Το Δεκέμβριο του 2018 επανεκδόθηκε μετά από πολλά χρόνια το μυθιστόρημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου "Νύχτες και Αυγές" από τις εκδόσεις Γκοβόστη σε έναν τόμο.
Η παρουσίαση που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή στις 29 Ιανουαρίου 2019 και συντάκτης είναι η Πόλυ Κρημνιώτη.
«Το μυθιστόρημα 'Νύχτες και Αυγές' είναι μια μεγάλη τοιχογραφία της Αθήνας της Κατοχής, πληρέστερη από κάθε προηγούμενη λογοτεχνική προσφορά για το θέμα αυτό» έγραφε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στις 27 Μαΐου 1962, στην «Αυγή» για το πρώτο μυθιστόρημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Όταν δημοσιευόταν αυτό το κείμενο, το βιβλίο δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Είχε βρει ωστόσο τον δρόμο του στην τότε ΕΣΣΔ, όπου ο ανταποκριτής της «Αυγής» στη Μόσχα Γεωργούλας Μπέικος σημείωνε το εντυπωσιακό τιράζ των 150.000 αντιτύπων, στην έκδοσή του από τη Μολοντάγια Γκβάρντιγια (Νέα Φρουρά).
Ευτυχής συγκυρία φέρνει οι εκδόσεις Γκοβόστη να επανακυκλοφορούν τώρα σε ενιαίο τόμο την αρχικά δίτομη έκδοση που συγκροτούσαν το πρώτο μέρος «Η Πολιτεία» και το δεύτερο «Τα Βουνά». Η έκδοση πλαισιώνεται από το σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, στο οποίο αποκαλεί το μυθιστόρημά του ως την «πρώτη μου δοκιμή στη μεγάλη πεζογραφική μορφή», σημειώνοντας ότι «έχουν τεθεί εδώ κάποιες βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε μετά η συγγραφική μου δουλειά έτσι περίπου όπως συνεχίζεται και η αυτή ιστορία». Στο εκτεταμένο σημείωμά της, η σύντροφος του συγγραφέα, νεοελληνίστρια Σόνια Ιλίνσκαγια δίνει επαρκή στοιχεία για τη συγγραφή και την πρόσληψη του βιβλίου, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της κυκλοφορίας του σε Μόσχα και Ελλάδα.
Η εκδοτική περιπέτεια του μυθιστορήματος ξεκίνησε προδικτατορικά από το Θεμέλιο. Η χούντα το απαγόρευσε και μετά την πτώση της ο Κέδρος της Νανάς Καλιανέση το ξανάφερε στα βιβλιοπωλεία. Ακολούθησαν η έκδοση της Σύγχρονης Εποχής με τα περίφημα χαρακτικά του Τάσσου, και κατόπιν εκείνη από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Το μυθιστόρημα γράφτηκε τα χρόνια του εκπατρισμού του Αλεξανδρόπουλου, που μετά τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, βρέθηκε στη Ντεζ της Ρουμανίας. Εκεί άρχισε να το γράφει το 1954 και συνέχισε στην Τασκένδη και τη Μόσχα. Όπως γράφει η Σόνια Ιλίνσκαγια, παρά την ταλαιπωρημένη υγεία του, ο Αλεξανδρόπουλος αρίστευε στο πανεπιστήμιο «και είχε πρώτα απ' όλα στον νού του τις 'Νύχτες και Αυγές'», τις οποίες πρωτοπαρουσίασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Γκόρκι της Μόσχας ως πτυχιακή εργασία, όπου στη διαδικασία της υποστήριξης ο Γιώργος Σεβαστίκογλου τόνισε ότι με αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας του «εισέρχεται στην πλειάδα των πιο ταλαντούχων εκπροσώπων της νέας γενιάς προοδευτικών Ελλήνων πεζογράφων που ανοίγουν στον αναγνώστη σελίδες πρόσφατης ηρωικής ιστορίας της πατρίδας».
Οι «Νύχτες και Αυγές» δημοσιεύονται σχεδόν παράλληλα με τους δύο πρώτους τόμους των «Ακυβέρνητων Πολιτειών» του Σ. Τσίρκα και, όπως σημειώνει ο Ζ.Δ. Αϊναλής στο οπισθόφυλλο, «είναι από τα πρώτα έργα που τολμούν να καταπιαστούν μυθοπλαστικά με το νωπό ακόμα τραύμα της αγγλικής επέμβασης και του εμφυλίου πολέμου που σημάδεψε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τη μοίρα του ιδιάζοντος 'διπλού πολέμου' που έκρινε τις μεταπολεμικές τύχες του ελληνικού κράτους. Και είναι αυτή ακριβώς η επιμονή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου να αναφέρεται διαρκώς μέσα στο μυθιστόρημα σε αυτόν τον 'διπλό πόλεμο', εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό», ενώ το μυθιστόρημά του «υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι στην Αντίσταση συμμετείχαν και αγωνίστηκαν άνθρωποι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων».
Ο Αλεξανδρόπουλος καταγράφει αδρά την πείνα και τη σκληρότητα του κατακτητή, τον φόβο, την απανθρωπιά και όλη τη συνθήκη που οδήγησε στην Αντίσταση. Περιγράφει την απελευθέρωση και το καθολικό αίτημα της λαοκρατίας, ωστόσο από την πένα του δεν λείπουν η κατάπτωση, ο μαυραγοριτισμός, η προδοσία, ο δωσιλογισμός.
Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης αποτυπώνεται «με μια ρεαλισιτκή, στην ουσία της, επική αφήγηση που τελειώνει με ένα δραματικό προανάκρουσμα της διάψευσης και του εμφύλιου σπαραγμού που ακολούθησε» υπογραμμίζει ο Χρίστος Αλεξίου, σημειώνοντας ωστόσο ότι «το έργο του Αλεξανδρόπουλου, εξαιρετικά σημαντικό και πολύτιμο, όχι μόνο για τις ιστορικές, τις κοινωνικές και τις υπαρξιακές εμπειρίες που θησαυρίζει, αλλά και τις στοχαστικές παρατηρήσεις του στα δρώμενα του αιώνα του, καθώς και τις πρωτότυπες και ιδιόμορφες αφηγηματικές τεχνικές του, δεν αξιώθηκε, ώς τώρα, προσοχή ανάλογη με την αξία του. Οι κριτικοί απέφυγαν να μελετήσουν ένα έργο που απαιτεί πνευματική σκευή και τοποθέτηση απέναντι στη λογοτεχνία και στη ζωή ανάλογη με αυτή του συγγραφέα».
Η παρουσίαση που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή στις 29 Ιανουαρίου 2019 και συντάκτης είναι η Πόλυ Κρημνιώτη.
«Το μυθιστόρημα 'Νύχτες και Αυγές' είναι μια μεγάλη τοιχογραφία της Αθήνας της Κατοχής, πληρέστερη από κάθε προηγούμενη λογοτεχνική προσφορά για το θέμα αυτό» έγραφε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στις 27 Μαΐου 1962, στην «Αυγή» για το πρώτο μυθιστόρημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Όταν δημοσιευόταν αυτό το κείμενο, το βιβλίο δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Είχε βρει ωστόσο τον δρόμο του στην τότε ΕΣΣΔ, όπου ο ανταποκριτής της «Αυγής» στη Μόσχα Γεωργούλας Μπέικος σημείωνε το εντυπωσιακό τιράζ των 150.000 αντιτύπων, στην έκδοσή του από τη Μολοντάγια Γκβάρντιγια (Νέα Φρουρά).
Ευτυχής συγκυρία φέρνει οι εκδόσεις Γκοβόστη να επανακυκλοφορούν τώρα σε ενιαίο τόμο την αρχικά δίτομη έκδοση που συγκροτούσαν το πρώτο μέρος «Η Πολιτεία» και το δεύτερο «Τα Βουνά». Η έκδοση πλαισιώνεται από το σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, στο οποίο αποκαλεί το μυθιστόρημά του ως την «πρώτη μου δοκιμή στη μεγάλη πεζογραφική μορφή», σημειώνοντας ότι «έχουν τεθεί εδώ κάποιες βάσεις πάνω στις οποίες αναπτύχθηκε μετά η συγγραφική μου δουλειά έτσι περίπου όπως συνεχίζεται και η αυτή ιστορία». Στο εκτεταμένο σημείωμά της, η σύντροφος του συγγραφέα, νεοελληνίστρια Σόνια Ιλίνσκαγια δίνει επαρκή στοιχεία για τη συγγραφή και την πρόσληψη του βιβλίου, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της κυκλοφορίας του σε Μόσχα και Ελλάδα.
Η εκδοτική περιπέτεια του μυθιστορήματος ξεκίνησε προδικτατορικά από το Θεμέλιο. Η χούντα το απαγόρευσε και μετά την πτώση της ο Κέδρος της Νανάς Καλιανέση το ξανάφερε στα βιβλιοπωλεία. Ακολούθησαν η έκδοση της Σύγχρονης Εποχής με τα περίφημα χαρακτικά του Τάσσου, και κατόπιν εκείνη από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Το μυθιστόρημα γράφτηκε τα χρόνια του εκπατρισμού του Αλεξανδρόπουλου, που μετά τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, βρέθηκε στη Ντεζ της Ρουμανίας. Εκεί άρχισε να το γράφει το 1954 και συνέχισε στην Τασκένδη και τη Μόσχα. Όπως γράφει η Σόνια Ιλίνσκαγια, παρά την ταλαιπωρημένη υγεία του, ο Αλεξανδρόπουλος αρίστευε στο πανεπιστήμιο «και είχε πρώτα απ' όλα στον νού του τις 'Νύχτες και Αυγές'», τις οποίες πρωτοπαρουσίασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Γκόρκι της Μόσχας ως πτυχιακή εργασία, όπου στη διαδικασία της υποστήριξης ο Γιώργος Σεβαστίκογλου τόνισε ότι με αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας του «εισέρχεται στην πλειάδα των πιο ταλαντούχων εκπροσώπων της νέας γενιάς προοδευτικών Ελλήνων πεζογράφων που ανοίγουν στον αναγνώστη σελίδες πρόσφατης ηρωικής ιστορίας της πατρίδας».
Οι «Νύχτες και Αυγές» δημοσιεύονται σχεδόν παράλληλα με τους δύο πρώτους τόμους των «Ακυβέρνητων Πολιτειών» του Σ. Τσίρκα και, όπως σημειώνει ο Ζ.Δ. Αϊναλής στο οπισθόφυλλο, «είναι από τα πρώτα έργα που τολμούν να καταπιαστούν μυθοπλαστικά με το νωπό ακόμα τραύμα της αγγλικής επέμβασης και του εμφυλίου πολέμου που σημάδεψε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τη μοίρα του ιδιάζοντος 'διπλού πολέμου' που έκρινε τις μεταπολεμικές τύχες του ελληνικού κράτους. Και είναι αυτή ακριβώς η επιμονή του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου να αναφέρεται διαρκώς μέσα στο μυθιστόρημα σε αυτόν τον 'διπλό πόλεμο', εθνικοαπελευθερωτικό και ταξικό», ενώ το μυθιστόρημά του «υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία ότι στην Αντίσταση συμμετείχαν και αγωνίστηκαν άνθρωποι όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων».
Ο Αλεξανδρόπουλος καταγράφει αδρά την πείνα και τη σκληρότητα του κατακτητή, τον φόβο, την απανθρωπιά και όλη τη συνθήκη που οδήγησε στην Αντίσταση. Περιγράφει την απελευθέρωση και το καθολικό αίτημα της λαοκρατίας, ωστόσο από την πένα του δεν λείπουν η κατάπτωση, ο μαυραγοριτισμός, η προδοσία, ο δωσιλογισμός.
Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης αποτυπώνεται «με μια ρεαλισιτκή, στην ουσία της, επική αφήγηση που τελειώνει με ένα δραματικό προανάκρουσμα της διάψευσης και του εμφύλιου σπαραγμού που ακολούθησε» υπογραμμίζει ο Χρίστος Αλεξίου, σημειώνοντας ωστόσο ότι «το έργο του Αλεξανδρόπουλου, εξαιρετικά σημαντικό και πολύτιμο, όχι μόνο για τις ιστορικές, τις κοινωνικές και τις υπαρξιακές εμπειρίες που θησαυρίζει, αλλά και τις στοχαστικές παρατηρήσεις του στα δρώμενα του αιώνα του, καθώς και τις πρωτότυπες και ιδιόμορφες αφηγηματικές τεχνικές του, δεν αξιώθηκε, ώς τώρα, προσοχή ανάλογη με την αξία του. Οι κριτικοί απέφυγαν να μελετήσουν ένα έργο που απαιτεί πνευματική σκευή και τοποθέτηση απέναντι στη λογοτεχνία και στη ζωή ανάλογη με αυτή του συγγραφέα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου