ο άνθρωπός της την έκοψε προσεχτικά και της τη χάρισε:
- « Κράτα την σύμβολο, ωσότου γυρίσω από το στρατό και φτιάξουμε τη δική μας». – Για να γεμίζει βότσαλα και μουρμουρίσματα…Ο Απόμερος το χειμώνα μόνο είναι ποτάμι. Το καλοκαίρι γίνεται πολλά – πολλά ρυάκια – που κυλούν ανάμεσα από πλατάνια και βράχια. Μείνανε όλη μέρα. Είπαν – είπαν…
- Δύσκολοι καιροί για μας…Το Νοέμβριο επιστρατεύομαι. Θα μου δόσουν όπλο; Με ξέρουν. Δυνατότητες για να φύγω στο βουνό δεν υπάρχουν τώρα…Το καθήκον μας θα το κάμουμε πια επιστρατευμένοι. Περπατούσαν ξυπόλυτοι. Δροσίζουνταν στο νερό, και το βράδυ γύρισαν πεζοί. Τότε ήταν η πρώτη φορά, που η δασκάλα έβλεπε από κοντά, τη ζούσε, τη λέξη: « χαράδρα» και την αγάπησε σαν την πιο γλυκιά λέξη.
- Έτσι είναι η χαράδρα. Λέει τώρα την ώρα της ιχνογραφίας η δασκάλα, ενώ ζωγραφίζει στον πίνακα.- Δε φτιάχνει όμως τη « Χαράδρα του Απόμερου». Αυτή πια έχει μεταβληθεί σε όραμα, που υπάρχει μόνο στις ονειροφαντασίες.
- Πάντα, παιδιά, οι χαράδρες είναι ανάμεσα σε δυό υψώματα. Ανάμεσα σε λοφοσειρές, σε βουναλάκια πετρώδικα…
- Και δεν έχει, λέει η μάνα μου, προσθέτει η Δωρούλα, μήδε δέντρα, μήδε νερό τρεχάμενο, μήδε χορτάρι, είναι ένα ξερό πηγάδι με φίδια και σαύρες.
Η « Χαράδρα του Απόμερου» σαν φωτεινός προβολέας ανάβει και σβήνει στη σκέψη της δασκάλας. Μέσα της κυριαρχεί η μαύρη εικόνα της εξορίας, με τη ματοποτισμένη χαράδρα.
Για τη Χαράδρα, χαρακτικό του Γιώργου Φαρσακίδη από το Λεύκωμα Μακρόνησος
Απ’ όλα τα παιδιά μονάχα η Δωρούλα ζωγράφισε τη χαράδρα. Τ’ άλλα ζωγράφισαν πουλιά, σκολειά, αυτοκίνητα, γλάστρες…Η Δωρούλα την έφτιαξε πολύ παραστατικά. Όπως την είχε κάνει η δασκάλα στον πίνακα. Βαθιά πολύ. Με βουνά και βράχους να τη ζώνουν. Μόνο πως στην κορφή του ψηλότερου βουνού η Δωρούλα έφτιαξε ένα σπιτάκι. Του βαλε και στη σκεπή μια σημαία. Η δασκάλα τριγυρίζει και κοιτάζει τα σχέδια των παιδιών.
- Βλέπεις, δασκάλα, λέει η Δωρούλα, και δίνει εξήγηση, έφτιαξα ψηλά – ψηλά το σπιτάκι, που θα πάνε τον πατέρα μου, άμα θα τον βγάλουν απ’ το πηγάδι…
Η δασκάλα δεν είπε τίποτε στον εαυτό της.
Καρφώθηκε το βλέμμα της στο κεφαλάκι του παιδιού. ύστερα το περπάτησε στο σχέδιο, στο σπιτάκι, και πάλι στο κεφαλάκι της Δωρούλας, που ήτανε καταχαρούμενη για το σπιτάκι της.
- Δε θα το σβήσω, δασκάλα, για να το δει η μάνα μου να ευχαριστηθεί…
Η δασκάλα κατάφερε και συγκρατήθηκε.
- Ήρθε, παιδιά, τους είπε με ραγισμένη φωνή μα αλλάζοντας κουβέντα, διαταγή, επειδή είναι πολύ το κρύο, να μην έρχεστε στο σκολειό. να κλειστείτε στα σπίτια σας! Μην τριγυρνάτε καθόλου στους δρόμους, όσο θα κρατάει η κακοκαιριά…
Για να μην πουντιάσετε!
Έλλη Αλεξίου
Φλεβάρης 1954
Από τη συλλογή Τα διηγήματα του Αγώνα που εκδόθηκαν από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις στο Βουκουρέστι το 1955
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου