...του γιου του ένδοξου και δυνατού ήρωα Πρίγκηπα Γκβιντόν Σαλτάνοβιτς και της πεντάμορφης Τσάρεβνας - Κύκνου
Τρεις κόρες στο παράθυρο σιμά
έκλωθαν το βράδυ αργά.
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,-
λέει η πρώτη με καημό,-
σ' όλο το χριστιανικό λαό
θα' κανα τραπέζι αρχοντικό."-
" Αν τσαρίνα ήμουν γω,-
η αδελφή της, λέει, με στεναγμό, -
για όλο τον κόσμο με χαρά
θα' φαινα εγώ τα πανικά."
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,
λέει η τρίτη με παλμό,-
τότε στον πατέρα τσάρο
θα γεννούσα ήρωα μεγάλο."
Δεν πρόλαβε ακόμα ν' αποπεί,
τρίζει η πόρτα στη στιγμή,
και μπαίνει μες στη σάλα ο τσάρος,
της χώρας κείνης ο αφέντης ο μεγάλος.
Την ώρα όλη της κουβέντας εστεκόταν
πίσω από το φράχτη κι αφουγκραζόταν·
της τελευταίας πρώτ' απ' όλα
του αρέσανε τα λόγια.
" Πανώρια κόρη μου, της λέει, γεια σου,
τσαρίνα γίνου, ως είν' το θέλημά σου,
και γέννησέ μου λεβέντη με ψυχή
ο Σεπτέμβρης πριν να βγη.
Και σεις, περιστεράκια μου αδελφούλες,
βγήτ' έξω από τη σάλα ούλες,
κατοπίσω μου κι οι δυό ελάτε,
μένα και την αδερφή σας ακλουθάτε!
Υφάντρα η μια από σας ας γένει,
κι η άλλη στην κουζίνα μεγείρισσα ας μένει.
Φεύγει ο πατερούλης - τσάρος κι από πίσω όλοι
κίνησαν για το παλάτι καταπόδι.
Ο τσάρος πρώτα λίγο σκέφθη·
κι ευθύς το ίδιο κιόλας βράδυ επαντρεύθη.
Ο τσάρος ο Σαλτάν σε τραπέζι γιορτινό, σιμά
με την τσαρίνα κάθεται τη μορφονιά·
κι οι τιμημένοι οι ξένοι, σε αρχοντικό
από ελεφαντόδοντο κρεβάτι νυφικό
βάλανε ύστερα τους νιους,
και τους αφήσαν μοναχούς.
Η μαγείρισσα βράζει στην κουζίν' από θυμό,
η υφάντρα κλαίει με λυγμούς στον αργαλειό,
και φθονούνε κι οι δυό πολύ
την αρχόντισσα αδερφή.
Μα η τσαρίνα η μορφονιά
δίχως άργητα καμιά,
απ' την πρώτη κιόλας τη βραδιά
κράτησε το λόγο της πιστά.
Πόλεμο είχε τοτεδά.
Ο τσάρος ο Σαλτάν τη γυναίκα χαιρετά,
σε άτι όμορφο καβάλα, που με βία χρεμετά,
προσταγή της δίνει όσο είν' αυτός μακριά
να φυλάγετ' αγαπώντας τον πιστά.
Καθώς όμως εκείνος μακριά
πολύ χρόνο κι άγρια πολεμά,
της γέννας ήρθε η στιγμή·
του χαρίζει γιο ο θεός σπαθί,
κι η τσαρίνα για το μωρό της λαχταρά
σαν αετίνα πάνω απ' το αετοπούλι ξαγρυπνά·
κήρυκα στέλνει με γραφτό,
χαρά να δώσει στο γονιό.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να την αφανίσουν θέλουν,
τον κήρυκα ν' αλλάξουν, παραγγέλλουν·
και στέλνουν κήρυκα άλλον με γραφτό
που' λεγε λέξη λέξη τούτα εδώ:
" Γέννησ' η τσαρίνα απόψε κατιτίς,
ούτ' αγόρι, ούτε κόρη να το πεις·
ποντικός δεν είναι, μήτε βάτραχος αυτό,
κάποιο άγνωστο, παράξενο θεριό."
Σαν εδιάβασ' ο πατέρας - τσάρος τ' άγγελμα το φοβερό,
πολύ συγχύστη κι άναψε απ' άγριο θυμό,
και να κρεμάσει θέλησε τον κήρυκα εκεί,
αλλά χαρίζοντάς του το, με όψη σοβαρή
δίνει του κήρυκα μια προσταγή γραφτή:
" Να προσμένουνε τον τσάρο να γυρίσει,
για τη νόμιμη την κρίση."
Φεύγει ο κήρυκας με τη γραφή
και φτάνει τέλος στην αυλή.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να τον ληστέψουν δίνουν προσταγή.
Τον κήρυκα, ως να μεθύσει, ποτίζουν με κρασί
και στο δισάκι τ' αδειανό
άλλο γράμμα βάζουνε πλαστό-
κι ο μεθυσμένος κήρυκας φέρνει στην αυλή
την ίδια κιόλας μέρα την προσταγή αυτή:
" Ο τσάρος τους μπογιάρους διατάσσει,
χρόνο να μη χάνουν, μα με βιάση
την τσαρίνα ευθύς με τον καρπό
κρυφά να ρίξουν σ' άβυθο νερό."
Τι να κάνουν οι μπογιάροι, θέλοντας και μη,
κλαίγοντας τ' αρχοντοπαίδι από ψυχή
και τη νια βασιλομάνα τη φτωχή,
στο υπνοδωμάτιό της όλοι μπαίνουν με σπουδή·
δήλωσαν την τσαρική βουλή:-
γιου και μάνας τη μοίρα την πικρή·
της διαβάσαν το ουκάζιο με παλλόμενη φωνή,
και την τσαρίνα, κείνη κιόλας τη στιγμή,
σε βαρέλι με το γιο της κλείσαν,
το πισσώσαν, το κυλήσαν
και στον ωκεανό το ρίξαν το βαθύ-
όπως όριζε του Σαλτάν η προσταγή.
Στο γαλανό τον ουρανό τ' αστέρια λαμπυρίζουν,
στη θάλασσα τα κύματα μαστιγωμέν' αφρίζουν·
ένα σύγνεφο κυλάει στον ουρανό,
ένα βαρέλι πλέει μοναχό.
Μέσα του οδύρεται και κλαίει πικρά,
σαν την πονεμένη χήρα, η τσαρίνα η νια·
και μεγαλώνει το παιδί εκεί,
όχι με τις μέρες, μα με τη στιγμή.
Πέρασε μια μέρα, αναφωνεί η τσαρίνα...
Και το παιδί βιάζει το κύμα!
" Κύμα μου, ω κύμα συ, γοργό!
Λεύτερο και βουερό·
όπου κι αν θελήσεις σπάζεις,
θαλασσόβραχους σωριάζεις,
όχθες στ' άβυθα βυθίζεις
και τη γη καταποντίζεις,
τα καράβια ανεβάζεις
κι απ' τα ύψη τα γκρεμίζεις-
μη μας αφανίζεις την ψυχή.
Ρίξε μας σε μιαν ακτή!"
Και την άκουσε το κύμα στη στιγμή!
Κι άξαφνα, ω θάμα, πάνω στην ακτή
εναπόθεσε το κύμα το βαρέλι ελαφρά
και πίσω ξανακύλησε και πάλι απαλά.
Η μάνα με το γιο της πια σωσμένη,
τη γη νιώθει κι ανασαίνει.
Απ' το βαρέλι τώρα πώς θα βγουν;
Έτσι ο θεός θα τους αφήσει να χαθούν;
Ορθώνεται στα πόδια το παιδί,
στηρίζεται στον πάτο με την κεφαλή,
μια προσπάθεια κάνει δυνατή!
" Παραθυράκι να βλέπει στην αυλή
τι λες ανοίγουμε;", λέει αυτός, και να,
υποχωρεί ο πάτος, πετάγεται μακριά.
Λεύτεροι τώρα μάνα και παιδί,
λόφο ξανοίγουν στον κάμπο τον πλατύ,
θάλασσα γαλάζια ολόγυρα πλατιά,
μοναχή πάνω στο λόφο μια βαλανιδιά.
Ο γιος σκέφτηκε: ένα καλό δείπνο μοναχά
αυτό είναι που μας λείπει τωραδά.
Απ' τη βαλανιδιά κλαδί αμέσως σπάει
και σε γεροτανυσμένο τόξο το λυγάει,
κόβει απ' το σταυρό του το κορδόνι το μεταξωτό
και στο δρύινο το τόξο τριπλοδένει τεντωτό·
ένα καλαμάκι λεπτό σπάζει
και σε βέλος ελαφρό το σιάζει,
και για του κάμπου ξεκινά ευθύς την άκρη,
για θήραμα να ψάξει στης θάλασσας τα μάκρη.
Μόλις στη θάλασσα σιμά φτάνει,
σάμπως βόγγο να'κουσε του φάνη...
Η θάλασσα ήρεμη δεν είναι, φανερό·
κοιτάει - και βλέπει κατιτίς κακό:
Κύκνος αγωνίζεται μες στη φουσκοθαλασσιά
και καταπάνω του ένας γύπας άγριος χυμά·
ο φτωχός ο κύκνος χτυπάει γύρω τα φτερά,
το νερό θολώνει και τινάζεται ψηλά...
Ο γύπας με νύχια ορθάνοιχτα, γαμψά,
το αιματηρό του ράμφος προβάλλει φοβερά...
Μα ένα βέλος τότε σφύριξε, και να...
Στο λαιμό του γύπα χώθηκε βαθιά·
πάνω στη θάλασσα αίμα στάζει,
ο τσάρεβιτς το τόξο κατεβάζει·
κοιτάει: ο γύπας μες στη θάλασσα βουλιάζει
κι αφήνει βογγητό που σαν πουλιού δεν μοιάζει·
ο κύκνος πλέει εκεί σιμά,
το μοχθηρό το γύπα ραμφίζει δυνατά
να ταχύνει το χαμό που αγγίζει,
τον χτυπά με το φτερό και τον βυθίζει· -
και στον τσάρεβιτς μετά
τούτα λέει στα ρωσικά:
" Τσάρεβιτς, σωτήρα μου εσύ,
δυνατέ μου λυτρωτή,
μη λυπάσαι πως για χάρη μου χωρίς
φαγητό θα μείνεις μέρες τρεις,
μη χολοσκάς που' χασες το βέλος.
Αυτή η λύπη, θα γενεί χαρά στο τέλος.
Θα σου πληρώσω το καλό ακριβά,
περετώντας σε πιστά.
Δεν έσωσες έναν κύκνο μοναχά,
σε μια κόρη χάρισες ζωή ξανά·
δεν εσκότωσες μονάχα έναν γύπα μοχθηρό,
έναν μάγο τόξεψες μαζί μ' αυτόν κακό.
Αιώνια γι' αυτό θα σε θυμάμαι.
Όπου με γυρέψεις παντού θα' μαι,
αλλά γύρνα πίσω τώρα πάλι,
και κοιμήσου δίχως έγνοια στο κεφάλι."
Πέταξε το κυκνοπούλι πέρα,
και ολάκερη τη μέρα,
την πέρασαν έτσι εκεί,
και να κοιμηθούνε γείραν νηστικοί.-
Μα ο τσάρεβιτς τα μάτια ανοίγει, να!
Και της νύχτας διώχνοντας τα όνειρα τ' αχνά
βλέπει θαμπωμένος μπρός του ξαφνικά...
Μια μεγάλη πόλη να φαντάζει ξωτικά,
γύρω γύρω τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη τα λευκά
λάμπουν τρούλοι εκκλησιών
κι ιερών μοναστηριών.
Την τσαρίνα ο τσάρεβιτς ξυπνάει στη στιγμή.
" Τι' ναι αυτό;" - αναφωνεί αυτή·
λέει αυτός: " Μου φαίνεται:
ο κύκνος μου αστειεύεται."
Γιος και μάνα πάνε προς την πόλη.
Μόλις σίμωσαν αντίκρυ στο περβόλι,
τις καμπάνες ξεκουφαντικά ακούν
'πο παντού να αντηχούν!
Πλήθη ο λαός να τους προϋπαντήσει πάει,
του ναού η χορωδία το θεό δοξολογάει·
φανταχτερά αμάξια, σωστή πομπή,
τους υποδέχεται η αυλή·
κι όλοι τους ζητωκραυγάζουν
και πριγκιπικό καπέλλο βάζουν
στου τσάρεβιτς την κεφαλή, και με μια φωνή
αρχηγό τους τον ανακηρύσσουν στη στιγμή.-
Κι απ' την πρωτεύουσα του μέσα την τρανή,
και με της τσαρίνας της καλής του την ευκή,
απ' την ίδια κιόλας μέρα αρχινά
ως πρίγκιπας Γκβιντόν να κυβερνά.( απόσπασμα)
Αλ. Πούσκιν, Το παραμύθι του Τσάρου Σαλτάν,μετφρ. Νίκος Σταματίου, "Ο Κέδρος", Αθήνα 1957
"Είναι δύσκολο να βρεθεί στη χώρα μας άνθρωπος που να μην ξέρει ή να μην αγαπά τα θαυμάσια έργα του μεγάλου ρώσου ποιητή Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ Σ ε ρ γ κ έ ι ε β ι τ ς
Π ο ύ σ κ ι ν. Ακόμα και όταν ζούσε, τον λέγανε "ήλιο της ρωσικής ποίησης". Έχουν περάσει περισσότερα από εκατό χρόνια από τότε που χάθηκε ο ποιητής, κι η αγάπη μας γι' αυτόν μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ και οι στίχοι του μέρα τη μέρα γίνονται όλο και πιο δικοί μας, όλο και πιο ακριβοί και πιο αναγκαίοι. Και στα λόγια των σύγχρονων του Πούσκιν μπορούμε να προσθέσουμε κάτι κι εμείς και να πούμε: " Ο Πούσκιν είναι α β α σ ί λ ε υ τ ο ς ήλιος της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν είναι ο πρώτος από τους ρώσους ποιητές που μίλησε στην απλή γλώσσα του λαού. Η γλώσσα αυτή κυλάει μες στους στίχους του και στα παραμύθια του ελεύθερα και καλόηχα όπως μια λαγαρή πηγή. Ο ποιητής θαύμαζε πάντα τη ρωσική γλώσσα για τον πλούτο της, για την εκφραστικότητα και για την ακρίβεια, την κατείχε λαμπρά, και σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να τη μελετά.
Ο Πούσκιν είχε πολλούς φίλους. Απ' τα παιδικά του όμως χρόνια ο πιο κοντινός του, ο πιο πιστός του άνθρωπος ήταν μια απλή χωριάτισσα, η νταντά του Αρίνα Ροντιόνοβνα Ματβέιεβα, " φιλενάδα των σκληρών μου ημερών" - την έλεγε ο ποιητής. Απ' αυτήν έμαθε, από τα μικρά του χρόνια, την καθαρή γλώσσα του λαού. Από το στόμα της άκουσε για πρώτη φορά τα θαυμάσια ρωσικά παραμύθια.
Στο χωριό Μιχαηλόβσκοϊε, όπου ο Πούσκιν είχε σταλεί με διαταγή του τσάρου, γνωρίστηκε από πολύ κοντά με τη ζωή του χωριού,την έμαθε, αγάπησε τα τραγούδια της, τους θρύλους και τα παραμύθια της. Πήγαινε συχνά στα πανηγύρια, ανακατεύονταν με το πλήθος των χωρικών, άνοιγε συζητήσεις με αμαξάδες, με ταξιδιώτες, και σημείωνε όλες τις πετυχεμένες λέξεις κι εκφράσεις, μάθαινε τα τραγούδια των τυφλών - τα παλιά εκείνα και φοβερά τραγούδια για την πικρή μοίρα του λαού.
Τ' ατέλειωτα χειιμωνιάτικα βράδια, μέσα στο χαμόσπιτο του Μιχαηλόβσκοϊε, η Αρίνα Ροντιόνοβνα, όπως κι όταν ήταν παιδί, διηγόταν του ποιητή παραμύθια. Έπεφτε το χιόνι, φυσούσε ο αέρας στα χωνιά της σόμπας, σιγοβούιζε τ' αδράχτι - κι ο παραμυθένιος λαϊκός κόσμος άνθιζε γύρω από τον Πούσκιν.
Ο ποιητής γρατσουνώντας με το φτερό της χήνας, υπομονετικά σημείωνε τα παραμύθια της νταντάς. " Τι θαυμάσια είναι αυτά τα παραμύθια!" έλεγε. " Το καθένα είναι ένα ποίημα". Κάτω από την αλαφρή του και γρήγορη πέννα, μερικά από τα παραμύθια αυτά έγιναν ελεύθεροι και τραγουδιστοί στίχοι, για να σκορπιστούν σε όλη τη χώρα, σε όλο τον κόσμο, να δώσουν χαρά στους ανθρώπους, και να τους αποκαλύψουν τον ανεξάντλητο κι εκπληκτικό πλούτο της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν απαθανάτισε στα παραμύθια του τις θαυμάσιες και ζωντανές εικόνες της λαϊκής φαντασίας: το χρυσόψαρο, την τσαρέβνα - κύκνο, τον Τσερνομόρ και τους θαλασσινούς ήρωες, το χρυσό πετεινό και το γελωτοποιό - σκίουρο. Και μαζί με το λαό, ο Πούσκιν στα παραμύθια του αλύπητα περιγέλασε κι αποδοκίμασε τους ανόητους και κακούς τσάρους, τους αχόρταγους παπάδες, τους πονηρούς κι αγράμματους μπογιάρους.
Τα παραμύθια αυτά έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο αυτό*. Όποιος θα τα διαβάσει για πρώτη φορά, θα γίνει ευτυχής, και όποιος θα τα ξαναδιαβάσει, θα είναι δυό φορές ευτυχής.
Ο Πούσκιν δε μας άφησε τα υπέροχα αυτά παραμύθια μόνο, αλλά και πολλούς άλλους αρμονικούς και δυνατούς στίχους, ποιήματα, διηγήματα, νουβέλλες.
Το όνομα του Πούσκιν ποτέ δε θα ξεχαστεί! Ο ζωντανός, ο αγαπημένος, ο μεγάλος μας ο Πούσκιν θα ζει πάντα στην καρδιά μας".
ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΠΑΟΥΣΤΟΒΣΚΙ
* Το προλογικό αυτό σημείωμα αναφέρεται στο βιβλίο - συλλογή παραμυθιών του Πούσκιν, από το οποίο μεταφράσαμε τούτο δω το παραμύθι του τσάρου Σαλτάν
( Σημείωση του εκδότη)
Τρεις κόρες στο παράθυρο σιμά
έκλωθαν το βράδυ αργά.
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,-
λέει η πρώτη με καημό,-
σ' όλο το χριστιανικό λαό
θα' κανα τραπέζι αρχοντικό."-
" Αν τσαρίνα ήμουν γω,-
η αδελφή της, λέει, με στεναγμό, -
για όλο τον κόσμο με χαρά
θα' φαινα εγώ τα πανικά."
" Αν τσαρίνα ήμουνα γω,
λέει η τρίτη με παλμό,-
τότε στον πατέρα τσάρο
θα γεννούσα ήρωα μεγάλο."
Δεν πρόλαβε ακόμα ν' αποπεί,
τρίζει η πόρτα στη στιγμή,
και μπαίνει μες στη σάλα ο τσάρος,
της χώρας κείνης ο αφέντης ο μεγάλος.
Την ώρα όλη της κουβέντας εστεκόταν
πίσω από το φράχτη κι αφουγκραζόταν·
της τελευταίας πρώτ' απ' όλα
του αρέσανε τα λόγια.
" Πανώρια κόρη μου, της λέει, γεια σου,
τσαρίνα γίνου, ως είν' το θέλημά σου,
και γέννησέ μου λεβέντη με ψυχή
ο Σεπτέμβρης πριν να βγη.
Και σεις, περιστεράκια μου αδελφούλες,
βγήτ' έξω από τη σάλα ούλες,
κατοπίσω μου κι οι δυό ελάτε,
μένα και την αδερφή σας ακλουθάτε!
Υφάντρα η μια από σας ας γένει,
κι η άλλη στην κουζίνα μεγείρισσα ας μένει.
Φεύγει ο πατερούλης - τσάρος κι από πίσω όλοι
κίνησαν για το παλάτι καταπόδι.
Ο τσάρος πρώτα λίγο σκέφθη·
κι ευθύς το ίδιο κιόλας βράδυ επαντρεύθη.
Ο τσάρος ο Σαλτάν σε τραπέζι γιορτινό, σιμά
με την τσαρίνα κάθεται τη μορφονιά·
κι οι τιμημένοι οι ξένοι, σε αρχοντικό
από ελεφαντόδοντο κρεβάτι νυφικό
βάλανε ύστερα τους νιους,
και τους αφήσαν μοναχούς.
Η μαγείρισσα βράζει στην κουζίν' από θυμό,
η υφάντρα κλαίει με λυγμούς στον αργαλειό,
και φθονούνε κι οι δυό πολύ
την αρχόντισσα αδερφή.
Μα η τσαρίνα η μορφονιά
δίχως άργητα καμιά,
απ' την πρώτη κιόλας τη βραδιά
κράτησε το λόγο της πιστά.
Πόλεμο είχε τοτεδά.
Ο τσάρος ο Σαλτάν τη γυναίκα χαιρετά,
σε άτι όμορφο καβάλα, που με βία χρεμετά,
προσταγή της δίνει όσο είν' αυτός μακριά
να φυλάγετ' αγαπώντας τον πιστά.
Καθώς όμως εκείνος μακριά
πολύ χρόνο κι άγρια πολεμά,
της γέννας ήρθε η στιγμή·
του χαρίζει γιο ο θεός σπαθί,
κι η τσαρίνα για το μωρό της λαχταρά
σαν αετίνα πάνω απ' το αετοπούλι ξαγρυπνά·
κήρυκα στέλνει με γραφτό,
χαρά να δώσει στο γονιό.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να την αφανίσουν θέλουν,
τον κήρυκα ν' αλλάξουν, παραγγέλλουν·
και στέλνουν κήρυκα άλλον με γραφτό
που' λεγε λέξη λέξη τούτα εδώ:
" Γέννησ' η τσαρίνα απόψε κατιτίς,
ούτ' αγόρι, ούτε κόρη να το πεις·
ποντικός δεν είναι, μήτε βάτραχος αυτό,
κάποιο άγνωστο, παράξενο θεριό."
Σαν εδιάβασ' ο πατέρας - τσάρος τ' άγγελμα το φοβερό,
πολύ συγχύστη κι άναψε απ' άγριο θυμό,
και να κρεμάσει θέλησε τον κήρυκα εκεί,
αλλά χαρίζοντάς του το, με όψη σοβαρή
δίνει του κήρυκα μια προσταγή γραφτή:
" Να προσμένουνε τον τσάρο να γυρίσει,
για τη νόμιμη την κρίση."
Φεύγει ο κήρυκας με τη γραφή
και φτάνει τέλος στην αυλή.
Κι η μαγείρισσα με την υφάντρα,
και τη νυφοπεθερά κυρά Κασσάντρα
να τον ληστέψουν δίνουν προσταγή.
Τον κήρυκα, ως να μεθύσει, ποτίζουν με κρασί
και στο δισάκι τ' αδειανό
άλλο γράμμα βάζουνε πλαστό-
κι ο μεθυσμένος κήρυκας φέρνει στην αυλή
την ίδια κιόλας μέρα την προσταγή αυτή:
" Ο τσάρος τους μπογιάρους διατάσσει,
χρόνο να μη χάνουν, μα με βιάση
την τσαρίνα ευθύς με τον καρπό
κρυφά να ρίξουν σ' άβυθο νερό."
Τι να κάνουν οι μπογιάροι, θέλοντας και μη,
κλαίγοντας τ' αρχοντοπαίδι από ψυχή
και τη νια βασιλομάνα τη φτωχή,
στο υπνοδωμάτιό της όλοι μπαίνουν με σπουδή·
δήλωσαν την τσαρική βουλή:-
γιου και μάνας τη μοίρα την πικρή·
της διαβάσαν το ουκάζιο με παλλόμενη φωνή,
και την τσαρίνα, κείνη κιόλας τη στιγμή,
σε βαρέλι με το γιο της κλείσαν,
το πισσώσαν, το κυλήσαν
και στον ωκεανό το ρίξαν το βαθύ-
όπως όριζε του Σαλτάν η προσταγή.
Στο γαλανό τον ουρανό τ' αστέρια λαμπυρίζουν,
στη θάλασσα τα κύματα μαστιγωμέν' αφρίζουν·
ένα σύγνεφο κυλάει στον ουρανό,
ένα βαρέλι πλέει μοναχό.
Μέσα του οδύρεται και κλαίει πικρά,
σαν την πονεμένη χήρα, η τσαρίνα η νια·
και μεγαλώνει το παιδί εκεί,
όχι με τις μέρες, μα με τη στιγμή.
Πέρασε μια μέρα, αναφωνεί η τσαρίνα...
Και το παιδί βιάζει το κύμα!
" Κύμα μου, ω κύμα συ, γοργό!
Λεύτερο και βουερό·
όπου κι αν θελήσεις σπάζεις,
θαλασσόβραχους σωριάζεις,
όχθες στ' άβυθα βυθίζεις
και τη γη καταποντίζεις,
τα καράβια ανεβάζεις
κι απ' τα ύψη τα γκρεμίζεις-
μη μας αφανίζεις την ψυχή.
Ρίξε μας σε μιαν ακτή!"
Και την άκουσε το κύμα στη στιγμή!
Κι άξαφνα, ω θάμα, πάνω στην ακτή
εναπόθεσε το κύμα το βαρέλι ελαφρά
και πίσω ξανακύλησε και πάλι απαλά.
Η μάνα με το γιο της πια σωσμένη,
τη γη νιώθει κι ανασαίνει.
Απ' το βαρέλι τώρα πώς θα βγουν;
Έτσι ο θεός θα τους αφήσει να χαθούν;
Ορθώνεται στα πόδια το παιδί,
στηρίζεται στον πάτο με την κεφαλή,
μια προσπάθεια κάνει δυνατή!
" Παραθυράκι να βλέπει στην αυλή
τι λες ανοίγουμε;", λέει αυτός, και να,
υποχωρεί ο πάτος, πετάγεται μακριά.
Λεύτεροι τώρα μάνα και παιδί,
λόφο ξανοίγουν στον κάμπο τον πλατύ,
θάλασσα γαλάζια ολόγυρα πλατιά,
μοναχή πάνω στο λόφο μια βαλανιδιά.
Ο γιος σκέφτηκε: ένα καλό δείπνο μοναχά
αυτό είναι που μας λείπει τωραδά.
Απ' τη βαλανιδιά κλαδί αμέσως σπάει
και σε γεροτανυσμένο τόξο το λυγάει,
κόβει απ' το σταυρό του το κορδόνι το μεταξωτό
και στο δρύινο το τόξο τριπλοδένει τεντωτό·
ένα καλαμάκι λεπτό σπάζει
και σε βέλος ελαφρό το σιάζει,
και για του κάμπου ξεκινά ευθύς την άκρη,
για θήραμα να ψάξει στης θάλασσας τα μάκρη.
Μόλις στη θάλασσα σιμά φτάνει,
σάμπως βόγγο να'κουσε του φάνη...
Η θάλασσα ήρεμη δεν είναι, φανερό·
κοιτάει - και βλέπει κατιτίς κακό:
Κύκνος αγωνίζεται μες στη φουσκοθαλασσιά
και καταπάνω του ένας γύπας άγριος χυμά·
ο φτωχός ο κύκνος χτυπάει γύρω τα φτερά,
το νερό θολώνει και τινάζεται ψηλά...
Ο γύπας με νύχια ορθάνοιχτα, γαμψά,
το αιματηρό του ράμφος προβάλλει φοβερά...
Μα ένα βέλος τότε σφύριξε, και να...
Στο λαιμό του γύπα χώθηκε βαθιά·
πάνω στη θάλασσα αίμα στάζει,
ο τσάρεβιτς το τόξο κατεβάζει·
κοιτάει: ο γύπας μες στη θάλασσα βουλιάζει
κι αφήνει βογγητό που σαν πουλιού δεν μοιάζει·
ο κύκνος πλέει εκεί σιμά,
το μοχθηρό το γύπα ραμφίζει δυνατά
να ταχύνει το χαμό που αγγίζει,
τον χτυπά με το φτερό και τον βυθίζει· -
και στον τσάρεβιτς μετά
τούτα λέει στα ρωσικά:
" Τσάρεβιτς, σωτήρα μου εσύ,
δυνατέ μου λυτρωτή,
μη λυπάσαι πως για χάρη μου χωρίς
φαγητό θα μείνεις μέρες τρεις,
μη χολοσκάς που' χασες το βέλος.
Αυτή η λύπη, θα γενεί χαρά στο τέλος.
Θα σου πληρώσω το καλό ακριβά,
περετώντας σε πιστά.
Δεν έσωσες έναν κύκνο μοναχά,
σε μια κόρη χάρισες ζωή ξανά·
δεν εσκότωσες μονάχα έναν γύπα μοχθηρό,
έναν μάγο τόξεψες μαζί μ' αυτόν κακό.
Αιώνια γι' αυτό θα σε θυμάμαι.
Όπου με γυρέψεις παντού θα' μαι,
αλλά γύρνα πίσω τώρα πάλι,
και κοιμήσου δίχως έγνοια στο κεφάλι."
Πέταξε το κυκνοπούλι πέρα,
και ολάκερη τη μέρα,
την πέρασαν έτσι εκεί,
και να κοιμηθούνε γείραν νηστικοί.-
Μα ο τσάρεβιτς τα μάτια ανοίγει, να!
Και της νύχτας διώχνοντας τα όνειρα τ' αχνά
βλέπει θαμπωμένος μπρός του ξαφνικά...
Μια μεγάλη πόλη να φαντάζει ξωτικά,
γύρω γύρω τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη με επάλξεις στη σειρά,
κι από πίσω από τα τείχη τα λευκά
λάμπουν τρούλοι εκκλησιών
κι ιερών μοναστηριών.
Την τσαρίνα ο τσάρεβιτς ξυπνάει στη στιγμή.
" Τι' ναι αυτό;" - αναφωνεί αυτή·
λέει αυτός: " Μου φαίνεται:
ο κύκνος μου αστειεύεται."
Γιος και μάνα πάνε προς την πόλη.
Μόλις σίμωσαν αντίκρυ στο περβόλι,
τις καμπάνες ξεκουφαντικά ακούν
'πο παντού να αντηχούν!
Πλήθη ο λαός να τους προϋπαντήσει πάει,
του ναού η χορωδία το θεό δοξολογάει·
φανταχτερά αμάξια, σωστή πομπή,
τους υποδέχεται η αυλή·
κι όλοι τους ζητωκραυγάζουν
και πριγκιπικό καπέλλο βάζουν
στου τσάρεβιτς την κεφαλή, και με μια φωνή
αρχηγό τους τον ανακηρύσσουν στη στιγμή.-
Κι απ' την πρωτεύουσα του μέσα την τρανή,
και με της τσαρίνας της καλής του την ευκή,
απ' την ίδια κιόλας μέρα αρχινά
ως πρίγκιπας Γκβιντόν να κυβερνά.( απόσπασμα)
Αλ. Πούσκιν, Το παραμύθι του Τσάρου Σαλτάν,μετφρ. Νίκος Σταματίου, "Ο Κέδρος", Αθήνα 1957
"Είναι δύσκολο να βρεθεί στη χώρα μας άνθρωπος που να μην ξέρει ή να μην αγαπά τα θαυμάσια έργα του μεγάλου ρώσου ποιητή Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ Σ ε ρ γ κ έ ι ε β ι τ ς
Π ο ύ σ κ ι ν. Ακόμα και όταν ζούσε, τον λέγανε "ήλιο της ρωσικής ποίησης". Έχουν περάσει περισσότερα από εκατό χρόνια από τότε που χάθηκε ο ποιητής, κι η αγάπη μας γι' αυτόν μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ και οι στίχοι του μέρα τη μέρα γίνονται όλο και πιο δικοί μας, όλο και πιο ακριβοί και πιο αναγκαίοι. Και στα λόγια των σύγχρονων του Πούσκιν μπορούμε να προσθέσουμε κάτι κι εμείς και να πούμε: " Ο Πούσκιν είναι α β α σ ί λ ε υ τ ο ς ήλιος της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν είναι ο πρώτος από τους ρώσους ποιητές που μίλησε στην απλή γλώσσα του λαού. Η γλώσσα αυτή κυλάει μες στους στίχους του και στα παραμύθια του ελεύθερα και καλόηχα όπως μια λαγαρή πηγή. Ο ποιητής θαύμαζε πάντα τη ρωσική γλώσσα για τον πλούτο της, για την εκφραστικότητα και για την ακρίβεια, την κατείχε λαμπρά, και σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να τη μελετά.
Ο Πούσκιν είχε πολλούς φίλους. Απ' τα παιδικά του όμως χρόνια ο πιο κοντινός του, ο πιο πιστός του άνθρωπος ήταν μια απλή χωριάτισσα, η νταντά του Αρίνα Ροντιόνοβνα Ματβέιεβα, " φιλενάδα των σκληρών μου ημερών" - την έλεγε ο ποιητής. Απ' αυτήν έμαθε, από τα μικρά του χρόνια, την καθαρή γλώσσα του λαού. Από το στόμα της άκουσε για πρώτη φορά τα θαυμάσια ρωσικά παραμύθια.
Στο χωριό Μιχαηλόβσκοϊε, όπου ο Πούσκιν είχε σταλεί με διαταγή του τσάρου, γνωρίστηκε από πολύ κοντά με τη ζωή του χωριού,την έμαθε, αγάπησε τα τραγούδια της, τους θρύλους και τα παραμύθια της. Πήγαινε συχνά στα πανηγύρια, ανακατεύονταν με το πλήθος των χωρικών, άνοιγε συζητήσεις με αμαξάδες, με ταξιδιώτες, και σημείωνε όλες τις πετυχεμένες λέξεις κι εκφράσεις, μάθαινε τα τραγούδια των τυφλών - τα παλιά εκείνα και φοβερά τραγούδια για την πικρή μοίρα του λαού.
Τ' ατέλειωτα χειιμωνιάτικα βράδια, μέσα στο χαμόσπιτο του Μιχαηλόβσκοϊε, η Αρίνα Ροντιόνοβνα, όπως κι όταν ήταν παιδί, διηγόταν του ποιητή παραμύθια. Έπεφτε το χιόνι, φυσούσε ο αέρας στα χωνιά της σόμπας, σιγοβούιζε τ' αδράχτι - κι ο παραμυθένιος λαϊκός κόσμος άνθιζε γύρω από τον Πούσκιν.
Ο ποιητής γρατσουνώντας με το φτερό της χήνας, υπομονετικά σημείωνε τα παραμύθια της νταντάς. " Τι θαυμάσια είναι αυτά τα παραμύθια!" έλεγε. " Το καθένα είναι ένα ποίημα". Κάτω από την αλαφρή του και γρήγορη πέννα, μερικά από τα παραμύθια αυτά έγιναν ελεύθεροι και τραγουδιστοί στίχοι, για να σκορπιστούν σε όλη τη χώρα, σε όλο τον κόσμο, να δώσουν χαρά στους ανθρώπους, και να τους αποκαλύψουν τον ανεξάντλητο κι εκπληκτικό πλούτο της ρωσικής ποίησης.
Ο Πούσκιν απαθανάτισε στα παραμύθια του τις θαυμάσιες και ζωντανές εικόνες της λαϊκής φαντασίας: το χρυσόψαρο, την τσαρέβνα - κύκνο, τον Τσερνομόρ και τους θαλασσινούς ήρωες, το χρυσό πετεινό και το γελωτοποιό - σκίουρο. Και μαζί με το λαό, ο Πούσκιν στα παραμύθια του αλύπητα περιγέλασε κι αποδοκίμασε τους ανόητους και κακούς τσάρους, τους αχόρταγους παπάδες, τους πονηρούς κι αγράμματους μπογιάρους.
Τα παραμύθια αυτά έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο αυτό*. Όποιος θα τα διαβάσει για πρώτη φορά, θα γίνει ευτυχής, και όποιος θα τα ξαναδιαβάσει, θα είναι δυό φορές ευτυχής.
Ο Πούσκιν δε μας άφησε τα υπέροχα αυτά παραμύθια μόνο, αλλά και πολλούς άλλους αρμονικούς και δυνατούς στίχους, ποιήματα, διηγήματα, νουβέλλες.
Το όνομα του Πούσκιν ποτέ δε θα ξεχαστεί! Ο ζωντανός, ο αγαπημένος, ο μεγάλος μας ο Πούσκιν θα ζει πάντα στην καρδιά μας".
ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΠΑΟΥΣΤΟΒΣΚΙ
* Το προλογικό αυτό σημείωμα αναφέρεται στο βιβλίο - συλλογή παραμυθιών του Πούσκιν, από το οποίο μεταφράσαμε τούτο δω το παραμύθι του τσάρου Σαλτάν
( Σημείωση του εκδότη)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου