Pablo Picasso, Άνοιξη (1956)
Ι
Σαν φτάσει η άνοιξη με τα
νερά
και τ’ άγρια ράκη
και τρέξει αίμα
από το σώμα του καιρού
πικρό
και είναι η ώρα σου
βαθειά φενάκη
το πρόσωπό σου όνειρο
στόχος για τον τραχύ
καιρό…
Αν είσαι εκεί πρωί ψηλά
κοντά στα μάρμαρα
πλάι στο σύννεφο
και στον τραχύ καημό
αν σ’ έχουν πάρει από
καιρό νησιά
και δέρματα πουλιών
και σούχουν κόψει τα φτερά
και στέκεσαι βαθύ παιδί
κ’ ένας σταθμός για του
κορμού σου
τη φθορά
και είναι η ώρα…
Και ψάχνεις πόρτες
τραγουδιών
κι’ οργή σωμάτων
και θέλεις να κρατήσεις σ’
όνειρα
τα πιο γερά νησιά
και τα μεγάλα κύματα
πικρών θαυμάτων…
Αν θέλεις.
Αν σ’ έχει πάρει η ώρα και
πετάς
πέρα απ’ όλα τα πικρά
και τρέχεις
κ’ είν’ η καρδιά φωνή
κ’ η άνοιξη η πιο πικρή
τομή
και κάτω παίζουνε την τύχη
των
καιρών
και των κρυφών αιμάτων
αν είναι η ώρα…
Τα χέρια σου που έψαξαν
απ’ άκρη σ’
άκρη την
πληγή
και γεύτηκαν τα μάτια σου
την πίκρα των θυμάτων
και σούναι ο θάνατος
ένα βαθύ σκυλί
και τρέχεις
και θέλεις όλα να σε βρουν
να έρθει ο άνεμος κ’ η
δίνη κι ο καιρός
και είναι σύγκρυο στην ώρα
των ωρών
η αμοιβή
και ψάχνεις νέο λυτρωμό
αν σούναι σήμερα η άνοιξη
ένα τραχύ κι ατίθασο παιδί
και δεν μετράς τι κάνει η
μπόρα στον
καιρό
κι ούτε την άγρια σκηνή
όπου πληρώνει ο άνθρωπος
και θέλεις
να γίνεις ένα με το φως
και να τραβήξεις άγρια
ψηλά
να πάρεις πίσω τ’ όνειδος
και να γινείς μια ώρα
ανάμνηση
που όλα τα ξεχνά
να κάνεις μια και να
βρεθείς
πρώτος από την πόρτα του
φωτός
και ναν’ τα χέρια σου
φτερά
το στόμα σου βαθειά πηγή
ο λόγος σου ένας τραχύς
αστερισμός
κ’ η πείνα κάτω που λυσσά
η ώρα για μια νέα κραυγή…
Αν θες.
Αν είσαι από την πάστα του
καιρού
και σπας το σώμα σου στα
δυο
και γίνεσαι μια όνειρο
και μια μαχαίρι από θυμό
και ξέρεις
και ξεκινάς από το φως
να γίνεις άγρια βορά
και να σε πάρουν κύματα
καημού
και μαύρου τρόμου
και σε καλεί ο ήλιος από
κει
και πας
και τρέχεις όλος μια βροχή
και είναι οι δρόμοι από
τριγμό
κ’ οι πόνοι τρόμο
και είσαι συ που θα το
πεις
και τα κοράκια πέρα να
χυμούν…
Τότε
πάρε μια νύχτα άνεμο
γίνε για μια στιγμή φωτιά
κύμα από την πόρτα της
παραδοχής
και χτίσε το θυμό
έλα μαζί με τη βαθειά
τροφή που
στέλνει ετούτη η άνοιξη
σφίξε ακόμα μια φορά ένα
κομμάτι
άρνηση
τρέχα στην κοίτη των
λυγμών
εκεί περνάει τ’ όνειρο
και γίνεται βαθειά φωτιά
χτυπάει την πόρτα του
καιρού
και του ζητάει απάντηση…
Αν είσαι
πόνος και πικρός πηλός
χτισμένος μ’ άγριο μάρμαρο
θρεμμένος άγνωστον καρπό
κλεισμένος σ’ άγριο
καλπασμό
από πληγή σε πυρετό
κι από πικρήν απόφαση
σ’ άλλον απέραντο κλαυθμό
αν είσαι…
ΙΙ
Γιατί μας βρήκε η άνοιξη
και συ δεν είσαι πουθενά
χτυπάς τις πόρτες άγρια
κι ούτε π’ ακούγεται
στιγμή
η μνήμη απ’ τ’ όνομά σου.
Σε θέλουν.
Ας είσαι μόνος κι όνειρος
ας είσαι απ’ άσπονδη
κραυγή
ας είσαι όλος ο λυγμός
φτάνει να φτάσεις μια
στιγμή
και να πετάξεις τα ρηχά
και να τραβήξεις την
καρδιά
μπροστά μας να την κάψεις…
Γιατί σε θέλουν.
Σε κρύβουν όλα τα στενά
σε κρύβουν άγνωστες ριπές
και κάνεις μια και
βρίσκεσαι
εκεί που καίει η άνοιξη
και κάνεις μια κι όποιος
σε δει
φιλάει τη γη που πάτησες
και τρέχει πίσω να σου πει
και συ’ σαι κιόλας μνήμη…
Ποιος θα σε βρει;
Ποιος θα σου πει;
Έτσι που πήρες την καρδιά
και την κυλάς στα σκοτεινά
έτσι που δεν υπάρχεις μια στιγμή
να ορθωθούν οι πόνοι;
Κι όλοι σε θέλουν.
Ψάχνει η πίκρα να σε βρει
ψάχνουν οι πόνοι
ουρανομήκης άνοιξη
κρατάει φτερά για σένανε
και το γαλάζιο τ’ ουρανού
δε θέλει να σε χάσει.
Σου στέλνει άγρια πουλιά
σου στέλνει όλα τα νερά
να πεις πως είσαι ποταμός
να πεις πως είσαι η νέα
κραυγή
να πεις πως είσαι θάνατος
να τρίξουν τα φτερά σου.
Κάτι να πεις.
Να μην κυλάς από καιρό
κι από γαλάζιο σ’ ανοιχτό
να μη χαθείς στο γαλανό
κι ύστερα να ξεχάσεις…
Γιατί σα σκύλος χύμηξε
φέτος και τούτη η άνοιξη
και πάγωσαν τα μάτια μας
και τρέχουν σ’ άγνωστα
νερά
γιατί πνιγήκανε ξανά
δέντρα
και φύλλα
και κορμιά
τρέχει ο ήλιος σαν καημός
ξανά σε τούτα τα στενά
οι δρόμοι στέκουν μοναχοί
κ’ είναι φωνή τα χέρια μας
που σβήνει στο ασήμι…
Έλα γιατί σε θέλουν οι
πολλοί
Πάρε τα μάτια μιας αυγής
κι ανέβα από την πόλη μας
γίνε ξανά – ξανθό πουλί
και θέρισε τον πόνο
έμπα ξανά στα όνειρα
και δώσε το βαθύ φιλί
να γίνουν όλα άνεμος
να γίνουν όλα από χαλκό
κι από κρασί της κερασιάς
να σπάσει η πόρτα του
καιρού
να μπουν κοπάδια ανάμνηση
σ’ αυτήν την άγρια
λησμονιά
να χτίσεις ένα σίδερο
κ’ ύστερα , να περάσεις.
Δημήτρης Χριστοδούλου
Δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Ιούλιο του 1963, τ.103
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου