Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Γιώργος Σεφέρης,"... στη Σκάλα του Βουρλά...ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια"


Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ, τον Αύγουστο του '14, όταν εφύγαμε από τη Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανό μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δυό τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στη Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια.
Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι· η φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα. Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση. Όπως στη σκηνή των μυστηρίων του Μεσαίωνα η γης είναι οριζόντια χωρισμένη από τον ουρανό, η Σκάλα ήταν μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σ' ένα περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί, οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τ' ακρογιάλια, ήταν οι δρόμοι, τα δέντρα και τ' ακρογιάλια μιας δικής μου χώρας. Θα μπορούσα και σήμερα να περιγράψω πολύ εύκολα τις πέτρες, τους λάκκους, τους λάκκους, τους φράχτες, τα μονοπάτια με την πιο παραμικρή λεπτομέρεια, χωρίς προσπάθεια της μνήμης· σα να έκανα μιαν απλή αντιγραφή από μιαν εικόνα που έχω μπροστά στα μάτια μου. Θα μπορούσα να πω την έκφραση του προσώπου και την κουβέντα του τάδε θαλασσινού, τη στιγμή που πήδηξε στο μόλο, βρεμένος από το κύμα, και δένει το καΐκι του. Βλέπω το χρώμα της αυγής, νιώθω το αγιάζι της νύχτας, ξέρω ποια φυσιογνωμία θα συναντήσω σαν ξεπεράσω εκείνο το σπίτι· οι κινήσεις του κορμιού μου είναι οι ίδιες μ' εκείνες που έκανα τότε. Ποιος ξέρει, αν η ζωή μου έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δυό παράλληλους δρόμους - ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου - είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυό κόσμους ξεχωρισμένους καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής.
Λοιπόν, τα τελευταία καλοκαίρια, προτού φύγουμε για την ελεύθερη Ελλάδα, δεν πήγαμε στην εξοχή. Αλλά τα νέα μάς έρχουνταν στυγνά και τραγικά. Τη μια μέρα μαθαίναμε πως οι Τούρκοι είχανε σκοτώσει, σ' ένα νησάκι τρεις ψαράδες που ήταν στη δούλεψη του σπιτιού μας· την άλλη μέρα πως τα ζεϊμπέκια είχανε πατήσει το τάδε χωριό. Ένα βράδυ χτύπησαν την πόρτα. Έτυχε ν' ανοίξω εγώ. Ο θείος μου μπήκε μέσα, κρατώντας από το μπράτσο μια κυρία με μαύρο πανωφόρι, μαύρο καπέλο κι ένα πυκνό βέλο. Πέρασε βιαστικά την αυλή και μπήκε στην τραπεζαρία χωρίς να καλησπερίσει·
- Φώναξε τον πατέρα σου, μου είπε μόνο.
Την άλλη μέρα έμαθα πως η μαυροφορεμένη κυρία ήταν ένας δικός μας αγωγιάτης που τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι και που κατάφερε να τρυπώσει στου θείου μου. Πέρασε σπίτι μας τη νύχτα εκείνη. Την άλλη αυγή τον εντύσαμε καρβουνιάρη και τον μπαρκάραμε κρυφά σ' ένα βαπόρι που έφευγε για τον Πειραιά.
Θα είχα να πω πολλές τέτοιες ιστορίες. Όσοι έζησαν τα χρόνια εκείνα στην Τουρκία ξέρουν πως ήταν πολύ συνηθισμένες. Κάποτε, λίγο μετά την ανακωχή του '18, στο Παρίσι, περπατούσα, καθώς νύχτωνε, πίσω από το Λουξεμβούργο, μ' έναν παιδικό μου φίλο, που είχε ζήσει στη Σμύρνη τα χρόνια του πολέμου. Ο δρόμος ήταν έρημος. Ξαφνικά ένιωσα το φίλο μου να τινάζεται προς τα πίσω·
- Είναι περίεργο, είπε, πόσο αργεί κανείς να ξεσυνηθίσει· είδα εκείνο το χωροφύλακα και νόμισα πως ήτανε Τούρκος.
Έτσι ήταν· ξέραμε τι θα πει σκλαβιά.

Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπ.'41, Ίκαρος, Αθήνα 1980, 1η ανατύπωση


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου