Ο Μενέλαος Λουντέμης είναι πολύ γνωστός για το πεζογραφικό του έργο, το οποίο υπήρξε πλούσιο και πολύτομο. Γνωστός και για την πολιτική του δραστηριότητα στο χώρο του ΚΚΕ από τα νεανικά του χρόνια ( στο ΚΚΕ εσωτ. μετά τη διάσπαση του 1968) και τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ που του στοίχισε διώξεις, εξορίες και στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας υποχρεώνοντάς τον να ζήσει για πολλά χρόνια στην πολιτική προσφυγιά. Οι εμπειρίες του από αυτή τη ζωή έχουν αποτυπωθεί στα μυθιστορήματα , αλλά και στα ποιήματά του. Το ποιητικό του έργο είναι λιγότερο γνωστό αν και εκδίδονταν ποιητικές συλλογές του και κατά καιρούς ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί.
Μια πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μενέλαου Λουντέμη είχε γίνει από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα το 1999 με τίτλο Τα ποιητικά του. Έκδοση εξαντλημένη.
Πριν λίγο καιρό, τον Ιούνιο του 2016, μία νέα έκδοση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για ένα συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο Μενέλαος Λουντέμης , Άπαντα τα ποιητικά, όπου συμπεριλαμβάνονται οι συλλογές:
Κραυγή στα πέρατα( 1954)
Το σπαθί και το φιλί (1967)
Κοντσέρτο για δυο μυδράλλια κι ένα αηδόνι ( 1973)
Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς (1975)
Θρηνολόι και άσμα για το σταυρωμένο νησί (1975)
Πυρπολημένη μνήμη (1975).
« Με συγκίνηση χαράζω αυτές τις γραμμές…Μνήμη Μενέλαου Λουντέμη…Θυμάμαι τότε που τον πρωτοαντίκρισα ζωντανό μπροστά μου. Γιατί σαν συγγραφέα και ποιητή τον είχα ήδη μέσα στην καρδιά μου… Θα’ ταν Γενάρης του 1949. Μακρόνησος, Τέταρτο Τάγμα πολιτικών κρατουμένων…
Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.
- Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.
- Και πού είναι τώρα;
- Στο λιμανάκι του Αϊ – Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε….
Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. Αγκομαχούσε και κούτσαινε, και από πίσω του τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας φρουρός για να τα καταφέρει….
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. Κι όμως τίποτε δεν μπορούσε να σβήσει την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο….» ( από τον πρόλογο του Μίκη Θεοδωράκη γραμμένο στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 1999).
Πλούσια η συλλογή των ποιημάτων( περισσότερα από 200 ποιήματα ) και η θεματολογία του ποιητή. Ποιήματα για τον έρωτα, την αγάπη, την εξορία, τους συντρόφους, την κόρη του, τον κόσμο, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του και επέδρασαν στη σκέψη του και τη ζωή του, δοσμένα με λυρισμό, τρυφερότητα, πόνο,σαρκασμό και καυστικότητα ορισμένες φορές στο σχολιασμό καταστάσεων και πράξεων. Άλλα σε παραδοσιακή μορφή και άλλα σε νεωτερική, ρεαλιστικά ή συμβολικά , εικονογραφούν, υπαινίσσονται και καταγγέλλουν την κοινωνική αδικία και τις πολιτικές διώξεις, υμνούν πράξεις αντίστασης και αυτοθυσίας , σκιαγραφούν πρόσωπα και προσωπικότητες που αγωνίστηκαν για την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος , τόπους και χώρες βασανισμένες και λεηλατημένες, φωτίζουν τα σκοτάδια της καθημερινότητάς μας, γι’ αυτό επίκαιρα και διαχρονικά.
Μια μικρή επιλογή:
Ξέρω πως ολωνών σας
Τρέμει η μεγάλη σας καρδιά
Μην πάθει τίποτα κακό
Κανένα αρχαίο βοτσαλάκι αυτού του τόπου.
Ξέρω τον ένθεο έρωτά σας
Για τις λευκές κοπέλες του Ερεχθείου μας.
Ω, ησυχάστε.
Είναι πολύ καλά, πολύ καλά τα μάρμαρά μας.
Και σας χαιρετούν.
Λίγοι καπνοί τα ενόχλησαν μονάχα.
Και τα πιτσίλισε λιγάκι αίμα.
Κατά τα άλλα merci.
Τίποτα άλλο. Α, ναι.
Είχαμε λίγο σεισμό εδώ.
Λίγα θρύψαλα, λίγες φλόγες…
Μα τόσο πολύ λίγες,
Που δεν πρόφτασαν ούτε καν να μαυρίσουν
Τα πολυαγαπημένα σας μάρμαρα.
Και μόνο εμείς γίναμε δαδιά,
για να φωτολουστεί η γλυκιά σας Ακρόπολη.
Και τώρα, κύριοι, merci ξανά.
Merci, maitres…Μερσί παντού.
Καλή μέρα σας.
ΒΡΟΧΕΡΟ
Βούρκωσε η μέρα…ψιχαλίζει.
Ένα καΐκι στριφογυρίζει σα σαστισμένο παιδί.
Η νοτιά τού ξέσκισε την ποδιά του.
Τώρα θα τ’ αρπάξει απ’ τα μάτια μου,
Τώρα θα το καταπιεί` και πάει
( χάθηκε και το τελευταίο σινιάλο του κόσμου).
Σκεπάζω τα μάτια μου. Καραβάκι…
Αδύναμο φτερό. Πνιγμένο πουλί της θάλασσας.
Μέσα μου σ’ έλεγα «Μυρτώ».
Μυρτώ…Κι έν’ άσπρο φουστανάκι.
Ήρθες, καραβάκι λευκό.
Ήρθες λικνιστικά απ’ το Αιγαίο.
Κουνώντας το πανάκι σου απ’ την πλώρη –
Σα ρουχαλάκι της κούκλας της.
Και τώρα κυλάς στα γκρεμνά του νερού.
Κυλάς και δε γλιτώνεις.
Κι εγώ δεν έχω παρά δυο βρεγμένα μάτια.
Κι ένα ακρωτήρι…να περιμένω.
Να περιμένω να ξαναγίνει άνοιξη – Αχ, καραβάκι!
Να περιμένω να ξαναγίνει ξαστεριά.
ΒΡΑΔΙΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Απόψε ήρθε η νύχτα αντάμα με τη βροχή
- Χειροπιασμένες στρίγκλες –
Και μας σύναξε στο τσαντίρι μας νωρίς.
Κουρνιάζουμε άλαλοι, κι αφήνουμε
Μόνη τη βροχή
Να μας μιλάει – ιστορία ψιχαλιστή –
Για κάμπους κι ασημένιες αυλακιές,
Για τα σπαρτά και για τις παπαρούνες.
Ο μύλος στη ρεματιά – άσπρο τραγούδι –
ν’ αλέθει, ν’ αλέθει τον καρπό.
Ο Βαγγέλης, ο βουνίσιος αδελφός μας, σωπαίνει.
Ακουμπάει στη διχάλα του χεριού του.
Κι ο νους του δρασκελά τη θάλασσα…
Ήταν ξωμάχος, ένας ηλιοκαμένος ποιητής.
Που έσπερνε με το ξινάρι του
Καταπράσινες σελίδες.
Μα τώρα η γη η αγάπη του, τώρα η γη η ψυχή του,
Που τη χτένιζε σα μονάκριβη θυγατέρα,
Τώρα η γη ξενυχτάει κάτ’ απ’ τον ουρανό,
Απότιστη κι ανάλλαγη σαν έρημη εκκλησιά,
Που περιμένει τη λειτουργία των χεριών του.
Τώρα εκεί όλα είναι ένα λείψανο.
Τώρα ο μύλος αλέθει μόνο ερημιά.
Και τ’ αχούρια γεμίζουνε μούχλα.
Τα γράμματα πηγαινόρχονται ογρά.
« Ακριβέ μας, νοικοκύρη μου…ρημάξαμε..»
Κι ο νους τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Λαβωμένο πούπουλο, μαζί με το νοτιά.
Αγγίζει σαν εικόνισμα το κατώφλι.
Σκύβει πάνω απ’ τον ύπνο των παιδιών.
Και το πρωί ξαναγυρίζει στο τσαντίρι.
Απόψε ήρθε η νύχτα μαζί με τη βροχή.
Και στα τσαντίρια κοιμηθήκανε τα φώτα.
Νύχτωσε στη θάλασσα, νύχτωσε κι εδώ.
Νύχτωσε κι έξω από τα μάτια.
Και μοναχά στο μαξιλάρι μας
Αγρυπνά ένα ό ν ε ι ρ ο,
Που κοιμάται και ξυπνά μαζί μας.
Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΕΞΟΡΙΑ
« Απόψε είχαμε πλημμύρα…»
( Από γράμμα τους)
Ακούστε εσείς.
Εσείς που κοιμηθήκατε κι απόψε στα ζεστά,
σβήνοντας με μια κίνηση το φως.
Σαν τους θεούς που παίζουν τη «Δημιουργία»
(«Γεννηθήτω φως» - και εγένετο). Ακούστε με!
Τούτη την άναρθρη νύχτα που σωπαίνουν οι λύκοι –
γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Ακούστε με.
Εσείς που κοιμάστε αγκαλιά με τα όνειρα.
Εσείς που σας φιλά στο στόμα η Ζωή.
Που σας χαϊδεύει με το μετάξι της. Εσείς.
Ακούστε με!
Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεριά,
και χίλια χρόνια μακριά απ’ την Οικουμένη,
παλεύει ένα ολομόναχο νησί
- πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας -,
στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.
Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.
Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,
Ξεκολλημένος απ’ τις αλυσίδες της Μυθολογίας.
Κι έσπασε τους μύλους του νησιού.
Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του
Τον πυρρίχιο της λύσσας.
Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή,
Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντιριών τους.
Ο βοριάς δείχνει ολόισα το νησί.
Και τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους
Ίσα πάνω του.
Και σκάβουν, σκάβουν την πλαγιά.
( Κι ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)
Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές!
Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν!
Τι μπόγους, τι σοδειές και τι υπάρχοντα!
Τι αίματα, τι δέματα και τι φυλαχτά…
Το γράμμα της μανούλας…που βράχηκε.
Και δε θα διαβάζεται πια.
( Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)
Κι όλα αυτά γιατί; Μα γιατί;
Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.
Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.
Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκιά και ταπεινή.
Σαν την « επί του όρους» ο μ ι λ ί α.
Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.
Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.
Και θα βογκήξω με τους άρρωστους.
Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί..
Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε
μου’ δωσε το σταυρό του μαζί μου…
ΑΣ ΜΗ ΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ
Ας μην καθήσουμε να μετρήσουμε
Ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να’ ναι κείνα
Που δε χύθηκαν ακόμη.
Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε
Ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να’ ναι
Κείνο που πρόκειται να χυθεί.
Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
Ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη
που’ χουν τα δάκρυα.
Λοιπόν…Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(« Σήμερα»… « Χτες»… « Αύριο»…)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική
Με τα βασανισμένα μάτια των νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
Με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κογκό
Ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.
Γιατί είμαστε από κείνους
Που ιδρώνουνε, πεθαίνουν και κλαίνε
Σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.
Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μην κάνεις τον άλλον
Να πονέσει και να πεινά.
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε,
Εσύ δυνατέ…ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις,
Ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
Που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!
ΜΗΝ ΕΠΑΙΤΕΙΣ
Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,
Μάνα Ελλάδα μου.
Στεγνός ήταν πάντα ο κόρφος σου
Κι η αγκαλιά σου
- Μια φτωχική φωλιά
που κούρνιαζε ο πόνος μας.
Στυφό ήταν πάντα το γέλιο σου,
Μάνα μου Ελλάδα μου.
Μοιρολόι ήταν πάντα το τραγούδι σου
και ταχτικό σου σπιτικό –
το κοιμητήρι.
Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,
Βαριόμοιρη μάνα μας.
Τρέχαμε να το βρέξουμε στις βρύσες μας,
Μα στάζαν πάντα δάκρυα.
Το βρέχαμε στα ποτάμια μας,
Μα στάζαν πάντα αίματα.
Μάνα! Γραμμένο σου ήταν
Και το ψωμί…και το νερό…
Ακόμα και το νερό να ζητιανέψεις.
Μόνο τη λευτεριά, μάνα μου,
Μόνο αυτήν ποτέ,
Ποτέ μη ζητιανέψεις!
( Το’ πε κι ο Κάλβος.)
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ «ΕΦΙΚΤΟΥ»
Οι φωνές δεν ωφέλησαν.
Ούτε οι βουερές διαδηλώσεις
με τα ρυθμικά παραγγέλματα
( για «ελευθερίες» και λοιπά άλλα άχρηστα).
Εγκαινιάστε καλύτερα άλλες μεθόδους.
Π.χ. τη νεκρική σιγή
ή το κλείσιμο στο « καβούκι» σας.
Ναι, έτσι θα’ πρεπε – λέει – να κάνουμε.
Και ν’ αφήσουμε τα μαμούθ ν’ αλέθουν τις Πατρίδες
και να τσαλαπατούν τα οράματά μας.
Οράματα; Μα είσθε τρελοί;
Τα οράματα θρυμματίστηκαν χοντρικώς
από τότε π’ ανακαλύψαμε τη Σελήνη.
Και γι’ αυτό σχηματίσαμε αποσπάσματα
για να εκτελέσουμε όλες τις αυταπάτες.
Α λ ή θ ε ι ε ς; Φέρτε όσες θέλετε.
Αύριο θα τις κρεμάσουμε!
ΒΑΡΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗ
Με χτύπησαν στη ράχη
με ρόπαλο βαριά
και σφυχτικά μαστίγια
με σιδερένιες γροθιές.
Μα εγώ δε βόγκηξα.
Με χτύπησαν κατάμουτρα
με πέτρες και με κοντακιές
και με σιδερένιες γροθιές.
Και δεν έβγαλα άχνα.
Μα μια μέρα
με χτύπησαν
- γλυκά και προστατευτικά –
στη ράχη…
Και τότε σήκωσα άγρια φωνή!
ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ
Ανάμεσα απ’ τα νύχια της νύχτας
παραδέρνω σαν αιχμάλωτο έντομο –
ξένης ιθαγενείας.
Πατέρα είχα έναν τζίτζικα ραψωδό
με τρύπιο παντελόνι.
Και μητέρα την απέραντη Ερημιά.
Επάγγελμά μου την κραυγή
- τ’ απαρηγόρητο τραγούδι της τυράγνιας.
Κι ηλικία; Αν βγάλεις έξω τις νύχτες,
δεν έζησα καθόλου.
Καταδίκη; Μου’ ραψαν τα χείλη
γιατί τάραζα τον ύπνο ενός τυφλοπόντικα Φαραώ
που’ χτιζε τις πυραμίδες του
κάτω απ’ το δέντρο της μοναξιάς μου.
Σ’ αυτό συμφώνησαν ομόφωνα
κι όλοι οι ευαίσθητοι βατράχοι,
κι ένας ιεροκήρυκας ιπποπόταμος
που κήρυττε με πάθος την εγκράτεια.
Και μόνο μια ευγενικιά πεταλούδα,
μη βρίσκοντας άλλη φλόγα να καίει,
τρύπωσε στην καρδιά μου.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ
Εχτές η ώρα δώδεκα
( ώρα Αστεροσκοπείου Αθηνών δώδεκα)
έφτασε εδώ ένας ποιητής. Η ώρα δώδεκα.
Φορούσε άσπρη σατακρούτα.
Και γυαλιά του ήλιου Μακ Άρθουρ.
Λίκνισε τα μαλλιά του στο νοτιά…
Ύστερα βύθισε τα μάτια του στον πόνο μας.
« Ταλαίπωροι….Αύριο θα πονέσω και για σας
- εξάπαντος.
Μα για την ώρα τα λουλούδια είναι τόσο ματωμένα!
Κι ο ήλιος βουλιάζει τόσο θεία στο Σαρωνικό!
Ο ηρωισμός – αχ – είναι κι αυτός μια βαρβαρότητα.
Μια βαρβαρότητα. Τίποτε άλλο.
Η ζωή είναι γλυκό μετάξι.
Μόνο μετάξι, τίποτ’ άλλο.
Φτωχέ Λουντέμη, κι εσύ εδώ;
Αχ, ανένδοτε οραματιστή.
Σου πάει τόσο λίγο η πυγμή…
καλήν αντάμωση αύριο –
στον Ελικώνα!»
Κι έφυγε με την κόμη του κατά το Λαύριο,
κουβαλώντας τ’ ανάλαφρο κεφάλι του
- φούσκα πλωτή μες στο αίμα.
Κι απ’ όλα όσα γίνονται εδώ,
δεν είδε τίποτα. Τίποτα…Πάρεξ
πως η ζωή είν’ ένα γλυκό μετάξι.
Τίποτ’ άλλο.
Μενέλαος Λουντέμης , Άπαντα τα Ποιητικά, Πατάκης, Αθήνα 2016
Μια πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μενέλαου Λουντέμη είχε γίνει από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα το 1999 με τίτλο Τα ποιητικά του. Έκδοση εξαντλημένη.
Πριν λίγο καιρό, τον Ιούνιο του 2016, μία νέα έκδοση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για ένα συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο Μενέλαος Λουντέμης , Άπαντα τα ποιητικά, όπου συμπεριλαμβάνονται οι συλλογές:
Κραυγή στα πέρατα( 1954)
Το σπαθί και το φιλί (1967)
Κοντσέρτο για δυο μυδράλλια κι ένα αηδόνι ( 1973)
Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς (1975)
Θρηνολόι και άσμα για το σταυρωμένο νησί (1975)
Πυρπολημένη μνήμη (1975).
Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.
- Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.
- Και πού είναι τώρα;
- Στο λιμανάκι του Αϊ – Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε….
Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. Αγκομαχούσε και κούτσαινε, και από πίσω του τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας φρουρός για να τα καταφέρει….
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. Κι όμως τίποτε δεν μπορούσε να σβήσει την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο….» ( από τον πρόλογο του Μίκη Θεοδωράκη γραμμένο στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 1999).
Μια μικρή επιλογή:
Ξέρω πως ολωνών σας
Τρέμει η μεγάλη σας καρδιά
Μην πάθει τίποτα κακό
Κανένα αρχαίο βοτσαλάκι αυτού του τόπου.
Ξέρω τον ένθεο έρωτά σας
Για τις λευκές κοπέλες του Ερεχθείου μας.
Ω, ησυχάστε.
Είναι πολύ καλά, πολύ καλά τα μάρμαρά μας.
Και σας χαιρετούν.
Λίγοι καπνοί τα ενόχλησαν μονάχα.
Και τα πιτσίλισε λιγάκι αίμα.
Κατά τα άλλα merci.
Τίποτα άλλο. Α, ναι.
Είχαμε λίγο σεισμό εδώ.
Λίγα θρύψαλα, λίγες φλόγες…
Μα τόσο πολύ λίγες,
Που δεν πρόφτασαν ούτε καν να μαυρίσουν
Τα πολυαγαπημένα σας μάρμαρα.
Και μόνο εμείς γίναμε δαδιά,
για να φωτολουστεί η γλυκιά σας Ακρόπολη.
Και τώρα, κύριοι, merci ξανά.
Merci, maitres…Μερσί παντού.
Καλή μέρα σας.
ΒΡΟΧΕΡΟ
Βούρκωσε η μέρα…ψιχαλίζει.
Ένα καΐκι στριφογυρίζει σα σαστισμένο παιδί.
Η νοτιά τού ξέσκισε την ποδιά του.
Τώρα θα τ’ αρπάξει απ’ τα μάτια μου,
Τώρα θα το καταπιεί` και πάει
( χάθηκε και το τελευταίο σινιάλο του κόσμου).
Σκεπάζω τα μάτια μου. Καραβάκι…
Αδύναμο φτερό. Πνιγμένο πουλί της θάλασσας.
Μέσα μου σ’ έλεγα «Μυρτώ».
Μυρτώ…Κι έν’ άσπρο φουστανάκι.
Ήρθες, καραβάκι λευκό.
Ήρθες λικνιστικά απ’ το Αιγαίο.
Κουνώντας το πανάκι σου απ’ την πλώρη –
Σα ρουχαλάκι της κούκλας της.
Και τώρα κυλάς στα γκρεμνά του νερού.
Κυλάς και δε γλιτώνεις.
Κι εγώ δεν έχω παρά δυο βρεγμένα μάτια.
Κι ένα ακρωτήρι…να περιμένω.
Να περιμένω να ξαναγίνει άνοιξη – Αχ, καραβάκι!
Να περιμένω να ξαναγίνει ξαστεριά.
ΒΡΑΔΙΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Απόψε ήρθε η νύχτα αντάμα με τη βροχή
- Χειροπιασμένες στρίγκλες –
Και μας σύναξε στο τσαντίρι μας νωρίς.
Κουρνιάζουμε άλαλοι, κι αφήνουμε
Μόνη τη βροχή
Να μας μιλάει – ιστορία ψιχαλιστή –
Για κάμπους κι ασημένιες αυλακιές,
Για τα σπαρτά και για τις παπαρούνες.
Ο μύλος στη ρεματιά – άσπρο τραγούδι –
ν’ αλέθει, ν’ αλέθει τον καρπό.
Ο Βαγγέλης, ο βουνίσιος αδελφός μας, σωπαίνει.
Ακουμπάει στη διχάλα του χεριού του.
Κι ο νους του δρασκελά τη θάλασσα…
Ήταν ξωμάχος, ένας ηλιοκαμένος ποιητής.
Που έσπερνε με το ξινάρι του
Καταπράσινες σελίδες.
Μα τώρα η γη η αγάπη του, τώρα η γη η ψυχή του,
Που τη χτένιζε σα μονάκριβη θυγατέρα,
Τώρα η γη ξενυχτάει κάτ’ απ’ τον ουρανό,
Απότιστη κι ανάλλαγη σαν έρημη εκκλησιά,
Που περιμένει τη λειτουργία των χεριών του.
Τώρα εκεί όλα είναι ένα λείψανο.
Τώρα ο μύλος αλέθει μόνο ερημιά.
Και τ’ αχούρια γεμίζουνε μούχλα.
Τα γράμματα πηγαινόρχονται ογρά.
« Ακριβέ μας, νοικοκύρη μου…ρημάξαμε..»
Κι ο νους τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Λαβωμένο πούπουλο, μαζί με το νοτιά.
Αγγίζει σαν εικόνισμα το κατώφλι.
Σκύβει πάνω απ’ τον ύπνο των παιδιών.
Και το πρωί ξαναγυρίζει στο τσαντίρι.
Απόψε ήρθε η νύχτα μαζί με τη βροχή.
Και στα τσαντίρια κοιμηθήκανε τα φώτα.
Νύχτωσε στη θάλασσα, νύχτωσε κι εδώ.
Νύχτωσε κι έξω από τα μάτια.
Και μοναχά στο μαξιλάρι μας
Αγρυπνά ένα ό ν ε ι ρ ο,
Που κοιμάται και ξυπνά μαζί μας.
Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΕΞΟΡΙΑ
« Απόψε είχαμε πλημμύρα…»
( Από γράμμα τους)
Ακούστε εσείς.
Εσείς που κοιμηθήκατε κι απόψε στα ζεστά,
σβήνοντας με μια κίνηση το φως.
Σαν τους θεούς που παίζουν τη «Δημιουργία»
(«Γεννηθήτω φως» - και εγένετο). Ακούστε με!
Τούτη την άναρθρη νύχτα που σωπαίνουν οι λύκοι –
γιατί ουρλιάζουν οι άνθρωποι. Ακούστε με.
Εσείς που κοιμάστε αγκαλιά με τα όνειρα.
Εσείς που σας φιλά στο στόμα η Ζωή.
Που σας χαϊδεύει με το μετάξι της. Εσείς.
Ακούστε με!
Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεριά,
και χίλια χρόνια μακριά απ’ την Οικουμένη,
παλεύει ένα ολομόναχο νησί
- πέτρινος αφαλός στο χάος της θάλασσας -,
στο ασίγαστο Αιγαίο, που σηκώθηκε ορθό.
Και χύθηκε πάνω στα γκρεμνά του.
Απόψε έφτασε εκεί ο Κατακλυσμός,
Ξεκολλημένος απ’ τις αλυσίδες της Μυθολογίας.
Κι έσπασε τους μύλους του νησιού.
Και χόρεψε στην πέτρινη ράχη του
Τον πυρρίχιο της λύσσας.
Απόψε βρέχει μαχαίρια η βροχή,
Και σκίζουν τις κοιλιές των τσαντιριών τους.
Ο βοριάς δείχνει ολόισα το νησί.
Και τα κύματα αδειάζουν τις άγριες δεξαμενές τους
Ίσα πάνω του.
Και σκάβουν, σκάβουν την πλαγιά.
( Κι ο κόσμος εγέμισε ρυτίδες…)
Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές!
Τι παίρνουν, και τι φέρνουν, και τι κυνηγούν!
Τι μπόγους, τι σοδειές και τι υπάρχοντα!
Τι αίματα, τι δέματα και τι φυλαχτά…
Το γράμμα της μανούλας…που βράχηκε.
Και δε θα διαβάζεται πια.
( Κι ήταν τόσο λίγη η ορθογραφία της…)
Κι όλα αυτά γιατί; Μα γιατί;
Γιατί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.
Γιατί ζεσταίνει τις πληγές του κόσμου.
Γιατί η μιλιά τους είν’ γλυκιά και ταπεινή.
Σαν την « επί του όρους» ο μ ι λ ί α.
Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ.
Απόψε πάλι θα βραχώ με τους βρεγμένους.
Και θα βογκήξω με τους άρρωστους.
Γιατί η ψυχή μου έμεινε εκεί..
Γιατί ο Γολγοθάς που με κάρφωσε
μου’ δωσε το σταυρό του μαζί μου…
ΑΣ ΜΗ ΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ
Ας μην καθήσουμε να μετρήσουμε
Ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να’ ναι κείνα
Που δε χύθηκαν ακόμη.
Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε
Ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να’ ναι
Κείνο που πρόκειται να χυθεί.
Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
Ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη
που’ χουν τα δάκρυα.
Λοιπόν…Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(« Σήμερα»… « Χτες»… « Αύριο»…)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική
Με τα βασανισμένα μάτια των νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
Με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κογκό
Ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.
Γιατί είμαστε από κείνους
Που ιδρώνουνε, πεθαίνουν και κλαίνε
Σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.
Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μην κάνεις τον άλλον
Να πονέσει και να πεινά.
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε,
Εσύ δυνατέ…ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις,
Ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
Που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!
Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,
Μάνα Ελλάδα μου.
Στεγνός ήταν πάντα ο κόρφος σου
Κι η αγκαλιά σου
- Μια φτωχική φωλιά
που κούρνιαζε ο πόνος μας.
Στυφό ήταν πάντα το γέλιο σου,
Μάνα μου Ελλάδα μου.
Μοιρολόι ήταν πάντα το τραγούδι σου
και ταχτικό σου σπιτικό –
το κοιμητήρι.
Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,
Βαριόμοιρη μάνα μας.
Τρέχαμε να το βρέξουμε στις βρύσες μας,
Μα στάζαν πάντα δάκρυα.
Το βρέχαμε στα ποτάμια μας,
Μα στάζαν πάντα αίματα.
Μάνα! Γραμμένο σου ήταν
Και το ψωμί…και το νερό…
Ακόμα και το νερό να ζητιανέψεις.
Μόνο τη λευτεριά, μάνα μου,
Μόνο αυτήν ποτέ,
Ποτέ μη ζητιανέψεις!
( Το’ πε κι ο Κάλβος.)
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ «ΕΦΙΚΤΟΥ»
Οι φωνές δεν ωφέλησαν.
Ούτε οι βουερές διαδηλώσεις
με τα ρυθμικά παραγγέλματα
( για «ελευθερίες» και λοιπά άλλα άχρηστα).
Εγκαινιάστε καλύτερα άλλες μεθόδους.
Π.χ. τη νεκρική σιγή
ή το κλείσιμο στο « καβούκι» σας.
Ναι, έτσι θα’ πρεπε – λέει – να κάνουμε.
Και ν’ αφήσουμε τα μαμούθ ν’ αλέθουν τις Πατρίδες
και να τσαλαπατούν τα οράματά μας.
Οράματα; Μα είσθε τρελοί;
Τα οράματα θρυμματίστηκαν χοντρικώς
από τότε π’ ανακαλύψαμε τη Σελήνη.
Και γι’ αυτό σχηματίσαμε αποσπάσματα
για να εκτελέσουμε όλες τις αυταπάτες.
Α λ ή θ ε ι ε ς; Φέρτε όσες θέλετε.
Αύριο θα τις κρεμάσουμε!
ΒΑΡΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗ
με ρόπαλο βαριά
και σφυχτικά μαστίγια
με σιδερένιες γροθιές.
Μα εγώ δε βόγκηξα.
Με χτύπησαν κατάμουτρα
με πέτρες και με κοντακιές
και με σιδερένιες γροθιές.
Και δεν έβγαλα άχνα.
Μα μια μέρα
με χτύπησαν
- γλυκά και προστατευτικά –
στη ράχη…
Και τότε σήκωσα άγρια φωνή!
ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ
Ανάμεσα απ’ τα νύχια της νύχτας
παραδέρνω σαν αιχμάλωτο έντομο –
ξένης ιθαγενείας.
Πατέρα είχα έναν τζίτζικα ραψωδό
με τρύπιο παντελόνι.
Και μητέρα την απέραντη Ερημιά.
Επάγγελμά μου την κραυγή
- τ’ απαρηγόρητο τραγούδι της τυράγνιας.
Κι ηλικία; Αν βγάλεις έξω τις νύχτες,
δεν έζησα καθόλου.
Καταδίκη; Μου’ ραψαν τα χείλη
γιατί τάραζα τον ύπνο ενός τυφλοπόντικα Φαραώ
που’ χτιζε τις πυραμίδες του
κάτω απ’ το δέντρο της μοναξιάς μου.
Σ’ αυτό συμφώνησαν ομόφωνα
κι όλοι οι ευαίσθητοι βατράχοι,
κι ένας ιεροκήρυκας ιπποπόταμος
που κήρυττε με πάθος την εγκράτεια.
Και μόνο μια ευγενικιά πεταλούδα,
μη βρίσκοντας άλλη φλόγα να καίει,
τρύπωσε στην καρδιά μου.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ
Εχτές η ώρα δώδεκα
( ώρα Αστεροσκοπείου Αθηνών δώδεκα)
έφτασε εδώ ένας ποιητής. Η ώρα δώδεκα.
Φορούσε άσπρη σατακρούτα.
Και γυαλιά του ήλιου Μακ Άρθουρ.
Λίκνισε τα μαλλιά του στο νοτιά…
Ύστερα βύθισε τα μάτια του στον πόνο μας.
« Ταλαίπωροι….Αύριο θα πονέσω και για σας
- εξάπαντος.
Μα για την ώρα τα λουλούδια είναι τόσο ματωμένα!
Κι ο ήλιος βουλιάζει τόσο θεία στο Σαρωνικό!
Ο ηρωισμός – αχ – είναι κι αυτός μια βαρβαρότητα.
Μια βαρβαρότητα. Τίποτε άλλο.
Η ζωή είναι γλυκό μετάξι.
Μόνο μετάξι, τίποτ’ άλλο.
Φτωχέ Λουντέμη, κι εσύ εδώ;
Αχ, ανένδοτε οραματιστή.
Σου πάει τόσο λίγο η πυγμή…
καλήν αντάμωση αύριο –
στον Ελικώνα!»
Κι έφυγε με την κόμη του κατά το Λαύριο,
κουβαλώντας τ’ ανάλαφρο κεφάλι του
- φούσκα πλωτή μες στο αίμα.
Κι απ’ όλα όσα γίνονται εδώ,
δεν είδε τίποτα. Τίποτα…Πάρεξ
πως η ζωή είν’ ένα γλυκό μετάξι.
Τίποτ’ άλλο.
Μενέλαος Λουντέμης , Άπαντα τα Ποιητικά, Πατάκης, Αθήνα 2016
Η ποίηση ταξιδεύει
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι μας ταξιδεύει...