...Τον Μιχάλη είχα να το δω μήνες, και μου έλειψε εκείνο το "τσαφ" που έκανε τα λαμπιόνια της ψυχής ν' ανάβουν.
Τον αναζήτησα περνώντας από διάφορα καφενεία, αλλά δεν τον βρήκα.
Τον ζήτησα δεύτερη και τρίτη φορά, και τον βρήκα μετά από κανένα μήνα, πάλι στο πατάρι του Λουμίδη, ανάμεσα σε κάποιους φίλους του, να συζητάει. Με χαιρέτησε από μακριά και συνέχισε την κουβέντα του. Παράγγειλα καφέ και κάθισα σ' ένα τραπέζι μόνος, παρακολουθώντας τον.
Σε μια στιγμή ξεκόβει, έρχεται στο τραπέζι μου, ακουμπάει τον καφέ του και ξαναφεύγει χωρίς να πει κουβέντα.
Παραξενεύτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα.
Μετά από αρκετή ώρα, πάνω που τέλειωνα τον καφέ μου κι ετοιμαζόμουν να φύγω, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου.
- Αυτό που συμβαίνει είναι απαράδεκτο, μου λέει οργισμένος. Ούτε αυτοί μου δώσανε υπουργείο. Τόσες κυβερνήσεις - και κανείς δεν με κάλεσε για να μου αναθέσει ένα υπουργείο. Το Υπουργείο Παιδείας, το Υπουργείο Οικονομικών, έστω το Υπουργείο Εξωτερικών - κι αν δεν έχουν, ας ιδρύσουν ένα Υπουργείο Ποιήσεως.
Τα έχασα γιατί δεν ήξερα αν μιλάει σοβαρά ή κάνει πλάκα.
Τον αναζήτησα περνώντας από διάφορα καφενεία, αλλά δεν τον βρήκα.
Τον ζήτησα δεύτερη και τρίτη φορά, και τον βρήκα μετά από κανένα μήνα, πάλι στο πατάρι του Λουμίδη, ανάμεσα σε κάποιους φίλους του, να συζητάει. Με χαιρέτησε από μακριά και συνέχισε την κουβέντα του. Παράγγειλα καφέ και κάθισα σ' ένα τραπέζι μόνος, παρακολουθώντας τον.
Σε μια στιγμή ξεκόβει, έρχεται στο τραπέζι μου, ακουμπάει τον καφέ του και ξαναφεύγει χωρίς να πει κουβέντα.
Παραξενεύτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα.
Μετά από αρκετή ώρα, πάνω που τέλειωνα τον καφέ μου κι ετοιμαζόμουν να φύγω, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου.
- Αυτό που συμβαίνει είναι απαράδεκτο, μου λέει οργισμένος. Ούτε αυτοί μου δώσανε υπουργείο. Τόσες κυβερνήσεις - και κανείς δεν με κάλεσε για να μου αναθέσει ένα υπουργείο. Το Υπουργείο Παιδείας, το Υπουργείο Οικονομικών, έστω το Υπουργείο Εξωτερικών - κι αν δεν έχουν, ας ιδρύσουν ένα Υπουργείο Ποιήσεως.
Τα έχασα γιατί δεν ήξερα αν μιλάει σοβαρά ή κάνει πλάκα.
* * *
- Τι να πω, Μιχάλη μου, δεν ξέρω...
- Αυτά να τα μεταφέρεις στους καθοδηγητές σου. Στην Κεντρική Επιτροπή, στον Γραμματέα. Να κάνει επερωτήσεις στη Βουλή, διαβουλεύσεις, να πάει στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, στον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είναι - ικαστήριο και δικαιώνει τας τέρρας ανώ με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο και επιτροπές κυβερνητικές που, ως αρνητικές τροπές, θα καταφέρουν να διορθώσουν δι' ορθώσεως και - ώσεως τα της μη εμπλοκής μου στα κυβερνητικά όργανα που είναι ορά να οργίου μη αγίου...
Μα, εσύ δεν υπούργησες ποτές κανέναν, πώς θέλεις τώρα να αναλάβεις υπουργίες κυβερνητικές - και δη σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, όπου όλα είναι ρευστά και, κατά το κοινώς ομολογούμενο, μπάχαλο;
- Μα, ακριβώς εδώ είναι η θέση μου. Πρέπει να εκπροσωπήσω τα όνειρα, την Ελευθερία, την Επανάσταση. Πρέπει να είμαι ο ατίθασος πύργος απέναντι στην τιθασευμένη λογική του εφικτού και του αναγκαίου, που οδηγεί σε υποδουλώσεις και υποτάξεις συνειδήσεως.
Πρέπει ν' ανοίξω τις κρυφές πύλες του κάστρου, για να φυσήξει νέος αέρας, και το ρεύμα να παρασύρει τα σκουριασμένα μανουάλια, πολυελαίους, Αρχιερείς, συναγωγές, συνομωσίες, ξεγελώντας τους Βησιγότθους και τους Δωριείς. Πρέπει να καταλάβουμε την Βαστίλλη και την Ανδαλουσία, ν' αναθέσουμε ευθύνες σε νέες επιτροπές. Να συμμετάσχω στις αποφάσεις που θ' αναδείξουν τα νέα προεδρεία. Για όλα αυτά, ποιος θα μεριμνήσει;
Ο σύντροφος μου Γκαρώ έγινε μέλος του Διευθυντηρίου, ο Τάσος Λειβαδίτης ονειρεύεται μιαν ήσυχη σπιτική ζωή, ο Αναγνωστάκης έπαψε να γράφει, κι ο Ρίτσος μαζεύει τα σπασμένα κομμάτια των στίχων που λουφάξανε στις κρύπτες των αγώνων και τ' άλλα που, πεταμένα, ανήμπορα, κάθονται στα ρείθρα των πεζοδρομίων ψάχνοντας το όχημα της πετρωμένης άνοιξης.
Ποιος, λοιπόν, θ' αναλάβει τις σκοτεινές συνομωσίες, τις ίντριγκες και τα παζάρια; Ποιος θα δωροδοκήσει τους φρουρούς για να τους πάρει με το μέρος του; Τώρα πρέπει να λάβουνε χώρα οι ανατροπές και τα όνειρα εκδίκηση, όπως μας διεμήνυσε εκείνος ο " ανθυπολοχαγός " της Αλβανίας. Αν δεν φροντίσει αυτή η κυβέρνηση την υπονόμευσή της, πώς θα δικαιώσει τις ελπίδες τόσων ανθρώπων;
-Αν και αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό σου, φοβάμαι ότι αυτοί που οργανώνουν κυβερνήσεις, κοινοβούλια, προεδρεία, βασιλείες, για ν' αρπάζουν λείες βασικών αγαθών κι ένα σωρό άλλες μηχανές χαλιναγώγησης της Ελευθερίας, δεν θα σου επέτρεπαν ν' αναπτύξεις τέτοιες πρωτοβουλίες, γιατί η πρότερη βούλησή σου, ως σκιάδιον των προθέσεων σου, σε καθιστά ύποπτο σκοτεινών συμφερόντων, όντων, λόγων - εφόσον στερούνται της κατάλληλης οράσεως, προκειμένου να δουν, μέσα απ' τον λόγο σου, την ψυχή των λόγων που τους έδωσαν θώκους κι αξιώματα, μιας κι η πενία του πνεύματος δεν τους επιτρέπει να βιώσουν την κατά τον Επίκτητο πενία των αναγκών, όπως εσύ.
Επομένως, οι καρκινικές ιδιότητες που αναπτύσσουν ελκύουν πρόσωπα και πράξεις, που δημιουργούν όγκους, πολλές φορές, θανατηφόρους για τους οργανισμούς δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου - κι εσύ, ως τέτοιος φορέας, θα διέτρεχες τον κίνδυνο της απαλλοτριώσεως των φυσικών σου πόρων και αγαθών. Θα διέτρεχες τον κίνδυνο της απώλειας του πριγκιπάτου της σκήτης σου έναντι πινακίου υπουργικής φακής...
- Μα, εγώ θα υποκρινόμουν τον ρήτορα με το μοναχικό σχήμα, τον σταυρό, το μαύρο ράσο που μέσα του θα έκρυβα τον ξανθό όμορφο εχθρό του βασιλείου. Έχω ακόμη τα ενδύματα του ωραίου μοναχού που εμφανίσθηκε στη μονή Τσοτυλίου με την μορφή Αγίου Ακεψιμά. Θα ζητούσα ακροάσεις από τον Αυτοκράτορα, θα υπέβαλα υπομνήματα, μα πάντα θα είχα το ξίφος κρυμμένο στα ενδύματα και, την κατάλληλη ώρα, θα ανέβαινα στον άμβωνα, στα τραπέζια των ταβερνών, στα τοπ Μαζόντ με σινό και Ιμαζόντ, και θα κήρυττα την Επανάσταση, θα κατήγγειλα τον ψευδο - Μάρκελο που παριστάνει τον Χριστό. Θα φορούσα την πορφυρή εσθήτα και με φραγγέλιο θα εξεδίωκα από το ναό όλους τους εμπόρους. Ίσως να κρατούσα για έμπιστό μου τον τρίτο καπετάνιο της νηός Ναβουχοδονόσορ και Χαμουραμπί...Οι ενέργειες μου θ' ακολουθούσαν τη συνεπή πορεία προς την κατάλυση του βασιλείου!
Είχε σηκωθεί όρθιος και, με στόμφο ρήτορος, συνεπαρμένος από τις σκέψεις του, εξαπέλυε μύδρους προς κάθε κατεύθυνση.
Σηκώθηκα να φύγω θεωρώντας ότι η συζήτηση μαζί του είχε τελειώσει, αλλά με κράτησε πίσω μια φράση του:
- Ανυπακοή! Ιδού το σύνθημα της Νέας Εποχής. Ανυπακοή στη Δημοκρατία του δημοσίου κράτους, δημώδους κράσεως και κραταιάς δημοτικότητας εν τη δημοσία οδώ! Ανυπακοή, όπως υπακοή, με Α στερητικό, ή ένα Αν, που μπορεί και να βάλει όρους και φραγμούς στους πλαστικούς οχετούς διοχέτευσης ασαφών ονείρων και επιδιώξεων αδρανών, με την έννοια των μη εδρασμένων λαών που κινούνται προς τα μπρος και χάνονται μέσα στα λούκια επιτήδειων οργάνων, αντί να εδραιώσουν θέσεις αντίστασης και πάλης.
- Ως πότε οι λαοί θα παλεύουν; Ως πότε οι άνθρωποι θ' αγωνίζονται για να κατακτήσουν την αξιοπρέπειά τους; Αιώνες τώρα το ίδιο βιολί! Συνέχεια κατακτάμε - και συνέχεια είμαστε κατακτημένοι. Συνέχεια νικάμε - και συνέχεια είμαστε νικημένοι. Πότε θα πούμε " Φτάσαμε! Εδώ ήταν το τέρμα μας!";
- Ποτέ, γιατί τέρμα δεν υπάρχει! Παντός τέρμα, παντός δέρμα...Τέρμα είναι ο θάνατος, που με ένα Α στερητικό γίνεται αθάνατος, όπως το φυτό που φύεται στις παρυφές των έρημων δρόμων και στον λόφο Φιλοπάππου, όταν το φύτεψε ο αρχιτέκτων Πικιώνης. Πριν απ' αυτόν υπάρχει η ζωή, που είναι ανεξάρτητη απ' την περιπέτεια, ως πέταγμα περί ταγμάτων και των ταμάτων σε Παναγία Σουμελά και Τήνου, και τις επιδιώξεις, ως διώξεις επιθέσεων του καθενός ανθρώπου, σ' όποια εποχή κι αν έζησε. Η πάλη για την Ελευθερία είναι συστατικό της Ζωής - κι όχι στατικό sea, όπως λένε οι Εγγλέζοι την θάλασσα, που προχωράει από πολλές μεριές και περικυκλώνει το νησί που αντιστέκεται και μας φυλάει τις καλύτερες μέρες του καλοκαιριού, με ήλιο και ξάπλες στην παραλία...Πού, λοιπόν, υπάρχει το τέρμα; Πουθενά...
- Ώστε, λοιπόν, είμαστε καταδικασμένοι να πολεμάμε συνέχεια;
- Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε συνέχεια, με ζουμ στα μέσα προσπορισμού των σω και σώματος ζωής, προκειμένου να προλαβαίνουμε τα έργα μας, που πάνε πιο μπροστά από μας, γιατί όταν κάνουμε μια πράξη, όπως να ζωγραφίσουμε μια εικόνα, να χτίσουμε έναν τοίχο, να βάψουμε ένα σπίτι, να φτιάξουμε ένα computer, να ψάλλουμε έναν ύμνο, να χτίσουμε ένα μοναστήρι, να φτιάξουμε ένα ρομπότ που θα μας υπηρετεί, στήνουμε ένα σταθμό ελέγχου που προσδιορίζει την πορεία μας.
Κι ενώ εμείς τα θεωρούμε όλα αυτά τυχαία, οι πράξεις μας γίνονται στήλες στον δρόμο που περπατάμε. Ένας δρόμος με προσκυνητάρια, σαν αυτούς που συναντάμε συχνά στις επαρχίες, μόνο που δεν είναι προσκυνητάρια ατυχημάτων αλλά σταθμοί διοδίων, όπου πληρώνουμε για την εξυπηρέτηση της ζωής μας σ' αυτούς που την εκμεταλλεύονται μιας κι έχουν βάλει στο χέρι όλα όσα την ευκολύνουν για να πάει μπροστά. Εμείς περνώντας τους βάζουμε λαδάκι, τα ξεσκονίζουμε, τα προσκυνάμε και πάμε παρακάτω, στις επαρχίες μας που είναι - αρχίες με επιβολή οξικής αφήγησης που, ως όξινη ανάμνηση, τυραννάει τις βαθιές γραμμές του εγκεφάλου μας στα σημεία όπου έγινε η λοβοτομή, αυτή που μας έκανε να δεχτούμε όλα όσα καθορίζουν τώρα την ζωή και τις πράξεις μας.
Η έννοια του ενιαίου ανθρώπου, ως στοιχείου ενιαίας πορείας, έχει ξεπερασθεί από τον ίδιο, μιας και, ως τοξοβόλος, είναι τοξευτής και στόχος μαζί της τοξικής βολής, που έχει προορισμό το άγνωστο και το διηνεκές μέσω μιας συνεχούς εξελισσόμενης εξίσωσης ενός συνόλου ατομικοτήτων - κι όχι ενός συνόλου ατόμων, που τέμνουν τομείς σε τόμους τιμών μερισμάτων προς όλους.
Κατάλαβες;
- Μα, γι' αυτό παλεύουμε με όπλο τον σοσιαλισμό! Προσπαθούμε να κάνουμε κτήμα μας τις πράξεις του ενιαίου ανθρώπου, είτε έχει σαν πρόσωπο την επιστημοσύνη είτε έχει σαν πρόσωπο την εργατική του δύναμη.
Η απελευθέρωση του ανθρώπου θα έρθει όταν καταφέρει να μοιράζεται δίκαια το αποτέλεσμα των κόπων του. Όταν δεν θα επιτρέπει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όταν εκτινάξει από πάνω του τα δεσμά της πείνας, της αμορφωσιάς, της αποδοχής του κινήτρου του κέρδους, που τον κάνει ευάλωτο στα ψεύτικα κελεύσματα του πλούτου, που στηρίζεται πάνω στην αδυναμία του συνανθρώπου του...
- Για όλα αυτά που λες, πρέπει ο καθένας μας να γράψει πάνω σε κάθε τοίχο, σε κάθε πέτρα, σε κάθε δέντρο, πρέπει να γράψει στο παρόν και το μέλλο την λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Γεια σου,
μου λέει και φεύγει.
Έκτοτε, τον είδα μερικές φορές ακόμα, αλλά η ζωή, που με τράβηξε από πολλά πράγματα που αγάπησα κι ακόμα αγαπώ, με έκανε να στερηθώ την παρέα του και να παρακολουθώ πλέον την πορεία του από μακριά...
Δημήτρης Τσιμιτάκης, Μιχάλης Κατσαρός " Πρίγκηπας Ανδαλουσίας και Κυπαρισσίας", Εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2005, 2η έκδοση
Ο Μιχάλης Κατσαρός πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 1998
Σήμερα ας βρούμε πρώτα τα όνειρα και βλέπουμε για την εκπροσώπηση τους
ΑπάντησηΔιαγραφή