Ήταν Γενάρης του 2014 όταν διάβασα με έκπληξη το σχόλιο της Γεωργίας Τάτση στην ανάρτησή μου που αφορούσε την παρουσίαση του βιβλίου της Χορός στα ποτήρια. Με ευχαριστούσε για την ουσιαστική συνομιλία που είχα με το βιβλίο. Το σχόλιο αυτό έγινε η αφορμή για τη γνωριμία μου με τη Γεωργία Τάτση, όχι μόνο τη συγγραφέα, αλλά κυρίως τον άνθρωπο.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μάς δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα και πολλές φορές να συνομιλούμε για προσωπικά και λογοτεχνικά θέματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που άνοιξε ο ορίζοντας μου σε καινούρια λογοτεχνικά πεδία , στη γνωριμία με άγνωστους για μένα συγγραφείς ή στη με άλλη ματιά αντιμετώπισή τους μέσα από αυτές τις συνομιλίες . Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως σε αυτή τη συνομιλία είναι ότι αυτή γίνεται και γινόταν δι’ αλληλογραφίας, όπως έλεγαν παλιότερα, μόνο που αντί για χειρόγραφες επιστολές ανταλλάσσουμε ηλεκτρονικά μηνύματα.
Έτσι όταν η Γεωργία δημοσίευσε το νέο της βιβλίο Γάμπαρη Αμβρακικού στήθηκε ένας συναρπαστικός δίαυλος επικοινωνίας μέσω του οποίου ταξίδεψα στο λογοτεχνικό της σύμπαν.
Από αυτή την ανταλλαγή μηνυμάτων προέκυψε μια σειρά ερωτήσεων που ζητούσαν απαντήσεις. Η Γεωργία πρόθυμα απαντούσε στις απορίες μου και με βοήθησε να μυηθώ στα «μυστικά» της γραφής της αποκαλύπτοντας μου τις πηγές της έμπνευσης της και όχι μόνο.
Σκέφθηκα λοιπόν και με τη δική της σύμφωνη γνώμη να συγκεντρώσω τις «κουβέντες» που ανταλλάχτηκαν και να τις παρουσιάσω βοηθώντας τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια στην περιπλάνηση τους στον ονειρικό, μουσικό, μυρωδικό και συνάμα ευαίσθητο και σπαρακτικό κόσμο της Γάμπαρης Αμβρακικού.
Δεν θα ήθελα να θεωρηθεί συνέντευξη αλλά απλά μια συνομιλία στην οποία η Γεωργία Τάτση μιλάει για το νέο της βιβλίο και καταθέτει κομμάτια της ψυχής της.
Την ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη της .
Γ.Τ. Δεν την συνέδεσα, ακριβώς. Βασίστηκα στη φράση αυτή και στη μικρή ιστορία του Μπόρχες «Η πλοκή», από την οποία τη δανείστηκα. Κατά τη γνώμη μου, στην ιστορία αυτή, ο Μπόρχες δηλώνει, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, αυτό που ξέρουμε από τον Μαρξ πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάρσα. ΄Ετσι τουλάχιστον διάβασα την ιστορία του και με αυτή την έννοια την είχα συνεχώς στο μυαλό μου όταν έχτιζα τη σχέση της Αλεξάνδρας με τη μάνα της, κυρίως την πολιτική σχέση τους. Με απασχολούν πολύ και στη λογοτεχνία και στη ζωή οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές και οι συμμετρίες που αρέσουν στη μοίρα. Προσπαθώ να καταλάβω πού αρχίζει η επανάληψη, πού σταματάει η επανάληψη κι αρχίζει η παραλλαγή, πού σταματάει η παραλλαγή κι αρχίζει η συμμετρία. Το μότο το παίρνω υπόψιν μου στη μυθοπλασία από την αρχή, δεν είναι κάτι που το βάζω εκ των υστέρων. Γι’ αυτό σου είχα πει, στην προηγούμενη συζήτησή μας ότι αυτή η φράση στοιχειώνει τη σκέψη μου. Με απασχολούσε πολύ εκείνη την περίοδο.
Γ.Τ. Υπάρχουν κα τα δύο. Υπάρχουν και αυτοβιογραφικές αναφορές και μυθοπλασία. Όμως αυτό που έχει σημασία σε ένα μυθιστόρημα είναι αν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μετατρέπονται σε λογοτεχνία, αν μετατρέπονται σε αισθητικό αποτέλεσμα. Νομίζω πως αν, κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, ο αναγνώστης προσπαθεί να αναγνωρίσει τα στοιχεία που ανταποκρίνονται στην ζωή του συγγραφέα, χάνει το νόημα του βιβλίου, απομαγεύει το κείμενο -εφόσον βεβαίως, υπάρχει μαγεία στο κείμενο που διαβάζει. Ο συγγραφέας δεν γράφει για να πει την ιστορία της ζωής του, ακόμα κι αν τη λέει. Γράφει για να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό σύμπαν.
Γ.Τ. Διότι οι άνθρωποι μεταμορφωνόμαστε, αλλάζουμε. Έχουμε πολλούς εαυτούς που διαμορφώνονται μέσα στο χρόνο χάρη στις εμπειρίες και τις γνώσεις που αποκτάμε. Δεν είμαστε ίδιοι πριν και μετά από μια οριακή εμπειρία. Είμαστε αυτό που γινόμαστε. Αυτή την έννοια έχουν οι μεταμορφώσεις της Αλεξάνδρας.
Γ.Τ. Πάντα με γοητεύει το κάτω, το υπόγειο, το μη εμφανές, το μέσα στη γη, το κρυπτικό, το σκοτεινό, αυτό που μόνο η τέχνη αποκαλύπτει. Έχοντας στο μυαλό μου τον πατέρα της Αλεξάνδρας σαν πουλί, μια μέρα που βρέθηκα τυχαία στο σταθμό «Μέγαρο Μουσικής» του μετρό, παρατηρούσα τη σύνθεση με τα ψηφιδοποιημένα πουλιά του Παναγιώτη Φειδάκη στον τοίχο. Τα παρατηρούσα και υπό το πρίσμα της ιστορίας μου και τότε μου φάνηκε ότι τα έργα τέχνης που είναι εγκατεστημένα στους σταθμούς είχαν τοποθετηθεί εκεί για μένα. Είχα έτοιμη τη σκηνογραφία της ενεστωτικής αφήγησης. Έπρεπε απλώς να επιλέξω ποιον σταθμό θα χρησιμοποιήσω. Την επιλογή μου καθόρισαν το όνομα του σταθμού και το έργο τέχνης που βρίσκεται σε αυτόν. Χρησιμοποίησα εκείνους τους σταθμούς που εξυπηρετούσαν την αφήγησή μου και αυτοί έδωσαν και τους τίτλους των κεφαλαίων.
Γ.Τ. Ναι έτσι είναι. Όλα βρίσκονται στην παιδική μας ηλικία. Αυτή είναι η πατρίδα μας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον πρώτο νεκρό της ζωής του; Ποιος μπορεί να ξεχάσει την έκπληξη της πρώτης φοράς; Οτιδήποτε κι αν αφορά αυτή η πρώτη φορά. Μυρωδιά, γεύση, αφή. Αισθήσεις και συναισθήματα είναι δεμένα με μια συγκεκριμένη στιγμή της παιδικής μας ηλικίας. Ανακαλώντας π.χ. μια μυρωδιά ανακαλεί κανείς και τη συνθήκη της, ανακαλεί ό,τι την συνόδευε όταν την ανακάλυπτε εκείνη την πρώτη φορά.
Γ.Τ. Τα τραγούδια εκτός από τη δική τους ιστορία, κουβαλούν την ιστορία και την εποχή με την οποία τα έχει συνδέσει η ηρωίδα και με αυτή την έννοια τα ενσωματώνω στη γραφή ακριβώς για να αποκαλύψουν είτε προσωπικά, είτε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα ή για να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του βιβλίου.
Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα ως παιδί είναι μαγεμένη από τη μάνα της. Η Αλεξάνδρα του σήμερα καλείται να ξαναδεί τη μάνα της και τον εαυτό της με το αίσθημα του παιδιού που υπήρξε αλλά με το σημερινό βλέμμα της ώριμης γυναίκας. Αυτό προσπάθησα να κάνω με το χορό. Μέσα από το χορό αποκαλύπτονται και τα στοιχεία που τις ενώνουν και τα στοιχεία που τις χωρίζουν. Ο χορός κουβαλάει το φορτίο -ιστορικό, πολιτικό, συναισθηματικό- που είχαν μάνα και κόρη όταν χόρευαν, διαφορετικό πάντως φορτίο για την κάθε μία και μας βοηθάει να καταλάβουμε την προσωπικότητα των δυο χαρακτήρων αλλά και την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Νομίζω πως η σκηνή του χορού είναι το κλειδί για την ανάγνωση του βιβλίου.
Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα κινείται διαρκώς ανάμεσα στην ισχυρή παρουσία της μητέρας και στην ισχυρή απουσία του πατέρα, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στον ήλιο που συμβολίζει τη μητέρα με το τραγούδι «ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…» και στον «ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας» που συμβολίζει τον πατέρα. Για την Αλεξάνδρα οι δύο ήλιοι, οι δύο κόσμοι, ο Πάνω και ο Κάτω είναι ενωμένοι εκ των πραγμάτων. Δεν χρειάζεται να το σκεφθεί αυτό, το νιώθει αφού η μάνα βρίσκεται στον Πάνω Κόσμο και ο πατέρας στον Κάτω. Και όταν για να συναντήσει τον πατέρα της κατεβαίνει από την επιφάνεια στα βάθη του εαυτού της διαπιστώνει πως το σκοτάδι δεν είναι αδιαπέραστο. Υπάρχει πάντα μια πυγολαμπίδα, ένα φωτεινό σκουληκάκι, μια ανάμνηση, ένα τραγούδι που την οδηγεί να αναδυθεί ξανά στο φως.
Γ.Τ. Ναι. Επίτηδες αφήνεται μετέωρη. Ας επιλέξει ο αναγνώστης ό,τι νομίζει. Με ενδιαφέρει ο ενεργός αναγνώστης. Δεν μου αρέσει να τον καθοδηγώ. Σήμερα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες που δρούσε πολιτικά η Αλεξάνδρα. Η τεχνολογία δημιουργεί συνεχώς νέους όρους, αλλάζοντας άρδην τη ζωή μας, τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής βρίσκονται ήδη εδώ, η κατάσταση είναι σύνθετη και πολύπλοκη, ο πολιτικός χρόνος πυκνός κι εμείς βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από πάρα πολλές πληροφορίες που δεν προλαβαίνουμε να επεξεργαστούμε και να αφομοιώσουμε. Η Αλεξάνδρα αναστοχάζεται το παρελθόν της. Δύσκολα θα πήγαινε είτε από δω είτε από κει. Εξ άλλου πώς ορίζεται σήμερα το επαναστατικό; Δεν την καλύπτουν πια οι εύκολες απαντήσεις, αλλά ούτε εκείνη ούτε εγώ μπορώ να ξέρω τι θα έκανε μπροστά σε ένα απρόβλεπτο, σ’ ένα συνταραχτικό γεγονός. Υποθέτω πως δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια.
Γ.Τ. Ναι, το γεγονός ότι η μάνα είναι άρρωστη, αδύναμη, κοντά στο θάνατο, μέσα στο θάνατο δίνει στην Αλεξάνδρα τη δυνατότητα να την δει στην ανθρώπινή της διάσταση, όχι στην ηρωική της διάσταση όπως την έβλεπε μέχρι τότε. Έτσι -μέσω του αγαπημένου προσώπου- αντιλαμβάνεται βαθύτερα την ανθρώπινη συνθήκη της φθοράς, της θνητότητας και του θανάτου που αποτυπώνονται στην εξόδιο ακολουθία, εξοικειώνοντάς μας με την δική μας θνητότητα.
Γ.Τ. Η Γάμπαρη Αμβρακικού παραπέμπει στη γνωστή γαρίδα της περιοχής μας. Η γαρίδα απεκδύεται το κέλυφός της και μένει γυμνή δηλαδή ευάλωτη κι εκτεθειμένη, με αποτέλεσμα πολλές φορές, να την τρώνε άλλες γαρίδες ή να τρώνε κάποιο τμήμα του σώματός της, αλλά αυτό το τμήμα αναπλάθεται. Η Αλεξάνδρα έχει κοινά χαρακτηριστικά με την γαρίδα, σε συμβολικό επίπεδο. Έτσι προέκυψε ο τίτλος Γάμπαρη Αμβρακικού.
Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα του σήμερα λέει την ιστορία της στον εαυτό της, που σημαίνει πως βάζει τον παλιό εαυτό της απέναντι, τον παρατηρεί και του μιλάει, τον αντιμετωπίζει ως άλλον. Έχει διάλογο μαζί του, γι’ αυτό μιλάει σε β΄ πρόσωπο. Το β΄ πρόσωπο είναι πιο εσωτερικό και πιο εξομολογητικό. Το α΄πρόσωπο δημιουργεί μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση. Επειδή όμως το θέμα μου φέρει έντονο συναισθηματικό φορτίο δεν ήθελα να το επιβαρύνω περισσότερο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ β΄πρόσωπο. Για την ιστορία της Αλεξάνδρας ως παιδί, χρησιμοποιώ το γ΄πρόσωπο γιατί η απόσταση, χρονική και συναισθηματική είναι τέτοια που της επιτρέπει να έχει την θέαση του παντεπόπτη αφηγητή. Σε ποιο πρόσωπο θα μιλήσει ο αφηγητής θέλω να πω, επιβάλλεται από το θέμα και από τον τρόπο που μιλάει ο χαρακτήρας.
Γ.Τ. Οπωσδήποτε, αλλοίμονο! Οι συνειδητές επιρροές μου δηλώνονται όλες στο βιβλίο. Μιλώ με λόγια άλλων εκεί που αυτά έρχονται φυσικά στο στόμα μου κι αυτό δηλώνεται με πλάγια γράμματα. Για τις υποσυνείδητες όμως επιρροές μου δεν μπορώ να σου πω τίποτα, δεν τις ξέρω ούτε εγώ. Είμαι σίγουρη όμως πως με κάποιο τρόπο εισχωρούν στη γραφή, ερήμην μου.
Γ.Τ. Έζησα μέσα στη φύση μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια. Και όταν λέω έζησα μέσα στη φύση, εννοώ δούλεψα. Τα παιδιά δουλεύαμε μαζί με τους γονείς μας σε όλες τις αγροτικές δουλειές τότε. Σκάλισα, φύτεψα καπνό, θέρισα, αλώνισα, κουβάλησα νερό στο κεφάλι, ξύλα στην πλάτη, τάισα, φρόντισα ζώα. Κοιμήθηκα πολλές νύχτες έξω, όταν το χωράφι, στο οποίο δουλεύαμε, ήταν μακριά από το σπίτι μας. Ξέρω τα πλάσματά της φύσης, τα δένδρα της, τα φυτά της. Παρόλο που πολλές φορές νομίζω πως τα έχω ξεχάσει, αυτά είναι εκεί και όταν τα ανακαλώ έρχονται.
Γ.Τ. Το μόνο που θα μπορούσα να πω με έναν τρόπο είναι: πως θέλω να προλάβω να γράψω δυο τρία βιβλία ακόμα.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μάς δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα και πολλές φορές να συνομιλούμε για προσωπικά και λογοτεχνικά θέματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που άνοιξε ο ορίζοντας μου σε καινούρια λογοτεχνικά πεδία , στη γνωριμία με άγνωστους για μένα συγγραφείς ή στη με άλλη ματιά αντιμετώπισή τους μέσα από αυτές τις συνομιλίες . Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως σε αυτή τη συνομιλία είναι ότι αυτή γίνεται και γινόταν δι’ αλληλογραφίας, όπως έλεγαν παλιότερα, μόνο που αντί για χειρόγραφες επιστολές ανταλλάσσουμε ηλεκτρονικά μηνύματα.
Έτσι όταν η Γεωργία δημοσίευσε το νέο της βιβλίο Γάμπαρη Αμβρακικού στήθηκε ένας συναρπαστικός δίαυλος επικοινωνίας μέσω του οποίου ταξίδεψα στο λογοτεχνικό της σύμπαν.
Από αυτή την ανταλλαγή μηνυμάτων προέκυψε μια σειρά ερωτήσεων που ζητούσαν απαντήσεις. Η Γεωργία πρόθυμα απαντούσε στις απορίες μου και με βοήθησε να μυηθώ στα «μυστικά» της γραφής της αποκαλύπτοντας μου τις πηγές της έμπνευσης της και όχι μόνο.
Σκέφθηκα λοιπόν και με τη δική της σύμφωνη γνώμη να συγκεντρώσω τις «κουβέντες» που ανταλλάχτηκαν και να τις παρουσιάσω βοηθώντας τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια στην περιπλάνηση τους στον ονειρικό, μουσικό, μυρωδικό και συνάμα ευαίσθητο και σπαρακτικό κόσμο της Γάμπαρης Αμβρακικού.
Δεν θα ήθελα να θεωρηθεί συνέντευξη αλλά απλά μια συνομιλία στην οποία η Γεωργία Τάτση μιλάει για το νέο της βιβλίο και καταθέτει κομμάτια της ψυχής της.
Την ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη της .
- Πριν από χρόνια, όταν συζητήσαμε για το Χορό στα ποτήρια, είχες πει ότι η φράση του Μπόρχες «οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές, οι συμμετρίες αρέσουν στη μοίρα» έχει στοιχειώσει τη σκέψη σου και ότι πάνω σ’ αυτή τη φράση προσπαθείς να δομήσεις την ιστορία που είχες ξεκινήσει τότε να δουλεύεις. Να λοιπόν που η ιστορία αυτή «πήρε σάρκα και οστά» και έγινε βιβλίο με τον τίτλο Γάμπαρη Αμβρακικού. Τη φράση αυτή την έχεις ως μότο . Πώς τη συνέδεσες με την ιστορία σου;
Γ.Τ. Δεν την συνέδεσα, ακριβώς. Βασίστηκα στη φράση αυτή και στη μικρή ιστορία του Μπόρχες «Η πλοκή», από την οποία τη δανείστηκα. Κατά τη γνώμη μου, στην ιστορία αυτή, ο Μπόρχες δηλώνει, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, αυτό που ξέρουμε από τον Μαρξ πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάρσα. ΄Ετσι τουλάχιστον διάβασα την ιστορία του και με αυτή την έννοια την είχα συνεχώς στο μυαλό μου όταν έχτιζα τη σχέση της Αλεξάνδρας με τη μάνα της, κυρίως την πολιτική σχέση τους. Με απασχολούν πολύ και στη λογοτεχνία και στη ζωή οι επαναλήψεις, οι παραλλαγές και οι συμμετρίες που αρέσουν στη μοίρα. Προσπαθώ να καταλάβω πού αρχίζει η επανάληψη, πού σταματάει η επανάληψη κι αρχίζει η παραλλαγή, πού σταματάει η παραλλαγή κι αρχίζει η συμμετρία. Το μότο το παίρνω υπόψιν μου στη μυθοπλασία από την αρχή, δεν είναι κάτι που το βάζω εκ των υστέρων. Γι’ αυτό σου είχα πει, στην προηγούμενη συζήτησή μας ότι αυτή η φράση στοιχειώνει τη σκέψη μου. Με απασχολούσε πολύ εκείνη την περίοδο.
- Η αναζήτηση του πατέρα, η μορφή της μάνας, η αρρώστια , ο θάνατος και ανάμεσα τους η Αλεξάνδρα , η κόρη με τη δική της πορεία που από τη μια κατεβαίνει στα σκοτάδια και από την άλλη ανεβαίνει στο φως. Σε αυτή την πορεία υπάρχουν αυτοβιογραφικές αναφορές ή είναι μόνο μυθοπλασία;
Γ.Τ. Υπάρχουν κα τα δύο. Υπάρχουν και αυτοβιογραφικές αναφορές και μυθοπλασία. Όμως αυτό που έχει σημασία σε ένα μυθιστόρημα είναι αν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μετατρέπονται σε λογοτεχνία, αν μετατρέπονται σε αισθητικό αποτέλεσμα. Νομίζω πως αν, κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, ο αναγνώστης προσπαθεί να αναγνωρίσει τα στοιχεία που ανταποκρίνονται στην ζωή του συγγραφέα, χάνει το νόημα του βιβλίου, απομαγεύει το κείμενο -εφόσον βεβαίως, υπάρχει μαγεία στο κείμενο που διαβάζει. Ο συγγραφέας δεν γράφει για να πει την ιστορία της ζωής του, ακόμα κι αν τη λέει. Γράφει για να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό σύμπαν.
- Σε αυτό το ταξίδι η Αλεξάνδρα εμφανίζεται πικραλίδα – γάμπαρη – χέλι – φωτεινό σκουληκάκι σηματοδοτώντας με πυκνό συμβολισμό κάθε μια στιγμή της ζωής της. Γιατί αυτές οι μεταμορφώσεις, αυτά τα στάδια;
Γ.Τ. Διότι οι άνθρωποι μεταμορφωνόμαστε, αλλάζουμε. Έχουμε πολλούς εαυτούς που διαμορφώνονται μέσα στο χρόνο χάρη στις εμπειρίες και τις γνώσεις που αποκτάμε. Δεν είμαστε ίδιοι πριν και μετά από μια οριακή εμπειρία. Είμαστε αυτό που γινόμαστε. Αυτή την έννοια έχουν οι μεταμορφώσεις της Αλεξάνδρας.
- Θα έλεγα ότι επινοείς δύο τρόπους, ευρήματα, για να κινήσεις τη μνήμη και να δώσεις ώθηση στην ιστορία, να ξετυλίξεις το κουβάρι. Ο ένας είναι οι σταθμοί του μετρό και ο άλλος το ανακάλεμα αγαπημένων προσώπων. Η ανάμνηση αγαπημένων ανθρώπων και των πράξεων τους συχνά μπορεί να οδηγήσει όλους μας σε άλλες εποχές. Με εντυπωσίασε όμως το πώς λειτούργησαν μέσα σου οι σταθμοί του μετρό , οι στάσεις , τα έργα τέχνης. Μπορείς να πεις δυό λόγια για αυτές τις επινοήσεις σου;
Γ.Τ. Πάντα με γοητεύει το κάτω, το υπόγειο, το μη εμφανές, το μέσα στη γη, το κρυπτικό, το σκοτεινό, αυτό που μόνο η τέχνη αποκαλύπτει. Έχοντας στο μυαλό μου τον πατέρα της Αλεξάνδρας σαν πουλί, μια μέρα που βρέθηκα τυχαία στο σταθμό «Μέγαρο Μουσικής» του μετρό, παρατηρούσα τη σύνθεση με τα ψηφιδοποιημένα πουλιά του Παναγιώτη Φειδάκη στον τοίχο. Τα παρατηρούσα και υπό το πρίσμα της ιστορίας μου και τότε μου φάνηκε ότι τα έργα τέχνης που είναι εγκατεστημένα στους σταθμούς είχαν τοποθετηθεί εκεί για μένα. Είχα έτοιμη τη σκηνογραφία της ενεστωτικής αφήγησης. Έπρεπε απλώς να επιλέξω ποιον σταθμό θα χρησιμοποιήσω. Την επιλογή μου καθόρισαν το όνομα του σταθμού και το έργο τέχνης που βρίσκεται σε αυτόν. Χρησιμοποίησα εκείνους τους σταθμούς που εξυπηρετούσαν την αφήγησή μου και αυτοί έδωσαν και τους τίτλους των κεφαλαίων.
- Σε αυτό το μυθιστόρημα υπάρχουν κάποιοι κοινοί τόποι, κοινά μοτίβα με το Χορό στα ποτήρια όπως είναι ο χορός, ο θάνατος, οι μυρωδιές. Έχω συγκρατήσει το άρωμα μανταρινιού στο Χορό και το άρωμα της λυγαριάς στη Γάμπαρη. Αυτά τα μοτίβα τα αναπτύσσεις διαφορετικά αλλά δείχνουν όμως ότι τα κουβαλάς μέσα σου και σου δίνουν έμπνευση για εξωτερίκευση συναισθημάτων.
Γ.Τ. Ναι έτσι είναι. Όλα βρίσκονται στην παιδική μας ηλικία. Αυτή είναι η πατρίδα μας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον πρώτο νεκρό της ζωής του; Ποιος μπορεί να ξεχάσει την έκπληξη της πρώτης φοράς; Οτιδήποτε κι αν αφορά αυτή η πρώτη φορά. Μυρωδιά, γεύση, αφή. Αισθήσεις και συναισθήματα είναι δεμένα με μια συγκεκριμένη στιγμή της παιδικής μας ηλικίας. Ανακαλώντας π.χ. μια μυρωδιά ανακαλεί κανείς και τη συνθήκη της, ανακαλεί ό,τι την συνόδευε όταν την ανακάλυπτε εκείνη την πρώτη φορά.
- Το νέο σου μυθιστόρημα είναι πλημμυρισμένο από μουσική, λαϊκή, βυζαντινή, μπλουζ...και αυτή γίνεται η αφορμή για να αποκαλυφθούν γεγονότα είτε προσωπικά είτε ιστορικά – πολιτικά.
Γ.Τ. Τα τραγούδια εκτός από τη δική τους ιστορία, κουβαλούν την ιστορία και την εποχή με την οποία τα έχει συνδέσει η ηρωίδα και με αυτή την έννοια τα ενσωματώνω στη γραφή ακριβώς για να αποκαλύψουν είτε προσωπικά, είτε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα ή για να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του βιβλίου.
- Ο χορός εδώ λειτουργεί διττά, αέρινος για τη μάνα, γήινος για την Αλεξάνδρα. Ποιο ρόλο παίζει στην εξέλιξη της ιστορίας σου , στο κτίσιμο των ηρωίδων σου;
Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα ως παιδί είναι μαγεμένη από τη μάνα της. Η Αλεξάνδρα του σήμερα καλείται να ξαναδεί τη μάνα της και τον εαυτό της με το αίσθημα του παιδιού που υπήρξε αλλά με το σημερινό βλέμμα της ώριμης γυναίκας. Αυτό προσπάθησα να κάνω με το χορό. Μέσα από το χορό αποκαλύπτονται και τα στοιχεία που τις ενώνουν και τα στοιχεία που τις χωρίζουν. Ο χορός κουβαλάει το φορτίο -ιστορικό, πολιτικό, συναισθηματικό- που είχαν μάνα και κόρη όταν χόρευαν, διαφορετικό πάντως φορτίο για την κάθε μία και μας βοηθάει να καταλάβουμε την προσωπικότητα των δυο χαρακτήρων αλλά και την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Νομίζω πως η σκηνή του χορού είναι το κλειδί για την ανάγνωση του βιβλίου.
- Ο ήλιος ως επιτάφιος θρήνος και ως αναστάσιμος χορός. Κατά τη γνώμη μου από τις πιο συνταρακτικές σελίδες.
Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα κινείται διαρκώς ανάμεσα στην ισχυρή παρουσία της μητέρας και στην ισχυρή απουσία του πατέρα, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στον ήλιο που συμβολίζει τη μητέρα με το τραγούδι «ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις…» και στον «ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας» που συμβολίζει τον πατέρα. Για την Αλεξάνδρα οι δύο ήλιοι, οι δύο κόσμοι, ο Πάνω και ο Κάτω είναι ενωμένοι εκ των πραγμάτων. Δεν χρειάζεται να το σκεφθεί αυτό, το νιώθει αφού η μάνα βρίσκεται στον Πάνω Κόσμο και ο πατέρας στον Κάτω. Και όταν για να συναντήσει τον πατέρα της κατεβαίνει από την επιφάνεια στα βάθη του εαυτού της διαπιστώνει πως το σκοτάδι δεν είναι αδιαπέραστο. Υπάρχει πάντα μια πυγολαμπίδα, ένα φωτεινό σκουληκάκι, μια ανάμνηση, ένα τραγούδι που την οδηγεί να αναδυθεί ξανά στο φως.
- Η πολιτική δράση της Αλεξάνδρας , η συμμετοχή, η σύλληψη , η κατηγορία και η φυλάκιση της για τρομοκρατική δράση. Πώς θα αντιδρούσε η Αλεξάνδρα στη σημερινή πολιτική κατάσταση; Θα έπαιρνε ενεργή θέση, επαναστατική ή θα συμβιβαζόταν με το εφικτό; Νομίζω ότι δεν καθορίζεται ακριβώς η στάση της μέσα στο μυθιστόρημα. Αφήνεται κάπως μετέωρη η στάση της στο παρόν.
Γ.Τ. Ναι. Επίτηδες αφήνεται μετέωρη. Ας επιλέξει ο αναγνώστης ό,τι νομίζει. Με ενδιαφέρει ο ενεργός αναγνώστης. Δεν μου αρέσει να τον καθοδηγώ. Σήμερα οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες που δρούσε πολιτικά η Αλεξάνδρα. Η τεχνολογία δημιουργεί συνεχώς νέους όρους, αλλάζοντας άρδην τη ζωή μας, τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής βρίσκονται ήδη εδώ, η κατάσταση είναι σύνθετη και πολύπλοκη, ο πολιτικός χρόνος πυκνός κι εμείς βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από πάρα πολλές πληροφορίες που δεν προλαβαίνουμε να επεξεργαστούμε και να αφομοιώσουμε. Η Αλεξάνδρα αναστοχάζεται το παρελθόν της. Δύσκολα θα πήγαινε είτε από δω είτε από κει. Εξ άλλου πώς ορίζεται σήμερα το επαναστατικό; Δεν την καλύπτουν πια οι εύκολες απαντήσεις, αλλά ούτε εκείνη ούτε εγώ μπορώ να ξέρω τι θα έκανε μπροστά σε ένα απρόβλεπτο, σ’ ένα συνταραχτικό γεγονός. Υποθέτω πως δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια.
- Το τελετουργικό της εξόδιας ακολουθίας και το τυπικό της ορθόδοξης εκκλησίας για το μνημόσυνο, ο επιτάφιος θρήνος, η ταφή. Τα αποσπάσματα που έχεις επιλέξει είναι βαθιά λυρικά και ανθρώπινα. Με έχει συγκινήσει ο τρόπος που τα συνδέεις με τη μορφή της μάνας.
Γ.Τ. Ναι, το γεγονός ότι η μάνα είναι άρρωστη, αδύναμη, κοντά στο θάνατο, μέσα στο θάνατο δίνει στην Αλεξάνδρα τη δυνατότητα να την δει στην ανθρώπινή της διάσταση, όχι στην ηρωική της διάσταση όπως την έβλεπε μέχρι τότε. Έτσι -μέσω του αγαπημένου προσώπου- αντιλαμβάνεται βαθύτερα την ανθρώπινη συνθήκη της φθοράς, της θνητότητας και του θανάτου που αποτυπώνονται στην εξόδιο ακολουθία, εξοικειώνοντάς μας με την δική μας θνητότητα.
- Να σχολιάσουμε τον τίτλο.
Γ.Τ. Η Γάμπαρη Αμβρακικού παραπέμπει στη γνωστή γαρίδα της περιοχής μας. Η γαρίδα απεκδύεται το κέλυφός της και μένει γυμνή δηλαδή ευάλωτη κι εκτεθειμένη, με αποτέλεσμα πολλές φορές, να την τρώνε άλλες γαρίδες ή να τρώνε κάποιο τμήμα του σώματός της, αλλά αυτό το τμήμα αναπλάθεται. Η Αλεξάνδρα έχει κοινά χαρακτηριστικά με την γαρίδα, σε συμβολικό επίπεδο. Έτσι προέκυψε ο τίτλος Γάμπαρη Αμβρακικού.
- Ποιο ρόλο παίζει η χρήση του β’ προσώπου στην αφήγησή σου και γιατί όχι α΄;
Γ.Τ. Η Αλεξάνδρα του σήμερα λέει την ιστορία της στον εαυτό της, που σημαίνει πως βάζει τον παλιό εαυτό της απέναντι, τον παρατηρεί και του μιλάει, τον αντιμετωπίζει ως άλλον. Έχει διάλογο μαζί του, γι’ αυτό μιλάει σε β΄ πρόσωπο. Το β΄ πρόσωπο είναι πιο εσωτερικό και πιο εξομολογητικό. Το α΄πρόσωπο δημιουργεί μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση. Επειδή όμως το θέμα μου φέρει έντονο συναισθηματικό φορτίο δεν ήθελα να το επιβαρύνω περισσότερο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ β΄πρόσωπο. Για την ιστορία της Αλεξάνδρας ως παιδί, χρησιμοποιώ το γ΄πρόσωπο γιατί η απόσταση, χρονική και συναισθηματική είναι τέτοια που της επιτρέπει να έχει την θέαση του παντεπόπτη αφηγητή. Σε ποιο πρόσωπο θα μιλήσει ο αφηγητής θέλω να πω, επιβάλλεται από το θέμα και από τον τρόπο που μιλάει ο χαρακτήρας.
- Η αφήγησή σου είναι πλούσια σε εικόνες, σε υπερρεαλιστικά στοιχεία, σε όνειρα, παραισθήσεις. Ξεφεύγεις από το πραγματικό , ρεαλιστικό και από τη μια αγγίζεις την ποίηση και από την άλλη τη ζωγραφική. Υπάρχουν επιρροές από βιβλία, μουσικές, έργα τέχνης;
Γ.Τ. Οπωσδήποτε, αλλοίμονο! Οι συνειδητές επιρροές μου δηλώνονται όλες στο βιβλίο. Μιλώ με λόγια άλλων εκεί που αυτά έρχονται φυσικά στο στόμα μου κι αυτό δηλώνεται με πλάγια γράμματα. Για τις υποσυνείδητες όμως επιρροές μου δεν μπορώ να σου πω τίποτα, δεν τις ξέρω ούτε εγώ. Είμαι σίγουρη όμως πως με κάποιο τρόπο εισχωρούν στη γραφή, ερήμην μου.
- Τα πουλιά και τα φυτά. Κοτσύφια , ασπραγκάθια, λυγαριές . Όλα σε αρμονικό δέσιμο που προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας και δημιουργούν μια φανταστική ατμόσφαιρα.
Γ.Τ. Έζησα μέσα στη φύση μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια. Και όταν λέω έζησα μέσα στη φύση, εννοώ δούλεψα. Τα παιδιά δουλεύαμε μαζί με τους γονείς μας σε όλες τις αγροτικές δουλειές τότε. Σκάλισα, φύτεψα καπνό, θέρισα, αλώνισα, κουβάλησα νερό στο κεφάλι, ξύλα στην πλάτη, τάισα, φρόντισα ζώα. Κοιμήθηκα πολλές νύχτες έξω, όταν το χωράφι, στο οποίο δουλεύαμε, ήταν μακριά από το σπίτι μας. Ξέρω τα πλάσματά της φύσης, τα δένδρα της, τα φυτά της. Παρόλο που πολλές φορές νομίζω πως τα έχω ξεχάσει, αυτά είναι εκεί και όταν τα ανακαλώ έρχονται.
- Και τώρα που τέλειωσες με αυτή την ιστορία και το βιβλίο σου πήρε το δρόμο του, έχεις κάτι άλλο στο νου σου; Μια νέα ιστορία, ένα νέο βιβλίο;
Γ.Τ. Το μόνο που θα μπορούσα να πω με έναν τρόπο είναι: πως θέλω να προλάβω να γράψω δυο τρία βιβλία ακόμα.
Σ' ευχαριστώ πολύ Σοφία για την θερμή εισαγωγή, τη συνομιλία και την ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή