Δύο μικρά λογοτεχνικά αποσπάσματα αφιερωμένα στις γυναίκες εκπαιδευτικούς, τις ΔΑΣΚΑΛΕΣ, οι οποίες σε δύσκολες εποχές έδωσαν αγώνες στα σχολεία που δούλεψαν, πολλές φορές κάτω από αντίξοοες συνθήκες, μακριά από τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους, αντιμέτωπες με προκαταλήψεις κοινωνικές και αναχρονιστικές ιδέες όχι μόνο μέσα στο σχολικό περιβάλλον αλλά και στο κοινωνικό και κατάφεραν να εμπνεύσουν και να ανάψουν φωτιές που όχι απλώς ζέσταιναν τις παιδικές ψυχές αλλά τις απελευθέρωναν και τις οδηγούσαν σε άλλους δρόμους πιο ελεύθερους.
Σε όλες τις σύγχρονες εκπαιδευτικούς που εξακολουθούν να μάχονται στις τάξεις προσπαθώντας να εμπνεύσουν και να διαμορφώσουν όμορφους ανθρώπους με δυνατές ψυχές σε συνθήκες που γίνονται ακόμη πιο δύσκολες από εκείνες του παρελθόντος.
Έλλη Αλεξίου - Κατίνα Παπά
"Μέρα με τη μέρα άνοιγαν τα μάτια μου. Έμπαινα στο νόημα της δουλειάς . Καταλάβαινα σε τι παγίδα με είχε ρίξει η κ. Καλλιόπη. Τι μεγάλη, τι τεράστια σημασία είχε εκείνο το ξεδιάλεμα που' χε κάμει των παιδιών, την πρώτη μέρα που πρωτοπάτησα τα πόδια μου στο σκολειό. Κ' είχα πει τότες "ευχαρίστως". Μα τώρα πια ήτανε πολύ αργά, για να πάρω το λόγο μου πίσω. Να μάθαινα άλλη φορά να μην πετώ έτσι τα λόγια μου στον άνεμο....κείνο το "ευχαρίστως" ήτανε αφορμή, κι αγωνιζόμουν σήμερο με όλα μου τα δυνατά .Μέρα και νύχτα. Τη νύχτα σαν τύχαινε να μεταπνήσω, έβαζε αρχή το μυαλό μου να δουλεύει: τη Φανή και τη Δέσποινα έλεγα, χωρίς άλλο πρέπει να τις πάρω χώρια, να τους μάθω τους αριθμούς, γιατί δε θα μπορέσουν ποτέ να"συμβαδίσουν" αφού είναι τόσο πίσω. Το ίδιο πρέπει να κάμω και με τις πεντέξη, που δεν μπόρεσα ακόμη να χωνέψουν τις διφθόγγους. Έτσι θα γίνει·θα τις κρατώ στο σκολειό έντεκα με δώδεκα την Πέμπτη που σκολνούν οι άλλες...Συλλογιζόμουν ακόμη, πώς να βρω να δείξω στα παιδιά τα όσα αναφέρει το αλφαβητάριο, ευζώνους δεν είχαμε στον τόπο μας, μα θα τους πήγαινα κάτι παιγνιδάκια που είχα δει να κρέμονται σ'ένα μαγαζί απ'έξω, και τους παρίσταιναν ολοζώντανους με τα γυριστά τσαρούχια και τις φουστανέλλες τους. Με το κόκκινο φέσι και το κρόσσι πίσω στο σβέρκο. Για να δούν πάλι χήνες, θα τις πήγαινα σε μια μικρή εκδρομούλα ως το χάνι του Ασάν αγά, όξω από την πόλη ήτανε, ως ένα τέταρτο· και μάλιστα μαζί με τις χήνες θα τους έδειχνα και τη "λεύκη", γιατί ό Ασάν αγάς που είχε τις χήνες , είχε το χάνι του δίπλα στο ρυακάκι, κι όλο το τρίγυρο ήταν κατάφυτο από θεόρατες λεύκες....Όταν τα βόλευα έτσι όλα με το μυαλό μου, γύριζα από το άλλο πλευρό κι αποκοιμόμουν ξεκουρασμένη, σαν να είχα εκτελέσει ένα καθήκον..."(Έλλη Αλεξίου, Γον Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον, Καστανιώτης, Αθήνα 1978, 4η έκδοση)
"..Και η καθηγήτρια συλλογίστηκε πως δεν είδε ποτέ της, ούτε και άκουσε, να υπάρχει
βασιλόπουλο ή αρχοντόπουλο άσχημο ή κουτό, ούτε βασιλοπούλα που να μην είναι πεντάμορφη και γεμάτη χαρίσματα, ακόμα και στα παραμύθια όπου συμβαίνουν τόσα και τόσα απίστευτα πράματα. Ακόμα και οι παραμυθάδες όλες τις κακίες τις ρίχνουν στις φτωχές γυναίκες που ζούνε νηστικές μέσα σε σπηλιές ή σε φτωχές καλύβες μες τα δάση....και δεν έχουνε κανένα να τις αγαπάει, και που γίνονται μάγισσες και στρίγγλες γιατί η φτώχεια και η δυστυχία, άμα βαστάνε πολύ, στριγγλιάζουνε τον άνθρωπο και τον ασκημίζουν. Μα, αν ένας παραμυθάς αποφάσιζε άξαφνα να πάρει όλες αυτές τις δυστυχισμένες γυναίκες με τις σουβλερές μύτες και την άγρια όψη και τις θρόνιαζε στο ολόχρυσο παλάτι της Πεντάμορφης, και τις έβαζε να κοιμούνται στο παχύ στρώμα, τις χόρταινε με τα πλούσια φαγιά της, τις έλουζε με ανθόνερο και τις τριγύριζε με καλοσύνη, με αγάπη και με ξεγνοιασιά, θα βλέπαμε τότε πώς θα κόνταινε η μύτη τους και θα γλύκαινε η φωνή τους...Αλλά τότε ο παραμυθάς θα' πρεπε να βρει έναν άλλο τρόπο για να διακρίνονται οι βασιλιάδες και οι μεγάλοι άρχοντες, και αυτό φαίνεται πως δεν είναι και τόσο εύκολο.
Λοιπόν ούτε στα παραμύθια δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράματα. Και θ' άλλαζαν στη ζωή;...
Όμως τα εικοσιδύο χρόνια της καθηγήτριας γέμιζαν τις φλέβες της μ'ένα γερό και πλούσιο αίμα που κυκλοφορούσε ορμητικό και ακάθεκτο στο σώμα της, παρασέρνοντας όλα τα δηλητήρια και ποτίζοντας το ίσαμε το βάθος του με υγεία, αισιοδοξία και καλοσύνη. "Στα παραμύθια μπορεί να μην αλλάζουνε τα πράγματα, στη ζωή όμως πρέπει να αλλάξουν!".
....Μεμιάς ένιωσε τέτοια δύναμη μέσα της που θα μπορούσε να τα βάλει με ολάκερη την ατελείωτη σειρά των καπέλων της κρεμάστρας αν στα κεφάλια που θα' μπεναν σε λίγο μέσα σ' αυτά τα καπέλα ερχόταν η ιδέα να την εμποδίσουν!....Έτσι αποφασισμένη μπήκε στην τάξη της. Μόλις κάθισε η Μαρίνα στην ψηλή καρέκλα της έδρας συλλογίστηκε πόσο δύσκολο ήτανε να ' ναι κανείς εκπαιδευτικός. Αλήθεια , πώς θα'πρεπε να είναι ένας καλός εκπαιδευτικός;....Έπρεπε να είναι ένας φυσικός και ανυπόκριτος άνθρωπος, δίχως καμία απολύτως πόζα, δίχως υποκριτικές γλύκες και δίχως επίδειξη εμβρίθειας, και να φέρνεται στα παιδιά όπως θα φερνόταν και στα δικά του παιδιά, αν είχε, ή στους καλύτερους φίλους του: με στοργή, με καλοσύνη και με ευγένεια. Τότε γίνονται αμέσως και τα παιδιά καλά και ευγενικά, και αφήνονται στα χέρια του έτσι όπως αφήνονται και στα χέρια της μητέρας τους ή της μεγαλύτερης αδερφής τους...
Για να μιλήσουν στις ανοιχτές ψυχές των παιδιών τις πολύτιμες τούτες ώρες πρέπει, εκτός από τις βαθιές γνώσεις, να' χουνε και μερικά άλλα προσόντα που δεν αποχτιούνται μέσα σε τέσσερα χρόνια, ούτε και σε οχτώ. Πρέπει να είναι «ά ν θ ρ ω π ο ι», και για την απλή αυτή ιδιότητα χρειάζονται πολυσύνθετα πράματα, χρειάζεται π ο λ ι τ ι σ μ ό ς: κράμα από φυσικές ιδιότητες, από πολλές επίκτητες, από βαθιά μακρόχρονη καλλιέργεια και από οικογενειακή και κοινωνική αγωγή. Δύσκολα πράματα, γι' αυτό και σπάνια. Σπάνια σε όλα τα πεδία ·λοιπόν και στην Εκπαίδευση. Μόνο που στην Εκπαίδευση η έλλειψη φαίνεται. Στα άλλα επαγγέλματα κρύβεται...Ο δάσκαλος φαίνεται· αυτή είναι η διαφορά. Διδάσκω θα πει ανοίγω την ψυχή μου και, άμα ανοίξω την ψυχή μου, επιτρέπω στο κάθε μάτι να μπει και να τη δει. Εκπαιδεύω θα πει δίνω ένα κομμάτι απ' την ψυχή μου· μα, όταν η ψυχή μου είναι φτωχή και γυμνή, τι να δώσω; Δε δίνω τίποτα! Λοιπόν δεν εκπαιδεύω.."
(Κατίνα Παπά, Σ'ένα Γυμνάσιο Θηλέων, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1980, 4η έκδοση)
Τὰ δεκατέσσερα παιδιά
ΑπάντησηΔιαγραφή«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα
καὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...» Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Πολύ αγαπημένο ποίημα, το οποίο είχα αναρτήσει κάποτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ!