Σας βλέπω να φτάνετε πάλι και πάλι απ' την απέναντι όχτη. Μπορεί να μ' έχετε για τρελλή, μπορεί. Στέκομαι πάνω στην ξερολιθιά - τα μαλλιά μου ένα κουβάρι φίδια. Λέω δε θα περάσετε κι' αυτή τη φορά, δε θα περάσετε καμμιά φορά, τούτα τα καμμένα δοκάρια, σπιτοτόπια και φράχτες ανασκαμένοι, τάχω σαν ένα κουβάρι ασημικά, είναι από τον καιρό της μάννας μου, τώρα είναι δικά μου, καταλαβαίνετε, τ' ανασκαλεύω μέσα στη νύχτα, λέω εδώ τα' ναι κι αποκοιμιέμαι σα μια γέρικη λύκαινα - εσάς δε σας πέφτει λόγος, ένα τσούρμο μάτια που με κοιτάτε πάνω, κάτω, παντού, από παντού. Είμαι ένα κόκκαλο που τόγλυψε η φωτιά του πολέμου και τ' άφησε ζωντανό, και τώρα με τούτα τα καμμένα δαυλιά τα χέρια μου, αν κάνετε πως σαλεύετε θα σας συντρίψω μ' όλα τα αγκωνάρια και τους δρυμούς. Είχα τις φαμίλιες μου και πια δεν τις έχω, είχα τα σπίτια και τα αραποσίτια μου και τώρα δεν τα'χω , έτσι σας λέει η μοίρα σας, φουκαράδες και σαλτιμπάγκοι μου, να ξέρατε σαν τι σάλεμα νου σάς ρημάζει, ο Θεός να βάλει το χέρι του. Πάτησα τα εκατό κι' όμως το δόντι του μυαλού μου πριονίζει κάστρα, αλέθει τα περασμένα σαν όπως ο νερόμυλος τη σοδειά, ξέρει τι έγινε και τι μέλλεται ακόμα να γίνει. Κάθομαι εδώ πα στο κατώφλι, χωρίς σκεπή, βλέπω πότε ανατέλλει ο αστέρας και πότε σπερίζει η αρκούδα, ο καιρός είναι κρυμμένος και μας ακούει. Είναι σταματημένος σε τούτα τα ρημάδια από τότε που τάγλυψε η φωτιά, τους άνοιξε λαβωματιές χοντρές η οβίδα και το πελέκυ. Λέω " κυρά Μελλιώ, εσύ απόμεινες τώρα με τα τρία σκυλιά σου, δεν ξέρεις από γράμματα όμως μπορείς να βουτήξεις το δάχτυλο μες στο αίμα. Μ' ετούτο το δάχτυλο έγραψα τους σταυρούς στα καλυβόσπιτα, σε κάθε εμπατή, τρεις πέντε, δέκα, δεν ξέρεις από μέτρημα, πέταξε τα σάνταλα, τα μάνταλα, τα τσουράπια σου έντεκα, δώδεκα, δεκαπέντε, δεκάξι". Είναι όλοι τους εδώ ο Βάγγος, ο Σταθής, η Μάγδα τ' Ανέστη, ο Παναγής ο Μπέκρος, ο Γκαβός ο Τσάταλος, οι Γιακουμπαίοι. Αυτόν τον βρήκα στη ρεματιά δίπλα στο διβόλι να κόβει το ψωμί του Θεού, τον άλλο να βλαστημά, ξεμπλέχοντας τα ρημάδια τα δίχτυα του, εκείνην πιο κάτω ανάμεσα στις παπαρούνες μ' ανασκωτά σκέλια και ματωμένη την πουκαμίσα της. Εσείς πού είσαστε τότε, σε τι βυζιά ρουφούσατε χολή, κάτω από τις φωληές, τι γόνατα, προσπαθώντας να ξαναμπήτε στην κοιλιά της μάννας σας, ένα τσούρμο μάτια που με κοιτάτε πάνω, κάτω, παντού, από παντού. Επειδής εγώ είμαι εδώ, ένα ριζιμιό κουφάρι, σκιάχτρο των αμαρτωλών κι' αν δε γυρίσετε τις πλάτες έτσι να κάνω θ' αδράξω εκείνα τ' αγκωνάρια που σας έλεγα. Σας βλέπω κι' όλας να φεύγετε σκουντουρλώντας ο ένας τον άλλο, όμως εγώ μένω και θα μείνω για πάντα με τα τρία σκυλιά μου, τον Αράπη, τον Γκέκα, το Στρούφουλα. Πάνω απ' το κατώφλι μου ορίζω ένα στρέμμα γης, αυτό δεν είναι στρέμμα, είναι ο κόσμος μου, τον βιγλίζω καλά, ξέρω, εδώ τους έχω καταχωνιάσει δυό μπόγια κάτω και περιμένω νάναι με την καινούργια βλάστηση και το φύτρωμά τους, ανάμεσα στο ρύζι και το σουσάμι που έσπειρε το χέρι τους, θα τους δω να πετάνε το μπόι τους, σαν ένα δάσος ατάραγα δεντρικά. Δεν είναι δεκάξι, είναι δεκάξι χιλιάδες, οχτώ εκατομμύρια μπόγια είναι, ένας Θεός ξέρει πώς μοιάζει άνθρωπος μ' άνθρωπον, τους έχω γνωρίσει πολλές φορές νάρχονται, με φαριά και μονόξυλα, χιλιάδες αδερφοξάδερφα και σύντεκνοι να μου παρασταθούν σε χαρά ή σε λύπη μου. Έτσι να τους κράξω από τούτη την καπνισμένη βίγλα με την κορακοφωνή μου, πού' ναι όπως φυσά το ξεροβόρι στη λαγκαδιά, σηκώνονται όλοι, και τότε είναι που η ρόδα του καιρού θα ξαναρχίσει ν' αλέθει. Τώρα η νύχτα πέφτει. " Μελλιώ, τώρα το κάθε τι με τη σειρά του", λέω. Επειδή η νύχτα γεννά εκδίκηση, γεννά και τη δικαιοσύνη που αναπαύει τις καρδιές των ανθρώπων. Πρώτα να κατέβω στη Βόσσα. Αφότου το χέρι των αντρών δεν είναι πάνω στο καμάκι, τα χέλια μπορώ να τα φουχτιάζω πλεξιές - πλεξιές. Είναι ξέχειλη ως απάνω. Κι' ακόμα το βλέπεις να σέρνονται με τις κρύες κοιλιές τους ως τα χωράφια. Τα ρίχνω, κι' άλλα κι' άλλα, κουβαριαστά, μες στην καλαθούνα μου. Χέλια για τους πεθαμένους. Φωνάζω, κι' ας μην ακούει, τη μικρή βαφτιστικιά " Τζέλκα". Κι η λαγκαδιά απαντάει " Τζέλκααα, μωρή Τζέλκα, να τους τα πας όλα, λέω,το νου σου να διαβαστούν με τη σειρά τα ονόματα". Μου φαίνεται να βαβίζει σα μικρή κουτάβα απ' το κακό της. " Σήμερα δεν είναι ψυχοσάββατο". Κάθομαι σταυροπόδι. Βλέπω τον αστέρα ν' ανατέλλει, κάτω τα κοιμισμένα νερά και πλέχω. Το μπολερό, ετούτο το γιλέκο με τις χάντρες. Σαν ένας αργαλιός που φαίνει ξεφαίνει τα εντόσθια της κοιλάδας. Ανοίγω τα κιτάπια του αντρός μου που έφυγε κι' εκείνος γκρινιάζοντας. " Σύχασε Ευθύμη, σύχασε πια, λέω και ξαναλέω, ας τα χρωστά, θα μας τα δώσει σαν σηκωθεί κι' αυτός μ' όλους τους σκοτωμένους. Τα χέλια ξανασφίγγουν τα μούσκουλα ανάμεσα στα σκόρπια κόκκαλα". Πριν κοιμηθώ απλώνω τα χέρια μου να τους σκεπάσω. Πόσοι είναι; τρεις, πέντε, δέκα, δεν ξέρω από γράμματα, πετώ τα σάνταλα, τα μάνταλα τα τσουράπια μου, έντεκα δώδεκα, δεκαπέντε, δεκάξι. Καληνύχτα σας καληνύχτα σπόροι μου, σπόροι της κοιλιάς μου, στοιχειά μου. Όπου νάναι θα ξημερώσει κι' έχω να φυλάξω γερά τη βάρδια μου. Ακόμα μια μέρα, χριστιανοί μου, κάνετε καρδιά, ακόμα μιαν άνοιξη, αδέρφια μου. Ποιος μούφερε τούτη την κούνια που μοσκοβολά σάπιο κρέας, να την κουνώ πέρα δώθε ως την αυγή - αυγή χρόνος; Κ' η κούνια να τρίζει, τα θέμελα να τρίζουν, το σκυλί να ουρλιάζει. Παρασάνταλος κόσμος. Κι' εγώ πέρα δώθε την κούνια μου. " Σύχασε Ευθύμη, σύχασε πια, σύχασε".
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
Δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό Ηπειρωτικές Σελίδες, τεύχος 3 , Νοέμβριος 1952
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου