Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Ο ξένος


ένα διήγημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Δεν ήταν μέρα που να μην κατεβαίναν οι ξένοι στρατιώτες στο σπίτι μας. Το είχαμε σίγουρο πως θα έρχονταν, μα κανείς μας δε μπορούσε να μαντέψει από πού θα φανούν κάθε φορά και πότε. Παρουσιάζονταν ξαφνικά, πότε από τη μεριά του ποταμού, πότε ψηλά από το δάσος, που έφτανε ως πενήντα μέτρα κοντά στο σπίτι· κι άλλοτε πάλι δεν καταλαβαίναμε διόλου από πού έρχονταν, την τελευταία στιγμή ακούγαμε ξαφνικά την παράξενη λαλιά τους κι όσο να κυττάξουμε γύρω μας εκείνοι ήταν κιόλας μπροστά μας. Ένα πρωΐ η μητέρα τούς είδε που ξεσκαρφάλωναν από τα πεύκα. Είχαν έρθει, φαίνεται, από τη νύχτα κι όσο να ξημερώσει παραμόνευαν ψηλά από τα δέντρα. Αυτά όλα τα έκαναν γιατί εκείνο τον καιρό κάπου στα μέρη μας είχαν φανεί αντάρτες.
Ταχτικοί ήταν τρεις: Ο Χανς, ο Χέρμαν και ο Λούι - ο Λούης που τον λέγαμε εμείς. Κάποτε ερχόταν κ' ένας άλλος μαζί του στραβοπόδης και κακομούτσουνος - τόσο άσχημος ήταν ώστε εμείς, όταν ερχόταν, κάπως ντρεπόμαστε να τον κυττάξουμε δεύτερη φορά. Μα το ευτύχημα αυτός ερχόταν αραιά και πού. Οι ταχτικοί ήταν άλλοι τρεις.
Κατά τα φαινόμενα ο Χανς ήταν ο ανώτερος, δεκανέας ή λοχίας κάτι τέτοιο. Απάνω στις επωμίδες του είχε ένα ή δύο σειρήτια. Το πρόσωπό του στην αριστερή μεριά ήταν φευγάτο. Κάτι μεγάλο σιδερικό τού το είχε φάει. Έλειπε και το μισό αυτί. Κατά τα άλλα ήταν ομορφάντρας ο Χανς - ψηλό παλληκάρι με όρθιο κορμί και φωτεινά μάτια. Ύστερα ο Χέρμαν - σπουδαία φιγούρα αυτός, δε μας άρεσε. Ένα βαρελάκι εκεί δα και το στόμα του δεν άνοιγε, παρά εκτός όταν ήταν να μασήξει κάτι. Η νόνα μας όταν τον είδε, είπε: " ο Κουτούκιας!". Είχαμε ένα σκυλί με το όνομα αυτό και μάς έσκασε το καλοκαίρι από την πολυφαγία. Και τρίτος ο Λούης.
Μα τι ήταν και τους τραβούσε στο σπίτι μας; Τα συνηθισμένα. Εκεί στην ποταμιά βρίσκονταν όλο κι όλο πέντε σπιτάκια. Και οι πιο βασταζούμενοι ήμαστε εμείς. Τι να βρίσκαν στ' άλλα σπίτια; Εμείς είχαμε κ' ένα βαρελάκι με τυρί, είχαμε κότες, κάτι κουνελάκια, η μητέρα έκανε ωραία τουρσιά με πιπεριές και μελιτζάνες, ο πατέρας ήταν μερακλής στον καπνό, τέλος και το κρασάκι δεν έλειπε. Ύστερα ο πατέρας είχε και μια παλιότερη γνωριμία με τους στρατιώτες της Φρουράς. Όταν πρωτοήρθαν για να πιάσουν το φυλάκιο της Ανάληψης, το ύψωμα που δεσπόζει στην ποταμιά, ο πατέρας βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο δρόμο τους. Ήταν νύχτα δίχως φεγγάρι κι ακούσαμε πέρα  στο δρόμο φωνές. Περαστικοί, είπαμε, και φοβηθήκαμε για το μποστάνι μας, που βρισκόταν κοντά στο πέρασμα. Ντύνεται βιαστικά ο πατέρας, παίρνει και το σκυλί και πάει τρέχοντας. Και πέφτει απάνω τους.
- Χάλτ! - του φωνάζουν. Βερ ιζ ντα;
Φοβήθηκε ο γέρος.
- Παρτιζάν; φωνάζουν κάμποσοι μαζί.
Η μιλιά του είχε κοπεί, αλλά σκέφτεται: Άμα δεν πω κάτι τώρα, μου την άναψαν αυτοί, δε χασομεράν! Έτσι φωτίστηκε το μυαλό του.
- Ντου γιου σπηκ ίγγλις; - ρωτάει όσο μπορούσε δυνατά.
Είχε κάμει μετανάστης λίγο καιρό στο Ντένβερ Κολοράδο.
- Χου σπηκ ίγγλις; λέει λοιπόν θαρρετά.
Ένας τον ρωτάειτότε:
-Χουέρ ιζ δη ρόουντ φορ δη αναλιψη;
Ο γέρος μαζεύει μάνι - μάνι τα αγγλικά του:
- ιτ δη ράιτ οφ δη ρίβερ εντ φρομ δερ ου...
Κάτι από τον πολύ φόβο, κάτι που δεν την ήξερε καλά την ξένη γλώσσα, εδώ εκείνη τον παράτησε. Πήρε πάλι την φράση από την αρχή - τίποτα.
-Κομ αλλόγκ! - του λένε άγρια. Σόου δη γουαίη!
Κι από τότε πού να τους ξαναμιλήσει αγγλικά. Του μιλούσαν εκείνοι, ο γέρος έκανε την κορόιδα. Μόνο λησμονιόταν καμμιά φορά και του έφευγε καμμιά κουβέντα. Και τον κυττούσεν η μητέρα μας τότε - κεραυνούς πετούσαν τα μάτια της.
Λοιπόν ο Λούης. Περίεργος άνθρωπος! Ερχόταν πάντοτε μπροστά απόλους, όλο γέλια. Και δος του χαιρετούρες. Πρώτα με τη νόνα. " Χμ! - έλεγε εκείνη. Όρεξη που' χα να δω τα μούτρα σου! Όλο μαλαγανιές και καλοπιάσματα. Δος τε τους, Παναγία μου, να περιδρομιάσουνε και να ξεκουμπιστούνε". Δεν ήταν βέβαια ανάγκη να ξέρουν εκείνοι τη γλώσσα μας για να καταλάβουν τι τους έψελνε η γριά. Η όψη της όλα τάλεγε. Ο Χανς και ο Χέρμαν το πήραν αμέσως μυρουδιά, στριμώχνονταν σε μία γωνιά και όλο λοξοκυττούσαν τη νόνα και κάτι λέγαν "ψου - ψου " μεταξύ τους. Μα ο Λούης - το χαβά του αυτός. Χαιρετούρα και γέλιο. Ύστερα από τη νόνα έπιανε το χέρι της μητέρας, του πατέρα, κατόπιν ερχόταν σε μας τα δυό - σε μένα και την αδερφή μου Ελένη.
Ο Λούης ήταν ψηλός άντρας, χοντροφτιαγμένος, ίσαμε εικοσιοχτώ χρονών. Στρογγυλό το κεφάλι του και μεγάλο σα μια κολοκύθα. Ό,τι όμως χτυπούσε πιο πολύ  ήταν τα μάτια του, γαλανά και στρογγυλά μάτια, γιομάτα, καθώς μάς φαίνονταν εμάς των παιδιών, καλοσύνη και αγαθότητα. Άλλη γνώμη είχαν γι' αυτόν οι μεγαλύτεροι, προπαντός η νόνα και ο πατέρας. Από την πρώτη κιόλας μέρα ο άνθρωπος αυτός έγινε ένα αίνιγμα για μας. Φαινόταν πως κάτι ήθελε να πει, να μας δώσει να καταλάβουμε. Κρυφά όμως από τους άλλους - κάτι τέτοιο υποψιαστήκαμε. Έκανε βιαστικά νοήματα με το χέρι, με τα μάτια, όλο εκείνο το χοντρό κορμί γινόταν ένα ανεξήγητο νόημα. Άλλες φορές πάλι, ξεκρεμούσε αμέσως το αυτόματο και το πετούσε πάνω στο ξυλοκρέββατο που στεκόταν στην αυλή. Το έκανε αυτό κάπως επιδειχτικά και συστηματικά έτσι που εμείς ξέραμε πια ότι και την άλλη φορά το ίδιο θάκανε. Και κατόπιν που μπαίναν στο σπίτι να φάνε, το άφηνε το όπλο εκεί απόξω. Κάποτε - κάποτε  πεταγόταν  ξαφνικά από το τραπέζι ο Χανς, άρπαζε το αυτόματο και του το έρριχνε θυμωμένος στην αγκαλιά του. Κι όλο κάτι τού έλεγε γρήγορα - γρήγορα, που φαινόταν ότι τον μάλλωνε στη γλώσσα τους.
- Πονηρά τα καμώματά του! είπε μια μέρα ο πατέρας. Αυτός ο άνθρωπος, ο θεός να μας φυλάει, δε μ' αρέσει. Κάτι κακό έχει  στο νου του. Κυττάχτε μην κάμετε καμμιά τρέλλα με το όπλο. Έχει σχέδιο αυτός.
Εμείς τα δυό σκεφτόμαστε όμως πως τον αδικεί το Λούη ο πατέρας.
- Τι κακό; - του λέγαμε. Αυτός είναι καλός. Καθόλου δε μοιάζει με τους άλλους.
- Μωρέ ακούτε τι σας λέω εγώ! - θύμωνε ο γέρος. Γράμματα τώρα θα με μάθετε; Και πού έχετε ιδέα εσείς από γερμανούς!
Μια μέρα ο Λούης αφήνει τους άλλους δύο απόξω στην αυλή και τρυπώνει στο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή είχε μπει κι ο πατέρας μέσα για να πιάσει από το βαρέλι κρασί. Γονατίζει λοιπόν ο Λούης αντίκρυ του και χτυπάει μία - δύο με τη γροθιά του τα στήθια.
- Γκουτ! - λέει του πατέρα. Ιχ γκουτ!
- Γκουτ! - κάνει κι ο πατέρας και το ρίχνει στο αστείο.
Αρπάζει κι ο Λούης και χώνει την απαλάμη του πατέρα στη δική του. Και όλο κάτι λέει. Φοβήθηκε ο γέρος μας, αλλά ανοίγει η πόρτα εκείνη τη στιγμή και μπαίνει μέσα ο Χανς. Τότε αφήνει ο Λούης το χέρι του πατέρα και κάνει πως τον βοηθάει δήθεν να πιάσει από το βαρέλι κρασί.
- Το μπαγάσα! - μας λέει κατόπιν ο πατέρας. Κάτι θέλει να μας σκαρώσει λοιπόν αυτός. Κατάλαβες δηλαδή; Ήθελε να μου δείξει πως έχει ρόζους στο χέρι, είδες, φίλε μου, πονηριά;
Η αλήθεια είναι πως είχαμε λόγο να φοβόμαστε. Ήταν ένα μυστικό που, καθώς πιστεύαμε, δεν έπρεπε ακόμη να βγει έξω από τους τοίχους του σπιτιού μας: ο αδερφός μου ο πιο μεγάλος είχε πάρει τα βουνά! Ήταν τώρα ένας - δύο μήνες που κατέβηκε με κάτι άλλους φοιτητές από την Αθήνα και σηκώσαν αντάρτικο στην περιοχή μας. Δε θέλεις λοιπόν να ξέρουν τίποτα στο φυλάκιο και να μας μαγειρεύουν καμμιά δουλειά με κείνον το Λούη; Όλα τα σκεφτόταν ο πατέρας.
Όπου ένα δειλινό ξετρυπώνει ο Λούης μονάχος. Στο σπίτι ήταν η νόνα και η αδελφούλα μου η Ελένη. Πετάει λοιπόν αυτός τ' όπλο του στο κρεββάτι κι αρχίζει τα νοήματα της γριάς. " Φέρ' του να περιδρομιάσει, λέει η νόνα, και να μας αδειάσει τη γωνιά". Η Ελένη τού φέρνει πιπεριές και τυρί. Αυτός δεν απλώνει, παρά συνεχίζει τα νοήματα. Το πρόσωπό του είναι ταραγμένο, χλωμό, τα μάτια κόκκινα. " Μεθυσμένος ο αχρόνιαγος, - σκέφτεται η νόνα, - φέρ' του ένα ποτήρι να πάει στα τσακίδια!" Του φέρνει η Ελένη το κρασί και αυτός δεν το παίρνει! Και σκύβει ξαφνικά, αρπάζει την Ελένη από το χέρι και κάτι της λέει! Τότε έβαλε τις φωνές κ' η νόνα μας: " Το κορίτσι γυρεύει ο άτιμος!" χύνεται στη μέση και την ξεκολάει την Ελένη από πάνω του. " Φύγε! - φωνάζει. Να φύγεις!" Η Ελένη τρέχει κι αμπαρώνεται στο σπίτι. Και η γριά όλο φωνάζει και τον σπρώχνει κιόλας τον ξένο στρατιώτη. Αυτός στέκει σα χαμένος αντίκρυ της. Και κυττάει τη νόνα με βλέμμα θολό και παράξενο. " Μωρέ βλαμένος θάναι τούτος!" - σκέφτεται ξαφνικά η γριά και κάνει αμέσως το σταυρό της. Κι ο Λούης σκύφτει, αρπάζει το αυτόματο και χύνεται στην ποταμιά.

Γυρίσαμε κ' εμείς υστερώτερα από τη δουλειά και βρήκαμε τη νόνα θαλασσοδαρμένη. " Το κορίτσι! - μας λέει. Αυτό γύρευε. Και σκάφτε τώρα ναν την κρύψουμε στη γη.
- Φαινόταν ο μπαγάσας! - αρχίζει να βλαστημάει ο πατέρας. Γερμανός και καλός γίνεται, μωρέ;
Αυτό ήταν βέβαια για μας, για μένα και για την Ελένη. Και τι μπορούσαμε λοιπόν να πούμε τώρα εμείς! Όλους μας κυρίεψε ένας φόβος για την αδερφή μου. Λέγαμε να την πάρει πρωΐ - πρωΐ η μητέρα και να την πάει στου αδερφού της, στο χωριό Λόπεσι που ήταν εκεί κοντά μας, όσο να βλέπαμε τι θα γινόταν παραπέρα. Πριν να το σκεφτούμε όμως καλά - καλά, τους ακούσαμε κιόλας απόξω στην αυλή. Ποτέ ως τώρα δεν είχαν έρθει νύχτα!
Κάνει ν' ασηκωθεί ο πατέρας, μα να αυτοί, ανοίγουν μια την πόρτα και χυμάν μέσα...Ο Χανς πρώτος! Κ' έρχεται από πίσω κι ο " Κουτούκιας" κι άλλοι ακόμα, πρώτη φορά τους βλέπαμε. Εδώ κι ο στραβοπόδης. Δε μας λεν τίποτα, σκορπάν μέσα στο σπίτι και ψάχνουν. Αναποδογυρνάν τα κρεββάτια, ανοίγουν το μπαούλο, ρίχνουν χάμω και το γιούκο της μητέρας.
Ένας αρπάζει τον πατέρα από το μπράτσο.
- Χουε΄ρ ιζ Λούι; - τον ρωτάει.
Το καταλάβαμε και κάτι κόπηκε μέσα μας. Γυρίζουμε η Ελένη κ' εγώ τα μάτια μας στον πατέρα και τον παρακαλάμε. Κι αυτός όμως δεν τάχασε.
- Δεν ξέρω! - λέει. Τώρα γυρίσαμε κ' εμείς από τη δουλειά...
- Δεν τον είδατε;
- Δεν τον είδαμε!
Αυτοί κάτι είπαν και μπουκάραν έξω.
Κ' εμείς απομείναμε σιωπηλοί. Μόνο η νόνα γύρισε κατά τα εικονίσματα κ' έκανε ψυθιριστά μια προσευχή.
Απόξω είχαν κάνει τη νύχτα μέρα οι γερμανοί με τις φωτοβολίδες τους και τα φανάρια. Κι ως το πρωΐ δεν κλείσαμε μάτι. Πότε από το δάσος και πότε χαμηλά από το ποτάμι, ακούγαμε φωνές, γαυγίσματα και κάτι συνθηματικά σφυρίγματα. Κι άλλοτε πέφταν πιστολιές. Τότε σηκωνόταν γονατιστή η νόνα πάνω στο κρεββάτι της:
- Φύλαγέ τον τόν άνθρωπο, Θέε μου! έλεγε.
Και γύριζε κατά τα εικονίσματα και σκεπασμένη καθώς ήταν με τα σεντόνια έκανε κι άλλες προσευχές και μετάνοιες. Μπροστά στους αγίους έκαιγε γλυκό φως του καντηλιού και η εκατόχρονη γριά μας με τα λυμένα κάτασπρα μαλλιά μας μάς φαινόταν εμάς των παιδιών σαν μια παλιά ιέρεια από τους μύθους.

- Τάμαθες, κυρούλα; - έλεγε την άλλη μέρα της νόνας μια πομπεμένη ρωμιά που τη σέρναν οι ξένοι στρατιώτες από φυλάκι σε φυλάκιο. Εκείνος ο Λούης, καλέ, που ερχόταν και σε σας. Ήτανε μπολσεβίκος ο αντίχριστος! Αποβραδύς εψές τόσκασε για τους αντάρτες.
- Κι απέ; - τη ρώτησε η νόνα
- Τον προλάβανε ευτυχώς, τα παιδιά. Στα καλάμια ήτανε κρυμένος. Εδεκεί ευρήκε εκείνο που γύρευε. Ο σκύλος!

Δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης τον Ιούνιο του 1962, τ.90.
Το σχέδιο από το περιοδικό

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου