...Η Άσπα Μανδηλαρά, η σύντροφος του Νικηφόρου, όλα αυτά τα χρόνια κράτησε μια σπάνια αξιοπρεπή στάση. Επωμίστηκε τον πόνο της και αφοσιώθηκε στην ανατροφή της εξάχρονης τότε κορούλας της. Δεν κοινοποίησε την τραγικότητα που ζούσε ούτε έκανε κοινό κτήμα το κακό που τη βρήκε στα είκοσι εννιά της χρόνια. Με ψηλά το κεφάλι αντιμετώπισε τις σκληρές καταστάσεις και δεν έδωσε την ευκαιρία στα λαίμαργα μέσα ενημέρωσης να εκμεταλλευτούν το δράμα της.
Στη μοναδική συνέντευξη - εξομολόγηση που παραχώρησε στην καλή συντάκτρια του "Κυριακάτικου Ριζοσπάστη", Αλίκη Ξένου - Βενάρδου, θαυμάζει ο αναγνώστης τη δύναμη και την αντοχή, αλλά και την ανωτερότητα αυτής της υπέροχης γυναίκας - μάνας που δεν υστερεί από ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.
Το κείμενο - την εκ βαθέων εξομολόγηση - της Άσπας Μανδηλαρά παίρνει εδώ τη θέση του, ως μνημείο λόγου, ως μια κραυγή διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του ήρωα συντρόφου της Νικηφόρου.
Στον " Κυριακάτικο Ριζοσπάστη"( Σάββατο - Κυριακή 17- 18 Απριλίου 1993), τα όσα εκμυστηρεύτηκε η Άσπα Μανδηλαρά, στεγάστηκαν κάτω από τον τίτλο " Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση":
" Ξημερώματα, 21 Απρίλη 1967. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, που άλλοτε τρανταζόταν από τα βήματα χιλιάδων διαδηλωτών, ακούγεται ο φοβερός ήχος των τανκς. Μια οικογένεια φεύγει μέσα στο σκοτάδι εσπευσμένα από το σπίτι της. Μόλις που προλαβαίνουν. Ύστερα από λίγο τα όργανα της χούντας σπάνε την πόρτα του σπιτιού...
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς μαχόμενος δικηγόρος και αγωνιστής της Αριστεράς γνωρίζει ότι είναι προγραμμένος.
Κρύβεται μαζί με τη γυναίκα και το παιδί του για λίγες μέρες, αλλά ο τόπος δεν το χωράει. Ξέρει ότι δεν μπορεί να δουλέψει στην παρανομία, γιατί το πρόσωπό του είναι πασίγνωστο. Όλοι, μόλις βγει, θα τον αναγνωρίσουν. Αποφασίζει να φύγει νύχτα για το εξωτερικό μ' ένα καράβι. Λίγες μέρες μετά, το σώμα του ξεβράζεται στα χαλίκια της παραλίας, σε ένα χωριό της Ρόδου. Τον αναγνώρισαν μόνο από τη βέρα του που έγραφε " Άσπα - 1956 ". Σήμερα 26 χρόνια μετά, η Άσπα Μανδηλαρά, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας, μιλά για πρώτη φορά " γι' αυτές τις πολύ άγριες εποχές που μύριζαν μπαρούτι". Μιλά, με την επιφύλαξη πάντα μήπως "υπεισέλθει στα λεγόμενά της ο υποκειμενισμός".
" Γνωριστήκαμε με το Νικηφόρο το 1956. Είχε τελειώσει τη Νομική Σχολή και επρόκειτο να δώσει εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του δικηγόρου στον Άρειο Πάγο...Ήταν ήδη ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος, ήδη δραστηριοποιημένος, πάντα στην πλευρά των προοδευτικών παρατάξεων. Ήταν, πιστεύω, ένας γεννημένος αγωνιστής".
Αν και πολύ μικρή η Άσπα όταν τον γνώρισε, ήταν η ίδια ενταγμένη στην ΕΔΑ. Από οικογένεια αγωνιστών με βαθιές ρίζες στο λαϊκό κίνημα η οικογένεια Καλοδίκη. Θείος της, ο Β΄γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας, του ΚΚΕ " είναι ο πρώτος που κάλεσε τον ελληνικό λαό να πάρει τα όπλα στον αντιφασιστικό αγώνα, πριν ακόμα ιδρυθεί το ΕΑΜ" ".
Παντρεύτηκε πολύ νέα, σε ηλικία δεκαεννέα χρόνων.
" Από κει και πέρα με το Νικηφόρο ζούσαμε αγωνιστικά και λιγότερο οικογενειακά. Ήταν ένας άνθρωπος δοσμένος στους αγώνες. Εάν δεν είχα κι εγώ ακολουθήσει αυτό το δρόμο ίσως δεν θα μπορούσαμε να έχουμε οικογένεια".
Αμέσως απέκτησαν παιδί. Η ίδια εργαζόταν δίπλα του, βοηθούσε στο γραφείο του, αλλά και στην εφημερίδα που έβγαζε ο Νικηφόρος, " Τα Ναξιακά Χρονικά".
" Ήταν ένας άνθρωπος που εύκολα δεν μπορούσες να τον παρακολουθήσεις - ένας πολύ ανήσυχος άνθρωπος, οραματιστής, στοχαστής, με πολλά προσόντα. Για πολλά χρόνια έμεινα με την αίσθηση ότι οι άνθρωποι αυτής της διαμέτρου, είναι μοναδικοί, είναι αναντικατάστατοι. Βέβαια, στο χώρο του λαϊκού κινήματος τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν πολλοί και σε πάρα πολλούς φράχτηκε κυριολεκτικά ο δρόμος να ολοκληρώσουν τη διαδρομή της ζωής τους. Κάνανε μόνο μια τροχιά, ήταν στο ανέβασμα και ποτέ δεν ολοκληρώθηκε αυτή η τροχιά του ήλιου, όπως θέλω να τη λέω".
Η Άσπα Μανδηλαρά συντρόφευε αυτή την ανοδική τροχιά;
" Πρώτα τον γνώρισα σαν υπερασπιστή, κύρια διωκόμενων κομμουνιστών. Τον γνώρισα να γυρνάει στις φυλακές, να προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρίσκει μεθόδους, πρακτικές για την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων. Μη λησμονούμε ότι ακόμα και το 1967 υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι στην Ελλάδα...Εντυπωσιαζόμουν τότε από την αφοσίωση, το θαυμασμό που είχε γι' αυτούς τους ανθρώπους...Θεωρούσε δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο, να είσαι κομμουνιστής και ακόμα μια μεγάλη τιμή...Τους υπερασπίστηκε με πάθος. Στη δίκη του Μανόλη Γλέζου υπερασπίστηκε την αδελφή του. Ήταν τότε η λεγόμενη υπόθεση Κολιγγιάννη.
...Ήταν άγριες εποχές, είχαμε τους νόμους περί κατασκοπείας, εμείς ζήσαμε σε ενέργεια τους νόμους 509 και 375, τότε που δίκαζαν ακόμα και τη σκέψη. Και ήταν πολύ συνηθισμένο τότε το ερώτημα των δικαστών, κυρίως των στρατοδικών " αν καταδικάζεις το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του".
Ο Νικηφόρος υπήρξε υποψήφιος του ΠΑΜΕ μια και μοναδική φορά το 1961. Άνθρωπος που δε διέθετε ώρες ούτε για τον ύπνο του, βρισκόταν σε συνεχή υπερδιέγερση...Και ήταν πολλά τα επίπεδα που ασχολιόταν, πολλά και μεγάλα τα ενδιαφέροντά του. Μεράκι του μεγάλο η δημοσιογραφία.
Αν ονειρευόταν να ασχοληθεί στο μέλλον με την πολιτική; Μα δρούσε πολιτικά, θεωρούσε αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του την πολιτική πράξη, την πολιτική πρακτική. Γι' αυτόν πολιτική δε σήμαινε μόνο να πολιτεύεσαι - είχε το βαθύ αίσθημα του πολιτικοποιημένου ανθρώπου, που η ζωή του είναι ένας συνεχής αγώνας. Είτε στο πεζοδρόμιο, είτε ταξιδεύοντας και διαφωτίζοντας, είτε υπερασπιζόμενος διωκόμενους φοιτητές.
Συμμετείχε και σε μια μεγάλη δίκη, τη δίκη των 42 όπως ονομάστηκε τότε. Ανάμεσα στους 42 κατηγορούμενους κομμουνιστές ο Λουλές και ο Φλωράκης. Ήταν για 5 - 6 χρόνια προφυλακισμένοι και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Ο Νικηφόρος είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Δάρα.
" Ναι, παρακολουθούσα τις δίκες, καθημερινά ήμουνα κι εγώ στα δικαστήρια μαζί του. Αποκορύφωμα η περίφημη δίκη ΑΣΠΙΔΑ όπου υπεράσπιζε τον Αρ. Μπουλούκο. Την παρακολούθησα από την αρχή μέχρι που αποφασίστηκε από το δικαστήριο να γίνει κεκλεισμένων των θυρών. Τελείωσε χωρίς τους συνηγόρους με καταδίκες των περισσότερων κατηγορουμένων.
...Όταν δολοφόνησαν τον Πέτρουλα είχε πάει με άλλους δικηγόρους και τους γονείς του Σωτήρη και κατάφεραν κυριολεκτικά να αρπάξουν το πτώμα του, γιατί οι αρχές το είχαν κρύψει και δεν ήθελαν να το παρουσιάσουν...
- Εσείς πώς νιώθατε δίπλα σε μια τόσο πληθωρική προσωπικότητα;
" Περήφανη, ανάμεσα στους συνανθρώπους του που τους αντιμετώπιζε ισότιμα και ήθελε να ακούει τη γνώμη τους, το ίδιο αντιμετώπιζε κι εμένα, χωρίς διάκριση φύλου, χωρίς διάκριση ηλικίας, αν και είχαμε δέκα περίπου χρόνια διαφορά. Ήθελε ν' ακούει το μέσο άνθρωπο".
- Το ότι ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος στα ιδανικά και τον αγώνα δεν ήταν κάπως καταπιεστικό για μια νέα γυναίκα;
" Δεν ήμουν ανυποψίαστη για όσα συνέβαιναν. Δεν έζησα ούτε μια μέρα τον πατέρα μου μέσα στο σπίτι. Τον πιάσανε όταν εγώ γεννιόμουν το 1937 στη μεταξική δικτατορία και από τότε πέρασε σχεδόν στην παρανομία. Με το Νικηφόρο συναντιόμαστε στο πεζοδρόμιο, συναντιόμαστε στους αγώνες, συναντιόμαστε στα ίδια μετερίζια. Οι άνθρωποι αυτοί είναι "ταγμένοι". Δεν είναι θέμα καταπίεσης να ξέρεις ότι ο σύντροφός σου αγωνίζεται για το δίκιο, για την ελευθερία. Ήταν έννοιες που κι εμένα με έθελγαν. Και πιστεύω σ' αυτό που έλεγε ο Γληνός ότι " αν αξίζει η ζωή, αξίζει για να ζεις και να πεθαίνεις για ένα ιδανικό". Και σήμερα ακόμα δεν με θέλγει η ιδέα των ανθρώπων που η ζωή τους αρχίζει και τελειώνει με κάποιες ληξιαρχικές πράξεις...Θεωρώ ότι έχουμε καθήκον, έχουμε ιερό χρέος, ειδικά όταν γεννάμε ανθρώπους, να αγωνιζόμαστε για να καλυτερέψουμε τη ζωή τους, να δούμε την προοπτική τους. Και είναι σήμερα ένα σημάδι που με ενοχλεί αφάνταστα, όταν γίνεται μια εκδήλωση για το νέφος που ξέρουμε ότι είναι θανατηφόρο για τα παιδιά και δεν κατεβαίνουν χιλιάδες λαού για να διαμαρτυρηθούν.
...Ναι...με ενέπνεε. Τι θαύμαζα περισσότερο στο Νικηφόρο;
Δεν είναι κάτι ξεχωριστό, είναι η συνισταμένη πολλών προσόντων, πολλών προτερημάτων. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν μια σφραγίδα δωρεάς. Αυτή τη σφραγίδα της δωρεάς την είχε ακέραια πάνω του ο Νικηφόρος. Ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτός, καλόκαρδος, ζεστός, με μόνιμα χαραγμένο το γέλιο στα χείλη του , προσηνής, εύστροφος...Δε νομίζω όμως ότι είναι σωστό να δημιουργείται ένας μύθος γύρω από ένα πρόσωπο. Ο Νικηφόρος ήταν ένας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, με προτερήματα και με ελαττώματα. Αλλά ήταν ατόφιος άνθρωπος, ήταν αληθινός, ήταν γνήσιος...
...Να σας πω και κάτι. Απέφυγα με πολύ κόπο όλα αυτά τα χρόνια, από το '67 μέχρι σήμερα, να δώσω συνέντευξη προσωπική. Δεν έκανα άλλο από μια δήλωση. έχουν γίνει αφιερώματα πολλά για το Νικηφόρο και θέλω να αναφέρω ότι ένα μεγάλο αφιέρωμα, με πολύ σεβασμό στην όλη υπόθεση, έκανε ο Γιάννης ο Φάτσης...
...Φοβόμουν μήπως δε βρεθώ στο ύψος των περιστάσεων και των γεγονότων. Ήθελα να μιλήσουν οι άνθρωποι που τον γνώρισαν, οι συναγωνιστές του, που μπορούν και πρέπει να αναδείξουν την προσωπικότητα του Νικηφόρου. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ο Νικηφόρος άφησε τη σφραγίδα του στο πέρασμα του χρόνου, άφησε τα χνάρια του μέσα στο λαό...Είναι για μένα σημαντικό ότι όταν τύχει, από ανάγκη να πω το όνομά μου και είναι νέοι άνθρωποι γύρω μου γνωρίζουν την περίπτωση του Νικηφόρου Μανδηλαρά, ξέρουν πολλά για τους αγώνες και τη δολοφονία του".
"Έλαμπε" θα πει σε κάποια στιγμή...Και πραγματικά, ο Μανδηλαράς ήταν ένας άνθρωπος που κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει, έστω κι αν τον είχε γνωρίσει φευγαλέα, για λίγα λεπτά. Ορμητικός, ζεστός, ήταν μια εκρηκτική προσωπικότητα. Συνάρπαζε στο δικαστήριο. Όχι μόνο με την εμφάνιση και τη βροντερή φωνή του, αλλά και με τα επιχειρήματά του. Ένας άνθρωπος πολλά υποσχόμενος με τεράστιες δυνατότητες...
" Η Χούντα ισχυρίστηκε ότι ο Μανδηλαράς έπεσε στη θάλασσα για να αποφύγει τη σύλληψη και πνίγηκε. Αλλά το πτώμα έδειχνε ότι ο Μανδηλαράς είχε βασανιστεί πριν δολοφονηθεί , γράφει ο Γιάννης Κάτρης στο βιβλίο του " Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα".
...Ο Νικηφόρος ήξερε ότι ήταν προγραμμένος. Γιατί, όμως τόσο μένος, τόσο πάθος, ειδικά για το Νικηφόρο Μανδηλαρά;
" Η πρώτη φορά που πραγματικά φοβήθηκα για τη ζωή του, ήταν στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Είχε δεχτεί απειλές. Το μεγάλο μένος, πιστεύω, ότι δημιουργήθηκε στην ακροαματική διαδικασία. Ήταν το ξεσκέπασμα της σκευωρίας, το θάρρος, το κουράγιο, η δικαστική δεινότητα, η γνώση του Νικηφόρου μέσα στο δικαστήριο, το ότι δεν μπόρεσαν να στηρίξουν το κατηγορητήριο οι μάρτυρες κατηγορίας.Μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι ίδιοι μάρτυρες κατηγορίας που παρήλασαν στο δικαστήριο και κατέθεσαν ενάντια στους κατηγορούμενους αξιωματικούς - ότι τάχα ενείχοντο σε οργανώσεις μη νόμιμες, ότι στο στρατό δρουν παραστρατιωτικές ομάδες - ήταν αυτοί οι τραικόσιοι, που μετά είχαν καίρια πόστα στη δικτατορία...
...Ποιος πρόδωσε το Νικηφόρο όταν έφυγε; Απ' ό,τι φαίνεται από τα επίσημα έγγραφα της δικογραφίας - αλλά και από την ομολογία του - πρόδωσε τη φυγάδευση του Νικηφόρου ο ίδιος ο καπετάνιος, ο Πέτρος Πόταγας. Από τη δικογραφία, επίσης, προκύπτει ότι στο ΓΕΝ γίνονταν συσκέψεις επί συσκέψεων ανωτάτων στελεχών, για να αποφασίσουν για την τύχη του Νικηφόρου.
" Όλος ο ιστός πλέχτηκε γύρω από τον καπετάνιο. Ήταν ο μόνος στον οποίο έδωσαν πίσω το φυλλάδιό του για να μπορεί να φύγει. Σε όλους τους άλλους του πληρώματος το κατακράτησαν. Εκείνη τη νύχτα είχε κανονιστεί να πάρει το τιμόνι ο καπετάνιος. Να' χει ο ίδιος βάρδια και μέσα σ' όλη αυτή τη διαδικασία, εμπλέκεται και ο υποπλοίαρχος Βαρούτσας. Ήταν και οι δυο συντονισμένοι να είναι μόνο αυτοί βάρδια. Όλοι οι άλλοι κοιμόντουσαν στην κουκέτα τους.
"Από εκεί και ύστερα, μέσα στα πελάγη μη ζητάτε λεπτομέρειες - εδώ έγιναν δολοφονίες μέσα στα κρατητήρια, μέσα στα χέρια των βασανιστών και τίποτα δεν αποδείχτηκε, δεν καταδικάστηκαν οι υπαίτιοι. Έγινε το Σεπτέμβρη του '67 μια δίκη - θέατρο. Για όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, βγαίνει από τα ίδια τα ντοκουμέντα ποιοι ήταν πίσω από τη δολοφονία...
Εμείς εκείνο που ξέρουμε, είναι ότι στις 22 του Μάη βρέθηκε το πτώμα του Νικηφόρου με μια μεγάλη τρύπα στο στήθος, που φαίνεται ότι είναι από πυροβόλο όπλο. Και, βέβαια, όταν καταθέτει ο περιβόητος ιατροδικαστής Καψάσκης, τον οποίο φέρανε άρον - άρον από το εξωτερικό για να κάνει τη νεκροτομή στο Νικηφόρο, αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα. Ήταν ο άνθρωπος, που τις δολοφονίες τις έβγαζε τροχαία, τις έβγαζε πνιγμούς και τη δολοφονία του Νικηφόρου την αναφέρει σαν ...πνιγμό. Αυτό, βέβαια, ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να το περάσει σε κανέναν Έλληνα. η κουβέντα που άκουγες και ακούς μέχρι σήμερα, ήταν ότι " τον φάγανε τον Μανδηλαρά".
...Δεν ξέρουμε τι έγινε εκείνη τη βραδιά, ποιος τον σκότωσε, ούτε αν ο καπετάνιος ενήργησε μόνος του ή μαζί με άλλους. Άλλωστε, σκοτώθηκε κι αυτός ύστερα από λίγο διάστημα - πριν περάσει νομίζω χρόνος από τη δίκη. Ζούσε στο Κέιπ Τάουν και οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Έχει γραφεί ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο, έχει γραφεί ότι αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα. Είχε καταδικαστεί για " εξ αμελείας" θάνατο του Νικηφόρου σε μια ποινή σε δεύτερο βαθμό που βγήκε σε λίγο...μετατρέψιμη. Σε κάποιο γνωστό μας είχε πει ότι " μια μέρα θα μιλήσω"...
Εγώ στο δικαστήριο δεν απευθύνθηκα καθόλου σ' αυτόν, του είπα μόνο σε μια αποστροφή της κατάθεσής μου, ότι αργά ή γρήγορα θα έχει την ίδια τύχη, γιατί την προδοσία πολλοί αγαπήσανε, τον προδότη κανείς. Είναι κάτι που το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται.
Από τότε πολύς κόσμος εξαφανίστηκε αμέσως μετά ή στη διάρκεια της δικτατορίας απ' αυτούς που μπορούν να έχουν σχέση με τη δολοφονία του Νικηφόρου...
...Σχεδόν μόνο από τη βέρα τον αναγνώρισαν. Εμένα δεν έκαναν ούτε τον κόπο να με ενημερώσουν. Είχαν το πτώμα δυο μέρες στα χέρια τους, με τη βέρα βέβαια, που έγραφε το όνομά μου και την ημερομηνία του αρραβώνα μας - 1956...
Άρχισαν τα ξένα πρακτορεία ειδήσεων να μεταδίδουν ότι " εξεβράσθη πτώμα και εικάζεται ότι ανήκει στο Νικηφόρο Μανδηλαρά"...Οι εδώ εφημερίδες από στοιχεία που προφανώς τους έδιναν οι αρχές ανέφεραν " ότι εβρέθη πτώμα αγνώστου ανδρός " με όλα όμως τα άλλα στοιχεία ψευδή όσον αφορά το ύψος, την εμφάνιση κ.λ.π. ώστε να μην πηγαίνει κανενός ο νους στον Νικηφόρο. Όμως με την πληροφορία που πρώτος έδωσε ένας ανταποκριτής των " Νέων" στην Αθήνα, πως υπάρχουν υποψίες ότι το πτώμα που βρέθηκε δεν είναι αγνώστου, αλλά είναι του Νικηφόρου, φύγανε για τη Ρόδο φίλοι και ένας θείος του.
Έγινε αναγνώριση, αλλά οι αρχές απαγόρευσαν τη μεταφορά του στην Αθήνα και αποφάσισαν άρον - άρον την ταφή του. Μας τηλεφώνησαν ότι " δεν προλαβαίνετε να έρθετε, γιατί έχουν επισπεύσει την κηδεία".
...Εγώ ήμουν εκείνες τις ημέρες σε κατάσταση μη ελεγχόμενη, βρισκόμουνα, κυριολεκτικά, σε κρίση, ήταν κάτι το απίστευτο, σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω ούτε με το μυαλό μου. Τραγικές στιγμές. Όποιος ξέρει από θάνατο, όποιος ξέρει από γεγονότα αναπάντεχα, μπορεί να καταλάβει. Δεν το είχα φανταστεί, παρόλο που πάντα είχαμε ανησυχίες, δεν το πίστευα ότι μπορεί να συμβεί κι όταν τελικά συμβαίνει, δε θέλεις να το αποδεχτείς, το αποδιώχνεις. Το απωθούμενο, ήθελα να το αποβάλω, δεν ήθελα να παραδεχτώ την πραγματικότητα".
- Και το παιδί, το έμαθε τότε;
Όχι, έκρινα ότι ήταν πολύ νωρίς για να το συνειδητοποιήσει, γιατί δεν ήταν ένα ατύχημα, δεν ήταν ένας θάνατος από μια αρρώστια που μπορούσες να το συζητήσεις, ήταν ένας τέτοιος θάνατος, μια δολοφονία, που ένα παιδί έξι ετών δεν μπορούσε να καταλάβει όλες τις πτυχές του δράματος. Έτσι πίστευα τότε, μπορεί και λαθεμένα...Το έμαθε πολύ αργότερα...
...Η ταφή έγινε στη Ρόδο και ο Νικηφόρος έμεινε εκεί για χρόνια. Φέραμε πίσω τα οστά του μετά τη δικτατορία. Δεν τον ξαναείδα από τότε που έφυγε για το ταξίδι...".
- Από μια άποψη, ίσως ήταν καλύτερα...
" Δεν ξέρω τι ήταν καλύτερο και τι χειρότερο, έχουν μείνει πολλά κενά μέσα μου σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όταν δεν ελέγχεις τον εαυτό σου, συνέπεια είναι να μην ελέγχεις και τις κινήσεις σου. Πάντως, ήταν μέρες μεγάλου σπαραγμού, μεγάλης οδύνης και για έναν παραπάνω λόγο, γιατί η δικτατορία ήταν παρούσα σε κάθε μας κίνηση και μας θύμιζε όλη αυτή την τραγωδία. Μέσα στην τραγωδία μας ζούσαμε άλλη μια τραγωδία. Κόσμος πλέον ζούσε στα ξερονήσια, κόσμος είχε εκπατρισθεί, άνθρωποι φυλακίζονταν, βασανίζονταν, σχεδόν όλος ο ελληνικός λαός ήταν υπό παρακολούθηση...
...Και είναι πραγματικά απορίας άξιο, πως σήμερα σπάνια ή καθόλου αναφέρονται στα θύματα της δικτατορίας, ενώ κάποιοι αγωνίζονται για τους Απριλιανούς δυνάστες.
" Μετά τη δικτατορία ξεκινήσαμε αγώνα να επανεξετασθεί η όλη υπόθεση. Γίνανε πολλές προσπάθειες, αλλά βέβαια δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους παρουσιάσουμε κάποιον και να τους πούμε ότι " αυτός είναι ο δολοφόνος".
Νομίζω ότι η πολιτεία ήθελε να περάσει στη λήθη όλα αυτά τα συμβάντα και έτσι, μέσα σ' αυτό το πλαίσιο τοποθετήθηκε η υπόθεση "Νικηφόρου Μανδηλαρά", πηγαίνοντας στο αρχείο. Δίκη δεν έγινε, αν και προσκομίσαμε καινούργια στοιχεία, φωτογραφίες του πτώματος του Νικηφόρου, που με πολύ κόπο κατορθώσαμε να έχουμε. Αλλά η προσπάθεια συγκάλυψης δεν είναι ένα καινούριο γεγονός στον τόπο μας. Κλείνουν την τυπική πλευρά του θέματος, αλλά η ουσιαστική πλευρά δεν πιστεύω πως κλείνει ποτέ!"
- Ουσιαστικά ξέρετε ποιοι ήταν οι δολοφόνοι;
" Ναι, Οι δικτάτορες ήταν. Τι θέλετε να σας πω, το όνομα του καθενός; Δεν μπορείς να ξέρεις ποιος όπλισε μέσα στο σκοτάδι το χέρι του δολοφόνου. Αυτό δε θα το μάθουμε ίσως ποτέ. Ξέρετε εσείς ποιος απ' όλους που χτυπούσαν τον Τσαρουχά έδωσε το καίριο χτύπημα; Ήταν επιφανής βουλευτής της ΕΔΑ κι όμως όταν έπεσε στα χέρια τους τον κατασπάραξαν κυριολεκτικά, πέθανε από βασανιστήρια πριν φτάσει στα κρατητήρια. Ξέρετε ποιος απ' όλους που τον χτυπούσαν στην ΕΣΑ έκανε άχρηστο τον αξιωματικό Σπύρο Μουστακλή, ποιος προδιέγραψε την υπόλοιπη ζωή του και τον οδήγησε στον τάφο;
Ξέρετε ποιος ήταν ο φυσικός αυτουργός στη δολοφονία της Αγγλίδας δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν; Ακούσατε ποιοι δολοφόνησαν τα παιδιά του Πολυτεχνείου; Κάποιοι καταδικάστηκαν, αλλά οι περισσότεροι κυκλοφορούν ελεύθεροι. Ήταν πολλοί οι σκοτωμένοι. Η δικτατορία δολοφονούσε. Όποτε μπορούσε και όπως μπορούσε. Πάντως οπωσδήποτε τους αγωνιστές τους φοβότανε.
Και γι' αυτό με διάφορους τρόπους τους έβγαζε από την αγωνιστική πρακτική. Υπάρχουν οι μηχανισμοί"...
" Σε μια δικτατορία αυτοί οι μηχανισμοί ενεργοποιούνται, βγαίνουν στην επιφάνεια και κατανέμονται οι αρμοδιότητες. Κάποιοι αποφασίζουν και κάποιοι αναλαμβάνουν την εκτέλεση. Είναι λίγοι, ώστε το μυστικό να' ναι καλά ασφαλισμένο.
Το σύνολο της ευθύνης το έχουν οπωσδήποτε οι δικτάτορες. Αν υπήρχαν κάποιοι άλλοι πίσω από αυτούς; Υπήρχαν τα νήματα από την εποχή του ΙΔΕΑ.
Άλλωστε η Ελλάδα έχει καταγράψει πολλές δικτατορίες στην ιστορία της. Πραγματικά, δεν εμφανίστηκαν στο στερέωμα σαν κομήτες οι δικτάτορες...
- Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας έχουν ζητήσει επανειλημμένα και μάλιστα πολύ πρόσφατα, εν όψει του Πάσχα, να δοθεί χάρη στους Χουντικούς με το επιχείρημα ότι είναι " ακίνδυνα γεροντάκια", ανίκανα πια να βλάψουν...
" Είναι να απορεί κανείς, γιατί το πρώτο που καταλύθηκε στη δικτατορία ήταν το Κοινοβούλιο, που είναι ο μεγάλος θεσμός της Δημοκρατίας. Προσπαθούν βέβαια να περάσουν τη μεγαλοσύνη του λαού...
Εγώ δεν αφήνω να φωλιάζει μέσα μου μίσος. Αν μου δείχνανε το δολοφόνο του άντρα μου δε θα μπορούσα να τον αγγίξω, δε θα μπορούσα να κάνω κάτι κακό. Δε το λέω αυτό μόνο τώρα, το ίδιο θα έλεγα, αν με ρωτούσαν και τότε, που το γεγονός ήταν νωπό. Γιατί έχω μια φιλοσοφία, μια στάση στη ζωή μου. Πιστεύω ακόμα ότι οι αγώνες έχουν και τα θύματά τους, έχουν ένα τίμημα και όποιος παίρνει το δρόμο τον ανηφορικό έχει κι αυτό κατά νου, το "ζην επικινδύνως". Αλλά το έγκλημα δεν μπορεί να το δικαιολογήσει κανείς. Γιατί το έγκλημα δεν είναι μια αναμέτρηση ίσων προς ίσους σ' έναν αγώνα, είναι ένα πισώπλατο χτύπημα.Κι αυτό δεν το δέχομαι.
Να σας θυμίσω κάτι. Για τις εκατόμβες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που χύθηκαν ποτάμια αίματος στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία που σήμερα περνάει μαύρες μέρες, στην Πολωνία, στην τότε Σοβιετική Ένωση με τα εκατομμύρια νεκρούς, πλήρωναν ορισμένοι μόνο του Τρίτου Ράιχ. Με τη δίκη της Νυρεμβέργης άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι πέρασαν κάποια χρόνια φυλακή.
Στο τέλος έμεινε μόνο ένας κρατούμενος, ο Φον Ες που οι σύμμαχοι αποφάσισαν να τον κρατήσουν φυλακισμένο σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Τι σήμαινε αυτό; Φοβόταν η κραταιά Αμερική ή η Σοβιετική Ένωση ή η Ευρώπη ότι αυτός ο γέρος θα έπαιρνε τη ρεβάνς; Όχι, βέβαια, αλλά ήταν ένα δείγμα γραφής, ήταν ένα σημείο αναφοράς. Και έμεινε στη φυλακή μέχρι προ χρόνων, που εξεμέτρησε το βίο του. Δεν είναι τυχαίο που , λησμονώντας, περνώντας στη λήθη όλα αυτά τα γεγονότα, αναβιώνουν έτσι εύκολα σήμερα φασιστικές ομάδες, δημιουργείται ένα φασιστικό κίνημα. Όταν ξεχνάμε την ιστορία μας, όταν ξεχνάμε και δεν έχουμε πια μπροστά μας αυτούς τους ανθρώπους όπως είναι ο Γρ. Λαμπράκης, ο Ελής, ο Τσαρουχάς και χιλιάδες άλλοι ανώνυμοι, ο λαός δεν έχει μπροστά του φωτεινές μορφές και εύκολα προλειαίνεται ένα έδαφος για να καρπίσουν άλλου είδους φρούτα.
Αυτά τα γεγονότα πρέπει να θυμόμαστε και όχι τους πρωταίτιους. Εγώ δεν είδα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να φτάνουν στα σπίια των δολοφονημένων από τη Χούντα του '67. Δεν είδα να ενδιαφέρονται να ρωτήσουν πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους, αν υπάρχουν πίσω οικογένειες ή ακόμα να σκύψουν πάνω σ' εκείνα τα εγκλήματα, να αγωνιστούν και για τη διαλεύκανσή τους ακόμα. Ο πόνος είναι μονομερής, είναι μόνο προς μια πλευρά.
Τα γεγονότα δεν πρέπει να θάβονται με τον τρόπο που επιχειρείται σήμερα να θαφτούν. Είναι ολέθριο να ξεχνιώνται γεγονότα που σημάδεψαν , που σφράγισαν τη ζωή μας και που πολλά από αυτά πληρώνουμε ακόμα και σήμερα.
- Σήμερα, αν υπήρχε η δυνατότητα μιας αναψηλάφησης της δίκης θα την κάνατε;
" Παρόλο που δε θέλω να κρίνω και να κατακρίνω την ελληνική δικαιοσύνη, δεν βρίσκονται εύκολα άνθρωποι του ύψους και του διαμετρήματος του Σαρτζετάκη, να σκύψουν με μεράκι πάνω στις υποθέσεις και να βγάλουν στην επιφάνεια τα πραγματικά περιστατικά. Κι έτσι, μ' αυτή τη σκέψη δε θέλω να βασανίζω την υπόθεση..."
- Λένε ότι ο χρόνος επουλώνει τις πληγές...
" Εγώ πιστεύω ότι ο χρόνος δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα. Μπορεί να μη νιώθεις την ίδια έξαρση της κρίσης, να μην αντιδράς με το θρήνο και τον κοπετό, όπως τις στιγμές εκείνες που το γεγονός είναι πάρα πολύ ζεστό. Άλλωστε εκείνη την ώρα δε συνειδητοποιείς το μέγεθος της συμφοράς, " του κακού που σ' έχει βρει" όπως λένε. Ο χρόνος πιστεύω ότι δουλεύει αντίστροφα. Διότι από εκεί και ύστερα γεννιούνται τα προβλήματα: να μεγαλώσεις ένα παιδί που δε θα' χει τον πατέρα του. Να ζήσεις εσύ όλες τις ηλικίες με την έλλειψή του. Σε κάθε φάση της ζωής σου και πιο πολύ στις δύσκολες φάσεις, που είναι οι περισσότερες - μετά από μια τέτοια τραγωδία η έλλειψη είναι καταλυτική. Δεν πιστεύω ότι ο χρόνος επουλώνει τις πληγές, εκτός, αν έχεις επιλέξει διαφορετικό δρόμο. Αν έχεις όμως επιλέξει το δρόμο τον αγωνιστικό, σου λείπει η παρουσία του, σου λείπει το συντροφικό χέρι, σου λείπει αυτός ο δεσμός, που εύκολα δεν τον αντικαθιστάς.
Ίσως και γιατί ήταν μια μεγάλη μορφή και εύκολα δε συναντάς τέτοιους ανθρώπους. Οπότε πιστεύω ότι η έλλειψη είναι μεγιστοποιημένη..."
...Μέσα σ' αυτό το σπίτι ο χρόνος έχει παγώσει. Έχει παγώσει και στη φωτογραφία ενός λεβέντη, που βρίσκεται κλεισμένος σε κορνίζα και μας κοιτάζει στην είσοδο...
Γιος σμυριδεργάτη από τη Νάξο, γνώρισε από κοντά την αδικία και τη φτώχεια. Δούλεψε ο ίδιος οικοδόμος, για να μπορέσει να σπουδάσει. Αριστούχος, με χίλιες στερήσεις. Πατέρας ενός παιδιού έξι χρόνων, που υπεραγαπούσε, σύζυγος μιας 29χρονης κοπέλας. Εκφραστής του αδούλωτου φρονήματος του ελληνικού λαού. Χαρισματικός και απλός, ετών 39, νέος για πάντα. Νικηφόρος για πάντα!
Γιώργος Λ. Χιωτάκης - Γιάννης Κορίδης, Νικηφόρος Μανδηλαράς. Η δολοφονία ενός αγωνιστή, Ιωλκός, Αθήνα 2004, 2η έκδοση
Ο Νικηφόρος Μανδηλάρας δολοφονήθηκε από ανθρώπους της χούντας στις 18 Μαΐου 1967 και το πτώμα του βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα.
Στη μοναδική συνέντευξη - εξομολόγηση που παραχώρησε στην καλή συντάκτρια του "Κυριακάτικου Ριζοσπάστη", Αλίκη Ξένου - Βενάρδου, θαυμάζει ο αναγνώστης τη δύναμη και την αντοχή, αλλά και την ανωτερότητα αυτής της υπέροχης γυναίκας - μάνας που δεν υστερεί από ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.
Το κείμενο - την εκ βαθέων εξομολόγηση - της Άσπας Μανδηλαρά παίρνει εδώ τη θέση του, ως μνημείο λόγου, ως μια κραυγή διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του ήρωα συντρόφου της Νικηφόρου.
Στον " Κυριακάτικο Ριζοσπάστη"( Σάββατο - Κυριακή 17- 18 Απριλίου 1993), τα όσα εκμυστηρεύτηκε η Άσπα Μανδηλαρά, στεγάστηκαν κάτω από τον τίτλο " Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση":
" Ξημερώματα, 21 Απρίλη 1967. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, που άλλοτε τρανταζόταν από τα βήματα χιλιάδων διαδηλωτών, ακούγεται ο φοβερός ήχος των τανκς. Μια οικογένεια φεύγει μέσα στο σκοτάδι εσπευσμένα από το σπίτι της. Μόλις που προλαβαίνουν. Ύστερα από λίγο τα όργανα της χούντας σπάνε την πόρτα του σπιτιού...
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς μαχόμενος δικηγόρος και αγωνιστής της Αριστεράς γνωρίζει ότι είναι προγραμμένος.
Κρύβεται μαζί με τη γυναίκα και το παιδί του για λίγες μέρες, αλλά ο τόπος δεν το χωράει. Ξέρει ότι δεν μπορεί να δουλέψει στην παρανομία, γιατί το πρόσωπό του είναι πασίγνωστο. Όλοι, μόλις βγει, θα τον αναγνωρίσουν. Αποφασίζει να φύγει νύχτα για το εξωτερικό μ' ένα καράβι. Λίγες μέρες μετά, το σώμα του ξεβράζεται στα χαλίκια της παραλίας, σε ένα χωριό της Ρόδου. Τον αναγνώρισαν μόνο από τη βέρα του που έγραφε " Άσπα - 1956 ". Σήμερα 26 χρόνια μετά, η Άσπα Μανδηλαρά, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας, μιλά για πρώτη φορά " γι' αυτές τις πολύ άγριες εποχές που μύριζαν μπαρούτι". Μιλά, με την επιφύλαξη πάντα μήπως "υπεισέλθει στα λεγόμενά της ο υποκειμενισμός".
" Γνωριστήκαμε με το Νικηφόρο το 1956. Είχε τελειώσει τη Νομική Σχολή και επρόκειτο να δώσει εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του δικηγόρου στον Άρειο Πάγο...Ήταν ήδη ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος, ήδη δραστηριοποιημένος, πάντα στην πλευρά των προοδευτικών παρατάξεων. Ήταν, πιστεύω, ένας γεννημένος αγωνιστής".
Αν και πολύ μικρή η Άσπα όταν τον γνώρισε, ήταν η ίδια ενταγμένη στην ΕΔΑ. Από οικογένεια αγωνιστών με βαθιές ρίζες στο λαϊκό κίνημα η οικογένεια Καλοδίκη. Θείος της, ο Β΄γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας, του ΚΚΕ " είναι ο πρώτος που κάλεσε τον ελληνικό λαό να πάρει τα όπλα στον αντιφασιστικό αγώνα, πριν ακόμα ιδρυθεί το ΕΑΜ" ".
Παντρεύτηκε πολύ νέα, σε ηλικία δεκαεννέα χρόνων.
" Από κει και πέρα με το Νικηφόρο ζούσαμε αγωνιστικά και λιγότερο οικογενειακά. Ήταν ένας άνθρωπος δοσμένος στους αγώνες. Εάν δεν είχα κι εγώ ακολουθήσει αυτό το δρόμο ίσως δεν θα μπορούσαμε να έχουμε οικογένεια".
Αμέσως απέκτησαν παιδί. Η ίδια εργαζόταν δίπλα του, βοηθούσε στο γραφείο του, αλλά και στην εφημερίδα που έβγαζε ο Νικηφόρος, " Τα Ναξιακά Χρονικά".
" Ήταν ένας άνθρωπος που εύκολα δεν μπορούσες να τον παρακολουθήσεις - ένας πολύ ανήσυχος άνθρωπος, οραματιστής, στοχαστής, με πολλά προσόντα. Για πολλά χρόνια έμεινα με την αίσθηση ότι οι άνθρωποι αυτής της διαμέτρου, είναι μοναδικοί, είναι αναντικατάστατοι. Βέβαια, στο χώρο του λαϊκού κινήματος τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν πολλοί και σε πάρα πολλούς φράχτηκε κυριολεκτικά ο δρόμος να ολοκληρώσουν τη διαδρομή της ζωής τους. Κάνανε μόνο μια τροχιά, ήταν στο ανέβασμα και ποτέ δεν ολοκληρώθηκε αυτή η τροχιά του ήλιου, όπως θέλω να τη λέω".
Η Άσπα Μανδηλαρά συντρόφευε αυτή την ανοδική τροχιά;
" Πρώτα τον γνώρισα σαν υπερασπιστή, κύρια διωκόμενων κομμουνιστών. Τον γνώρισα να γυρνάει στις φυλακές, να προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρίσκει μεθόδους, πρακτικές για την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων. Μη λησμονούμε ότι ακόμα και το 1967 υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι στην Ελλάδα...Εντυπωσιαζόμουν τότε από την αφοσίωση, το θαυμασμό που είχε γι' αυτούς τους ανθρώπους...Θεωρούσε δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο, να είσαι κομμουνιστής και ακόμα μια μεγάλη τιμή...Τους υπερασπίστηκε με πάθος. Στη δίκη του Μανόλη Γλέζου υπερασπίστηκε την αδελφή του. Ήταν τότε η λεγόμενη υπόθεση Κολιγγιάννη.
...Ήταν άγριες εποχές, είχαμε τους νόμους περί κατασκοπείας, εμείς ζήσαμε σε ενέργεια τους νόμους 509 και 375, τότε που δίκαζαν ακόμα και τη σκέψη. Και ήταν πολύ συνηθισμένο τότε το ερώτημα των δικαστών, κυρίως των στρατοδικών " αν καταδικάζεις το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του".
Ο Νικηφόρος υπήρξε υποψήφιος του ΠΑΜΕ μια και μοναδική φορά το 1961. Άνθρωπος που δε διέθετε ώρες ούτε για τον ύπνο του, βρισκόταν σε συνεχή υπερδιέγερση...Και ήταν πολλά τα επίπεδα που ασχολιόταν, πολλά και μεγάλα τα ενδιαφέροντά του. Μεράκι του μεγάλο η δημοσιογραφία.
Αν ονειρευόταν να ασχοληθεί στο μέλλον με την πολιτική; Μα δρούσε πολιτικά, θεωρούσε αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του την πολιτική πράξη, την πολιτική πρακτική. Γι' αυτόν πολιτική δε σήμαινε μόνο να πολιτεύεσαι - είχε το βαθύ αίσθημα του πολιτικοποιημένου ανθρώπου, που η ζωή του είναι ένας συνεχής αγώνας. Είτε στο πεζοδρόμιο, είτε ταξιδεύοντας και διαφωτίζοντας, είτε υπερασπιζόμενος διωκόμενους φοιτητές.
Συμμετείχε και σε μια μεγάλη δίκη, τη δίκη των 42 όπως ονομάστηκε τότε. Ανάμεσα στους 42 κατηγορούμενους κομμουνιστές ο Λουλές και ο Φλωράκης. Ήταν για 5 - 6 χρόνια προφυλακισμένοι και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Ο Νικηφόρος είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Δάρα.
" Ναι, παρακολουθούσα τις δίκες, καθημερινά ήμουνα κι εγώ στα δικαστήρια μαζί του. Αποκορύφωμα η περίφημη δίκη ΑΣΠΙΔΑ όπου υπεράσπιζε τον Αρ. Μπουλούκο. Την παρακολούθησα από την αρχή μέχρι που αποφασίστηκε από το δικαστήριο να γίνει κεκλεισμένων των θυρών. Τελείωσε χωρίς τους συνηγόρους με καταδίκες των περισσότερων κατηγορουμένων.
...Όταν δολοφόνησαν τον Πέτρουλα είχε πάει με άλλους δικηγόρους και τους γονείς του Σωτήρη και κατάφεραν κυριολεκτικά να αρπάξουν το πτώμα του, γιατί οι αρχές το είχαν κρύψει και δεν ήθελαν να το παρουσιάσουν...
- Εσείς πώς νιώθατε δίπλα σε μια τόσο πληθωρική προσωπικότητα;
" Περήφανη, ανάμεσα στους συνανθρώπους του που τους αντιμετώπιζε ισότιμα και ήθελε να ακούει τη γνώμη τους, το ίδιο αντιμετώπιζε κι εμένα, χωρίς διάκριση φύλου, χωρίς διάκριση ηλικίας, αν και είχαμε δέκα περίπου χρόνια διαφορά. Ήθελε ν' ακούει το μέσο άνθρωπο".
- Το ότι ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος στα ιδανικά και τον αγώνα δεν ήταν κάπως καταπιεστικό για μια νέα γυναίκα;
" Δεν ήμουν ανυποψίαστη για όσα συνέβαιναν. Δεν έζησα ούτε μια μέρα τον πατέρα μου μέσα στο σπίτι. Τον πιάσανε όταν εγώ γεννιόμουν το 1937 στη μεταξική δικτατορία και από τότε πέρασε σχεδόν στην παρανομία. Με το Νικηφόρο συναντιόμαστε στο πεζοδρόμιο, συναντιόμαστε στους αγώνες, συναντιόμαστε στα ίδια μετερίζια. Οι άνθρωποι αυτοί είναι "ταγμένοι". Δεν είναι θέμα καταπίεσης να ξέρεις ότι ο σύντροφός σου αγωνίζεται για το δίκιο, για την ελευθερία. Ήταν έννοιες που κι εμένα με έθελγαν. Και πιστεύω σ' αυτό που έλεγε ο Γληνός ότι " αν αξίζει η ζωή, αξίζει για να ζεις και να πεθαίνεις για ένα ιδανικό". Και σήμερα ακόμα δεν με θέλγει η ιδέα των ανθρώπων που η ζωή τους αρχίζει και τελειώνει με κάποιες ληξιαρχικές πράξεις...Θεωρώ ότι έχουμε καθήκον, έχουμε ιερό χρέος, ειδικά όταν γεννάμε ανθρώπους, να αγωνιζόμαστε για να καλυτερέψουμε τη ζωή τους, να δούμε την προοπτική τους. Και είναι σήμερα ένα σημάδι που με ενοχλεί αφάνταστα, όταν γίνεται μια εκδήλωση για το νέφος που ξέρουμε ότι είναι θανατηφόρο για τα παιδιά και δεν κατεβαίνουν χιλιάδες λαού για να διαμαρτυρηθούν.
...Ναι...με ενέπνεε. Τι θαύμαζα περισσότερο στο Νικηφόρο;
Δεν είναι κάτι ξεχωριστό, είναι η συνισταμένη πολλών προσόντων, πολλών προτερημάτων. Ορισμένοι άνθρωποι έχουν μια σφραγίδα δωρεάς. Αυτή τη σφραγίδα της δωρεάς την είχε ακέραια πάνω του ο Νικηφόρος. Ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτός, καλόκαρδος, ζεστός, με μόνιμα χαραγμένο το γέλιο στα χείλη του , προσηνής, εύστροφος...Δε νομίζω όμως ότι είναι σωστό να δημιουργείται ένας μύθος γύρω από ένα πρόσωπο. Ο Νικηφόρος ήταν ένας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, με προτερήματα και με ελαττώματα. Αλλά ήταν ατόφιος άνθρωπος, ήταν αληθινός, ήταν γνήσιος...
...Να σας πω και κάτι. Απέφυγα με πολύ κόπο όλα αυτά τα χρόνια, από το '67 μέχρι σήμερα, να δώσω συνέντευξη προσωπική. Δεν έκανα άλλο από μια δήλωση. έχουν γίνει αφιερώματα πολλά για το Νικηφόρο και θέλω να αναφέρω ότι ένα μεγάλο αφιέρωμα, με πολύ σεβασμό στην όλη υπόθεση, έκανε ο Γιάννης ο Φάτσης...
...Φοβόμουν μήπως δε βρεθώ στο ύψος των περιστάσεων και των γεγονότων. Ήθελα να μιλήσουν οι άνθρωποι που τον γνώρισαν, οι συναγωνιστές του, που μπορούν και πρέπει να αναδείξουν την προσωπικότητα του Νικηφόρου. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ο Νικηφόρος άφησε τη σφραγίδα του στο πέρασμα του χρόνου, άφησε τα χνάρια του μέσα στο λαό...Είναι για μένα σημαντικό ότι όταν τύχει, από ανάγκη να πω το όνομά μου και είναι νέοι άνθρωποι γύρω μου γνωρίζουν την περίπτωση του Νικηφόρου Μανδηλαρά, ξέρουν πολλά για τους αγώνες και τη δολοφονία του".
"Έλαμπε" θα πει σε κάποια στιγμή...Και πραγματικά, ο Μανδηλαράς ήταν ένας άνθρωπος που κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει, έστω κι αν τον είχε γνωρίσει φευγαλέα, για λίγα λεπτά. Ορμητικός, ζεστός, ήταν μια εκρηκτική προσωπικότητα. Συνάρπαζε στο δικαστήριο. Όχι μόνο με την εμφάνιση και τη βροντερή φωνή του, αλλά και με τα επιχειρήματά του. Ένας άνθρωπος πολλά υποσχόμενος με τεράστιες δυνατότητες...
" Η Χούντα ισχυρίστηκε ότι ο Μανδηλαράς έπεσε στη θάλασσα για να αποφύγει τη σύλληψη και πνίγηκε. Αλλά το πτώμα έδειχνε ότι ο Μανδηλαράς είχε βασανιστεί πριν δολοφονηθεί , γράφει ο Γιάννης Κάτρης στο βιβλίο του " Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα".
...Ο Νικηφόρος ήξερε ότι ήταν προγραμμένος. Γιατί, όμως τόσο μένος, τόσο πάθος, ειδικά για το Νικηφόρο Μανδηλαρά;
" Η πρώτη φορά που πραγματικά φοβήθηκα για τη ζωή του, ήταν στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Είχε δεχτεί απειλές. Το μεγάλο μένος, πιστεύω, ότι δημιουργήθηκε στην ακροαματική διαδικασία. Ήταν το ξεσκέπασμα της σκευωρίας, το θάρρος, το κουράγιο, η δικαστική δεινότητα, η γνώση του Νικηφόρου μέσα στο δικαστήριο, το ότι δεν μπόρεσαν να στηρίξουν το κατηγορητήριο οι μάρτυρες κατηγορίας.Μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι ίδιοι μάρτυρες κατηγορίας που παρήλασαν στο δικαστήριο και κατέθεσαν ενάντια στους κατηγορούμενους αξιωματικούς - ότι τάχα ενείχοντο σε οργανώσεις μη νόμιμες, ότι στο στρατό δρουν παραστρατιωτικές ομάδες - ήταν αυτοί οι τραικόσιοι, που μετά είχαν καίρια πόστα στη δικτατορία...
...Ποιος πρόδωσε το Νικηφόρο όταν έφυγε; Απ' ό,τι φαίνεται από τα επίσημα έγγραφα της δικογραφίας - αλλά και από την ομολογία του - πρόδωσε τη φυγάδευση του Νικηφόρου ο ίδιος ο καπετάνιος, ο Πέτρος Πόταγας. Από τη δικογραφία, επίσης, προκύπτει ότι στο ΓΕΝ γίνονταν συσκέψεις επί συσκέψεων ανωτάτων στελεχών, για να αποφασίσουν για την τύχη του Νικηφόρου.
" Όλος ο ιστός πλέχτηκε γύρω από τον καπετάνιο. Ήταν ο μόνος στον οποίο έδωσαν πίσω το φυλλάδιό του για να μπορεί να φύγει. Σε όλους τους άλλους του πληρώματος το κατακράτησαν. Εκείνη τη νύχτα είχε κανονιστεί να πάρει το τιμόνι ο καπετάνιος. Να' χει ο ίδιος βάρδια και μέσα σ' όλη αυτή τη διαδικασία, εμπλέκεται και ο υποπλοίαρχος Βαρούτσας. Ήταν και οι δυο συντονισμένοι να είναι μόνο αυτοί βάρδια. Όλοι οι άλλοι κοιμόντουσαν στην κουκέτα τους.
"Από εκεί και ύστερα, μέσα στα πελάγη μη ζητάτε λεπτομέρειες - εδώ έγιναν δολοφονίες μέσα στα κρατητήρια, μέσα στα χέρια των βασανιστών και τίποτα δεν αποδείχτηκε, δεν καταδικάστηκαν οι υπαίτιοι. Έγινε το Σεπτέμβρη του '67 μια δίκη - θέατρο. Για όποιον ξέρει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, βγαίνει από τα ίδια τα ντοκουμέντα ποιοι ήταν πίσω από τη δολοφονία...
Το πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά στην ακτή Γεννάδι της Ρόδου.( Η φωτογραφία δανεισμένη από εδώ )
...Δεν ξέρουμε τι έγινε εκείνη τη βραδιά, ποιος τον σκότωσε, ούτε αν ο καπετάνιος ενήργησε μόνος του ή μαζί με άλλους. Άλλωστε, σκοτώθηκε κι αυτός ύστερα από λίγο διάστημα - πριν περάσει νομίζω χρόνος από τη δίκη. Ζούσε στο Κέιπ Τάουν και οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Έχει γραφεί ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο, έχει γραφεί ότι αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα. Είχε καταδικαστεί για " εξ αμελείας" θάνατο του Νικηφόρου σε μια ποινή σε δεύτερο βαθμό που βγήκε σε λίγο...μετατρέψιμη. Σε κάποιο γνωστό μας είχε πει ότι " μια μέρα θα μιλήσω"...
Εγώ στο δικαστήριο δεν απευθύνθηκα καθόλου σ' αυτόν, του είπα μόνο σε μια αποστροφή της κατάθεσής μου, ότι αργά ή γρήγορα θα έχει την ίδια τύχη, γιατί την προδοσία πολλοί αγαπήσανε, τον προδότη κανείς. Είναι κάτι που το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται.
Από τότε πολύς κόσμος εξαφανίστηκε αμέσως μετά ή στη διάρκεια της δικτατορίας απ' αυτούς που μπορούν να έχουν σχέση με τη δολοφονία του Νικηφόρου...
...Σχεδόν μόνο από τη βέρα τον αναγνώρισαν. Εμένα δεν έκαναν ούτε τον κόπο να με ενημερώσουν. Είχαν το πτώμα δυο μέρες στα χέρια τους, με τη βέρα βέβαια, που έγραφε το όνομά μου και την ημερομηνία του αρραβώνα μας - 1956...
Άρχισαν τα ξένα πρακτορεία ειδήσεων να μεταδίδουν ότι " εξεβράσθη πτώμα και εικάζεται ότι ανήκει στο Νικηφόρο Μανδηλαρά"...Οι εδώ εφημερίδες από στοιχεία που προφανώς τους έδιναν οι αρχές ανέφεραν " ότι εβρέθη πτώμα αγνώστου ανδρός " με όλα όμως τα άλλα στοιχεία ψευδή όσον αφορά το ύψος, την εμφάνιση κ.λ.π. ώστε να μην πηγαίνει κανενός ο νους στον Νικηφόρο. Όμως με την πληροφορία που πρώτος έδωσε ένας ανταποκριτής των " Νέων" στην Αθήνα, πως υπάρχουν υποψίες ότι το πτώμα που βρέθηκε δεν είναι αγνώστου, αλλά είναι του Νικηφόρου, φύγανε για τη Ρόδο φίλοι και ένας θείος του.
Έγινε αναγνώριση, αλλά οι αρχές απαγόρευσαν τη μεταφορά του στην Αθήνα και αποφάσισαν άρον - άρον την ταφή του. Μας τηλεφώνησαν ότι " δεν προλαβαίνετε να έρθετε, γιατί έχουν επισπεύσει την κηδεία".
...Εγώ ήμουν εκείνες τις ημέρες σε κατάσταση μη ελεγχόμενη, βρισκόμουνα, κυριολεκτικά, σε κρίση, ήταν κάτι το απίστευτο, σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω ούτε με το μυαλό μου. Τραγικές στιγμές. Όποιος ξέρει από θάνατο, όποιος ξέρει από γεγονότα αναπάντεχα, μπορεί να καταλάβει. Δεν το είχα φανταστεί, παρόλο που πάντα είχαμε ανησυχίες, δεν το πίστευα ότι μπορεί να συμβεί κι όταν τελικά συμβαίνει, δε θέλεις να το αποδεχτείς, το αποδιώχνεις. Το απωθούμενο, ήθελα να το αποβάλω, δεν ήθελα να παραδεχτώ την πραγματικότητα".
- Και το παιδί, το έμαθε τότε;
Όχι, έκρινα ότι ήταν πολύ νωρίς για να το συνειδητοποιήσει, γιατί δεν ήταν ένα ατύχημα, δεν ήταν ένας θάνατος από μια αρρώστια που μπορούσες να το συζητήσεις, ήταν ένας τέτοιος θάνατος, μια δολοφονία, που ένα παιδί έξι ετών δεν μπορούσε να καταλάβει όλες τις πτυχές του δράματος. Έτσι πίστευα τότε, μπορεί και λαθεμένα...Το έμαθε πολύ αργότερα...
...Η ταφή έγινε στη Ρόδο και ο Νικηφόρος έμεινε εκεί για χρόνια. Φέραμε πίσω τα οστά του μετά τη δικτατορία. Δεν τον ξαναείδα από τότε που έφυγε για το ταξίδι...".
- Από μια άποψη, ίσως ήταν καλύτερα...
" Δεν ξέρω τι ήταν καλύτερο και τι χειρότερο, έχουν μείνει πολλά κενά μέσα μου σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όταν δεν ελέγχεις τον εαυτό σου, συνέπεια είναι να μην ελέγχεις και τις κινήσεις σου. Πάντως, ήταν μέρες μεγάλου σπαραγμού, μεγάλης οδύνης και για έναν παραπάνω λόγο, γιατί η δικτατορία ήταν παρούσα σε κάθε μας κίνηση και μας θύμιζε όλη αυτή την τραγωδία. Μέσα στην τραγωδία μας ζούσαμε άλλη μια τραγωδία. Κόσμος πλέον ζούσε στα ξερονήσια, κόσμος είχε εκπατρισθεί, άνθρωποι φυλακίζονταν, βασανίζονταν, σχεδόν όλος ο ελληνικός λαός ήταν υπό παρακολούθηση...
...Και είναι πραγματικά απορίας άξιο, πως σήμερα σπάνια ή καθόλου αναφέρονται στα θύματα της δικτατορίας, ενώ κάποιοι αγωνίζονται για τους Απριλιανούς δυνάστες.
" Μετά τη δικτατορία ξεκινήσαμε αγώνα να επανεξετασθεί η όλη υπόθεση. Γίνανε πολλές προσπάθειες, αλλά βέβαια δεν είχαμε τη δυνατότητα να τους παρουσιάσουμε κάποιον και να τους πούμε ότι " αυτός είναι ο δολοφόνος".
Νομίζω ότι η πολιτεία ήθελε να περάσει στη λήθη όλα αυτά τα συμβάντα και έτσι, μέσα σ' αυτό το πλαίσιο τοποθετήθηκε η υπόθεση "Νικηφόρου Μανδηλαρά", πηγαίνοντας στο αρχείο. Δίκη δεν έγινε, αν και προσκομίσαμε καινούργια στοιχεία, φωτογραφίες του πτώματος του Νικηφόρου, που με πολύ κόπο κατορθώσαμε να έχουμε. Αλλά η προσπάθεια συγκάλυψης δεν είναι ένα καινούριο γεγονός στον τόπο μας. Κλείνουν την τυπική πλευρά του θέματος, αλλά η ουσιαστική πλευρά δεν πιστεύω πως κλείνει ποτέ!"
- Ουσιαστικά ξέρετε ποιοι ήταν οι δολοφόνοι;
" Ναι, Οι δικτάτορες ήταν. Τι θέλετε να σας πω, το όνομα του καθενός; Δεν μπορείς να ξέρεις ποιος όπλισε μέσα στο σκοτάδι το χέρι του δολοφόνου. Αυτό δε θα το μάθουμε ίσως ποτέ. Ξέρετε εσείς ποιος απ' όλους που χτυπούσαν τον Τσαρουχά έδωσε το καίριο χτύπημα; Ήταν επιφανής βουλευτής της ΕΔΑ κι όμως όταν έπεσε στα χέρια τους τον κατασπάραξαν κυριολεκτικά, πέθανε από βασανιστήρια πριν φτάσει στα κρατητήρια. Ξέρετε ποιος απ' όλους που τον χτυπούσαν στην ΕΣΑ έκανε άχρηστο τον αξιωματικό Σπύρο Μουστακλή, ποιος προδιέγραψε την υπόλοιπη ζωή του και τον οδήγησε στον τάφο;
Ξέρετε ποιος ήταν ο φυσικός αυτουργός στη δολοφονία της Αγγλίδας δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν; Ακούσατε ποιοι δολοφόνησαν τα παιδιά του Πολυτεχνείου; Κάποιοι καταδικάστηκαν, αλλά οι περισσότεροι κυκλοφορούν ελεύθεροι. Ήταν πολλοί οι σκοτωμένοι. Η δικτατορία δολοφονούσε. Όποτε μπορούσε και όπως μπορούσε. Πάντως οπωσδήποτε τους αγωνιστές τους φοβότανε.
Και γι' αυτό με διάφορους τρόπους τους έβγαζε από την αγωνιστική πρακτική. Υπάρχουν οι μηχανισμοί"...
" Σε μια δικτατορία αυτοί οι μηχανισμοί ενεργοποιούνται, βγαίνουν στην επιφάνεια και κατανέμονται οι αρμοδιότητες. Κάποιοι αποφασίζουν και κάποιοι αναλαμβάνουν την εκτέλεση. Είναι λίγοι, ώστε το μυστικό να' ναι καλά ασφαλισμένο.
Το σύνολο της ευθύνης το έχουν οπωσδήποτε οι δικτάτορες. Αν υπήρχαν κάποιοι άλλοι πίσω από αυτούς; Υπήρχαν τα νήματα από την εποχή του ΙΔΕΑ.
Άλλωστε η Ελλάδα έχει καταγράψει πολλές δικτατορίες στην ιστορία της. Πραγματικά, δεν εμφανίστηκαν στο στερέωμα σαν κομήτες οι δικτάτορες...
- Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας έχουν ζητήσει επανειλημμένα και μάλιστα πολύ πρόσφατα, εν όψει του Πάσχα, να δοθεί χάρη στους Χουντικούς με το επιχείρημα ότι είναι " ακίνδυνα γεροντάκια", ανίκανα πια να βλάψουν...
" Είναι να απορεί κανείς, γιατί το πρώτο που καταλύθηκε στη δικτατορία ήταν το Κοινοβούλιο, που είναι ο μεγάλος θεσμός της Δημοκρατίας. Προσπαθούν βέβαια να περάσουν τη μεγαλοσύνη του λαού...
Εγώ δεν αφήνω να φωλιάζει μέσα μου μίσος. Αν μου δείχνανε το δολοφόνο του άντρα μου δε θα μπορούσα να τον αγγίξω, δε θα μπορούσα να κάνω κάτι κακό. Δε το λέω αυτό μόνο τώρα, το ίδιο θα έλεγα, αν με ρωτούσαν και τότε, που το γεγονός ήταν νωπό. Γιατί έχω μια φιλοσοφία, μια στάση στη ζωή μου. Πιστεύω ακόμα ότι οι αγώνες έχουν και τα θύματά τους, έχουν ένα τίμημα και όποιος παίρνει το δρόμο τον ανηφορικό έχει κι αυτό κατά νου, το "ζην επικινδύνως". Αλλά το έγκλημα δεν μπορεί να το δικαιολογήσει κανείς. Γιατί το έγκλημα δεν είναι μια αναμέτρηση ίσων προς ίσους σ' έναν αγώνα, είναι ένα πισώπλατο χτύπημα.Κι αυτό δεν το δέχομαι.
Να σας θυμίσω κάτι. Για τις εκατόμβες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που χύθηκαν ποτάμια αίματος στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαβία που σήμερα περνάει μαύρες μέρες, στην Πολωνία, στην τότε Σοβιετική Ένωση με τα εκατομμύρια νεκρούς, πλήρωναν ορισμένοι μόνο του Τρίτου Ράιχ. Με τη δίκη της Νυρεμβέργης άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι πέρασαν κάποια χρόνια φυλακή.
Στο τέλος έμεινε μόνο ένας κρατούμενος, ο Φον Ες που οι σύμμαχοι αποφάσισαν να τον κρατήσουν φυλακισμένο σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Τι σήμαινε αυτό; Φοβόταν η κραταιά Αμερική ή η Σοβιετική Ένωση ή η Ευρώπη ότι αυτός ο γέρος θα έπαιρνε τη ρεβάνς; Όχι, βέβαια, αλλά ήταν ένα δείγμα γραφής, ήταν ένα σημείο αναφοράς. Και έμεινε στη φυλακή μέχρι προ χρόνων, που εξεμέτρησε το βίο του. Δεν είναι τυχαίο που , λησμονώντας, περνώντας στη λήθη όλα αυτά τα γεγονότα, αναβιώνουν έτσι εύκολα σήμερα φασιστικές ομάδες, δημιουργείται ένα φασιστικό κίνημα. Όταν ξεχνάμε την ιστορία μας, όταν ξεχνάμε και δεν έχουμε πια μπροστά μας αυτούς τους ανθρώπους όπως είναι ο Γρ. Λαμπράκης, ο Ελής, ο Τσαρουχάς και χιλιάδες άλλοι ανώνυμοι, ο λαός δεν έχει μπροστά του φωτεινές μορφές και εύκολα προλειαίνεται ένα έδαφος για να καρπίσουν άλλου είδους φρούτα.
Αυτά τα γεγονότα πρέπει να θυμόμαστε και όχι τους πρωταίτιους. Εγώ δεν είδα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να φτάνουν στα σπίια των δολοφονημένων από τη Χούντα του '67. Δεν είδα να ενδιαφέρονται να ρωτήσουν πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους, αν υπάρχουν πίσω οικογένειες ή ακόμα να σκύψουν πάνω σ' εκείνα τα εγκλήματα, να αγωνιστούν και για τη διαλεύκανσή τους ακόμα. Ο πόνος είναι μονομερής, είναι μόνο προς μια πλευρά.
Τα γεγονότα δεν πρέπει να θάβονται με τον τρόπο που επιχειρείται σήμερα να θαφτούν. Είναι ολέθριο να ξεχνιώνται γεγονότα που σημάδεψαν , που σφράγισαν τη ζωή μας και που πολλά από αυτά πληρώνουμε ακόμα και σήμερα.
- Σήμερα, αν υπήρχε η δυνατότητα μιας αναψηλάφησης της δίκης θα την κάνατε;
" Παρόλο που δε θέλω να κρίνω και να κατακρίνω την ελληνική δικαιοσύνη, δεν βρίσκονται εύκολα άνθρωποι του ύψους και του διαμετρήματος του Σαρτζετάκη, να σκύψουν με μεράκι πάνω στις υποθέσεις και να βγάλουν στην επιφάνεια τα πραγματικά περιστατικά. Κι έτσι, μ' αυτή τη σκέψη δε θέλω να βασανίζω την υπόθεση..."
- Λένε ότι ο χρόνος επουλώνει τις πληγές...
" Εγώ πιστεύω ότι ο χρόνος δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα. Μπορεί να μη νιώθεις την ίδια έξαρση της κρίσης, να μην αντιδράς με το θρήνο και τον κοπετό, όπως τις στιγμές εκείνες που το γεγονός είναι πάρα πολύ ζεστό. Άλλωστε εκείνη την ώρα δε συνειδητοποιείς το μέγεθος της συμφοράς, " του κακού που σ' έχει βρει" όπως λένε. Ο χρόνος πιστεύω ότι δουλεύει αντίστροφα. Διότι από εκεί και ύστερα γεννιούνται τα προβλήματα: να μεγαλώσεις ένα παιδί που δε θα' χει τον πατέρα του. Να ζήσεις εσύ όλες τις ηλικίες με την έλλειψή του. Σε κάθε φάση της ζωής σου και πιο πολύ στις δύσκολες φάσεις, που είναι οι περισσότερες - μετά από μια τέτοια τραγωδία η έλλειψη είναι καταλυτική. Δεν πιστεύω ότι ο χρόνος επουλώνει τις πληγές, εκτός, αν έχεις επιλέξει διαφορετικό δρόμο. Αν έχεις όμως επιλέξει το δρόμο τον αγωνιστικό, σου λείπει η παρουσία του, σου λείπει το συντροφικό χέρι, σου λείπει αυτός ο δεσμός, που εύκολα δεν τον αντικαθιστάς.
Ίσως και γιατί ήταν μια μεγάλη μορφή και εύκολα δε συναντάς τέτοιους ανθρώπους. Οπότε πιστεύω ότι η έλλειψη είναι μεγιστοποιημένη..."
...Μέσα σ' αυτό το σπίτι ο χρόνος έχει παγώσει. Έχει παγώσει και στη φωτογραφία ενός λεβέντη, που βρίσκεται κλεισμένος σε κορνίζα και μας κοιτάζει στην είσοδο...
Γιος σμυριδεργάτη από τη Νάξο, γνώρισε από κοντά την αδικία και τη φτώχεια. Δούλεψε ο ίδιος οικοδόμος, για να μπορέσει να σπουδάσει. Αριστούχος, με χίλιες στερήσεις. Πατέρας ενός παιδιού έξι χρόνων, που υπεραγαπούσε, σύζυγος μιας 29χρονης κοπέλας. Εκφραστής του αδούλωτου φρονήματος του ελληνικού λαού. Χαρισματικός και απλός, ετών 39, νέος για πάντα. Νικηφόρος για πάντα!
Γιώργος Λ. Χιωτάκης - Γιάννης Κορίδης, Νικηφόρος Μανδηλαράς. Η δολοφονία ενός αγωνιστή, Ιωλκός, Αθήνα 2004, 2η έκδοση
Ο Νικηφόρος Μανδηλάρας δολοφονήθηκε από ανθρώπους της χούντας στις 18 Μαΐου 1967 και το πτώμα του βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα.
ΣΤΟΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαθαίνοντας το θάνατό σου
δεν μπόρεσα να κλάψω.
Στριφογύριζα στο κρεβάτι
του νοσοκομείου.
Θυμόμουνα την τελευταία μας συνάντηση.
"Δεν θα τολμήσουν", έλεγες.
"Δεν έχουν άλλο δρόμο", σ'απαντούσα.
"Αυτός ο δρόμος θα'ναι ο τάφος τους",
φώναζες με πίστη.
Ναι, Νικηφόρε, θα'ναι ο τάφος τους.
Αυτή την υπόσχεση σου δίνουμε
αντί για μνημόσυνο.
Αλέκος Παναγούλης, 1971, Λονδίνο
https://www.youtube.com/watch?v=TTvBcU50y_4
Αναδημοσιεύουμε στη γνωστή στήλη "ΕΜΦΑΣΗ" του blog μας...
ΑπάντησηΔιαγραφήRosa Mund σε ευχαριστώ για το ποίημα και το τραγούδι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυρυτάνα Ιχνηλάτη για μια ακόμη φορά σε ευχαριστώ πολύ.